Καλό ταξίδι, Άννα. Χάρηκα.
Άννα; Εδώ λοιπόν είναι η κρυψώνα σου, στον κήπο με τις μαυροφορεμένες; Οι γείτονές σου χαμογελούν διακριτικά μέσα από κορνίζες, επικονιάζουν τις μνήμες, γεννούν αναφιλητά και ένοχα χαμόγελα. Σε πλησιάζω, βγάζω το μαντίλι, σκύβω με δυσκολία και καθαρίζω τα ονόματα και τις ημερομηνίες σου.
Ένα ξυπόλυτο κορίτσι με λαμπερό κλαρωτό φόρεμα, λες και έχει βγει από φαντασμαγορική όπερα, έρχεται κοντά μου με προτεταμένη παλάμη. Να ζείτε να τη θυμάστε. Χαμογελά πλατιά στη θέα του νομίσματος που της προσφέρω. Τι σας ήταν; Θέλω να της πω, η Άννα είναι το ομορφότερο τατουάζ της εφηβικής μου μνήμης, η μύηση στη λαγνεία σε ένα drive-in εκτός πόλης, μέσα στο οικογενειακό Ford Zephyr. Της ανταποδίδω το χαμόγελο και χάνεται ελαφροπατώντας πίσω από τις δάφνες.
Γύρω μου οι σκιές γέρνουν και συνομιλούν με τα μάρμαρα. Λυγίζω και εγώ, Άννα, θυμήσου την πρώτη μας φορά, και κοίταξε εκεί ψηλά· τα αστέρια πιάνουν φωτιά, κάνουν μια ευχή και γκρεμίζονται από τον θόλο. Δες το φεγγάρι πώς γλιστράει στο στερέωμα σαν να κόβει το μετάξι της νύχτας με ψαλίδι. Και στην κορυφή του λόφου το κούφιο κοιμητήριο νανουρίζει πήλινους νεκρούς. Είναι έτοιμοι και αυτοί να ανοίξουν τα μάτια ξανά και να προελάσουν σε οθόνες καλοκαιρινών σινεμά σκορπίζοντας τον τρόμο στα αυτοκίνητα που παραμένουν άναυδα στην πλατεία, καθώς οι αναρτήσεις τους αγκομαχούν, και τα βογκητά πνίγονται μέσα στα ουρλιαχτά των ξεπεσμένων ηθοποιών.
Χρήστος Χρηστίδης