Μέταλλα σαν κι αυτά είναι δείγματα καθαρής ποίησης, όχι βέβαια όπως νοούσαν τον όρο ο Πωλ Βαλερύ ή ο Ανρί Μπρεμόν αλλά με την έννοια μιας οπτικής καθαρότητας, που φέρνει στον νου ορισμένες από τις πλέον διαυγείς στιγμές της παραστατικής ζωγραφικής – και δεν είναι χωρίς σημασία ότι η ποίηση του Κοντού έχει τέτοια απήχηση σε ζωγράφους, όπως το δείχνει η παρουσία των εφτά εικόνων που κοσμούν την επανέκδοση της Περιμετρικής, αλλά και η φυσική παρουσία των ζωγράφων εδώ απόψε.
Είπα ότι οι εικόνες του Κοντού ήταν το 1970 αγνώστου προελεύσεως. Όσο περνούσε ο καιρός και η εικονοποιία του Κοντού διαμορφωνόταν αδρότερα ως το κύριο χαρακτηριστικό της ποίησής του, εντοπιζόταν και η καταγωγή τους. Ήταν το απροσδόκητο, το ευρηματικό στοιχείο της, που οδήγησε στην πεποίθηση ότι η εικονοποιία αυτή είναι υπερρεαλιστικής καταγωγής, και στον χαρακτηρισμό του Κοντού ως μεταϋπερρεαλιστή ποιητή.
Σε γενικές γραμμές αυτός ο χαρακτηρισμός δεν είναι ανακριβής. Όμως σε ειδικές γραμμές, ως προς τον προσδιορισμό της καταγωγής του κύριου γνωρίσματος της εικονογραφίας του Κοντού, ο χαρακτηρισμός αυτός δεν μου φαίνεται εύστοχος. Το κύριο γνώρισμα της εικονογραφίας του Κοντού είναι, πιστεύω, η συναίρεση στο ίδιο οπτικό πεδίο δύο στοιχείων αντίθετων μεταξύ τους – ή, καλύτερα, η παράσταση του ενός με τους όρους με τους οποίους συνήθως παρίσταται το άλλο. Αναφέρομαι στη συγχώνευση του ιδιωτικού στοιχείου με το δημόσιο στοιχείο στην ποίηση του Κοντού. Βιώνοντας μιαν εικόνα του Κοντού αισθάνεται κανείς πως, παρότι βρίσκεται σε έναν δημόσιο χώρο, έχει συγχρόνως μπει και στην περιοχή του προσωπικού χώρου – και το αντίστροφο. Δεν είναι χωρίς σημασία ότι μια ποιητική συλλογή του Κοντού – θα έλεγα η πιο χαρακτηριστική – έχει τον τίτλο Ανωνύμου μοναχού και ο πρωταγωνιστής αυτής της συλλογής, ο ανώνυμος μοναχός, ζει σε μια πολυάνθρωπη. Αυτή η συνεύρεση η ταυτόχρονη παρουσία των δύο στοιχείων, που βαθαίνει την αίσθηση του προσωπικού με μια υπερπροσωπική διάσταση και την αίσθηση του δημόσιου με μια διάσταση ατομική, αυτή και όχι η ευρηματικότητα (που είναι κάτι πολύ γενικό για να μπορεί να είναι διακριτικό γνώρισμα) αποτελεί πιστεύω, το ακριβές στίγμα της εικονογραφίας του Κοντού , που είναι συγχρόνως και ένα βιοθεωρητικό στίγμα.
Αλλά αν δεν είναι υπερρεαλιστικής προελεύσεως, από πού αντλεί ο Κοντός τα συστατικά εκείνα που τον βοήθησαν να διαμορφώσει εκείνο που περιέγραψα ως εικονογραφικό στίγμα του; Αναφέρομαι σε αυτό που σήμερα ονομάζεται διακειμενικότητα (μια λέξη-χυλός, που σημαίνει τόσο πολλά πράγματα, ώστε τελικά να μη σημαίνει τίποτε), και που εγώ θα το προσδιόριζα με την παλιά, καλή και ακριβή (όταν ξέρουμε γιατί μιλάμε) λέξη επίδραση. Οι επιδράσεις είναι ορατές στην Περιμετρική: Θα αναφέρω μόνο τους ποιητές που εμφανίζονται αυτοπροσώπως σ` αυτή την πρώτη συλλογή, είτε με στίχους τους, τους οποίους ο Κοντός χρησιμοποιεί ως επιγραφές σε ποιήματά του, είτε και με το ίδιο το όνομά τους: Σεφέρης, Καρυωτάκης, Ελύτης, Σικελιανός, Καββαδίας, Λόρκα, Μιλόσζ.
Είπα ότι η μετέπειτα εξέλιξη του Κοντού οδήγησε στην περιγραφή της έκφρασής του ως μεταϋπερρεαλιστικής. Κι εγώ έτσι πίστευα. Σε παλαιότερη κριτική μου για τα ποιήματα μιας συλλογής του, η οποία εκδόθηκε το 1985, έγραφα τα εξής (σας διαβάζω το χωρίο, γιατί θα μου επιτρέψει να συμπληρωθεί την περιγραφή μου της εικονογραφίας του Κοντού):
«Η ευρηματικότητα του Κοντού είναι, νομίζω, σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα της μαθητείας του στους Έλληνες υπερρεαλιστές, από τους οποίους φαίνεται να έχει διδαχτεί τη μέθοδο της έκπληξης. Πρόκειται για μαθητεία λελογισμένη και επιλεκτική, γιατί ο Κοντός δεν ακολουθεί παρά μόνο ως ένα σημείο τις φυγόκεντρες τάσεις της υπερρεαλιστικής έκφρασης. Ακόμη και στα ποιήματα εκείνα όπου ο συνειρμός των εικόνων του χαλαρώνει στον μεγαλύτερο βαθμό ελευθερίας, αισθάνεται κανείς έναν έλεγχο που ασκείται από κάποιο αόρατο κέντρο. Ανάλογα με τον βαθμό της ορατότητας αυτού του κέντρου τα ποιήματα του Κοντού θα μπορούσαν να διακριθούν σε θεματικά, σε ποιήματα δηλαδή στα οποία η ποιητική συγκίνηση διοχετεύεται μέσα από τους διαύλους ενός προσδιορίσιμου θέματος, και σε ποιήματα διάθεσης ή ατμόσφαιρας, που η θερμοκρασίας τους παράγεται κυρίως από την τριβή εικόνων φαινομενικά ασύνδετων μεταξύ τους. Και στις δύο περιπτώσεις η διατύπωση του Κοντού διακρίνεται συχνά από μιαν ασυνήθιστη οπτική ενάργεια, η οποία αποτελεί την κύρια αρετή της ποίησής του. Δεν γνωρίζω άλλον ποιητή της γενιάς του ᾽70 που η εικονογραφία του να φτάνει σε τέτοιο βαθμό καθαρότητας, σε μια διαύγεια, θα έλεγα, ονειρική».
Σήμερα, έπειτα από προσεκτικότερη ανάγνωση της ποίησης του Κοντού, θα τροποποιούσα την άποψή μου σε ό,τι αφορά τις υπερρεαλιστικές καταβολές της και θα τοποθετούσα τις καταβολές αυτές σε ένα άλλο πεδίο: στο πεδίο των εικονογραφικών τρόπων ενός ποιητή, η οφειλή του οποίου στα διδάγματα της υπερρεαλιστικής εικονογραφίας υπήρξε θεμελιώδης. Δεν εννοώ τον Μίλτο Σαχτούρη, με τον οποίο ο Κοντός –το έχει επισημάνει η κριτική– συνδέεται με ορατούς δεσμούς ποιητικής συγγένειας. Αναφέρομαι στον Γιάννη Ρίτσο, η συνομιλία του οποίου με τον υπερρεαλισμό υπήρξε βαθύτερη απ' όσο δηλώνεται στην επιφάνεια των στίχων του. Αισθάνομαι ότι, περισσότερο απ' ό,τι ο Σαχτούρης, ο ποιητικός γεννήτορας του Κοντού – για να χρησιμοποιήσω ένα γνωστό θεωρητικό σχήμα – είναι ο Ρίτσος· ότι η ονειρική διαύγεια των ποιημάτων του Κοντού έχει διαμορφωθεί κυρίως μέσα από τη συνομιλία του Κοντού με την ποίηση του Ρίτσου, ενός ποιητή που εκφράζει με ανάλογη εικονογραφική ενάργεια τη συναίρεση του ιδιωτικού με το δημόσιο. Πιστεύω ότι η όποια σχέση του Κοντού με τον υπερρεαλισμό διαμεσολαβείται από την ουσιώδη, παρότι όχι προφανή, σχέση του με την ποίηση του Ρίτσου – μία από εκείνες τις ευτυχισμένες σχέσεις ενός νεότερου ποιητή με έναν πρεσβύτερο, μέσα από τις οποίες πορεύεται δημιουργικά ο ποιητικός λόγος.
————————————
Tο κείμενο του Νάσου Βαγενά, διαβάστηκε τον Οκτώβριο του 2000 σε εκδήλωση για την επανέκδοση της Περιμετρικής του Γιάννη Κοντού, στο θέατρο «Τζένη Καρέζη».