Στην pub Landmark που βρίσκεται στη Wexford st., στο κεντρικό Δουβλίνο, τα πάντα είναι κόκκινα. Οι πολυθρόνες από φτηνό βελούδο, οι κουρτίνες, η φλόγα του τζακιού κι οι μακριές ποδιές των σερβιτόρων. Το ίδιο και η παρέα που αναψοκοκκινισμένη από τη ζέστη και τις μπύρες o'xara's φωνάζει χειρονομώντας, όπως και εγώ με τα κόκκινα χριστουγενιάτικα μαλλιά μου. Ακόμα και η βροχή είναι πορφυρή όσο σε περιμένω.
Ο Σέιμους πίνοντας την τρίτη μπύρα λέει πάλι και πάλι πόσο του λείπουν τα ώριμα βατόμουρα σαν το πηχτό κρασί. Αυτά που λέκιαζαν τη γλώσσα του με αίμα το περασμένο καλοκαίρι. Ο Τζέημς, κρατώντας το χέρι της ισόβιας Νόρας του, κοιτάζει τη βροχή, και κάποιος Κόνολι που δεν γνωρίζω τραγουδάει μεθυσμένα το τραγούδι των σκιών σαν να καλπάζει. Τότε πετάγεται ο Ρόι Κιν – θα περιμέναμε ασφαλώς τον Μπεστ, έλα όμως που ο George βολεύεται σ’ άλλα καλύτερα όνειρα – και μ' ένα σκληρό τάκλιν γκρεμίζει αυτό το όνειρο ενώ διεισδύει στη μικρή περιοχή.
Βρισκόμαστε ξαφνικά πολύ κοντά ο ένας στον άλλο. Γρήγορα μια θλίψη μάς περιβάλλει όλους. Έπειτα η εικόνα παγώνει και όλοι μας γινόμαστε σκιές σε ένα υποφωτισμένο ταμπλό βιβάν. Από το πρόσωπό μου τρέχει ένα ρυάκι κόκκινης μπογιάς, μικρής πορφυρής βροχούλας, ενώ σε περιμένω ακόμα.
Τέσσερα όνειρα και ένα καλοκαίρι
Όνειρο 7 (ιρλανδικό)
Όνειρο 8 (σχεδόν αυτοχειρία)
Πέφτω σε χειμερία νάρκη μέσα στο καλοκαίρι. Στις 15 Αυγούστου του 2019 και με 35 βαθμούς κελσίου, σε ένα χωριό παραθαλάσσιο της Ηλείας, παίρνω τη στάση εμβρύου και βυθίζομαι στον ύπνο. Τώρα έχω όλο τον χρόνο να σε ονειρευτώ. Σε ονειρεύομαι τρελά και με ένα ερεθισμό που με καθιστά νεότερο των νεαρών. Νεότερο του χρόνου. Φοράς εκείνο το λευκό φόρεμα με τον λαιμό, τής Έμιλυ, καπνίζεις τα τσιγάρα τής όμορφης Αννούλας και ψιθυρίζεις: «Τις λέξεις και τ’ αυγά πρέπει να τα χειριζόμαστε προσεχτικά: Μια φορά αν σπάσουν, δεν διορθώνονται».
Εγώ αρχίζω να βαριέμαι και σου λέω ν' αφήσεις τα διακειμενικά – μπαφιάσαμε αγάπη μου – «έλα να πάμε στο πανηγύρι της Παναγιάς με την Ξανθή Περάκη, τα τουμπερλέκια, τα βιολιά – θα είναι και η Μπασδέκη».
Όμως εσύ με αγνοείς, μαζεύεις πέτρες και ροβολάς στο ποταμό εκεί κοντά. Καθώς βυθίζεσαι μου λες με τόνο μελοδραματικό: «μου έδωσες τη μεγαλύτερη δυνατή
ευτυχία. Υπήρξες για μένα, με κάθε τρόπο, όσα μπορεί κανείς να υπάρξει».
Να ’μαι λοιπόν στη όχθη, να κλαίω, να σπαράζω και να αναλογίζομαι πως «το να πεθαίνεις είναι μια τέχνη σαν όλες τις άλλες. Την κάνεις εξαιρετικά καλά».
Όνειρο 15 (απώτερο)
Ως εκδοχή του μέλλοντος, θα'ρθείς νύχτα σαρωτική χωρίς φεγγάρια και πυροτεχνήματα εγκαινίων. (Όσες αρχές ήταν να γίνουν, έγιναν). Χωρίς κομψό φινίρισμα, σεμέν από οργάντζα. Νύχτα πηχτή με στρώσεις πάγου σκοτεινού θα' ρθείς. (Πλεκω σκουφάκια μαλλινα να ζεσταθώ σαν τη μικρή Τσβετάγιεβα και σ' αγαπώ με πάθος). Καλύπτομαι απ' το χιόνι∙ απολιθώνομαι σαν μια στιγμή, σαν μια νιφάδα εβένινη βαρυτικής ενέργειας.
Μα κάποτε θα αποψυχθώ, θα λιώσω σαν τη μάνα. Τρομακτική θα υψωθώ νότια καταιγίδα και με αντίλαλο φρικτό πιο νύχτα θα σε κάνω.
Όνειρο 16 (εμπειρίκειο)
Στο όνειρο αυτό, όχι, δεν είσαι θάλασσα. (Στέκονται κι άλλοι στην ουρά ακόμα και στα όνειρα). Είσαι πολύβουη πολιτεία. Με μπερδεμένες μυρωδιές, κίνηση, καυσαέρια και πράσινα αλληλούια. Τα φωτισμένα πόδια σου είναι οι λεωφόροι των παθών μου και των πόθων μου. Και όχι, δεν πετούν πουλιά, μήτε υψώνονται υψικάμινοι. Ούτε ποδήλατα με άνθη και αλαλάζουσες παιδίσκες κινούνται κατά μήκος τους. Μόνο παλιά αυτοκινητα. Μια Chevrolet Corvette χρώματος ασημί, μια μπλε-ουρανί, σαν τη βροχή, Pontiac GTO, και άλλα πολλά που τρέχουνε μαρσάροντας να φτάσουν στον τερματισμό της ηβικής συμφύσεως. Εγώ, με το φτωχό μου Deux chevaux, αργοπορώ, ξέρω πως δεν σε φτάνω. Και στο σημείο αυτό, σ'αυτό ακριβώς, θα ενσταλαχθεί η γνώση των ονείρων. Κάνω λοιπόν αναστροφή και κατευθύνομαι στη θαλασσα. Όπου κύμα και αύρα δροσερή, παρηγορητικά ψαράκια. Όπου όλο και κάποιος της ουράς θα υποδυθεί τη θάλασσα και ίσως και σε ξεχάσω.