Υπνωτισμένα δελφίνια το δαγκωμένο σου στήθος.
Οι δίδυμες κόρες μαστιγώνουν τη νύχτα
στον τόπο με τις βιολέτες.
Το ‘’κ’’ κυματίζει στο κονιάκ – η σελήνη στη θάλασσα.
Το σχήμα μου στη φλούδα του κυπαρισσιού∙
ένα κορίτσι που με ξέχασε.
– Τι να πεθαίνω μια φορά, τι δέκα.
Στο τελευταίο κόκαλο σημάδεψα το σώμα σου.
———— ≈ ————
Εκεί που ακούμπησες τα χέρια, ο
πεθαμένος στρώνει το σακάκι του να κοιμηθεί.
Μέσα στα νύχια οι καμπάνες χτυπάνε μεσάνυχτα.
Εκεί που ακούμπησες τα χέρια, ο
ήλιος μπαίνει σαν δαχτυλίδι στα δάχτυλα.
Οι εραστές ταξιδεύουν με όλα τα καράβια.
Εκεί που κάποτε ακούμπησες τα χέρια, ο
Πηνειός μου κλείνει τα μάτια.
———— ≈ ————
Φύγαμε σαν τη βελόνα του πεύκου και
το φεγγάρι με την ψεύτικη αγκαλιά μας χαμογέλασε.
Όπως το χρώμα βγήκαμε απ’ τον ίσκιο, καθώς
η νύχτα έφευγε για να ‘ρθει άλλη νύχτα.
Φύγαμε με το κοστούμι που αγαπήσαμε, με
μια κορνίζα, ψημένο καφέ και σταφίδα.