Η ποίηση είναι εκκλησία. Οι πιστοί προσέρχονται στην ποίηση όπως στον ναό, για να λειτουργηθούν. Κάθονται όλοι στα ίδια στασίδια, ακούν τα κείμενα και θαυμάζουν, αν υπάρχουν ανάλογα το δόγμα, το τέμπλο και τις τοιχογραφίες. Η ποίηση του Γιάννη Κοντού είναι ένας ναός με ορθόδοξο τυπικό, γιατί η εικόνα παίζει καίριο ρόλο στην ανάδειξη της μυθολογίας του, της διδαχής του και της ομολογίας πίστεως.
Πιστεύει στον άνθρωπο. Δε γράφει, ζωγραφίζει χωρίς χέρια, όπως έχει ειπωθεί. Εικονοποιεί. Άλλοτε εντάσσει τους ήρωές του σε υπερρεαλιστικά tableaux vivants, άλλοτε σε βυζαντινές τοιχογραφίες ή πίνακες του κινήματος του κυβισμού. Το Συνηθισμένο τοπίο που περιγράφει στην Περιμετρική (1970) φαντάζει ως ένας τεράστιος ευφημισμός, ή ένας πρώιμος πίνακας ενός ζωγράφου που κατόπιν εξελίχθηκε ραγδαία.
Κατ’ αρχάς, όπως κάθε ζωγράφος, καταπιάνεται με τα χρώματα και τις αποχρώσεις. Δημιουργεί και περιγράφει την παλέτα του. Όπως λέει ο ίδιος στα πεζά του κείμενα, τα χρώματα έχουν τη δική τους ζωή. Ώχρες του απογεύματος παρμένες από πίνακες του Τσαρούχη, το ασημί το Βυζαντινό, το ούλτρα μαρίν [που]
τρέμει στο φως του δειλινού, το Βερονέζε [που] σαν κύμα μας σκεπάζει. Μιλώντας για τον Γιώργο Λαζόγκα ορίζει το κίτρινο και το μαύρο του Βυζαντίου: ο ζωγράφος ρίχνει το μαύρο σαν νεράκι στον ουρανό [...]
και κολυμπάει στην κίτρινη θάλασσα. Έτσι, το τελάρο του γεμίζει κίτρινο και μαύρο.
Οι αναφορές στο μαύρο σε συνδυασμό με την καθ’ ημάς παράδοση δεν σταματά εκεί. Το χρώμα του ράσου του αγιογράφου συνδυάζεται με το χρυσό του ουρανού των σεπτών εικόνων. Ο Κοντός γίνεται ο ίδιος αγιογράφος που εξομολογεί τους Αγίους και ταυτόχρονα ως αμαρτωλός [είναι] βουτηγμένος στο κόκκινο χρώμα, ενώ διαλαλεί το γαλάζιο. Ο ίδιος, γεμάτος μπογιές και τα πινέλα στα χέρια διαπερνά τον χρόνο και την ιστορία. Οι σκαλωσιές και τα ικριώματα [τον]
περιμένουν μέσα στον ναό.
Έτοιμος με τα σύνεργα της τέχνης του στα χέρια επιδίδεται στην άσκηση, στην τέλεση της εικονο-ποιητικής του λειτουργίας. Νεύει στους ανέμους να έρθουν, να φορέσουν τα κόκκινα και να βάψουν τα ποτάμια. Το χρώμα στην ποίηση του Κοντού βάφει τα τοπία και τους ήρωες. Τον χαρακτηρίζει αυτή η χρωματική κινητοποίηση του λεκτικού του βαφείου, πριν μεταποιήσει μορφές και σχήματα σε στιγμιότυπα μιας ιδιάζουσας ποιητικής τεχνοτροπίας.
Πέτρες ξερές ξεβαμμένες σαν τα λόγια μου σημειώνει. Ο λόγος ξεθωριάζει κάποια στιγμή χρωματικά αλλά επιβιώνει. Τα επίθετα βάφουν και ξεβάφουν. Περνούν οι στρώσεις των χρωμάτων σαν τις εποχές που διαδέχονται η μια την άλλη, ως μανδύες που ντύνουν τοίχους, μέρες, νύχτες, ουρανούς, ρούχα, πρόσωπα. Δημιουργούνται με τον τρόπο αυτό ζεύγη επιθέτου-ουσιαστικού, δηλαδή χρώματος και βαφόμενου αντικειμένου, δίπολα που αναδεικνύουν σύμβολα ιδωμένα σε ένα νέο φως. Ο Κοντός λοιπόν, ξεκινά με ένα χρωματολόγιο, θα έλεγε κανείς, των συμβόλων που μεταχειρίζεται στο στήσιμο των εικόνων του. Έτσι, μιλά όπως είπαμε για το μαύρο ράσο του αγιογράφου, αλλά και για το μαύρο κοστούμι του Καρυωτάκη, το μαύρο παλτό του Σολωμού. Καφετιά υπομονή, ριγέ χρόνος. Σκούρα μπλε φλέβα, εμπριμέ χρόνος. Γαλάζια νήματα, φράσεις λευκές. Για τους ήρωές του τα δίπολα μεταβάλλονται ανάλογα με τη γωνία θέασης: το κουβάρι των ημερών του ξετυλίγεται κατακόκκινο, ασχέτως εάν οι άλλοι το βλέπουν γκρίζο. Η ποίηση του Γιάννη Κοντού τοιχογραφείται ως ένας άλλος κήπος του Matisse.
Η εικονοπλασία καθοδηγεί την πορεία της γραφής και μέσω αυτής νέες εικόνες ξεπροβάλλουν, σε μια σεκάνς στιγμιότυπων ονειρικού τοπίου όπως εκείνα του Ταρκόφσκι. Ο Κοντός σκηνοθετεί τη μετέωρη κίνηση προσώπων, ζώων, στοιχείων και αντικειμένων-συμβόλων. Βασική μαρτυρία γι’ αυτή την οπτική αποτελεί το Σχέδιο για διήγημα (Φωτοτυπίες, 1977). Οι μινιατούρες διηγήματα που απαρτίζουν αυτή την ενότητα είναι εικόνες που παραλλάσσονται με τρόπο υπερρεαλιστικό, με την πάροδο ενός εσωτερικού χρόνου αγνώστου, αλλά ορισμένης διάρκειας. Σε αυτό το σουρεαλιστικό μεταίχμιο μεταξύ πεζού και ποιητικού λόγου, η αίσθηση του αναγνώστη είναι ότι βρίσκεται σε έναν πίνακα του Εγγονόπουλου, του de Chirico (βλ. Η ζωγραφική στη ζωή μου, Στο γύρισμα της μέρας, 1992) ή του Dalí (βλ. Την ίδια Τρίτη, Η υποτείνουσα της Σελήνης, 2002), όπου εκτυλίσσεται μια ιστορία με μια νομοτέλεια υπερκόσμια, σε ένα άλλο αισθητικό επίπεδο, το οποίο δε συνάδει με τους φυσικούς νόμους που ισχύουν στην πραγματικότητα.
Οι εικόνες είναι ζωντανές, αναπνέουν. Θα μπορούσαν να είναι εκθέματα ενός ιδιότυπου ζωολογικού κήπου ιδεών. Κυριαρχεί η φωτοσκίαση και όχι τόσο το χρώμα τόσο νωρίς στην ποιητική του Κοντού. Στο ποίημα Ο υδράργυρος χρόνος
(ό.π.) θα μπορούσαμε να πούμε ότι τα σλάιντ είναι ασπρόμαυρα. Το φως αλλού είναι διάχυτο, αλλού πηγή φωτός αποτελεί ένας φωταγωγός. Το χρώμα υφέρπει Στη διάλεκτο της ερήμου (1980), συλλογή ώριμη ως προς την εικονοποιΐα της και τον ιδιαίτερο λυρισμό του ποιητή. Γάλα, χιόνι, αίμα, λεμόνι, έντερα «νέον», νύχτα, λέξεις που όχι απλά υπαινίσσονται το χρώμα, αλλά το αποκαλύπτουν, ενώ τα μάτια ανοικτά κοιτάνε πέρα από το χρόνο.
Ο ίδιος εξομολογείται: Δοκιμάζω τα χρώματα / και βγαίνουν όλα στο μαύρο. Στα επιγράμματα της συλλογής Τα οστά (1982) υπεισέρχονται τα βασικά του χρώματα: κάρβουνο ουρανός, κόκκινη ακτινογραφία, βαθιές πρασινάδες. Τη στιγμή που οι περιγραφές συμπυκνώνονται, οι εικόνες γίνονται πιο δύσκαμπτες, πιο φωτογραφικές. Ταυτόχρονα με τα χρώματα εμφανίζονται και ήχοι: Οι άγγελοι του ταβανιού χτυπάνε τα κουτάλια, τα φτερά, τα δόντια. Αλλού: στη βιτρίνα θα μείνεις μεταλλική κραυγή αναπάντητη. Επιστρέφει η βαφή αλλά και το ξεθώριασμα: Ο αέρας το μετακινεί / η μουσική το ξεβάφει. Αλλού: Το τραγούδι έβγαινε ματωμένο.
Το επίγραμμα 78 είναι δηλωτικό της ταυτόχρονα χρωματικής και μουσικής διάθεσης στην εικονοποιΐα του ποιητή: