Ιστορίες καραντίνας ή μια νύχτα με τον δικό μου Ταραντίνο, τον Κοντούλη μου

Ο Γ.Κ. (1949)
Ο Γ.Κ. (1949)

Στον κόσμο του Γιάννη Κοντού μαθήτευσα νωρίς με συνοπτικές διαδικασίες. Επιστήθιος φίλος του Ματθαίου Μουντέ, ξάδερφου της μητέρας μου. Κι από εκεί ξεκίνησαν οι περιπέτειες της γραφής και της αγάπης. Κουκάκι, Greekhouse, Ideal, ενδιάμεσες στάσεις στη Γενναδείου, στο γραφείο του στον Κέδρο. Ο δίαυλος επικοινωνίας: ο αδερφός μου στα φοιτητικά του χρόνια. Κι από τότε μέλος μιας συντροφιάς, ως επί το πλείστον, ανδροκρατούμενης. Είχα την αίσθηση, τότε, πως υπήρχε άπλετος χρόνος. Μπορούσες να "σκοτώσεις" και να "χαραμίσεις" τον χρόνο σου. Άσκοπες βόλτες, συνομιλίες για έναν στίχο, μια παύση, μια σιωπή.
Πολλά χρόνια αργότερα ο Γιάννης Κοντός, ο Κοντούλης μου, όπως τον έλεγα χαϊδευτικά, γίνεται μέλος της οικογένειάς μου. Νονός της κόρης μου, της Μαρίας. Και λίγο πριν τη βάπτιση της εύχεται πως θα την κάνει «χριστιανή κι ερωτιάρα». Όλα με το λαδάκι του γίνανε κατ'ευχήν. Μεγαλώνοντας την Μαρία έρχονται οι στιγμές που ο χρόνος γίνεται υπερβολικά έντονος και γρήγορος. Εκεί όπου χάνεται κι ο αγαπημένος μου Κοντούλης, ενώ έχει αφήσει σ'εμένα μια παρακαταθήκη φίλων ποιητών, έναν τρόπο σκέψης κι ένα εργαστήρι ποίησης έτοιμο από παλιά.
Το πιο βασικό, πώς σκηνοθετείς μια μέρα για να γράψεις ή να μη γράψεις ένα ποίημα. Να ζεις αισθαντικά. Να μιλάς με τους φίλους σου στο τηλέφωνο κι ύστερα αναλόγως με την ίδια διάθεση να σηκώνεις μια σημαία ως ένδειξη απομόνωσης, όπως έκανε ο Γιάννης Κοντός στο σπίτι του στο Μεταξοχώρι. Αυτή ήταν μια απομόνωση που επέλεγε για να ησυχάσει και ν'αφουγκραστεί χωρίς κινητό και διαδίκτυο τη δική του εσωτερική ζωή. 'Ετσι σκηνοθετούσε με τον δικό του τρόπο τη δράση του στο χώρο των γραμμάτων. Αυτός, ο δικός μου Ταραντίνο έχει καταλάβει τον κόσμο της συνείδησής μου αλλά κι εκείνο το άλλο, το υποσυνείδητο. Στα όνειρα έρχεται και εκεί που τον βλέπω χωρίς πρόσωπο, χάνεται μέσα στα βιβλία του που διάσπαρτα έχουν περικυκλώσει όλο του το υπνοδωμάτιο. Κι ύστερα τρέχω, μες στον ύπνο μου, να του ψωνίσω κάλτσες και πετσέτες από τα μαγαζιά που σύχναζε στο κέντρο της αγαπημένης του πόλης, της Αθήνας.
Αυτή είναι μια ταινία που παίζει διαρκώς μες στο μυαλό μου, αλλά και ειδικότερα τώρα που γράφω αρχές Απριλίου και οι συνθήκες δυσκόλεψαν για όλους, ξαναγυρίζω στο εργαστήρι της ποίησης που εκείνος διηύθυνε και νιώθω ευγνωμοσύνη γιατί πάντα μου έλεγε:

«Να γράφεις ποιήματα» που σημαίνει: να έχεις πάντα κάτι για εσένα, να βλέπεις μέσα σου, μια εσωτερική ζωή μέσα σε οποιαδήποτε καραντίνα. Κι όταν ερχόταν η στιγμή, που εκείνος διάλεγε να περιπλανηθεί ανάμεσα στους ανθρώπους ξεπρόβαλε μέσα από τις σημειώσεις του. Τα χαρτάκια στο ημερολόγιό του του υπενθύμιζαν: παραστάσεις στο θέατρο, πλάι πλάι, με τους θεατές στο σκοτάδι της σκηνής. Στάσεις σε συγκεκριμένα σημεία της Αθήνας: στον Ιορδάνη τον εφημεριδοπώλη έξω από την Γενναδείου, ανηφορίζοντας για το Tivoli. Μεσημέρι με φίλους: ηθοποιούς, ποιητές και μουσικούς. Όλοι υπό τη σκέπη των ετερόκλητων, πλην όμως κοινών, στοιχείων που τους έφερναν κοντά. Η ατμόσφαιρα της σύναξης, που εκείνος επεδίωκε, και μας θύμιζε τις εποχές. Στον θορυβώδη και φρενήρη ρυθμό της πόλης επανερχόταν μ'ευλάβεια στη θρησκεία και την κάθε εποχή του χρόνου την αντιλαμβανόταν με τα μάτια των αγίων. Έτσι άκουσε τον δράκο να μιλάει στον Άγιο Γεώργιο και χαρακτηριστικά έγραψε πως: «Τρώω μόνο χορτάρι του φεγγαριού». Σαν ανώνυμος μοναχός κι εκείνος ετούτης της πολιτείας έζησε μόνος αλλά μαζί με εμάς.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: