Ανάμνηση Βάρναλη

Απόσπασμα από το βιβλίο απομνημονευμάτων του Στέφαν Γκέτσεβ με τίτλο «Οι φίλοι μου οι Έλληνες 1936-1992» (δίγλωσση έκδοση, βουλγάρικα/ελληνικά, μτφρ. Φάνη Αγγελίεβα-Ζντράβκα Μιχάιλοβα, βουλγάρικος τίτλος Моите гръцки приятели, εκδ. Έψιλον/ Епсилон, Σόφια 2008, 415 σελ.). Κατά το διάστημα 1936-1942, ο Γκέτσεβ (ως τελειόφοιτος βουλγάρικης φιλολογίας του Πανεπιστημίου της Σόφιας), πήγε να σπουδάσει την ελληνική γλώσσα στο Πανεπιστήμιο Αθηνών· στη συνέχεια εργάστηκε ως μεταφραστής-γραφέας στη διπλωματική αποστολή της Βουλγαρίας στην Αθήνα. Βλ. Χάρτης #21

Ο Βάρναλης φοιτητής
Ο Βάρναλης φοιτητής

Όταν κά­ποιοι που εί­ναι φο­ρείς του φω­τός, φεύ­γουν για πά­ντα, ο κό­σμος σα να σκο­τει­νιά­ζει. Το αν αυ­τό θα γί­νει για πιο μα­κρύ ή για πιο σύ­ντο­μο χρο­νι­κό διά­στη­μα, εξαρ­τά­ται από το φως που έχουν φέ­ρει στον κό­σμο. Ένας από αυ­τούς εί­ναι ο Κώ­στας Βάρ­να­λης.
Δε θα δι­η­γη­θώ με λε­πτο­μέ­ρειες τη βιο­γρα­φία του, ού­τε θα ανα­λύ­σω τη δη­μιουρ­γία του. Εδώ και πο­λύ και­ρό το έχουν κά­νει οι αρ­μό­διοι και γνώ­στες του στην Ελ­λά­δα. Θα υπεν­θυ­μί­σω μό­νο ότι ο Βάρ­να­λης γεν­νή­θη­κε στον Πύρ­γο (ση­με­ρι­νό Μπουρ­γκάς, Βουλ­γα­ρί­ας) το 1883, φοι­τά στα Ζα­ρί­φεια Δι­δα­σκα­λία της Φι­λιπ­πού­πο­λης (Πλόβ­ντιβ) και με­τά ανα­χω­ρεί για την Αθή­να όπου σπου­δά­ζει φι­λο­λο­γία. Διο­ρί­ζε­ται δι­δά­σκα­λος και το 1919 φεύ­γει με υπο­τρο­φία για το Πα­ρί­σι. Εκεί γνω­ρί­ζει τις νέ­ες τά­σεις στις κα­λές τέ­χνες και κυ­ρί­ως την κοι­νω­νι­κή ζωή της νέ­ας με­τα­πο­λε­μι­κής γε­νιάς και αυ­τό κα­θο­ρί­ζει την πε­ραι­τέ­ρω ζωή και δη­μιουρ­γία του τις οποί­ες αφιε­ρώ­νει στο ιδα­νι­κό για κοι­νω­νι­κή δι­καιο­σύ­νη.
Το 1937, όπως έχω ανα­φέ­ρει και αλ­λού,* ύστε­ρα από πρό­τα­ση του γνω­στού κα­θη­γη­τή βυ­ζα­ντι­νο­λό­γου Νι­κό­λα­ου Βέη ορ­γά­νω­σα μι­κρό κύ­κλο μα­θη­μά­των πα­λαιάς βουλ­γα­ρι­κής γλώσ­σας. Μία από τις φοι­τή­τριες ονο­μα­ζό­ταν Έλ­λη Πρό­κου. Κά­πο­τε εί­χε μι­λή­σει σ΄έναν φί­λο της, τον ποι­η­τή Κώ­στα Βάρ­να­λη, για μέ­να. Λό­γω του ότι εί­χε γεν­νη­θεί στη Βουλ­γα­ρία, εκεί­νος έδει­ξε εν­δια­φέ­ρον και εξέ­φρα­σε την επι­θυ­μία να γνω­ρι­στού­με. Ήταν με­γά­λη τι­μή για εμέ­να. Από το φί­λο μου Κλέ­ω­να Πα­ρά­σχο, κρι­τι­κό και ποι­η­τή, εί­χα ακού­σει για τον Βάρ­να­λη και το έρ­γο του. Αγό­ρα­σα τα δύο βι­βλία του: Το φως που καί­ει και Σκλά­βοι πο­λιορ­κη­μέ­νοι –δια­σκευα­σμέ­νος τί­τλος, όπως μου εξή­γη­σε ο Κλέ­ων – ενός ποι­ή­μα­τος του Σο­λω­μού, «Των ελεύ­θε­ρων πο­λιορ­κη­μέ­νων».
Προ­σπά­θη­σα να τα δια­βά­σω, και πα­ρά το πλέγ­μα άγνω­στων λέ­ξε­ων, τύ­πων και εκ­φρά­σε­ων με τους οποί­ους δεν ήμουν εξοι­κειω­μέ­νος, που δεν μά­ντευα πά­ντο­τε το νό­η­μά τους, ένιω­θα τον με­γά­λο ποιον του αυ­θε­ντι­κού και κοι­νω­νι­κού ποι­η­τή, τό­σο αιχ­μη­ρά σα­τι­ρι­κό όσο και βα­θιά τρυ­φε­ρό, λυ­ρι­κό.
Τον και­ρό εκεί­νο η Αθή­να ήταν ακό­μα πό­λη με δι­κή της φυ­σιο­γνω­μία. Δεν εί­χε πο­λύ ψη­λά σπί­τια, συ­χνά υπήρ­χαν μι­κρά κα­φε­νεία και τα­βέρ­νες στα οποία μπο­ρού­σε κα­νείς να συ­να­ντή­σει εν­δια­φέ­ρο­ντες τύ­πους. Νο­μί­ζω, πως δεν προ­σβάλ­λω τη μνή­μη του μπάρ­μπα-Κώ­στα, όπως τον ονο­μά­ζα­με, λέ­γο­ντας πως και εκεί­νος ήταν ένας από αυ­τούς. Άν­θρω­πος με δύο πρό­σω­πα. Στους πο­λι­τι­στι­κούς και καλ­λι­τε­χνι­κούς κύ­κλους, ήταν ο με­γά­λος ποι­η­τής, άν­θρω­πος με τε­ρά­στια μόρ­φω­ση, λα­μπρός σα­τι­ρι­κός και χρο­νο­γρά­φος, δη­μο­σιο­γρά­φος, με­τα­φρα­στής και ένας από τους βα­θύ­τε­ρους γνώ­στες της ελ­λη­νι­κής γλώσ­σας. Σε μία συ­ζή­τη­ση μα­ζί του ο κα­θη­γη­τής Ν. Βέ­ης μου επε­σή­μα­νε ότι ο Βάρ­να­λης εί­ναι ένας από τους λί­γους γνώ­στες της ελ­λη­νι­κής γλώσ­σας σ’ όλη τη χι­λιό­χρο­νη ιστο­ρία της, με όλες τις αρ­χαί­ες και νέ­ες δια­λέ­κτους. Ενώ στη γει­το­νιά του Κο­λω­να­κί­ου ήταν γνω­στός σαν λαϊ­κός άν­θρω­πος που ύστε­ρα από συ­ζή­τη­ση για το μέλ­λον του λα­ού, κα­θό­ταν να παί­ξει ένα τά­βλι με κά­ποιον ερ­γά­τη ή επαγ­γελ­μα­τία τε­χνί­τη. Έπαι­ζε με πά­θος, χτυ­πού­σε τα πού­λια και γύ­ρω από το τρα­πέ­ζι μα­ζευό­ταν πλή­θος χα­σο­μέ­ρη­δων που πα­ρα­κο­λου­θού­σαν σιω­πη­λά το παι­χνί­δι. Ήταν ανοι­χτό­καρ­δοι, απλοί άν­θρω­ποι που τους δί­δα­σκε και δι­δά­σκο­νταν από αυ­τούς γνή­σιες δη­μο­τι­κές εκ­φρά­σεις, λέ­ξεις κα­μιά φο­ρά σφυ­ρι­λα­τη­μέ­νες από τους απλούς αν­θρώ­πους. Κά­πο­τε μά­λι­στα τό­σο πρω­τό­τυ­πες και απροσ­δό­κη­τες που δια­σκέ­δα­ζαν «τον δά­σκα­λο». Μια φο­ρά ήρ­θε στο σπί­τι μου και μπαί­νο­ντας συ­νέ­χι­σε να γε­λά­ει. Αφη­γή­θη­κε το εξής: κα­θό­ταν σ΄ ένα κα­φε­νείο στο Κο­λω­νά­κι και πα­ρα­τη­ρού­σε τη ζωή, όταν πλη­σί­α­σε ένας λου­στρά­κος και ήθε­λε να του κα­θα­ρί­σει τα πα­πού­τσια. Ο Βάρ­να­λης τον έδιω­ξε με το χέ­ρι. Αλ­λά το αγό­ρι 13-14 χρο­νών, ήταν επί­μο­νο και αυ­θά­δι­κο. Ο Βάρ­να­λης νευ­ρί­α­σε και τον έβρι­σε για να φύ­γει. Το αγό­ρι τρα­βή­χτη­κε με­ρι­κά βή­μα­τα πί­σω –για κά­θε εν­δε­χό­με­νο– και αφού τον κοί­τα­ξε πε­ρι­φρο­νη­τι­κά, εί­πε: «Άντε ρε, κω­λο­γα­μη­μέ­νε». Αυ­τή η ανύ­παρ­κτη λέ­ξη επι­νοη­μέ­νη από το αλη­τά­κι αυ­τό τό­σο πο­λύ εί­χε εν­θου­σιά­σει τον Βάρ­να­λη που για πολ­λή ώρα ακό­μη συ­νέ­χι­σε να γε­λά­ει και να αστειεύ­ε­ται.

Όμως βιά­στη­κα. Σαν αρ­χή πρέ­πει να δι­η­γη­θώ πως συ­να­ντη­θή­κα­με την πρώ­τη φο­ρά.

Κώ­στας Βάρ­να­λης

Λοι­πόν, την κα­θο­ρι­σμέ­νη μέ­ρα το από­γευ­μα η Έλ­λη ήρ­θε με τον Βάρ­να­λη. Ήταν με­τρί­ου ανα­στή­μα­τος, γύ­ρω στα 50, με ψη­λό μέ­τω­πο, γκρί­ζα μά­τια και μία μάλ­λον πε­ρι­παι­χτι­κή έκ­φρα­ση στο πρό­σω­πο ιδιαί­τε­ρα όταν χα­μο­γε­λού­σε με τα σαρ­κώ­δη χεί­λη του. Πο­λύ γρή­γο­ρα δη­μιούρ­γη­σε μια εγκάρ­δια ατμό­σφαι­ρα, άρ­χι­σε να μου μι­λά­ει στον ενι­κό, με ρω­τού­σε πώς εί­ναι τώ­ρα οι Έλ­λη­νες εκεί όπου έζη­σε – ο Πύρ­γος και η Φι­λιπ­πού­πο­λη… Κά­ποια στιγ­μή έγι­νε λό­γος για το κρα­σί (εγώ τον κερ­νού­σα κο­νιάκ). Με ρώ­τη­σε τι κρα­σί πί­νω. Του εί­πα πως αγα­πώ πο­λύ το σα­μιώ­τι­κο ξη­ρό, αυ­τός απά­ντη­σε πως αυ­τό δεν εί­ναι κρα­σί. Έπρε­πε να πί­νω μό­νο ρε­τσί­να. Του απά­ντη­σα πως έχω δο­κι­μά­σει, μα η γεύ­ση και η μυ­ρω­διά της δε μ΄αρέ­σουν. Ο Βάρ­να­λης εί­πε ότι θα με μά­θει πώς να πί­νω. Πράγ­μα­τι, σε μια άλ­λη επί­σκε­ψη εί­χα πά­ρει γι’ αυ­τόν ρε­τσί­να και αυ­τός με έμα­θε: «Σφί­ξε με τα δύο δά­χτυ­λα τη μύ­τη σου, άντε τώ­ρα πιες το πο­τή­ρι μο­νο­ρού­φι. Έτσι! Τώ­ρα πια δεν θα πί­νεις άλ­λο κρα­σί». Μου εξή­γη­σε ότι ακό­μα και στην αρ­χαία Ελ­λά­δα έβα­ζαν ρε­τσί­νι στο κρα­σί για να μη χα­λά­ει.
Από τό­τε ο Βάρ­να­λης ερ­χό­ταν στο σπί­τι μου, πιο συ­χνά με την Έλ­λη μα κα­μιά φο­ρά και μό­νος του.
Χά­ρη σε φί­λους, ιδιαί­τε­ρα τον Κλέ­ω­να Πα­ρά­σχο, εί­χα σχη­μα­τί­σει πια μια ει­κό­να για την ελ­λη­νι­κή ποί­η­ση του πε­ρα­σμέ­νου αιώ­να –για το Σο­λω­μό, τον Κάλ­βο, τον Πα­λα­μά, κα­θώς και για τους σύγ­χρο­νους τό­τε– τον Ου­ρά­νη, τον Κα­ζαν­τζά­κη. Μου εί­χε μι­λή­σει και για άλ­λους ποι­η­τές. Όταν εξοι­κειω­θή­κα­με κά­πως με το Βάρ­να­λη, τον ρώ­τη­σα κά­πο­τε ποιους ποι­η­τές θα έπρε­πε πρώ­τα να γνω­ρί­σω. Απά­ντη­σε έτσι: «Πρώ­τα-πρώ­τα θα δια­βά­σεις έναν πα­λιό ποι­η­τή, που πέ­θα­νε πρό­σφα­τα. Ονο­μά­ζε­ται Κα­βά­φης. Το βι­βλίο του κυ­κλο­φό­ρη­σε τε­λευ­ταία, μπο­ρείς να το αγο­ρά­σεις. Και έναν νέο που θα γί­νει με­γά­λος ποι­η­τής, ονο­μά­ζε­ται Σε­φέ­ρης. Την άλ­λη μέ­ρα κιό­λας αγό­ρα­σα τα βι­βλία τους. Θυ­μά­μαι πως, αφού εί­χα δια­βά­σει αρ­κε­τά τον Κα­βά­φη, μια φο­ρά στη συ­ζή­τη­ση εί­πα ότι μου φαί­νε­ται πο­λύ απαι­σιό­δο­ξος. Ο Βάρ­να­λης απο­κρί­θη­κε πως ένας με­γά­λος ποι­η­τής μπο­ρεί να εί­ναι τα πά­ντα.

Εί­χα δια­βά­σει πια τα βι­βλία του. Τα κα­τα­λά­βαι­να κα­λύ­τε­ρα, αλ­λά υπήρ­χαν λέ­ξεις που δεν τις έβρι­σκα στο λε­ξι­κό. Θα ομο­λο­γή­σω ότι το εν­δια­φέ­ρον μου για την ελ­λη­νι­κή γλώσ­σα ήταν στραμ­μέ­νο κυ­ρί­ως προς τα αρ­χαία ελ­λη­νι­κά και προς την κα­θα­ρεύ­ου­σα και πο­λύ λι­γό­τε­ρο προς τη δη­μο­τι­κή. Και ο Βάρ­να­λης πε­ρισ­σό­τε­ρο από τους άλ­λους ποι­η­τές που διά­βα­ζα τό­τε, χρη­σι­μο­ποιού­σε ξέ­νες λέ­ξεις – τουρ­κι­κές, ιτα­λι­κές, ακό­μα και σλα­βι­κές, κα­θώς και τύ­πους λέ­ξε­ων, έτσι όπως τις προ­φέ­ρει ο λα­ός. Και όταν κά­ποια στιγ­μή τόλ­μη­σα να τον ρω­τή­σω απά­ντη­σε ότι χρη­σι­μο­ποιεί αυ­τές τις λέ­ξεις, διό­τι θέ­λει να τον κα­τα­λα­βαί­νει ο κό­σμος. Μου εί­χαν πει ότι, από τους πρώ­τους κιό­λας στί­χους του στις αρ­χές του αιώ­να ο Βάρ­να­λης προ­κά­λε­σε σά­λο –και όχι μό­νο στους αστούς– με τη «βάρ­βα­ρη» γλώσ­σα του. Στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ο εξαι­ρε­τι­κός γνώ­στης αυ­τής της πά­μπλου­της γλώσ­σας, χρη­σι­μο­ποιού­σε και δη­μο­τι­κές λέ­ξεις και εκ­φρά­σεις ακρι­βώς για να γί­νουν κα­τα­νοη­τές οι κοι­νω­νι­κές του ιδέ­ες και από τον απλό ανα­γνώ­στη.

Κα­τά τη δε­κα­ε­τία του ΄30 στην ελ­λη­νι­κή ποί­η­ση επήλ­θαν με­γά­λες αλ­λα­γές τό­σο στη μορ­φή, όσο και στο πε­ριε­χό­με­νο του ποι­η­τι­κού λό­γου. Υπό την επί­δρα­ση του γαλ­λι­κού υπερ­ρε­α­λι­σμού και της μο­ντέρ­νας αμε­ρι­κα­νι­κής και αγ­γλι­κής ποί­η­σης, οι ποι­η­τές αρ­νή­θη­καν το κλα­σι­κό και πέ­ρα­σαν στον κα­θα­ρά ελεύ­θε­ρο στί­χο. Εκ­πρό­σω­ποι του ελ­λη­νι­κού υπερ­ρε­α­λι­σμού τό­τε ήταν ο Εμπει­ρί­κος και ο Εγ­γο­νό­που­λος. Βε­βαί­ως η ποί­η­ση τους δεν ήταν κα­τα­νοη­τή και έγι­ναν μά­λι­στα στό­χος του θαυ­μά­σιου χιού­μορ του Ψα­θά, ενός πο­λύ γνω­στού τό­τε σα­τι­ρι­κού χρο­νο­γρά­φου. Όταν μια φο­ρά έγι­νε λό­γος γι΄αυ­τή τη μο­ντέρ­να τά­ση, ο Βάρ­να­λης, απ’ ό,τι κα­τά­λα­βα, δεν την πα­ρα­δέ­χο­νταν. Εί­χε πει κά­τι σαν: «Υπάρ­χουν ποι­η­τές, αλ­λά δεν υπάρ­χει ποί­η­ση». Αυ­τό δεν εί­ναι πα­ρά­ξε­νο, αφού εί­ναι γνω­στό ότι για τον Βάρ­να­λη η ποί­η­ση γρά­φε­ται και απευ­θύ­νε­ται στον απλό άν­θρω­πο. Μό­νο που δεν πρέ­πει να του πα­ρου­σιά­ζο­νται οι κοι­νω­νι­κές αλή­θειες και οι πο­λι­τι­κές ιδέ­ες με τον τυ­πι­κό τρό­πο των εφη­με­ρί­δων, αλ­λά με τέ­τοιο τρό­πο ώστε ο ίδιος να νιώ­σει με το υψη­λό αι­σθη­τή­ριό του την εγκυ­ρό­τη­τα και το με­γα­λείο τους. Στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ο Βάρ­να­λης δεν ήταν ο μό­νος που δε δε­χό­ταν τον υπερ­ρε­α­λι­σμό. Και ο Σε­φέ­ρης το ίδιο, υπο­γράμ­μι­ζε, και όχι μό­νο μια φο­ρά, πως πο­τέ δεν υπέ­στη την επί­δρα­σή του. Ας το­νί­σω, όμως, ότι ο Βάρ­να­λης, οπα­δός του κλα­σι­κού στί­χου, ο Βάρ­να­λης, ο ακραί­ος οπα­δός της δη­μο­τι­κής, ο Βάρ­να­λης, ο συγ­γρα­φέ­ας τό­σων κοι­νω­νι­κών και πο­λι­τι­κών έρ­γων (και σε έμ­με­τρο λό­γο και πε­ζο­γρα­φή­μα­τα) – ήταν αυ­τός που πρώ­τος με κα­τηύ­θυ­νε προς την ποί­η­ση του Σε­φέ­ρη, ο οποί­ος ήταν ένας από τους πρώ­τους που ει­σή­γα­γαν τον ελεύ­θε­ρο στί­χο, που χρη­σι­μο­ποιού­σε μια πο­λύ γλα­φυ­ρή και κα­λαί­σθη­τη γλώσ­σα και ο οποί­ος δεν συμ­με­ρι­ζό­ταν κα­θό­λου την ιδε­ο­λο­γία του Βάρ­να­λη. Αυ­τό το γε­γο­νός εί­ναι η σα­φέ­στε­ρη από­δει­ξη ότι για τον Βάρ­να­λη πά­νω απ’ όλα ήταν η αλη­θι­νά με­γά­λη ποί­η­ση.
Τον Απρί­λιο του 1941 τα χι­τλε­ρι­κά στρα­τεύ­μα­τα μπή­καν στην Αθή­να πα­ρά τη σθε­να­ρή αντί­στα­ση του ελ­λη­νι­κού στρα­τού και κάρ­φω­σαν τη ση­μαία τους με τον αγκυ­λω­τό σταυ­ρό στην Ακρό­πο­λη. Και στο τέ­λος του Μάη ένα πρωί στην κα­τε­χό­με­νη, βυ­θι­σμέ­νη σε βα­ριά σιω­πή πό­λη απλώ­θη­κε ένας χα­ρού­με­νος ψί­θυ­ρος: άγνω­στα πα­λι­κά­ρια, πα­ρά την άγρυ­πνη φρου­ρά, κα­τέ­βα­σαν τη βαρ­βα­ρι­κή ση­μαία.
Από την αρ­χή του πο­λέ­μου ο Βάρ­να­λης στα­μά­τη­σε να έρ­χε­ται στο σπί­τι μου. Δεν ήξε­ρα τι γι­νό­ταν. Ού­τε η Έλ­λη Πρό­κου εμ­φα­νι­ζό­ταν.
Νω­ρίς το πρωί, με­τά από αυ­τήν την ηρω­ι­κή πρά­ξη ήρ­θε στο σπί­τι μου η Έλ­λη. Ήταν πο­λύ ανή­συ­χη. «Οι Γερ­μα­νοί συ­νέ­λα­βαν το Βάρ­να­λη μα­ζί με πολ­λούς άλ­λους, ως όμη­ρο» – εξή­γη­σε.
Δή­λω­σαν ότι θα τους του­φε­κί­σουν, αν δεν κα­τα­δώ­σουν εκεί­νους που κα­τέ­βα­σαν την ση­μαία από τον Ιε­ρό Βρά­χο. Πρέ­πει να σώ­σου­με τον Βάρ­να­λη! Κα­τα­λα­βαί­νεις; Πρέ­πει να τον σώ­σου­με! Μπο­ρείς να κά­νεις κά­τι; Εσείς εί­σα­στε –να με συγ­χω­ρείς– σύμ­μα­χοι των Γερ­μα­νών.
Εγώ ο ίδιος δεν μπο­ρού­σα να κά­νω τί­πο­τα. Δεν εί­χα δι­πλω­μα­τι­κό αξί­ω­μα, ήμουν με­τα­φρα­στής. Εί­πα στην Έλ­λη πως θα δω τι μπο­ρώ να κά­νω.
Όταν οι Γερ­μα­νοί εγκα­τα­στά­θη­καν στην Αθή­να, σχη­μά­τι­σαν μια ελ­λη­νι­κή κυ­βέρ­νη­ση αν­δρεί­κε­λων, ενώ στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα αυ­τοί δι­ηύ­θυ­ναν τα πά­ντα. Ένας από τους αν­θρώ­πους με τη με­γα­λύ­τε­ρη επιρ­ροή ήταν ο Γερ­μα­νός πρέ­σβης που ήταν ο πραγ­μα­τι­κός πρω­θυ­πουρ­γός. Εγώ δεν τον γνώ­ρι­ζα, αλ­λά ο πρέ­σβης μας Βά­τσεφ εί­χε τα­κτι­κή επι­κοι­νω­νία μα­ζί του. Απο­φά­σι­σα να ενερ­γή­σω δια­μέ­σου αυ­τής της οδού.
Κα­τά τις εν­νέα η ώρα πή­γα στον Βά­τσεφ. Του εξή­γη­σα ποιος εί­ναι ο Βάρ­να­λης –ένας από τους με­γα­λύ­τε­ρους Έλ­λη­νες ποι­η­τές και συγ­γρα­φείς, γεν­νη­μέ­νος στη Βουλ­γα­ρία, φί­λος μας κλπ. Ο Βά­τσεφ ήταν πο­λι­τι­σμέ­νος άν­θρω­πος, εν­δια­φε­ρό­ταν για μου­σι­κή και λο­γο­τε­χνία και βα­θιά μέ­σα του δεν ήταν κα­θό­λου υπο­στη­ρι­κτής των χι­τλε­ρι­κών, πα­ρό­λο που δε μι­λού­σε γι’ αυ­τό το θέ­μα. Με άκου­σε προ­σε­κτι­κά και με ρώ­τη­σε μή­πως ο φί­λος μου αυ­τός εί­ναι κομ­μου­νι­στής. Απά­ντη­σα, πως δεν εί­ναι, ήμουν έτοι­μος να ορ­κι­στώ. Και με κα­θα­ρή συ­νεί­δη­ση, μια και εκεί­νος πράγ­μα­τι δεν ήταν μέ­λος του κόμ­μα­τος. Ο Βά­τσεφ κα­νό­νι­σε συ­νά­ντη­ση τη­λε­φω­νι­κά με το χι­τλε­ρι­κό πρέ­σβη και κα­τά τις 11 η ώρα πή­γα­με οι δύο μας στην πρε­σβεία. Ο πρέ­σβης μας μπή­κε μό­νος του στο γρα­φείο αυ­τού του ση­μα­ντι­κού Γερ­μα­νού. Σε λί­γο με φώ­να­ξαν. Ο με­γα­λό­σω­μος αυ­στη­ρός άν­θρω­πος με τη χι­τλε­ρι­κή στο­λή με ρώ­τη­σε σχε­δόν απει­λη­τι­κά, αν μπο­ρώ να εγ­γυ­η­θώ για το Βάρ­να­λη. Απά­ντη­σα «ναι» με όσο το δυ­να­τόν πιο κα­τη­γο­ρη­μα­τι­κό τρό­πο. Δεν υπο­σχέ­θη­κε τί­πο­τα. Την επό­με­νη κιό­λας μέ­ρα, η Έλ­λη ήρ­θε να μου ανα­κοι­νώ­σει με χα­ρά ότι ο Βάρ­να­λης απο­φυ­λα­κί­στη­κε και φι­λο­ξε­νεί­ται από φί­λους του σε μια μα­κρι­νή συ­νοι­κία της Αθή­νας.
Δεν ισχυ­ρί­ζο­μαι ότι χω­ρίς αυ­τή την επέμ­βα­ση δε θα απο­φυ­λα­κι­ζό­ταν ο Βάρ­να­λης. Ίσως υπήρ­χαν πολ­λοί άν­θρω­ποι που εν­δια­φέ­ρο­νταν θερ­μά για την τύ­χη του. Αλ­λά με κίν­δυ­νο να πε­ριαυ­το­λο­γή­σω, θα ανα­φέ­ρω τι έγι­νε την επό­με­νη –και τε­λευ­ταία– συ­νά­ντη­σή μου μα­ζί του.
Με­τά από λί­γο και­ρό με επι­σκέ­φθη­κε η Έλ­λη και μου εί­πε πως θα με πά­ει στο Βάρ­να­λη που ήθε­λε να με δει. Ήθε­λε να γιορ­τά­σου­με την απε­λευ­θέ­ρω­σή του. Η διεύ­θυν­ση που έμε­νε ήταν μυ­στι­κή. Με υπο­δέ­χτη­κε, όπως και οι φί­λοι που ήταν μα­ζί του, εγκάρ­δια. Δεν έγι­νε λό­γος για την απε­λευ­θέ­ρω­ση του. Μι­λή­σα­με κυ­ρί­ως για τον πό­λε­μο, για την αντί­στα­ση που άρ­χι­ζε, για φί­λους. Βε­βαί­ως ήπια­με ρε­τσί­να με με­ζέ. Πο­λύ αρ­γά, με­τά τα με­σά­νυ­χτα, ξε­κί­νη­σα για το σπί­τι. Στον απο­χαι­ρε­τι­σμό ο Βάρ­να­λης εί­πε μια φρά­ση: «Και οι δύο ζω­ές μου εί­ναι συν­δε­δε­μέ­νες με τη Βουλ­γα­ρία». Με την Έλ­λη κα­τευ­θυν­θή­κα­με προς την πό­λη. Ήταν η τε­λευ­ταία φο­ρά, που εί­δα το Βάρ­να­λη.
Όταν το 1957 ο εκ­δο­τι­κός οί­κος «Bulgarski pisatel» μου ανέ­θε­σε να ετοι­μά­σω την πρώ­τη αν­θο­λο­γία της νέ­ας ελ­λη­νι­κής ποί­η­σης, διέ­θε­τα σχε­τι­κά πε­ριο­ρι­σμέ­νο υλι­κό σε κεί­με­να. Ζή­τη­σα βο­ή­θεια από φί­λους μας στην Αθή­να, και από τον Βάρ­να­λη, διό­τι ήξε­ρα τη διεύ­θυν­ση του. Έδω­σα ένα γράμ­μα σ΄έναν εκ­πρό­σω­πο του ΚΚΕ, ο οποί­ος ήταν επι­φορ­τι­σμέ­νος με το κα­θή­κον να επα­γρυ­πνεί για την «προ­λε­τα­ρια­κή κα­θα­ρό­τη­τα» της αν­θο­λο­γί­ας. Δεν ξέ­ρω τι συ­νέ­βη με­τά, αλ­λά με­τά από μι­κρό διά­στη­μα, αυ­τός ο σύ­ντρο­φος μου εί­πε ότι πή­ρε γράμ­μα από τον Βάρ­να­λη –απά­ντη­ση στο δι­κό μου όπου ο Βάρ­να­λης έδι­νε συμ­βου­λές για τη σύ­ντα­ξη της αν­θο­λο­γί­ας. Πα­ρά την επι­μο­νή μου, δεν εί­δα αυ­τό το γράμ­μα.

Συ­νή­θως, όταν φεύ­γει ένας άν­θρω­πος αυ­τής της ηλι­κί­ας –πά­νω από 90 χρο­νών –σαν τον Βάρ­να­λη, ο κό­σμος λέ­ει: «Ε, έζη­σε τη ζωή του ο άν­θρω­πος. Έφυ­γε πλη­ρής ημε­ρών» Μα αυ­τό δεν ισχύ­ει για αν­θρώ­πους σαν τον μπάρ­μπα-Κώ­στα. Άν­θρω­ποι σαν κι αυ­τόν θα έπρε­πε να ζουν και να δη­μιουρ­γούν πο­λύ-πο­λύ και­ρό. Ευ­τυ­χώς τη σχε­τι­κή αθα­να­σία του την εξα­σφά­λι­σε μό­νος του, με το υπέ­ρο­χο έρ­γο του.

Ο Στέφαν Γκέτσεβ
Ο Στέφαν Γκέτσεβ
«Πρώτα-πρώτα θα διαβάσεις έναν παλιό ποιητή, που πέθανε πρόσφατα. Ονομάζεται Καβάφης. Το βιβλίο του κυκλοφόρησε τελευταία, μπορείς να το αγοράσεις. Και έναν νέο που θα γίνει μεγάλος ποιητής, ονομάζεται Σεφέρης. Την άλλη μέρα κιόλας αγόρασα τα βιβλία τους. Θυμάμαι πως, αφού είχα διαβάσει αρκετά τον Καβάφη, μια φορά στη συζήτηση είπα ότι μου φαίνεται πολύ απαισιόδοξος. Ο Βάρναλης αποκρίθηκε πως ένας μεγάλος ποιητής μπορεί να είναι τα πάντα.

*…Τη γνω­ρι­μία μου με την ελ­λη­νι­κή ποί­η­ση τη χρω­στάω, όπως έχω γρά­ψει και αλ­λού, πρώ­τα στον Κώ­στα Βάρ­να­λη τον οποίο γνώ­ρι­σα, μου φαί­νε­ται, κα­τά τα τέ­λη του 1936. Αλ­λά στις ανα­μνή­σεις που δη­μο­σί­ευ­σα για τον Βάρ­να­λη δεν διευ­κρί­νι­σα τις πε­ρι­στά­σεις κά­τω από τις οποί­ες έγι­νε αυ­τή η γνω­ρι­μία, που αρ­γό­τε­ρα με­τε­ξε­λί­χθη­κε σε φι­λία. Θα τις δι­η­γη­θώ λοι­πόν τώ­ρα.
Ήδη στις αρ­χές του 1936 εί­χα αρ­χί­σει να πα­ρα­κο­λου­θώ στο Πα­νε­πι­στή­μιο Αθη­νών τις πα­ρα­δό­σεις βυ­ζα­ντι­νής λο­γο­τε­χνί­ας του κα­θη­γη­τή Νι­κό­λα­ου Βέη – ενός από τους φω­στή­ρες, όπως έλε­γαν τό­τε, αυ­τής της επι­στή­μης. Προ­τού πε­ρά­σει πο­λύ και­ρός πή­γα και του συ­στή­θη­κα κι εκεί­νος έδει­ξε εν­δια­φέ­ρον για το νε­α­ρό Βούλ­γα­ρο. Του εξή­γη­σα ότι η πα­λαιο­βουλ­γα­ρι­κή γραμ­μα­τεία, στην οποία έχω απο­φα­σί­σει να αφο­σιω­θώ, εί­ναι με­τα­φρα­σμέ­νη σε με­γά­λο βαθ­μό από τη βυ­ζα­ντι­νή, κά­τι που ο ίδιος γνώ­ρι­ζε κα­λά. Ήταν μι­κρό­σω­μος, ηλι­κιω­μέ­νος, με συ­μπα­θη­τι­κό μαϊ­μου­δί­σιο πρό­σω­πο. Ύστε­ρα από και­ρό με κά­λε­σε και μου πρό­τει­νε να ορ­γα­νώ­σω έναν προ­αι­ρε­τι­κό κύ­κλο μα­θη­μά­των πα­λαιο­βουλ­γα­ρι­κής γλώσ­σας για με­ρι­κούς από τους φοι­τη­τές του. «Διό­τι», μου εξή­γη­σε, «όπως εσείς πρέ­πει να ξέ­ρε­τε τη βυ­ζα­ντι­νή γλώσ­σα, έτσι και οι δι­κοί μας βυ­ζα­ντι­νο­λό­γοι θα έπρε­πε να γνω­ρί­ζουν την πα­λαιο­βουλ­γα­ρι­κή για να μπο­ρούν να χρη­σι­μο­ποιούν τα πα­λαιά βουλ­γα­ρι­κά κεί­με­να και να με­λε­τούν την επί­δρα­ση της βυ­ζα­ντι­νής λο­γο­τε­χνί­ας στη Βουλ­γα­ρία και στις άλ­λες σλα­βι­κές χώ­ρες». Μια θαυ­μά­σια ιδέα, η οποία, νο­μί­ζω, δεν εί­χε συ­νέ­χεια.
Τό­τε λοι­πόν εμ­φα­νί­στη­καν έξι-επτά εθε­λο­ντές, με­ρι­κοί από τους οποί­ους γρή­γο­ρα τα πα­ρά­τη­σαν, και έτσι από­μει­νε μια μό­νι­μη τε­τρά­δα: τρεις κο­πέ­λες και ένας νε­α­ρός. Οι κο­πέ­λες ήταν η Δη­μο­κρα­τία Ηλιά­δου, η Εί­ρή­νη Σα­λο­νι­κί­δου και η Έλ­λη Πρό­κου (στην τε­λευ­ταία χρω­στώ τη γνω­ρι­μία μου με το Βάρ­να­λη). Ο νε­α­ρός ονο­μα­ζό­ταν Κρο­ντη­ρό­που­λος. Και αυ­τός γρή­γο­ρα τα πα­ρά­τη­σε, αλ­λά μεί­να­με φί­λοι. Από τις τρείς κο­πέ­λες, εκτός από την Έλ­λη, για την οποία θα μι­λή­σω πα­ρα­κά­τω, η Δη­μο­κρα­τία ή Κρά­τη, έδει­ξε με­γα­λύ­τε­ρη επί­μο­νη. Έμα­θε αρ­κε­τά κα­λά την πα­λαιο­βουλ­γα­ρι­κή για να γί­νει με­τά τον πό­λε­μο κα­θη­γή­τρια αυ­τής της γλώσ­σας σε ένα γαλ­λι­κό –δε θυ­μά­μαι πια ποιο- πα­νε­πι­στή­μιο. Απε­βί­ω­σε πριν κα­μιά δε­κα­ριά χρό­νια. Με την Ει­ρή­νη βλε­πό­μα­σταν συ­χνά και για πο­λύν και­ρό και μά­λι­στα έως το τέ­λος της πα­ρα­μο­νής μου στην Αθή­να, για­τί ήδη από το 1937 άρ­χι­σε να μου πα­ρα­δί­δει μα­θή­μα­τα αρ­χαί­ας ελ­λη­νι­κής. Και σ΄ αυ­τήν θα ανα­φερ­θώ στη συ­νέ­χεια.
Μια μέ­ρα η Έλ­λη μου εί­πε πως μί­λη­σε για μέ­να στον φί­λο της, τον Βάρ­να­λη, έναν πο­λύ με­γά­λο και προ­ο­δευ­τι­κό ποι­η­τή που εί­χε γεν­νη­θεί στη Βουλ­γα­ρία, και εκεί­νος εξέ­φρα­σε την επι­θυ­μία να με γνω­ρί­σει.
Η Έλ­λη ήταν πα­ρά­ξε­νη κο­πέ­λα – με πο­λύ λευ­κή επι­δερ­μί­δα, μα­κρου­λό πρό­σω­πο, σαρ­κώ­δη, κά­πως πι­κρα­μέ­να χεί­λη, σκου­ρό­ξαν­θα μαλ­λιά και ανοι­χτο­κά­στα­να μά­τια. Δεν μπο­ρού­σε να πει κα­νείς ότι ήταν ωραία. Αλ­λά εξέ­πε­μπε μια εσω­τε­ρι­κή δύ­να­μη και ένα πνεύ­μα που έκα­ναν αμέ­σως εντύ­πω­ση. Εξάλ­λου συν­δε­ό­ταν με πολ­λούς από τους νέ­ους τό­τε ποι­η­τές και συγ­γρα­φείς, και ο Βάρ­να­λης ήταν αναμ­φί­βο­λα ερω­τευ­μέ­νος μα­ζί της. Ο μπαρ­μπά-Κώ­στας, όπως τον λέ­γα­με, ήταν αστεί­ρευ­τη πη­γή ερω­τι­κών αι­σθη­μά­των προς τις κο­πέ­λες που του κι­νού­σαν το εν­δια­φέ­ρον. Έζη­σε πά­νω από ενε­νή­ντα χρό­νια – ίσως ακρι­βώς λό­γω της αγά­πης του … προς την αγά­πη.
Πριν να τον φέ­ρει, η Έλ­λη μού εί­πε να αγο­ρά­σω δύο ποι­η­τι­κές συλ­λο­γές του που εί­χαν κυ­κλο­φο­ρή­σει ως τό­τε: Το φως που καί­ει και το Σκλά­βοι πο­λιορ­κη­μέ­νοι. Ώστε όταν ήρ­θε στο σπί­τι μου, εί­χα ήδη κά­νει την πρώ­τη γνω­ρι­μία με το έρ­γου του. Εν­νο­εί­τε στο βαθ­μό που μπο­ρού­σα να εντρυ­φή­σω σ’ αυ­τό την επο­χή εκεί­νη.
Όπως έχω γρά­ψει και αλ­λού, σε μια από τις συ­να­ντή­σεις μας ρώ­τη­σα τον Βάρ­να­λη ποιους Έλ­λη­νες ποι­η­τές πρέ­πει να δια­βά­σω πρώ­τα. Μου απά­ντη­σε: έναν πα­λιό, τον Κα­βά­φη, και έναν νέο – τον Σε­φέ­ρη. Αγό­ρα­σα βι­βλία και των δύο αυ­τών ποι­η­τών. Από τό­τε χρο­νο­λο­γεί­ται η με­γά­λη μου αγά­πη για την ελ­λη­νι­κή ποί­η­ση, που θα με συ­ντρο­φεύ­ει μέ­χρι την τε­λευ­ταία στιγ­μή της ζω­ής μου.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: