Ο καλός μάγος της ποίησης

Ο καλός μάγος της ποίησης


Με τις εποχές αλλάζεις φωνές
–όπως ο φλοιός των δέντρων–
Γιάννης ΚΟΝΤΟΣ, Τα οστά


Είναι προχωρημένος Μάιος και οι λαϊκές αγορές στο ρυθμό της οργασμικής αναγέννησης τους πλημμυρίζουν από χρώματα και μυρωδιές. Μήλα και αχλάδια στην προέκταση ενός μακρέος χειμώνα, κεράσια που έφτασαν στον πάγκο τους με ελαφριά καθυστέρηση, βερίκοκα, ροδάκινα και νεκταρίνια σε πλήρη συμφωνία με την εποχή, φράουλες εξουθενωμένες από το μακρύ ταξίδι τους που εκκίνησε στα τέλη του Γενάρη, καρπούζια και πεπόνια σε μια βεβιασμένη προσπάθεια κατάκτησης του Αυγούστου συνυπάρχουνε αρμονικά με τα σταφύλια που στέκουνε καλοσχηματισμένα στα τσαμπιά τους έτοιμα να αποχαιρετήσουνε την πρώιμη ιδέα του θέρους. Η άνοιξη και το καλοκαίρι, το φθινόπωρο και ο χειμώνας, εν περιλήψει, σε μία κοινωνία που αδυνατεί να συντάξει την επιθυμία με την εποχή, να συντονίσει τα αισθήματα με το άρωμα του αιθέρα. Οι εποχές συρρικνώνονται σε έναν αστικό περίπατο σε κάποια γειτονιά της Αθήνας, στη θέα μίας λαϊκής αγοράς, στην πρόσοψη ενός συνοικιακού μανάβικου, στην κραυγή μίας αφίσας προβολής προσφορών κάποιας γνωστής υπεραγοράς. Είναι Σάββατο απόγευμα, στέκομαι σκεπτική και γεμίζω τη σακούλα με τα φρούτα, που αύριο θα προσθέσω στο γεύμα του άγραφου, ακόμη, ανθρώπου που κρατώ στα χέρια μου, ισορροπώντας ανάμεσα στην φύση και τη θέση μου, στην ποίηση και στον καιρό. Να μεγαλώσω έναν άνθρωπο της βραδύτητας και της έντασης των αισθημάτων που στο άκουσμα του παραμυθιού θα θέλγεται στην ιδέα της πριγκίπισσας που εκείνος έσωσε από τον δράκο ή έναν άνθρωπο της συγχρονίας, της ταχύτητας και της βραχείας αναφλέξεως της ζωής, που για εκείνον το παραμύθι δεν θα είναι παρά ένα παρωχημένο όχημα αποπλάνησης των συνειδήσεων; Στην ουσία ξέρω -στην ουσία ένοιωσα από πολύ καιρό, πως τα παραμύθια ανήκουν σε εκείνους που έγιναν προσκεφάλι και υπνοπαιδεία τους όσο ακόμη ήταν βρέφη: Θα μεγαλώσω έναν άνθρωπο που θα λέει τον Μάρτη φράουλα και τον Απρίλη θα κρεμά κεράσια σκουλαρίκια, τον Μάιο θα τον περιμένει να σκάσει όπως κουκούτσι από το βερίκοκό του, και θα κάνει υπομονή, θα καρτερεί τον Αύγουστο να ιριδίσει στο κόκκινο του καρπουζιού και έφηβος πια, Σεπτέμβρη, θα δακρύσει με ένα τσαμπί σταφύλι στο δεξί του χέρι, νοιώθοντας για πρώτη φορά «πως με την πρώτη σταγόνα της βροχής σκοτώθηκε το καλοκαίρι». Θα μεγαλώσω έναν άνθρωπο με φρούτα εποχής και ποιήματα-παραμύθια όχι για να ζήσει την ποίηση αλλά για να μπορέσει να ζήσει την ζωή.
Μέσα στο κλίμα της γενικά ματαιωμένης φετινής μας άνοιξης, που μάς βρήκε να παρακολουθούμε την αύξηση της μέρας με ρυθμό ανάλογο της αδυναμίας μας να την αδράξουμε, στυλωμένοι σε κάποιο μπαλκόνι ή κάποιο κήπο οι πιο τυχεροί, σε ένα παράθυρο οι λιγότερο, επιστρέφω στα λόγια του Γιάννη Κοντού από το οπισθόφυλλο του τελευταίου του παραμυθιού, Η αρκούδα και το βατραχάκι (2015): «Δίνουμε στο παιδί παραμύθια που το οδηγούν στην αγάπη για τα ζώα. Παράλληλα, το παιδί μαθαίνει τις κλιματολογικές αλλαγές των εποχών στο δάσος. Ακόμα, τη χειμέρια νάρκη των δύο πρωταγωνιστών και την άνοιξη που φέρνει η ζωή και τα χρώματα.». Το εγχείρημα αυτό του Κοντού, που ολοκληρώθηκε με αυτό το παραμύθι και περιλαμβάνει και τα άλλα τρία παιδικά βιβλία του, Τα Χριστούγεννα έρχονται (2004), Τα παραμύθια του καλού μάγου (2009), Αριστείδης ο μικρός ιπποπόταμος (2001) και συμπράττει ιδανικά με την εικονογράφηση των Αλέκου Φασιανού, Φαίδωνα Πατρικαλάκη και Δημήτρη Μυταρά αντίστοιχα, αποτελεί μία πράξη βαθειά ποιητική, η οποία προδίδει την γνήσια ρομαντική φύση του ποιητή, μία δωρεά στα παιδιά, στους γονείς και στην ίδια την ποίηση, αφού έρχεται να εκπαιδεύει τους μέλλοντες αναγνώστες της, να τους μάθει να διαβάζουν τη φύση, να μιλούν με την αθωότητα μέσα από την αγάπη για τα ζώα. Ενώ ο κόσμος γύρω διαρκώς επιταχύνει, ο Κοντός μυεί τα παιδιά στην αξία της επιβράδυνσης, τα καλεί να συντονιστούν με την ταχύτητα της φύσης και να αισθανθούν τους ήχους της εαρινής αναγέννησης. Κατά τον Τζάνι Ροντάρι «το παραμύθι για το παιδί είναι ένα ιδανικό όργανο για να κρατήσει κοντά του τον ενήλικο. […] Όσο διαρκεί, η μαμά είναι εκεί, όλη για το παιδί, παρουσία διαρκής και παρηγορητική, που τού προσφέρει προστασία και σιγουριά. […] Ενώ το ήρεμο ποτάμι του παραμυθιού κυλάει ανάμεσά τους, το παιδί μπορεί επιτέλους να χαρεί τη μαμά με την άνεσή του, να παρατηρήσει όλες τις λεπτομέρειες του προσώπου της […]»[1] και υπό αυτό το πρίσμα ο Κοντός, με τα παραμύθια του κάνει κάτι σπουδαίο, σε μία κοινωνία που τον στερείται, παράγει χρόνο, ιδρύει ένα σύνολο έγχρωμων στιγμών αφοσίωσης μεταξύ παιδιών και ενηλίκων - ένα νέο σύμπαν προς εξερεύνηση.
Ταυτόχρονα, τη στιγμή που η κινούμενη εικόνα, στο πλαίσιο μίας εύπεπτης, χωρίς ιδιαίτερους προβληματισμούς και συναισθηματικές προεκτάσεις, μυθοπλασίας, κυριαρχεί στην απευθυνόμενη στα παιδιά και τους νέους, αγορά, ο Κοντός επιλέγει να σκύψει πάνω από τις άγραφες ψυχές τους και να αντιτάξει σε αυτή την απλότητα και την αμεσότητα της γνήσια ποιητικής γραφής του, να επιστρέψει στα διαχρονικά μια φορά και έναν καιρό και ζήσαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα, να παίξει με παλιά σχήματα, όπως αυτό του βάτραχου που γίνεται πρίγκιπας με το φιλί μίας όμορφης κοπέλας, να δημιουργήσει ιδιότυπες φιλίες μεταξύ διαφορετικών ειδών του ζωικού βασιλείου, να φέρει τα παιδιά σε επαφή με την μαγεία της φύσης, που άλλα περισσότερο και άλλα λιγότερο στερούνται μέσα στον αστικοποιημένο τρόπο ζωής, να μιλήσει με μικρές αλληγορίες για την σημασία αποδοχής της ετερότητας, να θωπεύσει για πρώτη φορά τις καρδιές των μικρών αναγνωστών με στίχους του Ελύτη, που άλλοτε χρησιμοποιεί ως προμετωπίδες και άλλοτε στη ρύμη της γραφής του. Ο Κοντός, αν και δεν επιλέγει να αποδώσει τα παραμύθια του σε ομοιοκατάληκτο λόγο, εντούτοις κατασκευάζει ένα καθαρά ποιητικό σύμπαν, όπου κυριαρχεί η ονειρική διάθεση και ριζώνει στο υπέδαφος ενός θαλερού ρομαντισμού, που αναζητά άλλοτε να κινητοποιήσει και άλλοτε να σμιλέψει την δραστήρια παιδική φαντασία.
Από τον Αριστείδη, τον μικρό ιπποπόταμο, που στην απόδραση του από το ζωολογικό πάρκο, έψαξε να κατοικήσει την αφρικανική ζούγκλα στην πλατεία Ομονοίας, μέχρι τον μικρό Ερρίκο, που με τη βοήθεια του καλού μάγου, άρχισε να κλαίει δάκρυα διαμάντια, που τον απελευθέρωσαν από τον κακό πατριό του, το ψάρι που μιλούσε ανθρώπινα και την αρκουδίτσα Τασία με τον μικρό της φίλο το βατραχάκι, όλοι οι ήρωές του μοιάζει να μετεωρίζονται ανάμεσα στο εδώ και το εκεί, στο τώρα και το χθες, να πατούν στο γήινο τραχύ τοπίο του πραγματικού κόσμου και να αναδύονται από την γραμμή του ορίζοντα τη στιγμή της δύσης του ηλίου σαν είδωλα· να γίνονται μικροί αντάρτες ονείρου. Και κάθε έλλειμμα, κάθε πληγή, κάθε ματαίωση αίρεται στην ακμή της αθωότητας τους - στην πίστη του ανέφικτου. Ένας υπόρρητος ρομαντισμός αυλακώνει το τοπίο του παραμυθιού που κατασκευάζει ο Κοντός δημιουργώντας μικρά νοητά περάσματα που οδηγούν ευθεία στον χώρο της ποίησής του, στις αποθήκες των ονείρων του που είναι πάντα γεμάτες χώμα [Δευτερόλεπτα του φόβου (2006)] από την μία πλευρά, σε έναν κήπο με ωδικά πουλιά, σμαράγδια και έναν σπασμένο ήλιο από την άλλη [Δευτερόλεπτα του φόβου].
Γιατί το ποιητικό σύμπαν του Κοντού, ακόμη και στις πιο σκοτεινές στιγμές του, προβάλλει ζωηρό, με μία ανερυθρίαστη παιδικότητα που πάλλεται στις φλέβες της γραφής του. Είναι ο ποιητής που ακόμη ακούει τα πουλόβερ του να μιλάνε στις ντουλάπες τη νύχτα, πιστεύει πως το κουκούτσι της ροδακινιάς / μπορεί να γίνει δέντρο / και μια Παρασκευή να μοσκοβολά / έξω από το παράθυρο όπως τα μάτια της [Δευτερόλεπτα του φόβου], και μιλά για το δάκρυ του φρούτου / όταν αποχωρίζεται το δέντρο [Η στάθμη του σώματος (2010)] αναδυόμενος πότε παιδί και πότε έφηβος από το μικρό παράθυρο του εσωτερικού χώρου της ποίησής του. Η μνήμη της παιδικής ηλικίας και η επανενεργοποίηση των τεχνασμάτων που δραστηριοποιούν την παιδική φαντασία αποτελούν ένα ιδιαίτερο κομμάτι της γραφής του, θυμίζοντας μας τα λόγια του Νοβάλις που έγραφε πως αν είχαμε μία Φανταστική όπως έχουμε μία Λογική θα ανακαλύπταμε την τέχνη του να επινοούμε [Frammenti], και πάνω σε αυτή την αναζήτηση μοιάζει συχνά να εργάζεται ο Γιάννης Κοντός τόσο στις ποιητικές συλλογές του, όσο και στα παραμύθια του, σε ένα παιχνίδι συσχετισμών και μυστικών συζεύξεων μεταξύ ύλης και πνεύματος, πόλης και φύσης. Και ακριβώς για αυτό το λόγο τα παραμύθια του, παιδικά και όχι παιδιάστικα, λειτουργούν ιδανικά μέσα στην συγχρονία τους, γιατί ο ποιητής ποτέ δεν έπαψε να εξερευνά τον παιδικό του κόσμο, να αναμοχλεύει τα αποθέματά του και να ανασυνθέτει τα θραύσματά του παιδιού που κρύβει μέσα του, διαχειριζόμενος με δεξιοτεχνία την πρώτη ύλη του παραμυθιού, το όνειρο και το παράλογο.
Απότοκος αυτής της ατελεύτητης διεργασίας μοιάζουν συχνά να είναι τόσο οι στίχοι των ποιημάτων του, ιδιαίτερα των στιγμών που ο ποιητής αυτοπεριορίζεται στην μικρή και πολύ μικρή, ακόμα και μονόχορδη, φόρμα, [συλλογές: Τα οστά (1982), Δευτερόλεπτα του φόβου (2006), Η στάθμη του σώματος (2010)] όσο και τα παραμύθια του, που ιδωμένα όλα μαζί, συνθέτουν το χωρικό αποτύπωμα της ποίησής του, έναν χώρο εσωτερικό, ένα δωμάτιο παιδικό, μέσα στο οποίο κάθε αντικείμενο παίρνει ζωή, κάθε ιστορία γίνεται απτή, κάθε στίχος πολλαπλασιάζεται και γίνεται τραγούδι, γίνεται παράσταση με φανταστικούς πρωταγωνιστές τις νύχτες, κάθε παιδί στέκει ευτυχισμένο και κοιτά από το παράθυρο την άνοιξη που πάντα έρχεται, μιλώντας με τις πεταλούδες και τα βατράχια, κάθε έφηβος δακρύζει γιατί ερωτεύεται, κάθε ενήλικος χαμογελά γιατί ακόμη μπορεί να αισθάνεται. Η ποίηση τρεμουλιάζει στα χείλη και ο καλός της μάγος με ένα πολύχρωμο μπαμ, εμφανίζεται στις λεπτότατες στιγμές της μέρας μας, για να περιθάλψει την ευαισθησία μας και εξαφανίζεται πάλι αθόρυβα, μέχρι ο φόβος μας για το αύριο να γίνει τραχύς και να εμφανιστεί εκ νέου να τον χρωματίσει με νεύματα αθωότητας, με άνοιξη.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: