Η εικονο-ποιητική του Γιάννη Κοντού

Έργο του Μιχάλη Μανουσάκη
Έργο του Μιχάλη Μανουσάκη

Η ποίηση είναι εκκλησία. Οι πιστοί προσέρχονται στην ποίηση όπως στον ναό, για να λειτουργηθούν. Κάθονται όλοι στα ίδια στασίδια, ακούν τα κείμενα και θαυμάζουν, αν υπάρχουν ανάλογα το δόγμα, το τέμπλο και τις τοιχογραφίες. Η ποίηση του Γιάννη Κοντού είναι ένας ναός με ορθόδοξο τυπικό, γιατί η εικόνα παίζει καίριο ρόλο στην ανάδειξη της μυθολογίας του, της διδαχής του και της ομολογίας πίστεως.
Πιστεύει στον άνθρωπο. Δε γράφει, ζωγραφίζει χωρίς χέρια, όπως έχει ειπωθεί. Εικονοποιεί. Άλλοτε εντάσσει τους ήρωές του σε υπερρεαλιστικά tableaux vivants, άλλοτε σε βυζαντινές τοιχογραφίες ή πίνακες του κινήματος του κυβισμού. Το Συνηθισμένο τοπίο που περιγράφει στην Περιμετρική (1970) φαντάζει ως ένας τεράστιος ευφημισμός, ή ένας πρώιμος πίνακας ενός ζωγράφου που κατόπιν εξελίχθηκε ραγδαία.
Κατ’ αρχάς, όπως κάθε ζωγράφος, καταπιάνεται με τα χρώματα και τις αποχρώσεις. Δημιουργεί και περιγράφει την παλέτα του. Όπως λέει ο ίδιος στα πεζά του κείμενα, τα χρώματα έχουν τη δική τους ζωή. Ώχρες του απογεύματος παρμένες από πίνακες του Τσαρούχη, το ασημί το Βυζαντινό, το ούλτρα μαρίν [που] τρέμει στο φως του δειλινού, το Βερονέζε [που] σαν κύμα μας σκεπάζει. Μιλώντας για τον Γιώργο Λαζόγκα ορίζει το κίτρινο και το μαύρο του Βυζαντίου: ο ζωγράφος ρίχνει το μαύρο σαν νεράκι στον ουρανό [...] και κολυμπάει στην κίτρινη θάλασσα. Έτσι, το τελάρο του γεμίζει κίτρινο και μαύρο.
Οι αναφορές στο μαύρο σε συνδυασμό με την καθ’ ημάς παράδοση δεν σταματά εκεί. Το χρώμα του ράσου του αγιογράφου συνδυάζεται με το χρυσό του ουρανού των σεπτών εικόνων. Ο Κοντός γίνεται ο ίδιος αγιογράφος που εξομολογεί τους Αγίους και ταυτόχρονα ως αμαρτωλός [είναι] βουτηγμένος στο κόκκινο χρώμα, ενώ διαλαλεί το γαλάζιο. Ο ίδιος, γεμάτος μπογιές και τα πινέλα στα χέρια διαπερνά τον χρόνο και την ιστορία. Οι σκαλωσιές και τα ικριώματα [τον] περιμένουν μέσα στον ναό.
Έτοιμος με τα σύνεργα της τέχνης του στα χέρια επιδίδεται στην άσκηση, στην τέλεση της εικονο-ποιητικής του λειτουργίας. Νεύει στους ανέμους να έρθουν, να φορέσουν τα κόκκινα και να βάψουν τα ποτάμια. Το χρώμα στην ποίηση του Κοντού βάφει τα τοπία και τους ήρωες. Τον χαρακτηρίζει αυτή η χρωματική κινητοποίηση του λεκτικού του βαφείου, πριν μεταποιήσει μορφές και σχήματα σε στιγμιότυπα μιας ιδιάζουσας ποιητικής τεχνοτροπίας.
Πέτρες ξερές ξεβαμμένες σαν τα λόγια μου σημειώνει. Ο λόγος ξεθωριάζει κάποια στιγμή χρωματικά αλλά επιβιώνει. Τα επίθετα βάφουν και ξεβάφουν. Περνούν οι στρώσεις των χρωμάτων σαν τις εποχές που διαδέχονται η μια την άλλη, ως μανδύες που ντύνουν τοίχους, μέρες, νύχτες, ουρανούς, ρούχα, πρόσωπα. Δημιουργούνται με τον τρόπο αυτό ζεύγη επιθέτου-ουσιαστικού, δηλαδή χρώματος και βαφόμενου αντικειμένου, δίπολα που αναδεικνύουν σύμβολα ιδωμένα σε ένα νέο φως. Ο Κοντός λοιπόν, ξεκινά με ένα χρωματολόγιο, θα έλεγε κανείς, των συμβόλων που μεταχειρίζεται στο στήσιμο των εικόνων του. Έτσι, μιλά όπως είπαμε για το μαύρο ράσο του αγιογράφου, αλλά και για το μαύρο κοστούμι του Καρυωτάκη, το μαύρο παλτό του Σολωμού. Καφετιά υπομονή, ριγέ χρόνος. Σκούρα μπλε φλέβα, εμπριμέ χρόνος. Γαλάζια νήματα, φράσεις λευκές. Για τους ήρωές του τα δίπολα μεταβάλλονται ανάλογα με τη γωνία θέασης: το κουβάρι των ημερών του ξετυλίγεται κατακόκκινο, ασχέτως εάν οι άλλοι το βλέπουν γκρίζο. Η ποίηση του Γιάννη Κοντού τοιχογραφείται ως ένας άλλος κήπος του Matisse.
Η εικονοπλασία καθοδηγεί την πορεία της γραφής και μέσω αυτής νέες εικόνες ξεπροβάλλουν, σε μια σεκάνς στιγμιότυπων ονειρικού τοπίου όπως εκείνα του Ταρκόφσκι. Ο Κοντός σκηνοθετεί τη μετέωρη κίνηση προσώπων, ζώων, στοιχείων και αντικειμένων-συμβόλων. Βασική μαρτυρία γι’ αυτή την οπτική αποτελεί το Σχέδιο για διήγημα (Φωτοτυπίες, 1977). Οι μινιατούρες διηγήματα που απαρτίζουν αυτή την ενότητα είναι εικόνες που παραλλάσσονται με τρόπο υπερρεαλιστικό, με την πάροδο ενός εσωτερικού χρόνου αγνώστου, αλλά ορισμένης διάρκειας. Σε αυτό το σουρεαλιστικό μεταίχμιο μεταξύ πεζού και ποιητικού λόγου, η αίσθηση του αναγνώστη είναι ότι βρίσκεται σε έναν πίνακα του Εγγονόπουλου, του de Chirico (βλ. Η ζωγραφική στη ζωή μου, Στο γύρισμα της μέρας, 1992) ή του Dalí (βλ. Την ίδια Τρίτη, Η υποτείνουσα της Σελήνης, 2002), όπου εκτυλίσσεται μια ιστορία με μια νομοτέλεια υπερκόσμια, σε ένα άλλο αισθητικό επίπεδο, το οποίο δε συνάδει με τους φυσικούς νόμους που ισχύουν στην πραγματικότητα.
Οι εικόνες είναι ζωντανές, αναπνέουν. Θα μπορούσαν να είναι εκθέματα ενός ιδιότυπου ζωολογικού κήπου ιδεών. Κυριαρχεί η φωτοσκίαση και όχι τόσο το χρώμα τόσο νωρίς στην ποιητική του Κοντού. Στο ποίημα Ο υδράργυρος χρόνος (ό.π.) θα μπορούσαμε να πούμε ότι τα σλάιντ είναι ασπρόμαυρα. Το φως αλλού είναι διάχυτο, αλλού πηγή φωτός αποτελεί ένας φωταγωγός. Το χρώμα υφέρπει Στη διάλεκτο της ερήμου (1980), συλλογή ώριμη ως προς την εικονοποιΐα της και τον ιδιαίτερο λυρισμό του ποιητή. Γάλα, χιόνι, αίμα, λεμόνι, έντερα «νέον», νύχτα, λέξεις που όχι απλά υπαινίσσονται το χρώμα, αλλά το αποκαλύπτουν, ενώ τα μάτια ανοικτά κοιτάνε πέρα από το χρόνο.
Ο ίδιος εξομολογείται: Δοκιμάζω τα χρώματα / και βγαίνουν όλα στο μαύρο. Στα επιγράμματα της συλλογής Τα οστά (1982) υπεισέρχονται τα βασικά του χρώματα: κάρβουνο ουρανός, κόκκινη ακτινογραφία, βαθιές πρασινάδες. Τη στιγμή που οι περιγραφές συμπυκνώνονται, οι εικόνες γίνονται πιο δύσκαμπτες, πιο φωτογραφικές. Ταυτόχρονα με τα χρώματα εμφανίζονται και ήχοι: Οι άγγελοι του ταβανιού χτυπάνε τα κουτάλια, τα φτερά, τα δόντια. Αλλού: στη βιτρίνα θα μείνεις μεταλλική κραυγή αναπάντητη. Επιστρέφει η βαφή αλλά και το ξεθώριασμα: Ο αέρας το μετακινεί / η μουσική το ξεβάφει. Αλλού: Το τραγούδι έβγαινε ματωμένο.

Το επίγραμμα 78 είναι δηλωτικό της ταυτόχρονα χρωματικής και μουσικής διάθεσης στην εικονοποιΐα του ποιητή:

Σήμερα κωπηλατούσαμε όλη μέρα –με φίλους
με βιολιά –Τρέχαμε στην κλωστή του ορίζοντα
Έπαιζε ένα κλαρίνο, έβγαζε μπαμπάκια
μουσικές για πεθαμένους– Βγάλαμε τα πουκάμισα,
βγάλαμε το δέρμα. Έτσι κατακόκκινοι κοιταζόμαστε
και γελούσαμε.

Χρώμα και ήχος, μουσικός η μη, συνδυάζονται. Η πόλκα των φιλιών σου με τα χρυσά πουκάμισα (82), ασημένια βυζαντινή μουσική (90), Κοιτάζω τα εγγόνια μου. Έχουν / τις κινήσεις, τα χρώματα, τα σημάδια σου [...] Ακούω τα μαλλιά σου (108), ασημένια θήκη [...] σφύριγμα των ματιών (112), Ανάβει η ελληνική φωνή σου / αλλάζει χρώματα (119), Η μουσική ερχότανε [...] ο χάλκινος ίσκιος σου (130), μάλλινες φωνές και ώχρες (131). Ταυτόχρονα επανέρχονται τα βαμμένα σύμβολα: κίτρινα μάτια (16), τραγούδι ματωμένο (77), λευκοί σκορπιοί (76), άσπρα σπίτια (86), μαυροντυμένη γυναίκα (89), μαύρο χαμόγελο (100), κόκκινο νερό (116), αλλά και τα ξεβαμμένα: μαύρες πεταλούδες [που] ξεθωριάζουν, ξεφλουδίζουν και πέφτουν (59), μουγκά χρώματα (99), άσπρισαν τα μαλλιά και τα μάτια της (118).
Ο Κοντός, ασκημένος πλέον στη λεκτική εικονογραφία, με παλέτα βαφών και εκφραστικά πινέλα όλων των ειδών, επιδίδεται ως ελληνιστής γραμματικός στη σύνθεση εκφράσεων (περίτεχνων περιγραφών έργων τέχνης) για πίνακες του φανταστικού, ονειρικά τοπία και εμπειρίες, στη συλλογή που τιτλοφορείται Ανωνύμου μοναχού (1985). Χαρακτηριστικό είναι το ποίημα Μιλάει ο δράκος στον Άγιο Γεώργιο, εξομολόγηση της φιγούρας του πίνακα αντί του θεατή. Το ποίημα δηλαδή αυτό αποτελεί αντεστραμμένη έκφραση ενός πίνακα, ενός μεταποιημένου «Le Côté de», όπου χρωματίζονται η μαύρη μπέρτα του Αγίου, οι πράσινες μεμβράνες του δράκου και το πηχτό αίμα του που βάφει τα ασημένια παπούτσια των αγγέλων. Η αναφορά σε αγιογραφίες, όπου το χρώμα έχει προστεθεί εκεί μόνο που χρειάζεται, αφήνοντας ένα μέρος άχρωμο (βλ. π.χ. Κοίμηση της Θεοτόκου του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου στην ομώνυμη μονή στην Ερμούπολη της Σύρου), είναι ξεκάθαρη.
Ταυτόχρονα διακρίνουμε λεπτομέρειες: παπούτσια που γαβγίζουν στους περαστικούς και δαγκώνουν από μέσα τα πόδια, μια κίτρινη μουσική ερπετών, ένα χέρι που αρπάζει και τραβάει μέσα σε σκοτεινό θάλαμο, ο ζωγράφος [που] ήθελε να μπει από τη σκεπή, αντικείμενα και χαρακτήρες με ανήκουστες ιδιότητες και ικανότητες, ενώ ο ποιητής ακούγοντας μουσική μας πληροφορεί: πίνω όλα τα φάρμακα (ποιήματα) και δε λέω να πεθάνω.
Η μουσική και το χρώμα εναλλάσσονται με ασπρόμαυρες κινούμενες εικόνες. Παρακολουθούμε μέσα από πεζόμορφα ποιήματα τον δημιουργό να χρωματίζει, να βάφει, να ξεβάφει σύμβολα όπως τα ρούχα, ένα κουδουνάκι, το ξυράφι, τις φλέβες, τις φωτογραφίες: Η μαύρη ομιλούσα καρυδιά με τα πουλιά στα κλαδιά της και τους κρεμασμένους. Η νύχτα με τα μεγάλα λευκά ποντίκια, όταν ο άλλος εαυτός - το ποιητικό υποκείμενο - (ο τυφλός) σκοντάφτει στο σιελ χρώμα, στο όνομα Άννα. Ο άντρας με το βιολί και τον κίτρινο σκύλο.
Στην ποίηση του Κοντού συσχετίζονται όχι μόνο οι αποχρώσεις των χρωμάτων με τις εντάσεις των ήχων, αλλά και οι αισθήσεις μεταξύ τους με αποτέλεσμα ο ποιητικός συνειρμός να γίνεται συναισθητικός: μια φωνή στο βάθος να βγάζει σπίθες (Ο σκοτεινός θάλαμος), άκουγα ίσκιους/καπνούς (Η καρυδιά), έβλεπε τη φωνή του (Ο παλαιστής μοναχός), καφέ μυρωδιά θανάτου (Η πολεμοχαρής αμαζόνα Άννα), μύρισε στον αέρα τα ποδοβολητά, τα γαυγίσματα (Νανούρισμα), με τη γλώσσα θέλεις να μου σβήσεις τα μάτια (Η γυναίκα που παίρνει το πρωινό της), μυρίζαμε τη μουσική (Μηρυκάζω: πρόσωπα, εικόνες, μουσική, Στο γύρισμα της μέρας, 1992).
Φυτρώνει η αγωνία στην πόλη ξεβάφουν τα κτήρια, γίνονται μονόχρωμα. Έβλεπα τις φλέβες να αστράφτουν στο σκοτάδι, το σώμα να βρέχεται από παντού. Σε αυτές τις δυο χαρακτηριστικές προτάσεις, παρμένες από διαφορετικά ποιήματα, το χρώμα και το φως διεγείρουν την όραση. Η ψυχική κατάσταση της αγωνίας δίνεται από τη φθορά του χρώματος. Φωτεινά μέρη του σώματος διεγείρουν τις αισθήσεις. Το βλέμμα, ο ήχος και το σώμα κυριαρχούν, τόσο ως εμπειρίες του ποιητικού υποκείμενου όσο και στους χαρακτήρες στους οποίους αυτό απευθύνεται σε δεύτερο πρόσωπο (ενίοτε ερωτικό αντικείμενο), ή σε εκείνους που το επηρεάζουν εμφανιζόμενοι σε τρίτο πρόσωπο. Ο Κοντός σκιαγραφεί με ξεκάθαρες γραμμές και καίριες πινελιές, μονόχρωμες, αφήνοντας τα υπόλοιπα στον θεατή-αναγνώστη, χωρίς όμως να αφήνει την αίσθηση ότι παραλείπει κάτι.
Αυτή η αίσθηση πληρότητας χαρακτηρίζει τις δημιουργίες του Κοντού και εκεί εδράζεται η αποδοχή και η επιτυχία τους. Εικόνες εναργείς, όπως θα έλεγε ο Εμπειρίκος, που υπηρετούν πιστά τον συνειρμό, δίχως να τον αλλοιώνουν. Με τον τρόπο αυτό, τα απίθανα όντα και τα φανταστικά τοπία αποκτούν υπόσταση απτή, σαν κάστρα άμμου ή στήλες άλατος, που ορθώνονται ολοζώντανα μπροστά στον θεατή, πριν εξαερωθούν σε μια λεπτή αχλή ονείρου με το γύρισμα της σελίδας. Οι κόσμοι του Κοντού είναι παράλογοι. Εκεί εκτυλίσσονται άλλοτε νοσταλγικές, άλλοτε τραγικές ιστορίες με μαύρο χιούμορ. Μια λεπτή ειρωνεία διαπερνά την πλοκή. Πολλές φορές, μια αγιογραφία ή ένας πίνακας μεγάλου ζωγράφου όπως ο Μαγκρίτ ή ο Βαν Γκογκ καταλαμβάνουν έκταση μερικών στίχων μέσα στην περιγραφή ενός χώρου ή τοπίου, λες και είναι κρεμασμένοι στους τοίχους ενός διαμερίσματος όπου ζει ο ποιητής, ή το ίδιο το τοπίο όπου πορεύεται αυτός και οι ήρωές του.
Σε κάποιες περιπτώσεις, ο Κοντός καταλαμβάνει τον αναγνώστη εξαπίνης: το ονειρικό ασυνάρτητο των ποιημάτων του πλησιάζει τόσο την πραγματικότητα, ώστε η αληθοφάνεια ελάχιστα παραλλάσσεται από το πρίσμα του έντεχνου λόγου. Λες και ένα νέο φως λούζει αντικείμενα και ανθρώπους, με αποτέλεσμα να αποκτούν μια υπόσταση στο μεταίχμιο του υπαρκτού. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αυτής της απατηλής μαζί και απτής πραγματικότητας αποτελούν τα ποιήματα Σπουδή για σοπράνο και Τα ρούχα των πεθαμένων της συλλογής Δωρεάν σκοτάδι (1989). Στο πρώτο ποίημα περιγράφεται η πορεία προς τον θάνατο και το αποτέλεσμα αυτής της πορείας: Έμεινε ένα άδειο σώμα στη σκιά, ενώ στο δεύτερο η πορεία έχει προ πολλού διακοπεί και το σώμα είναι απόν: Η μυρωδιά του ζωντανού σώματος / δεν ακούγεται. Τα σημεία επαφής του πραγματικού με το φανταστικό είναι στην πρώτη περίπτωση ένα σύμβολο της ψυχής μιας καλλιτέχνιδας του λυρικού δράματος: το μυτερό της καπέλο, το οποίο τρυπάει τον ουρανό / ακουμπάει τα υπογάστρια των αγγέλων (φανταστικό), ενώ στο τέλος Το τραβάει / απότομα και μαζί τραβάει: το μυαλό, / τα σωθικά, το φεγγάρι και τη φωνή της (πραγματικό / φανταστικό) στη δεύτερη δε περίπτωση – τη απουσία του σώματος – η αλλαγή του σχήματος Μικραίνουν / γίνονται παιδικά, παραμυθένια (πραγματικό / φανταστικό) και χρήσης Τα πουκάμισα και οι πιζάμες – ως ευκολόχρηστα – γίνονται σφουγγαρόπανα (πραγματικό) των ρούχων και των παπουτσιών που φαίνονται να ψήνονται μαζί με τις πέτρες στο νου μας (φανταστικό). Το αποτέλεσμα της τόσο στενά και χωρίς ασυνέχειες υφασμένης εναλλαγής μεταξύ πραγματικού και φανταστικού από τον ποιητή, με υλικά θα έλεγε κανείς κοινής χρήσεως, είναι η δημιουργία εικόνων συγκινησιακών που μιλούν απευθείας στην ψυχή του αναγνώστη.

Η ίδια αυτή ταλάντευση μεταξύ πραγματικού και φανταστικού οδηγεί τον ποιητή στη συλλογή Στο γύρισμα της μέρας (1992) να μιλήσει για την ποιητική του αποκαλύπτοντας:

Όμως είμαστε στην ονειρική πραγματικότητα,
την πιο σκληρή, τη σιδερένια.
Τα μεταμορφώνεις όλα προς το απαλό.

Η ποιητική του μεταμορφώνει προς το απαλό, το λιγότερο έντονο, το ξεθωριασμένο. Η ονειρική πραγματικότητα είναι δεδομένη νομοτελειακά, σκληρή και σιδερένια. Ο συμβιβασμός με την τρέχουσα πραγματικότητα, όπως τη βιώνουμε στην καθημερινότητά μας, είναι λόγος ψόγου: Ποτέ δε θα αγγίξετε / το λευκό ύφασμα του απροσδιόριστου. Αλλού πιο μελαγχολικά σημειώνει: σκέπτομαι ότι δεν υπάρχει τίποτα / γύρω μου – ας επιμένουν άνθρωποι / αισθήματα και αντικείμενα. Υποβολέα του ονείρου θα μπορούσαμε να τον χαρακτηρίσουμε, ενώ πέφτει ανάποδα και μας παρατηρεί στις ασχολίες μας από αυτή την άβολη (για μας) γωνία, μας προειδοποιεί όταν στο μεταίχμιο του ύπνου παίρνουν μπρος τα κουρασμένα σώματα και αρχίζει η παράσταση (Αυτοβιογραφία).
Ο Κοντός, ως ζωγράφος με παλέτα λέξεων απλών και πινέλα βουτηγμένα σε ξεκάθαρα χρώματα, έχει πλέον κατακτήσει το ύφος του και την εικονοποιητική του τεχνική όταν γράφει (Θέμα: τα παπούτσια, Δωρεάν σκοτάδι, 1989):

Λέξεις τηγανητές, λέξεις στη χόβολη,
λέξεις βραστές, λέξεις ωμές και να περπατάς
ακίνητος στον αέρα και να νομίζεις.

και αλλού (Δέντρο στην άκρη, ό.π.):

[...]         Βλέπει τις ίδιες
εικόνες μια ζωή, τις ανακατεύει και τραβάει
στην τύχη.                  […]

Έτσι, αυτή η «τυχερή ζαριά των ιδεών» όπως περιγράφει ο Ώντεν την έμπνευση, αυτό το ανακάτεμα των εικόνων συνδυάζεται με έναν αυτοσαρκασμό της ποιητικής του, «σε μια αντιστροφή της σχέσης του συγγραφέα με το ύφος» του. Αυτό είναι ενδεικτικό της ωριμότητα της ποίησης του Κοντού, όπου ο ίδιος παρωδεί τον εαυτό του και την ποιητική του, χρησιμοποιώντας τα ίδια μέσα, τα ίδια σύνεργα του παρωδούμενου καλλιτέχνη.

Ποίηση ώριμη και εξομολογητική μέσα στις εικόνες ονείρων, όπου, μόνος ο ποιητής, όπως συμβαίνει πάντα στα όνειρα, ζει σε δωμάτια και βλέπει με τον νου τοπία, ταξιδεύει με ζωντανούς, με νεκρούς, ο καιρός μεταβάλλεται, βρέχει. Κάποιες φορές μέσα στον κόσμο αυτό ο ίδιος κοιμάται και περιγράφει κάποιο άλλο όνειρο, μια ποιητική mise-en-abîme, ένας καθρέφτης που παραλλάσσει περαιτέρω τη θέαση του φαινομενικά γνώριμου. Απροσδιόριστος ο ύπνος μια και ξυπνά νύχτα, ενώ ζει στο σκοτάδι στο εσωτερικό ενός κότσυφα (Μια κοινή ιστορία), τον οποίο θα παραλλήλιζε κανείς με τη μυθολογική κουρούνα του Απόλλωνα. Μουσική, χρώματα και σύμβολα τον συνοδεύουν. Τα παπούτσια είναι κάποιες φορές τα ίδια ποιήματα. Το ίδιο και τα ρούχα. Ειδικά αυτά των πεθαμένων.
Οι εικόνες του Κοντού περικλείουν μυρωδιές, αν πλησιάσει κανείς αρκετά ώστε να τις οσφρανθεί. Άλλες φορές κλεισούρα, άλλες καθαρό αέρα που έρχεται ανοικτά ενός ακρωτηρίου. Μυρωδιές πάντα νοσταλγικές γιατί υφίστανται σε έναν μετα-χώρο, διαφορετικό δηλαδή αυτού των τριών διαστάσεων που έχουμε συνηθίσει να αναγνωρίζουμε. Η λεγόμενη τέταρτη διάσταση του χρόνου είναι ασυνεχής χωρισμένη μόνο σε παρελθόν και μέλλον. Το παρόν έχει μια ονειρική απροσδιοριστία και ως προς τη ροή του αλλά κυρίως προς την κατεύθυνση που έχει η ροή αυτή. Κάθε αίσθηση, κάθε αντανάκλαση, κάθε όραμα προσθέτουν διαστάσεις στην εικόνα και επομένως διευρύνουν τις γωνίες θέασης. Όπως ο ποιητής δίνει μια ιδέα χρώματος και αναμένει από τον αναγνώστη να φανταστεί το πλήρες χρωματικό φάσμα, έτσι απαιτεί και τον προσανατολισμό του σαρώνοντας με τη σκέψη τις επιπλέον διαστάσεις. Πρέπει κανείς να εισχωρήσει στις εικόνες για να τις αισθανθεί και να εκτιμήσει την έκτασή τους.
Η πόλη, η πλατεία, οι δρόμοι είναι γνώριμα, με τη έννοια ότι ο καθένας μπορεί εύκολα να ανασύρει εικόνες (της) πόλης, (της) πλατείας και (του) δρόμου, εισχωρώντας έτσι πιο εύκολα στο τι διαδραματίζεται εκεί. Σε αυτό το «εκεί», το προσδιοριζόμενο από μια «διεύθυνση» (πλατεία, δρόμος, διαμέρισμα, δωμάτιο) στην πόλη, ο Κοντός εντάσσει κάθε φορά μια αντικειμενική συστοιχία (objective correlative) κατά τον T. S. Eliot και τον Σεφέρη και στη συνέχεια την αναλύει, την εντάσσει σε εικόνα, την αναπτύσσει σε δυο ή περισσότερους στίχους ώσπου ο συνειρμός οδηγεί στην επόμενη κ.ο.κ. Ως ανατόμος, διαλέγει τα κομμάτια του κόβοντας, λιανίζοντας, κρεμώντας (Ο ανατόμος, Στο γύρισμα της μέρας, 1992), ενώ:

Από τα μεγάλα τζάμια βλέπει
έξω τα απροσδιόριστα κτήρια
και τη χωρίς πλοκή πλατεία,
με τα σταματημένα σύννεφα
και τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα

(Όταν ο παίκτης πεθαίνει, ό.π), και ξεκινά τη ζωγραφική (Τρία, Ο αθλητής του τίποτα, 1997):

Ζωγραφίζω αλκοόλ στα πόδια σου χυμένο
ζωγραφίζω φωνές και, χορεύοντας, θέλω
να περάσει αυτή η αλλήθωρη μέρα,
να έρθει η επόμενη, και βλέπουμε.

Πέρα από αντικείμενα ζωγραφίζει τους χαρακτήρες, έναν εφοριακό, μια μακιγιέζ, έναν τυφλό, έναν αθλητή. Τους ντύνει και ντύνεται με ξεχασμένες καμπαρντίνες, φοράει τα ρούχα της βροχής, δοκιμάζει φτερά, περπατάει ασκόπως, κατάμονος στην πόλη. Πιάνει μετά μια βροχή ή βραδιάζει και: Γύρω στις επτά / η νύχτα ρίχνει το λουλακί μαντίλι της / στη λίμνη (Τι κάνω το σώμα μου όλη μέρα, ό.π.). Μεταχειρίζεται ζωγραφικά και μεταποιεί το φως, τις φωτοσκιάσεις και το σκοτάδι. Κάποιες φορές επικρατεί το λυκόφως. Στήνει ένα ψηφιδωτό εικόνων και λέξεων, δύσκολο να εκτιμηθεί από την εγγύτητα μιας ανάγνωσης. Χρειάζεται αναγνώριση και εκτίμηση εξ αποστάσεως όπως κάθε κοσμοθεωρία.

Ο Κοντός έχει ξεκάθαρη ποιητική άποψη και την υπηρετεί με πειθαρχία. Δεν παρεκκλίνει. Έρχεται πρόσωπον προς πρόσωπον με τον εσωτερικό άνθρωπο γιατί ο πολυδιάστατος κόσμος του δημιουργείται εκ των έσω όπου εδράζονται οι αισθήσεις. Είναι ένας αγιογράφος εσωτερικών κόσμων. Όπως στις αγιογραφίες διακρίνεται με λεπτομέρεια το εσωτερικό μιας πόλης κοιτώντας την έξω από τα τείχη, τα πόδια του αγίου φαίνονται όταν αυτός διασχίζει το ποτάμι, έτσι και στις εικόνες του Κοντού βλέπουμε αυτό που συντελείται μέσα από το δέρμα και τα κόκαλα και ακόμα πιο μέσα: στη μνήμη και το ψυχικό αποτύπωμα που αυτή αφήνει στο υποσυνείδητο, με τα κυλιόμενα φεγγάρια (Η ζωγραφική στη ζωή μου, ό.π.).

Η σωματοποίηση των εικόνων συντελείται μέσω των αισθήσεων και της μνήμης. Το σώμα είναι έμπειρο και θα έλεγε κανείς έχει κάνει τον κύκλο του όταν Όλα θα είναι όπως πριν: υπερσυντέλικος και βελούδο (Ο οξύς τόνος των ερωτευμένων, Η υποτείνουσα της Σελήνης, 2002). Άλλοτε στροβιλίζεται προς το μέρος της αγάπης, άλλοτε βρέχει επάνω του μελάνι, υποκύπτει στην εξουσία της μουσικής, του ονείρου και των αγγέλων, αλλά κυρίως, το σώμα θυμάται. Βλέπει στον καθρέφτη τα παιδικά του χρόνια, ψάχνει βγάζοντας το χέρι έξω από τον χρόνο ένα άλλο χέρι ιαματικό, τρίβει μια τσαλακωμένη φωτογραφία στο σώμα όπως το σαπούνι. Τα χέρια σηκώνονται γίνονται φτερά […] Τα πόδια στο χώμα επιμένουν […] Ο χορευτής πέφτει στα γόνατα με τα χέρια μετέωρα (Βραδάκι Παρασκευής (ζεϊμπέκικος), ό.π.), Γονατιστός καπνίζει / ένας εργάτης στην οικοδομή / λες και πρόκειται να τον εκτελέσουν (Δευτέρα (5.30΄ το πρωί), ό.π.).
Το ποιητικό υποκείμενο έχει συνείδηση της φθαρτότητάς του, αλλά και της εν δυνάμει αφθαρσίας του λόγου. Ζει όπως ένας κεραμέας που μιλούσε και έριχνε τα λόγια του λαχνούς μέσα στα κανάτια και κάτω από κεραμίδια (Ο κεραμέας, ό.π.) και εύχεται τα λόγια – έπεα πτερόεντα – να πετάξουν μαζί με τα πουλιά και να μείνουν κτήμα μας, γιατί κατά βάθος θέλει να τελειώσει η νύχτα και τα παράξενα, αλλά το πρωί βόσκει ακόμα στο μαύρο (Το κουρεμένο ποίημα, ό.π.). Αλλού, ως ωρολογοποιός, επιστρέφει από το πριν της ώρας του ταξίδι στο μαύρο με τη μεζούρα του χρόνου χιλιοκομμένη (Ο ωρολογοποιός, ό.π.). Το σώμα στο τέλος κι αυτό καταλήγει, έρχεται η στιγμή που στομώνει. (Υστερόγραφο, Δευτερόλεπτα του φόβου, 2006). Τότε μεταμορφώνεται η πόλη, οι πλατείες, οι δρόμοι, τα διαμερίσματα, τα δωμάτια, τα έπιπλα, οι ένοικοι. Τα μυστικά τοπία-πίνακες ερμηνεύονται από πεθαμένους πατατοφάγους, ένα άδειο τρένο περνά, οι δρόμοι αρχίζουν και τελειώνουν με ομίχλη (Τι συμβαίνει όταν πεθαίνει μια ωραία γυναίκα σε μεγάλη πόλη, Ηλεκτρισμένη πόλη, 2008).
Γυναίκα και πόλη. Σ’ αυτά επιμένει περισσότερο στο τέλος ο ποιητής. Ή μάλλον γι’ αυτά ξοδεύεται σε χρώμα, λόγο και εικόνες. Ένα τοπίο είναι μια γεωγραφία ενός σώματος. Κρεμά τα τοπία ως εικονίσματα γύρω μας, στους τοίχους, εικόνες παθών, βίοι Αγίων, αμαρτίες που μας βαραίνουν. Μας καλεί στο εσωτερικό του ναού. Μας απαγγέλει ενώ θαυμάζουμε στο φως των καντηλιών τις εικόνες κι ο λόγος κρατά το ίσο.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: