Σάββατο μεγάλο μεσημέρι, χτενισμένη, αποφάσισε να αφήσει δώρα στους νεκρούς φίλους και συγγενείς, και να πάει βόλτα τον σκύλο· έτσι κι έγινε:
Κατηφόρισε την Πίνδου κι έφτασε στο νεκροταφείο, στο οικόπεδο του νεκροταφείου, στο οικόπεδο του οριζόντιου χρόνου που σχίζεται από το κεντρικό καμπαναριό, στον κόσμο των οριζοντίων, των σχισμένων οριζοντίων από τις κωδονοκρούσεις του μπρούντζινου θολωτού κατασκευάσματος, οι οριζόντιοι μαζί και οι λοιποί συγγενείς και φίλοι φτιάχνουν το συνονθύλευμα οριζοντίων που αδιάλειπτα αρνείται να αγγελοκρούει, τις αφωνίες του καλύπτει το ιδιόφωνο όργανο που δονεί την απουσία ήχου∙ ή φωνής.
Κάθετα από τον ουρανό και προς το οικόπεδο: Ήρθε; Is she here? [ɪz ʃiː hɪə?]
Τέρμα Πίνδου, περιστοιχισμένο από Πεύκα, Pinus halepensis, Pinaceae, δηλαδή, ή Κυπαρίσσια, Cupressus sempervirens, Cupressaceae, δηλαδή, κι άλλοτε μάντρα από μπετόν, άσπρη, χτισμένη από μπετόν. Ξεκίνησε να περπατάει εφαπτομενικά στην περιφέρεια του τετραγώνου έχοντας τον εσωτερικό χώρο του οικοπέδου στο δεξί χέρι και τον δρόμο πάντα στα αριστερά.
Ήρθε; [ɪz ʃiː hɪə?] Πέρασαν την πρώτη γωνία και σταμάτησαν στο πρώτο σημείο, στην πρώτη ακμή του τετράγωνου οικοπέδου, εκεί θαμμένος, καλυμμένος με χώμα, ένας φίλος της, βγάζει το δερμάτινο, το διπλώνει μια φορά, το διπλώνει δίπλα στον τάφο του φίλου της, κάθεται, συνεχίζει να κρατάει το λουρί, ο σκύλος τριγυρίζει, μυρίζει, ώσπου να βρει σε ποια γωνία του ορθογώνιου τάφου θα κατουρήσει, εκείνη αφήνει στον τάφο, αφού ανάψει το καντήλι με τον αναπτήρα, μια γλάστρα με Dracunculus vulgaris, Araceae, δηλαδή το Φιδόχορτο. Αρχίζει το παραλήρημα κι ενόσω μιλάει κλαίει. Σηκώνεται, παίρνει το δερμάτινο, τραβάει το λουρί και συνεχίζει μαζί με τον σκύλο προς την επόμενη στάση. Ήρθε; [ɪz ʃiː hɪə?] Πέρασαν την δεύτερη γωνία και σταμάτησαν στο δεύτερο σημείο, την δεύτερη ακμή του τετράγωνου οικοπέδου, εκεί θαμμένη, χώμα πιέζει το στέρνο της, ανάμεσα στα πόδια της, μια φίλη της, βγάζει το δερμάτινο, το διπλώνει μια φορά, το διπλώνει δίπλα στον τάφο της φίλης της, κάθεται, συνεχίζει να κρατάει το λουρί, ο σκύλος τριγυρίζει, μυρίζει, ώσπου να βρει σε ποια γωνία του ορθογώνιου τάφου θα κατουρήσει, εκείνη αφήνει στον τάφο, αφού ανάψει το καντήλι με τον αναπτήρα, μια γλάστρα με Viola arvensis, Violaceae, δηλαδή τον Αγριοπανσέ. Ανοίγει το στόμα της, σφίγγει τα δάχτυλα σε γροθιά. Αρχίζει το παραλήρημα κι ενόσω μιλάει κλαίει. Αρθρώνει και μουρμουρίζει. Σηκώνεται, παίρνει το δερμάτινο, τραβάει το λουρί και συνεχίζει μαζί με τον σκύλο προς την επόμενη στάση. Ήρθε; [ɪz ʃiː hɪə?] Πέρασαν την 3η γωνία και σταμάτησαν στο 3o σημείο, την 3η ακμή του τετραγώνου, εκεί θαμμένος, φρέσκο χώμα, σχεδόν βαμβάκι, απλώς τον κρατάει ζεστό, ένας φίλος της, βγάζει το δερμάτινο, το διπλώνει μια φορά, το διπλώνει δίπλα στον τάφο του φίλου της, κάθεται, συνεχίζει να κρατάει το λουρί, ο σκύλος τριγυρίζει, μυρίζει, ώσπου να βρει σε ποια γωνία του ορθογώνιου τάφου θα κατουρήσει, εκείνη αφήνει στον τάφο, αφού ανάψει το καντήλι με τον αναπτήρα, μια γλάστρα με Asphodeline Liburnica, Liliaceae, δηλαδή τον Ασφόδελο. Ανοίγει το στόμα της, σφίγγει τα δάχτυλα σε γροθιά. Αρχίζει το παραλήρημα κι ενόσω μιλάει κλαίει. Σηκώνεται, παίρνει το δερμάτινο, τραβάει το λουρί και συνεχίζει μαζί με το σκυλί προς την επόμενη στάση. Ήρθε; [ɪz ʃiː hɪə?] Πέρασαν την 4η γωνία και σταμάτησαν στο 4ο σημείο, την 4η ακμή του [tetraγónu], εκεί θαμμένη, φαγωμένη, αδειασμένη και κούφια, μια φίλη της, βγάζει το δερμτν, το διπλώνει μια φορά, το διπλώνει δίπλα στον τάφο της φίλης της, κάθεται, συνεχίζει να κρατάει το λουρί, ο σκύλος τριγυρίζει, μυρίζει, ώσπου να βρει σε ποια γωνία του ορθογώνιου τάφου θα κατουρήσει, εκείνη αφήνει στον τάφο, αφού ανάψει το καντήλι με τον αναπτήρα, μια γλάστρα με Tragopogon porrifolius, Compositae, δηλαδή το Λαγόχορτο. Ανοίγει το στόμα της, σφίγγει τα δάχτυλα σε γροθιά. Αρχίζει το παραλήρημα κι ενόσω μιλάει κλαίει. Αρθρώνει και μασάει. Σηκώνεται, παίρνει το δερμάτινο, τραβάει το λουρί και συνεχίζει με τον σκύλο προς την επόμενη στάση. Ήρθε; [ɪz ʃiː hɪə?] Πέρασαν την 5η γωνία και σταμάτησαν στο 5ο σημείο, την 5η ακμή του [tetraγónu], εκεί θαμμένος, ανάποδα, με ορθάνοιχτα μάτια, κοιτάει αντίθετα από τον ουρανό, ένας συγγενής της, βγάζει το δρμτν, το διπλώνει μια φορά, το διπλώνει δίπλα στον τάφο του συγγενή της, κάθεται, συνεχίζει να κρατάει το λουρί, ο ∑ τριγυρίζει, μυρίζει, ώσπου να βρει σε ποια γωνία του ορθογώνιου τάφου θα κατουρήσει, εκείνη αφήνει στον τάφο, αφού ανάψει το καντήλι με τον αναπτήρα, μια γλάστρα με Calendula officinalis, Asteraceae, δηλαδή το Νεκρολούλουδο. Ανοίγει το στόμα της, σφίγγει τα δάχτυλα σε γροθιά και βάζει την γροθιά στο στόμα. Αρχίζει το παραλήρημα κι ενόσω μιλάει κλαίει. Αρθρώνει και μουρμουρίζει. Από το στόμα της, αποφορά.
Σηκώνεται, παίρνει το δερμάτινο, τραβάει το λουρί και συνεχίζει με τον σκύλο προς την επόμενη στάση. Ήρθε; [ɪz ʃiː hɪə?] Πέρασαν την 6η γωνία και σταμάτησαν στο 6ο σημείο, στην 6η ακμή του □ οικοπέδου, εκεί θαμμένη, χωρίς τα δάχτυλα στα χέρια της, μια φίλη της, βγάζει το δερμάτινο, το διπλώνει μια φορά, το διπλώνει δίπλα στον ▓ της φίλου της, κάθεται, συνεχίζει να κρατάει το λουρί, ο ∑ τριγυρίζει, μυρίζει, ώσπου να βρει σε ποια γωνία του ορθογώνιου ▓ θα κατουρήσει, εκείνη αφήνει στον ▓, αφού ανάψει το καντήλι με τον αναπτήρα, μια γλάστρα με Humulus lupulus, Cannabaceae,
δηλαδή τον Λυκίσκο. Ανοίγει το στόμα της, σφίγγει τα δάχτυλα σε γροθιά και βάζει την γροθιά στο στόμα. Αρχίζει το παραλήρημα κι ενόσω μιλάει κλαίει. Αρθρώνει, μασάει και μουρμουρίζει. Από το στόμα της, αποφορά που μυρίζει φρέσκο χώμα. Σηκώνεται, παίρνει το δερμάτινο, τραβάει το λουρί και συνεχίζει μαζί με τον σκύλο προς την επόμενη σ.7. Ήρθε; [ɪz ʃiː hɪə?] 7 (Πέρασαν την ∟ και σταμάτησαν στο σημείο, στην ακμή του □ οικοπέδου), εκεί θαμμένος, τυλιγμένος σε παλιά πανωσέντονα, κατωσέντονα και μαξιλαροθήκες, 1 φίλος της, βγάζει το μαύρο δερμάτινο, το διπλώνει 1 φορά, το διπλώνει δίπλα στον ▓ του φίλου της, κάθεται, συνεχίζει να κρατάει το λουρί, ο ∑ τριγυρίζει, μυρίζει, ώσπου να βρει σε ποια γωνία του ορθογώνιου ▓ θα κατουρήσει, εκείνη αφήνει στον ▓, αφού ανάψει το καντήλι με τον αναπτήρα, μια γλάστρα με Laurus nobilis, Lauraceae, δλδ. την Δάφνη. Αναμαλλιασμένη, ανοίγει το στόμα της, σφίγγει τα δάχτυλα σε γροθιά και βάζει την γροθιά στο στόμα. Αρχίζει το παραλήρημα κι ενόσω μιλάει κλαίει. Αρθρώνει, μασάει και μουρμουρίζει. Από το στόμα της, αποφορά που μυρίζει φρέσκο χώμα. Σηκώνεται, παίρνει το μαύρο δερμάτινο, τραβάει το λουρί και συνεχίζει μαζί με το ∑ προς την επόμενη σ. 8. Ήρθε; [ɪz ʃiː hɪə?] 8 (Πέρασαν την ∟ και σταμάτησαν στο σημείο, στην ακμή του □ οικοπέδου), εκεί θαμμένη, σε μικρό χάρτινο κουτί, παλιό κουτί για παπούτσια, μια συγγενής της, βγάζει το μαύρο δρμτν, το διπλώνει 1 φορά, κι ύστερα άλλη 1, το διπλώνει δίπλα στον ▓ της συγγενή της, κάθεται πάνω στο διπλωμένο δρμτν, συνεχίζει να κρατάει το λουρί, ο ∑ τργρζ, μρζ, ώσπου να βρει σε ποια ∟ του ορθογώνιου ▓ θα κατουρήσει, εκείνη αφήνει στον ▓, αφού ανάψει το καντήλι με τον αναπτήρα, μια γλάστρα με Pelargonium zonale, Geraniaceae, δηλαδή το Γεράνι. Αναμαλλιασμένη, ανοίγει το στόμα της, σφίγγει τα δάχτυλα σε γροθιά και βάζει την γροθιά στο στόμα. Αρχίζει το παραλήρημα κι ενόσω μιλάει κλαίει. Αρθρώνει, μασάει και μουρμουρίζει. Από το στόμα της, τρέχουν σάλια, αποφορά που μυρίζει φρέσκο χώμα. Σηκώνεται, παίρνει το μαύρο δερμάτινο, τραβάει το λουρί και συνεχίζει μαζί με τον ∑ προς την επόμενη στάση. Ήρθε; [ɪz ʃiː hɪə?] 9 (Πέρασαν την ∟ και σταμάτησαν στο σημείο, στην ακμή του □ οικοπέδου), εκεί θαμμένος, σπασμένη επιγραφή ραγισμένο μνημείο, ένας συγγενής της, βγάζει το μαύρο δρμτν, το δπλν 1 φορά, κι ύστερα άλλη 1, το δπλν δίπλα στον ραγισμένο ▓ του συγγενή της, κάθεται πάνω στο δπλμν δρμτν., συνεχίζει να κρατάει το λουρί, ο ∑ τργρζ, μρζ, ώσπου να βρει σε ποια ∟ του ορθογώνιου ▓ θα κατουρήσει, εκείνη αφήνει στον ▓, αφού ανάψει το [kandíli]
με τον αναπτήρα, 1 γλάστρα με Taraxacum sp., Cichoriaceae, δλδ το Ραδίκι. Αναμαλλιασμένη, ανοίγει το στόμα της, σφίγγει τα δάχτυλα σε γροθιά και βάζει την γροθιά στο στόμα. Αρχίζει το παραλήρημα κι ενόσω μιλάει κλαίει. Αρθρώνει, μασάει και μουρμουρίζει. Από το στόμα της, τρέχουν σάλια πάνω στα γυμνά γόνατά της, αποφορά που μυρίζει φρέσκο χώμα. Σηκώνεται, παίρνει το μαύρο δερμάτινο, τραβάει το λουρί και συνεχίζει μαζί με το ∑ προς την επόμενη σ.10. Ήρθε; [ɪz ʃiː hɪə?] 10 (Πέρασαν την ∟ και σταμάτησαν στο •, στην ακμή του □ οικοπέδου) εκεί θαμμένη, κουλουριασμένη, τα γόνατα στο πρόσωπο, το κεφάλι ανάμεσα στα πόδια, μια συγγενής της, βγάζει το μαύρο δρμτν, το δπλν 1 φορά, & ύστερα άλλη 1, το δπλν δίπλα στον ▓ της συγγενή της, κάθεται πάνω στο δπλμν δρμτν., συνεχίζει να κρατάει το λουρί, ο ∑ τργρζ, μρζ, ώσπου να βρει σε ποια ∟ του ορθογώνιου ▓ θα κατουρήσει και σταματάει μπροστά στο διπλωμένο δρμτν., εκείνη αφήνει στον ▓, αφού ανάψει το [kandíli] με τον αναπτήρα, 1 γλάστρα με Ranunculus acris, Ranunculaceae, δλδ την Νεραγκούλα. Αναμαλλιασμένη, ανοίγει το στόμα της, σφίγγει τα δάχτυλα σε γροθιά και βάζει την γροθιά στο στόμα. Αρχίζει το παραλήρημα κι ενόσω μιλάει κλαίει. Αρθρώνει, μασάει και μουρμουρίζει. Από το στόμα της, τρέχουν σάλια πάνω στα γυμνά γόνατά της, κι από τα γυμνά γόνατά της προς τους μηρούς της, αποφορά που μυρίζει φρέσκο χώμα.
Σηκώνεται, παίρνει το μαύρο δρμτν, τραβάει το λουρί & συνεχίζει μαζί με τον ∑ προς την επόμενη σ. 11. Ήρθε; [ɪz ʃiː hɪə?] 11 (Πέρασαν την ∟ και σταμάτησαν στο •, στην ακμή του □ οικοπέδου), εκεί θαμμένος, άπλυτος και βρώμικος, 1 συγγενής της, βγάζει το μαύρο δρμτν, το δπλν 1 φορά, & ύστερα άλλη 1, το δπλν δίπλα στον ▓ του συγγενή της, κάθεται πάνω στο δπλμν δρμτν, συνεχίζει να κρατάει το λουρί, ο ∑ τργρζ, μρζ, ώσπου να βρει σε ποια ∟ του ορθογώνιου ▓ θα κατουρήσει, σταματάει μπροστά στο δπλμν δρμτν και σηκώνει το ένα του πόδι, εκείνη αφήνει στον ▓, αφού ανάψει το [kandíli]
με τον αναπτήρα, μια γλάστρα με Crupina crupinastrum, Cynarenae, δλδ την Κρουπινάστρο. Αναμαλλιασμένη, ανοίγει το στόμα της, σφίγγει τα δάχτυλα σε γροθιά και βάζει την γροθιά στο στόμα. Αρχίζει το παραλήρημα κι ενόσω μιλάει κλαίει. Αρθρώνει, μασάει και μουρμουρίζει. Από το στόμα της, τρέχουν σάλια πάνω στα γυμνά γόνατά της, κι από τα γυμνά γόνατά της προς τους μηρούς της, τα παχύρρευστα σάλια φτάνουν βαθιά ανάμεσα στα πόδια της, αποφορά που μυρίζει φρέσκο χώμα. Σηκώνεται, παίρνει το μαύρο δρμτν, τρβά το λουρί και σνχζ μαζί με τον ∑ προς την 12. Ήρθε; [ɪz ʃiː hɪə?] 12 ({→∏ την ∟ και σταμάτησαν στο •, στην ακμή του □ οικοπέδου) εκεί θαμμένη, σε κενοτάφιο, χτενισμένη, ιδρωμένη, μια [.....]ής της, βγάζει το μαύρο δρμτν, το διπλώνει 1 φορά, κύστερα άλλη 1, το δπλν δπλ στον ▓ της [.....]ή της, κάθεται πάνω στο δπλμν δρμτν, συνεχίζει να κρατάει το λουρί, ο ∑ τργρζ, μρζ, ώσπου να βρει σε ποια ∟ του ορθογώνιου ▓ θα κατουρήσει, σταματάει μπροστά στο δπλμν δρμτν & σηκώνει το ένα του πόδι εκείνη αφήνει στον ▓, [........................................] 1 γλάστρα με Iris tuberosa, Reticulatae, δλδ τον Ερμοδάκτυλο. [...................................................................................................]μέχρι τον οισοφάγο.[.......................................................................................................................................................................................................................................................................................].
Ήρθε; Is she here?