Οι δέκα ζωές του Βασίλειου Βεντούρα

Λένε ότι λίγο πριν πεθάνεις, περνάει μπροστά από τα μάτια σου ολόκληρη η ζωή σου σαν ταινία∙ σαν αστραπή. Αυτό συμβαίνει επειδή δεν υπάρχει άλλος τρόπος, επειδή δεν έχεις χρόνο για βραδυπορία. Πρέπει να ανεβείς επάνω σε δεκαπέντε δευτερόλεπτα∙ κατά περίπτωση τριάντα. Άλλοι ισχυρίζονται ότι βλέπεις μια στιγμή της ζωής σου που δεν θεωρούσες σημαντική∙ μπορεί και να την είχες ξεχάσει.
Ανήκω στη δεύτερη κατηγορία: της στιγμής.
Το πρωί αγοράζω τριαντάφυλλα, το μετανιώνω και τα αλλάζω με άσπρες ανεμώνες. Τις προσφέρω στην πολύ όμορφη Άννα, που γιορτάζει. Γελάει κι ο ουρανός μπαίνει μέσα μου. «Καθρέφτη, καθρεφτάκι μου», την ακούω, «όσο ραγίζεις πολλαπλασιάζομαι, μα κι αν χαθείς με χάνεις. Διάλεξε: το τίποτα ή το είδωλο;». Η Άννα διαλέγει έμενα, η ευτυχία της επιλογής της με εκμηδενίζει. Βαδίζουμε στην οδό Ομονοίας. Είναι χειμώνας, τριάντα Ιανουαρίου. Το χιόνι στις άκρες των δρόμων είναι παλιό και βρώμικο. Ο αέρας που σηκώνεται είναι νότιος, απειλεί να ξεριζώσει τα ισχνά δέντρα στα πεζοδρόμια, να ρίξει κάτω τις μαρκίζες των καταστημάτων. Ανεμοστρόβιλοι από σκουπίδια στριφογυρίζουν εδώ κι εκεί, λεπίδες ανέμου γεμίζουν τα μάτια μας κίτρινη σκόνη. Η Άννα δαγκώνει το κάτω χειλάκι της, ο μορφασμός της μοιάζει με παράπονο. Παρά τον μορφασμό, είναι ενθουσιασμένη. Η γλύκα του προσώπου της φωλιάζει στις γωνίες των χειλιών της. Γελάει και σφίγγεται επάνω μου. Είναι ευτυχισμένη, γιορτάζει τα γενέθλιά της. Υδροχόος ελεύθερος, ατίθασος, αντισυμβατικός, γεμάτος παράδοξα. Όλο το απόγευμα παλεύαμε με τα σώματα γυμνά στο δωμάτιο της Λεωνίδου και Γεωργίου Δοσίου γωνία. Και ήταν τόσο όμορφα στην πρώτη μας φορά! Φοράει καμιλό παλτό, πολύχρωμο σκουφάκι, μάλλινα κυπαρισσί γάντια. Σφίγγει τις ανεμώνες στο στήθος της για να μην τις πάρει ο αέρας. Η ίδια είναι λεπτή και εύθραυστη, μπορεί να την σηκώσει ο άνεμος. Ένας ανεμοστρόβιλος μπορεί να πάρει και τους δυο μας μακριά από αυτή την πόλη και κανένας να μην το αντιληφθεί. Την τραβάω από τη μέση να κολλήσω περισσότερο το σώμα της στο σώμα μου. Στην Φιλελλήνων διπλώνουμε τα σώματα και αγκαλιασμένοι εφορμούμε προς το λιμάνι. Στη στροφή δέχομαι στο πρόσωπο ένα ισχυρό ράπισμα ανέμου. Ανοίγω τα χέρια στην έκταση. «Σ’ αγαπάω!», φωνάζω για να με ακούσει. Το σφύριγμα του αέρα την ξεκουφαίνει∙ της παίρνει τα αυτιά∙ ζήτημα αν με άκουσε. Ουρλιάζω το όνομά της, μια από την αρχή, μια από το τέλος: ΑΝΝΑ, ΑΝΝΑ. Βαδίζω καρκινικά: δεξιά-αριστερά-δεξιά-αριστερά και απομακρύνομαι. Φεύγω χωρίς να γυρίσω το κεφάλι να την κοιτάξω. Τόσο πολύ φοβάμαι μη σβήσει από τη χλομάδα της, μη γίνει διάφανη και διαλυθεί.  
Απέκτησα μαζί της πολλά παιδιά, που τα εγκατέλειψα χωρίς να ξέρω γιατί. Η Άννα, μετά την εγκατάλειψη, πέταξε όλα τα ρούχα μου από το παράθυρο ενός τραίνου εν κινήσει, αποκαλώντας με Σάββα. Ολοφάνερο πως θέλει να με εκδικηθεί, να πάρει πίσω την παλινδρόμηση του ονόματός της. Στο μεταξύ, πάνε τα ρουχαλάκια μου στον αγύριστο, πάνε. Από τότε η μικρή μου αγαπημένη υποφέρει εξαιτίας µου. Τη χρειάζομαι όσο τίποτα άλλο στον κόσμο. Με χρειάζεται για τους ίδιους ακριβώς λόγους. Ο ανταγωνισμός είναι μεγάλος. Τη σκότωσα δέκα φορές, πέθανα χίλιες για χάρη της, κι ακόμα δεν πίστεψε ότι την αγαπάω. Η Άννα ήταν ο τόπος μου, η πιο όμορφη μικρή πόλη του κόσμου. Εκεί που πέρασα τα ξένοιαστα καλοκαίρια μου, λεηλατώντας τα οπωροφόρα των κατάφυτων κήπων, γεμίζοντας ολόκληρος τσιμπήματα όταν κυλιόμασταν στις πευκοβελόνες των γύρω λόφων. Ανεβαίναμε τρέχοντας στο Κάστρο για να ατενίσουμε ανάμεσα από τις πολεμίστρες τα καμπαναριά των εκκλησιών δίπλα από τους μιναρέδες των τζαμιών. Στο βάθος το νησί καύκαλο αναστραμμένης χελώνας. Θυμάμαι διαρκώς τη μικρή μου Άννα, την ψάχνω παντού. Ζω µε την ελπίδα ότι κάποτε θα µε θυμηθεί. Θα ψάξει να με βρει και θα γυρίσει κοντά μου. Κατά διαστήματα οι ελπίδες μου εξανεμίζονται, χωρίς να σημαίνει ότι είμαι απελπισμένος.
Όλα αυτά τα κράτησα μέσα μου ερμητικά κλειστά. Δεν τα μοιράστηκα με κανέναν. Αν κάθομαι τώρα και τα αφηγούμαι είναι γιατί πιστεύω πως όσα ζήσαμε αξίζουν ένα ελάχιστο κομμάτι αιωνιότητας.
Έζησα, παρά ένα μήνα, εκατόν τρία χρόνια. Ήμουν ακόμα νέος με λαμπρό μυαλό. Το αξιοσημείωτο είναι ότι επέλεξα την ώρα που θα έφευγα μυστικά και αμετάκλητα.

[ Από το υπό έκδοση μυθιστόρημα Συλλέκτης κάθε μίσους, εκδ. Κίχλη ]

ΒΡΕΙΤΕ ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ Διαμαντή Αξιώτη ΣΤΟΝ ΙΑΝΟ.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: