Για τον Γιάννη Κοντό
Ο μελομάγος γεννήθηκε χοντρούλης. Αυτό ήταν το νταμάρι του –έτσι λένε στα χωριά, και η μάνα του, στην οποία έμοιαζε εξαιρετικά, ήταν κι αυτή σχετικά ψηλή και στρουμπουλή και είχε χιούμορ.
Τις λέξεις απ’ το στόμα της πήρε ο μελομάγος και το χιούμορ της.
Στον πατέρα του δεν έμοιαζε. Ο πατέρας του ήταν κοντός και τσιλιβίθρας.
Ο μελομάγος ήταν φτυστός η μάνα του. Τα δικά της τα σουσούμια είχε πάρει.
Το μέλι που του έπεσε απ’ τον ουρανό το έφαγε αμέσως. Κι αμέσως άρχισε να γράφει εναντίον του τέλους. Έγραφε όλο για το θάνατο σαν να ήθελε να τον ξορκίσει.
Φοβόταν τις γυναίκες; Την ίδια στιγμή τις θαύμαζε. Κι αυτές και κάθε τι ωραίο.
Παρέμεινε σ’ όλη του τη ζωή ένα ιδιόμορφο παιδί που έπαιζε με τους άλλους, έκανε σκανταλιές, εκνεύριζε τους φίλους του –κι είχε πολλούς–, έπινε, κάπνιζε κι έτρωγε μεγάλες ποσότητες μέλι.
Μία απ’ αυτές τις μεγάλες σταγόνες μέλι που του έπεσε από ψηλά από τον ουρανό, τον έπνιξε. Δεν τον πέθανε όμως. Τον έκανε να νιώσει το απόλυτο κενό και τον μεταμόρφωσε σε αρκούδα.
Από τότε ο μελομάγος έζησε στην Πίνδο σαν αρκούδα. Κι ως γνωστόν οι ξεριζωμένες αρκούδες δεν ζευγαρώνουν και δεν κάνουν αρκουδάκια.
Έγραφε ποιήματα μέσα στο κεφάλι του και δεν έβλεπε κανέναν. Άλλωστε τους ανθρώπους τους απέφευγε γιατί τους μύριζε από μακριά, τουλάχιστον από τριακόσια μέτρα.
Έτρωγε μόνο μέλι και καρπούς. Ήταν μια αρκούδα φυτοφάγος, πράγμα σπάνιο.
Εκείνη τη χρονιά χιόνισε και χιόνισε, χιόνισε πολύ κι ο μελομάγος δεν έβρισκε τροφή. Αποφάσισε λοιπόν να κατεβεί στο πιο κοντινό χωριό που είχε εικονοστάσι μπας και κάτι έβρισκε, έστω και λιγουλάκι λάδι.
Στην κάθοδό του έβλεπε τις κορυφές από τα ψηλά δέντρα. Άλλα με φύλλωμα και άλλα –λόγω χειμώνα- χωρίς. Την παγωμένη μουσική των δέντρων την ακούνε όλα τα ζώα του δάσους, άρα και οι αρκούδες. Ο μελομάγος πήγαινε στα τέσσερα. Πού και πού σταματούσε κι έτριβε την άδεια αρκουδίσια κοιλιά του.
Κοίταξε τα νύχια του. Είχαν μεγαλώσει πολύ. Ήταν έτοιμα για μάχη.
Ονειροπόλησε για λίγο. Σταμάτησε να τρέχει και ονειροπόλησε. Το μυαλό του ζώου τον βοήθησε πρακτικά να το χωνέψει: φόβος του θανάτου υπήρχε. Όπως ο φόβος της πείνας. Όμως θάνατος δεν υπήρχε. Δεν θα ήταν εκεί για να δει να του συμβαίνει.
Ένα βάρος έφυγε από τον μελομάγο. Άρχισε να τρέχει. Κι όσο έτρεχε το χνότο του ήταν μέσα στο κρύο σαν να έβγαινε από φουγάρο. Φέγγιζε μέσα στο χιόνι.
Η ώρα ήταν μαγική. Σουρούπωνε.
Το εκκλησάκι μπροστά του. Μύρισε το λάδι.
Η γριά άναβε το καντήλι. Ήταν σαν μαύρο ξεραμένο λουλούδι.
Γύρισε και τον αντίκρισε έτσι όπως του έτρεχαν τα σάλια από την πείνα.
Έβγαλε μια τσιρίδα. Η γριά τρόμαξε κι έβγαλε μια τσιρίδα:
«Άιιιιιιιι!»
Κι ο μελομάγος τρόμαξε κι αυτός. Ύψωσε το χέρι και μ’ αυτά τα νύχια της έδωσε μια ανάποδη για να την κάνει να σωπάσει. Και την άφησε ξερή τη γριά.
Μετά άρχισε να τρέχει. Ξέχασε το λάδι κι άρχισε να τρέχει.
Ήταν ο μελομάγος που είχε μεταμορφωθεί σε αρκούδα.
Έπεσε άλλη μια σταγόνα μέλι από ψηλά. Κι άλλη. Κι άλλη.
Τις έφαγε με βουλιμία και χάθηκε μέσα στο δάσος.
Τη γιαγιά τη βρήκαν ξερή.
Από πείνα κι άθελά του, είχε διαπράξει το μοναδικό του έγκλημα.
Και το ανώτερό του ποίημα.