Φως, έρωτας, θάνατος

Μετάφραση: Νάνσυ Αγγελή
Φως, έρωτας, θάνατος


Ο Vicente Aleixandre (1898-1984), ήταν Ισπανός ποιητής από τη Σεβίλλη. Σπούδασε νομικά και οικονομικά στο πανεπιστήμιο της Μαδρίτης και από το 1925 αφοσιώθηκε στη λογοτεχνία και ιδιαίτερα στην ποίηση. Υπήρξε μέλος της αποκαλούμενης «γενιάς του 1927», ωστόσο η ποίησή του φέρει μια προσωπική σφραγίδα, όχι μόνο λόγω της πρωτότυπης τεχνικής της (εκτεταμένος στίχος, με ρυθμό σχεδόν αφηγηματικό) αλλά και επειδή η έμπνευσή της είναι σταθερά νεορομαντική. Από την πρώτη του συλλογή, με τίτλο Ο περίβολος (Ambito, 1928) μέχρι τη Σκιά του Παραδείσου (Sombra del Paraíso, 1944) και την Τελευταία γέννα (Νacimiento ultimo, 1953), η ποίησή του αντανακλά τη δραματική αντίληψη του καλλιτέχνη για τη φύση, όπου ο έρωτας είναι συγχρόνως ζωή και καταστροφή. Στα τελευταία ποιητικά του έργα, Ιστορία της καρδιάς (La Historia del Corazόn, 1954), Σε ένα ευρύ πεδίο (En un Vasto Dominio, 1962) και Παρουσίες (Presencias, 1965) ο Α. υμνεί τον άνθρωπο και κυρίως την ομαδική ζωή. Το 1977 τιμήθηκε με το βραβείο Νομπέλ λογοτεχνίας.

———————————— ≈ ————————————

Από τη συλλογή Ámbito (1928)

Νύχτα βαθιά

Κάμπος γυμνός. Μόνη
η νύχτα κι άοπλη. Ο άνεμος
υπαινίσσεται βουβά
χτυπήματα κόντρα στο μουσαμά της.

H σκιά πέφτει βαριά,
ψυχρή, πάνω στο στήθος σου
το μετάξι της πένθιμο, μαύρο,
βαθύ. Μένει κλεισμένος

ο όγκος έτσι μέσα στης νύχτας
το υλικό, διαπρεπής, ήσυχος,
πάνω στο διαυγή, αργοπορημένο
χάρτη τ’ ουρανού.

Υπάρχουν αποτυχημένα άστρα,
γυαλιστεροί άξονες. Πάγοι
πλέουν στην επιφάνεια
παρασυρμένοι από το ρεύμα. Αργή παγωνιά.

Μια σκιά που περνά
πάνω απ’ το επιβλητικό
και βουβό περίβλημα, χτυπά, βλοσυρή,
το μυστικό της καμτσίκι.

Μαστίγωμα. Κοράλλια
από αίμα ή φως ή φωτιά
κάτω απ’ το μεταξωτό κάλυμμα προοιωνίζονται,
ραβδωτά, ύστερα υποχωρούν.

Ή σάρκα ή φως σαρκός
βαθύ. Ζει ο άνεμος
γιατί προμηνύει ριπές,
σταυροδρόμια, παύσεις, σιωπές.


Εφηβεία

Ερχόσουν κι έφευγες γλυκά,
απ’ άλλο μονοπάτι
σε άλλο μονοπάτι. Σε βλέπω
κι ύστερα πάλι δε σε βλέπω.
Περνάς από μια γέφυρα σε άλλη γέφυρα.

̶Το πάτημα ελαφρύ,
το φως εύθυμα υποχωρεί   ̶

Παιδί μικρό που ήμουν εγώ κοιτώντας
κάτω στα νερά το ρεύμα,
και μες στην αντανάκλαση το πέρασμα σου
να χάνεται, να σβήνει.

Από τη συλλογή Pasión de la tierra (1935)

Ο θάνατος ή αίθουσα αναμονής ιατρείου

Έμπαιναν σταδιακά ένας ένας και οι αφαιμαγμένοι τοίχοι δεν ήταν από κρύο μάρμαρο. Έμπαιναν αμέτρητοι και χαιρετούσαν βγάζοντας το καπέλο τους. Μυωπικοί δαίμονες επισκέπτονταν τις καρδιές. Κοιτιόντουσαν καχύποπτα. Σφουγγάρια κείτονταν στα πατώματα κι οι σφίγγες δεν τους έδιναν σημασία. Μια γεύση ξερού χώματος κατέκλυζε ξαφνικά τις γλώσσες και γίνονταν συζητήσεις επί παντός επιστητού όπου όλοι γνώριζαν τα πάντα. Εκείνη η γυναίκα, εκείνη η κυρία επιχειρηματολογούσε με το καπέλο της και το στήθος όλων βυθίζονταν αργά. Νερά. Ναυάγιο. Ισορροπία βλεμμάτων. Ο ουρανός παρέμενε στη στάθμη του και ένας καπνός μακρινός έσωζε όλα τα πράγματα. Τα δάχτυλα του χεριού του γηραιότερου είχαν τόση θλίψη που ο διάδρομος έρχονταν κατά πάνω του αργά, σαν παρασυρμένος από το ρεύμα, γεμάτος ιστορίες. Όλοι περνούσαν ακέραιοι και μια κουρτίνα καπνού γίνοταν όλη αίμα. Χωρίς κανείς να μπορεί να το εμποδίσει, τα πουκάμισα έτρεμαν κάτω από τα σακάκια και οι φίρμες των ρούχων ήταν κεντημένες πάνω στη σάρκα. «Πες, μ’ αγαπάς;». Η νεότερη χαμογελούσε γεμάτη υποσχέσεις. Αεράκι, αεράκι που έρχονταν από χαμηλά, διέλυε όλη την ομίχλη κι εκείνη έμενε γυμνή, ιριδίζουσα από τσαχπινιές φωνής, σκέτη προσωδία. «Σ’ αγαπώ, ναι, φοβιτσιάρα, κι ας λιώνεις σαν παγωτό». Την αγκάλιασε σαν μουσική. Τ’ αφτιά της σφύριζαν. Απόηχοι, όνειρα του μεσημεριού στέκονταν, κάθονταν στους λαιμούς σαν λυπημένο νερό. «Τα μάτια σου είναι τόσο ανοιχτόχρωμα που διαγράφουν το μυαλό σου». Ένα δάκρυ. Λευκές μύγες έκοβαν βόλτες άκεφα. Το φως από φτηνό περκάλι στριμώχνοταν στις γωνίες. Όλοι οι κύριοι καθισμένοι πάνω στην αθωότητα τους, χασμουριόταν δίχως την παραμικρή καχυποψία. Ο έρωτας είναι υπόθεση του Κράτους. Διαβεβαιώνουμε πως τα φιλιά δεν είναι biscuit glacé. Αν όμως άνοιγε τώρα αυτή η πόρτα, όλοι θα φιλιόμασταν στο στόμα. Τι αηδία που ο κόσμος δεν γυρνά γύρω από τον άξονα του! Θα διώξω τους καημούς μου για να μπορέσουν να μ’ αγαπήσουν τα καναρίνια. Αυτοί, οι εραστές, παραμελούσαν το καθήκον τους και κουράζονταν σαν τα πουλιά. Πάνω στις καρέκλες τα σχήματα δεν είναι μεταλλικά. Σε φιλώ, οι βλεφαρίδες σου όμως... Οι βελόνες του άερα ήταν πάνω στα μέτωπα, τί σκοτεινή αποστολή αυτή του να σ’ αγαπώ. Οι τοίχοι από νίκελιο δεν δέχονταν το χάραμα, το γυρνούσαν πίσω λαβωμένο. Οι εραστές πετούσαν μασώντας το φως. Επιτρέψτε μου να σας πω. Οι γριές μετρούσαν θανάτους, θανάτους κι αναστέναζαν μέσα από τις δαντέλες τους. Τα γένια των υπολοίπων μεγάλωναν προς τη φρίκη. Η ώρα της κρίσης θα τις θερίσει χωρίς πόνο. Βεντάλιες από ύφασμα έμεναν ακίνητες, χάιδευαν δισταγμούς. Τρυφερότητα να σε προαισθάνεσαι οριζόντιο. Σύνορα.

Η μεγάλη ώρα πλησίαζε μέσα απ’ το πούσι. Η αίθουσα αχνοκοιμόταν πάνω σε μια θάλασσα από πορτοκαλόφλουδες. Θα κάναμε κουπί άσπλαχνοι αν ο παλμός δεν βρίσκονταν στον καρπό. Η θάλασσα είναι πικρή. Το φιλί σου μου κάθησε βαρύ στο στομάχι. Πλησιάζει η ώρα. Η πόρτα, έτοιμη ν’ ανοίξει, βάφονταν ζοφερό κίτρινο, λυπούμενη για την αδεξιότητα της. Που να σε βρω, αχ, νόημα της ζωής, αν δεν υπάρχει πια χρόνος. Όλα τα πλάσματα περίμεναν την φωνή του Ιεχωβά αστραφτερή από λευκό μέταλλο. Οι εραστές φιλιόνταν πάνω απ’ τα ονόματα. Τα μαντίλια ήταν αναισθητικά κι έκαναν χαλκωματένια την αναιμική σάρκα. Εφτά και δέκα. Η πόρτα πετούσε δίχως πούπουλα κι ο άγγελος Κυρίου ανήγγειλε την Μαρία. Να περάσει ο πρώτος παρακαλώ.                   


Επιφάνεια κούρασης

Το ότι ένας άνθρωπος είναι λυπημένος όπως εγώ, δεν είναι λόγος για να μου προσάπτεις το σχήμα του καπέλου μου. Θα στο πρόσφερα απλόχερα κατώ απ’ τον ήλιο αν σου άρεσε. Μ’ αρέσουν όμως τα μάτια σου, μ’ αρέσεις εσύ κι όχι επειδή με εξαπατάς, αλλά γιατί η ύπαιθρος έχασε όλα της τα στολίδια. Ουσιώδες! Εδώ στην πρωτεύουσα είναι που το καταλαβαίνει κανείς καλύτερα. Είσαι ωραία σαν φύλλο ημερολογίου, το διαπιστώνω μέρα με τη μέρα. Και μην περιμένεις να σου πω ψέματα γιατί με πονάει ο θώρακας απ’ το τόσο να αποθηκεύω ελπίδες. Όλο το αίμα μου τραγουδάει το ίδιο τραγούδι, γελάτε, γελάτε, κρατώντας ένα ντέφι. Τουν, τουν. Τουν, τουν, τουν, τουν. Φέτες τσίγκου θα σας σέρβιρα εγώ σε όλους για να νιώσετε τα αισθήματα μου. Εσείς, όμως, έχετε τα μαλλιά σγουρά, ανακατεμένα, και μοιάζετε από ηλεκτρισμό. Μου φαίνεστε αξιοθαύμαστοι. Άχρηστοι. Αποσυναρμολογημένοι. Μονάχα εσύ, η ίδια πάντα, βγάζεις τη γλώσσα γιατί ξέρεις πως ταιριάζει στο χάραμα. Με τ’ ακροδάχτυλα αγγίζεις το καθαρό μέλι που αυτό στάζει και βρίσκεις αδύναμες όλες τις αντιρρήσεις μου. Μα δεν διαφωνώ μαζί σου. Δεν καταλαβαίνεις όμως πως έτσι υποτιμάς τη φύση, μ’ αυτή τη χαρτοπετσέτα που κρέμεται; Θα γευτείς ύστερα τον καφέ και θα περιμένεις απ’ αυτόν πρωτόγνωρα σημεία, άστρα φωτεινά, να μην διακόπτουν τη σιωπή τους. Αχ, τι σπιτίσια! Μη μου χαλάς το κοινό, το γνώριμο, το ήδη άνοστο τσίπουρο και νερό. Αχ, πως έχω βαρεθεί το ξημέρωμα! Κάθε ώρα, μια απόλαυση, μια αίσθηση. Υλιστής! Κι όλα αυτά γιατί αγόρασες ένα ψάθινο καπέλο, ιταλική παμέλα, κι ένιωσες να μακραίνουν όλα τα δάχτυλα σου προκειμένου να επιτείνεις την πλήξη των κινήσεων σου. Ο αέρας είναι γεμάτος με ταινίες που μπλέκονται κάθε φορά περισσότερο σε κάθε κυματισμό των χεριών σου καθώς πέφτουν. Ένα λεπτό, δεν υπάρχει πουθενά μια τζαζ; Για την ώρα βγάλε από πάνω σου αυτό το καπέλο. Έχεις τόσο λεπτό κορμό που αν σε σφίξω τα μπράτσα μου θα τυλιχτούν γύρω σου δυο φορές. Ξεμπλέκομαι γρήγορα από τη μέση σου, και τι ωραίος φωτεινός στρόμβος, κάθετος, με μουσική. Σ’ αγαπώ, σβούρα μου. Πες μου ένα τραγούδι. Όλο το τοπίο, μονόχορδο, λυρικό. Ξαπλωμένη, ανοίγεις τα μάτια κι όλοι γυρνάμε γύρω απ’ τη δική σου τροχιά. Το φαντάζεσαι. Μέχρι και το φουρό του φορέματος σου, ανυπόμονο, έχει και γω δεν ξερω τι φυγόκεντρο σχήμα και οι μηροί σου μοιάζουν από ασήμι. Χτύπημα και κλατς! Τι ήχο βγάζεις, απάνθρωπη. Μη με φιλάς γιατί τα χείλη σου, τόσο κόκκινα, έχουν γεύση μίνιου. Η καρφίτσα αυτή που φοράς στο στήθος –μη θυμώσεις– μοιάζει σα σταγόνα λευκοσίδηρου. Ναι, ναι, έχεις δίκιο. Είναι ώρα να γυρίσουμε σπίτι και να τρυπώσουμε μέσα όσο η πόρτα χάσκει από τη βαρεμάρα. Αλλά αν εσύ έχεις σκοπό να μου σερβίρεις το δείπνο, θα σωπάσουν όλα τα αηδόνια. Γιατί το φτέρωμα τους είναι από μουσική και θα γίνουν μουσικές κορώνες από τη σιωπή. Εσύ τραμπαλίζεσαι πάνω στις αμφιβολίες μου, επιδεικνύοντας άφοβα τα πόδια σου. Αν αφαιρεθείς, θα πάρω τον αστράγαλο σου για παγωτό, γιατί αγαπώ πάνω απ’ όλα τη στρογγυλότητα των παραγράφων. Κι ας είναι από κερί. Όχι! Υπάρχει κάπου μια λυχνία που τρεμοπαίζει. Πάμε στο μπάνιο. Η λιτή διακόσμηση του με ισορροπεί. Στιλβωμένος, πρωινός, σου απευθύνω μια καλημέρα από νίκελ και βυθίζομαι στο κρεβάτι. Γιατί είμαι λυπημένος.

Ναι, είμαι λυπημένος. Μην επιμένεις. Η μέρα σήμερα έχει σχήμα τηγανιού. Ακαταμάχητα συντριπτική. Πλήττω. Και δεν θα βγω μέχρι αύριο. Ας με φωνάξουν την ώρα των αφρών. Στην κόψη τους. Έλα εδώ, μέσα στο δωμάτιο μου, φρουτένια και στιλπνή, γιατί εγώ πάνω απ’ όλα αγαπώ την πούλπα και το πρωί δίχως αλκοόλ είναι μια απόλαυση.                    


Για το χρώμα του τίποτα

Μόλις τώρα μπήκαν ένα ένα τα φώτα του καλοκαιριού, δίχως κανείς να υποψιαστεί το χρώμα των χεριών τους. Όταν οι ήσυχες ψυχές ξεχνούσαν τη σιωπηλή μουσική, όταν η αυστηρότητα των πραγμάτων συνίστατο σ’ ένα ψυχρό χρώμα άλλης μέρας. Δεν αναγνώριζαν το ένα το άλλο τα ισαπέχοντα μάτια, ούτε τα στήθη φούσκωναν από την επιθυμία να το μάθουν. Όλα ήταν εκεί, στο βάθος του αέρα με την ίδια γαλήνη με την οποία οι ντυμένες κοπέλες ξαπλώνουν στο χώμα υποκρινόμενες με χάρη το ρυάκι. Αλλά κανένας δεν βρέχει το δέρμα του, γιατί όλοι ξέρουν πως ο ήλιος καίει πολύ, τόσο πολύ που οι καρδιές γίνονται αιματώματα και τα χείλη χρυσά και οι άκρες των φουστανιών ανθίζουν όλες μωβ ανθάκια. Στην ένωση των μπράτσων μυρίζουν κάτι μωρά μικρά σαν κρόκοι. Κι υπάρχουν κάποιοι που χύνουν δάκρυα στο χρώμα της οργής. Αλλά μόνο εκ παραδρομής, γιατί αυτό που πρέπει κανείς να κλάψει είναι όλα αυτά τα νωχελικα χάδια που στο χείλος των δακρυγόνων αδένων περιμένουν μόνο να πέσει το απόγευμα για να κυλίσουν ως τη λίμνη, ως τον ουρανό απ’ άλλο μολυβί που δεν καταλαβαίνει τις άκρες των χεριών όσο λεπτό κι αν γίνεται το δέρμα στην αφή, ως τον έρωτα που απλώνεται μαζί με τη νύχτα.

Αλλά όλοι σιωπούσαν. Καθισμένοι όπως πάντα στο όριο της καρέκλας, νωτισμένοι οι τοίχοι κι έτοιμοι να στεγνώσουν μόλις ακουστεί η φωνή του πιο παλιού παπουτσιού, τα κεφάλια όλα διστακτικά ανάμεσα στα κύματα της ζάχαρης, τον άνεμο, τ’ αόρατα πουλιά που έβγαιναν απ’ τα παρθενικά αυτιά. Απ’ όλα εκείνα τα πλάσματα σαν ξύλινα ομοιώματα. Ήθελε να υπάρξει μια πυκνή συσσώρευση από παλλόμενα τίποτα, κι ο παλμός του αίματος χτυπούσε στο παράθυρο ζητώντας απ’ το γαλάζιο του ουρανού ένα ξέσπασμα ελπίδας. Οι δαντελένιες γυναίκες κείτονταν στα καθίσματα τους, έχοντας αποχωριστεί την πρώτη τους μορφή. Κι αγνοούσαν όλοι τα πάντα, μέχρι τον αριθμό των στέρνων που απουσίαζαν. Οι άνδρες όμως δεν τραγουδούσαν. Μάταιο ν’ αστράψουν τα κεφάλια από νίκελ, τέσσερα μέτρα πάνω απ’ το έδαφος, δίχως φτερά, ενθαρρύνοντας με τα βλέμματα τους από οξύ τη νεκρή ζέστη απ’ τις αδιάφορες γλώσσες. Μάταιο οι κούκλες που βρίσκονταν χυμένες να προσφέρουν, οι ίδιες, τη γύμνια τους στον περιβάλλοντα αέρα, διψασμένο για τις απαντήσεις τους. Οι άνθρωποι δεν γνώριζαν πότε θα τελείωνε ο κόσμος. Ούτε καν γνώριζαν το χώρο του δωματίου τους, ούτε καν αν τα δάχτυλα τους ήταν ικανά να σχηματίζουν το σχήμα του σταυρού. Βυθίζονταν σταδιακά οι τοίχοι. Προοικονομούσε κανείς τον ερχομό της στιγμής κατά την οποία τα μάτια, έξω από την τροχιά τους, θα κατέληγαν ν’ αστράφτουν σαν σημεία πόνου, με κίνδυνο να διασχίσουν τους λαιμούς. Μπορούσε κανείς να μαντέψει τη βεβαιότητα πως τα βουνά θα κατέληγαν μοιραία να ενωθούν, χωρίς να μπορούν να τα εμποδίσουν ούτε τα χέρια όλων των παιδιών της γης. Η μέρα κατά την οποία η ύπαρξη θα συντριφθεί σαν άδειο αυγό που μόλις βγάλαμε απ’ το στόμα, μπροστά στην έκπληξη των περαστικών πουλιών.

Ούτε μια κραυγή. Ούτε μια βροχή από στάχτη. Ούτε καν ένα δάχτυλο Θεού για να ξέρει κανείς πως είναι κρύο. Το τίποτα είναι ένα παραμύθι της παιδικής ηλικίας που ασπρίζει όταν του λείπει η ανάσα. Όταν έχει φτάσει η στιγμή που καταλαβαίνεις ότι το αίμα δεν υπάρχει, ότι αν ανοίξω τη φλέβα μου, μπορώ να γράψω με την σταματημένη κιμωλία της: «Στις άδειες τσέπες, μην περιμένετε να βρείτε μια σιωπή».

Από τη συλλογή Espadas como labios (1932)

Η φωνή μου

Γεννήθηκα μια καλοκαιρινή βραδιά
ανάμεσα σε δύο παύσεις. Μίλα μου: Σ’ ακούω.
Γεννήθηκα. Αν ήξερες τι αγωνία
ενσαρκώνει το φεγγάρι δίχως προσπάθεια.
Γεννήθηκα. Το όνομα σου ήταν η ευτυχία.
Κάτω απ’ τη λάμψη μια ελπίδα, ένα πουλί.
Να φτάσω, να φτάσω. Η θάλασσα ήταν παλμός,
το κοίλωμα ενός χεριού, ένα χλιαρό έπαθλο.
Είναι λοιπόν δυνατά πια τα φώτα, τα χάδια, το δέρμα,
ο ορίζοντας
αυτό το να λες λέξεις δίχως νόημα
που κυλάνε σαν ακοή, κοχλίες,
σαν ένας λοβός ανοιχτός που ξυπνά
(άκου, άκου) μέσα στο πατημένο φως.

Αλήθεια πάντα

Στον [ποιητή] Manuel Altolaguirre

Ναι, ναι, είναι αλήθεια, είναι η μόνη αλήθεια.
Βλέφαρα μισάνοιχτα, φως που γεννιέται,
σκέψη ή αναφιλητό, κλειδί ή ψυχή,
αυτή η αγρύπνια, αυτή η μάθηση της ευτυχίας,
αυτή η γνώση πως η μέρα δεν είναι αγκάθι,
παρά αλήθεια, ω απαλότητα. Σ’ αγαπώ.
Άκου με. Όταν η σιωπή δεν υπήρχε,
όταν εσύ ήσουν πια σάρκα και γω ο θάνατος,
κάποτε, όταν η μέρα.

Νύχτα, αρετή, ω πάλη, νύχτα, νύχτα.
Υπό κραυγή ή στέρνο, υπό τη γλύκα,
ανάμεσα στον πόνο ή μόνο στο σάλιο,
εκεί ανάμεσα στο ψέμα, ναι πολυπόθητο,
νύχτα, νύχτα, το φλεγόμενο ή η έρημος.


Σιωπή

Κάτω απ’ το κλάμα ένας κήπος στεγνός.
Ω πουλιά, τα τιτιβίσματα, τα φτερώματα.
Αυτό το λυρικό γαλάζιο χέρι δίχως ύπνο.
Στο μέγεθος ενός πτηνού, δυο χείλη. Δεν ακούω.
Το τοπίο είναι το γέλιο. Δυο κορμοί αγκαλιασμένοι.
Τα δέντρα εν σκιά αναβλύζουν φωνή. Σιωπή.
Έτσι διατρέχω ομίχλη ή ασήμι σκληρό,
φιλώ στο λυρικό μέτωπο μόνο νερό,
νερό χιονιού, καρδιά ή τέφρα,
χρησμός φιλιών, ω επικράτεια,
εκεί που τ’ αφτιά μου δεν άκουσαν πια
τα βήματα στην άμμο, ή φως ή σκιά.

Η ανθολογία Φως, έρωτας, θάνατος θα κυκλοφορήσει προσεχώς από τις Παράξενες Μέρες

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: