————————————————
Σχόλια στα Σχόλια του Στέφανου Κουμανούδη (19)
—————————————————
ΜEΡΟΣ Β΄: Ποίηση: Ποιητική αδεία – Κωνσταντίνος Καβάφης
————————————————
Σχόλια στα Σχόλια του Στέφανου Κουμανούδη (19)
—————————————————
ΜEΡΟΣ Β΄: Ποίηση: Ποιητική αδεία – Κωνσταντίνος Καβάφης
Ποιητικός- ποιητική αδεία
Το επίθετο ποιητικός
παρουσιάζει δύο βασικές σημασίες: 1. που σχετίζεται με την ποίηση. 2. που χαρακτηρίζεται από ρομαντισμό, λυρισμό και υψηλή αισθητική, ταυτίζεται δηλαδή με κάτι το μαγικό, το ονειρικό. Η δεύτερη αυτή σημασία αντανακλά τη γενικότερη αντίληψη της «υπεροχής» της ποίησης έναντι της πεζογραφίας, όπως δείχνει η παγιωμένη σημασία του επιθέτου πεζός «μονότονος, κοινότοπος, τετριμμένος». Η «πεζή καθημερινότητα» είναι αδιαμφισβήτητη για τους πολλούς. Η «ποιητική καθημερινότητα» αποτελεί προνόμιο σπάνιων ανθρώπων, ποιητών, εικαστικών καλλιτεχνών και μουσικών.
Η έκφραση ποιητική αδεία
(σε δοτική πτώση, «με την ελευθερία που παρέχεται στον ποιητικό λόγο ή στον ποιητή») έχει μακρά ιστορία.[1]
Η πρώτη γνωστή μαρτυρία ανάγεται στον Σενέκα (4 π.Χ. -65 μ. Χ., Naturales quaestiones (Φυσικά προβλήματα) ΙΙ, 44, 1: Poeticam istud licentiam decet, κάτι τέτοιο ταιριάζει στην ποιητική ελευθερία) με αφορμή κριτική που ασκεί στο Οβίδιο ο οποίος χαρακτηρίζει «ήπιους» τους ισχυρούς και βροντώδεις κεραυνούς του Δία. Στην ουσία δεν πρόκειται για «ελευθερία», αλλά για «αυθαιρεσία». Στον Κικέρωνα η licentia αναφέρεται στη ρητορική ή ποιητική ελευθεροστομία και στον Οράτιο στην ανάρμοστη συμπεριφορά, την ακολασία. Ο Λουκιανός, Διάλογος πρὸς Ἡσίοδον, 5 κάνει λόγο για ελευθερία στην ποιητική δημιουργία: τὴν ἐλευθερίαν καὶ τὴν ἐν τῷ ποιεῖν ἐξουσίαν.[2] Η ανοχή ίσχυε κυρίως για την ομοιοκαταληξία, η οποία δεν ήταν πάντα εφικτή. (Αριστοτέλης, Ποιητική, 1458a 34 κ. ε.). Στο πλαίσιο του ρητορικού κανόνα της πειθούς (consuetudo «έθος, συνήθεια») κριτήριο της απόκλισης ήταν η γλώσσα των μορφωμένων.
Η ελευθερία του ποιητικού λόγου περιλαμβάνει όλα τα επίπεδα ανάλυσης της γλώσσας. Πρόκειται για τα ακόλουθα είδη λαθών: 1. γραμματικά: φωνολογία, μορφολογία, σύνταξη. 2. λεξιλογικά και σημασιολογικά: νεολογισμοί, τολμηρές μεταφορικές εκφράσεις. 3. πραγματολογικά: Αποκλίσεις από την αντικειμενική πραγματικότητα, τη λογική και την καθημερινή εμπειρία. Οι ιστορικοί αναχρονισμοί στη λογοτεχνία ενισχύουν τους στόχους της μυθοπλασίας. 4. Παράβαση ηθικών, πολιτικών ιδεολογικών και θρησκευτικών κανόνων. 5. Στο επίπεδο της λογοτεχνικής μορφής: παραβίαση ενδολογοτεχνικών κανόνων, λ.χ. του μέτρου. Προϋπόθεση αναγνώρισης της ποιητικής ελευθερίας είναι ότι τα λάθη αυτά γίνονται συνειδητά για συγκεκριμένους λόγους, π.χ., αισθητικούς ή συναισθηματικούς.
Η ποιητική ελευθερία, όπως τη βλέπουν οι ίδιοι οι λογοτέχνες και οι επιστήμονες
Η Ελβετική Εταιρεία Ποιητών παραθέτει στην ιστοσελίδα της το λήμμα ποιητική άδεια (ή ελευθερία), το οποίο δεν έχει καμιά σχέση με τα συνηθισμένα εγκυκλοπαιδικά ή λεξικογραφικά ή άρθρα. Πρόκειται για ένα έξοχο σύντομο δοκίμιο γραμμένο με λεπτή αίσθηση χιούμορ:[3]
Όλα επιτρέπονται. Οι ποιητές είναι ελεύθεροι. Η λογική και η συνέπεια δεν τους αφορούν. Όλα πρέπει να ταιριάζουν στην εικόνα. Ο ποιητής είναι ένα είδος πράκτορα μυστικών υπηρεσιών που έχει ως αξίωμα τη ρήση «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα». Κανένα σκάνδαλο του τύπου Watergate ή Wikileaks δεν θα τον εμποδίσει να πάρει το όπλο του και να παραδώσει λέξεις και προτάσεις σε δημοκρατίες της μπανάνας, πρόθυμες να τις απειλήσουν με εικονικό πνιγμό. Το αποτέλεσμα, το οποίο βλέπει το φως της δημοσιότητας, διαπερνά τα μάτια του αναγνώστη, χωρίς συνήθως να είναι πια σε θέση να υποψιαστεί τις διαδικασίες που ακολούθησε ο ποιητής, ενώ κανένα ομοσπονδιακό δικαστήριο δεν μπορεί να στραφεί εναντίον του.
Η άδεια του ποιητή σπάνια ανακαλείται. Με την ανακλησή της, τα φύλλα του χαρτιού γίνονται ολόλευκα και στο μέτωπο του ποιητή κυλούν χάντρες ιδρώτα. Αυτό λέγεται συγγραφικό μπλοκάρισμα.[4] Ο ποιητής μεταφέρεται συνήθως από την οικογένεια και τους φίλους του σε ασφαλές καταφύγιο, για να μπορεί να χορτάσει ύπνο και να ξεκουραστεί.
Η Virginia Woolf (1882-1941), αφοπλιστικά ειλικρινής, αναφέρεται σε μια ενδιαφέρουσα πτυχή του ευρύτερου φαινομένου «λογοτεχνική αδεία», στην ακρίβεια «πεζογραφική αδεία»:[5]
Γι’ αυτό προτείνω, κάνοντας χρήση όλων των ελευθεριών και αδειών που έχει ο μυθιστοριογράφος, να σας πω την ιστορία των δύο ημερών που προηγήθηκαν πριν έρθω εδώ.[ ...] Δεν χρειάζεται να πω ότι αυτό που πρόκειται να περιγράψω δεν υφίσταται. Το Oxbridge [πανεπιστήμιο για άνδρες] είναι αυθαίρετη επινόηση, το ίδιο και το Fernham [πανεπιστήμιο για γυναίκες]. Το «Εγώ» είναι μόνο ένας βολικός όρος για κάποιον που δεν έχει πραγματική υπόσταση. Τα ψέματα θα ρέουν από τα χείλη μου, αλλά ίσως να υπάρχει κάποια αλήθεια ανάμεσά τους· σε σας εναπόκειται να αναζητήσετε αυτή την αλήθεια και να αποφασίσετε αν αξίζει να κρατήσετε κάτι απ’ αυτά.
Ο Δημήτρης Καλοκύρης, παρακολουθώντας τις έρευνες σύγχρονων θεωρητικών της λογοτεχνίας, κρίνοντας όμως κυρίως εξ ιδίας πείρας, με διπλή ιδιότητα, συνοψίζει τα πορίσματα των σχετικών ερευνών σε μια μια εκπληκτικής πυκνότητας λόγου προτασιακή δομή: «Η λογοτεχνία είναι μια άσκηση ελευθερίας στην οποία συμμετέχει πια και ο αναγνώστης».[6] Προβάλλει έτσι με ήπια αγανάκτηση («πια») το ρόλο του αναγνώστη, ο οποίος, αναγνωρίζεται, επιτέλους, ως καθοριστικός παράγοντας για την αποκωδικοποίηση του λογοτεχνικού μηνύματος, ανεξάρτητα από τις τυχόν εκπεφρασμένες θέσεις του λογοτέχνη.
Οι θετικοί επιστήμονες αντιμετωπίζουν το όλο θέμα από διαφορετική οπτική γωνία. Επέλεξα το εμβληματικό δοκίμιο «Για τα όρια της ποιητικής ελευθερίας»[7] του Konrad Lorenz (1903-1989), τιμημένου με Noμπέλ Ιατρικής.
Είναι προνόμιο του ποιητή να απομακρύνεται από την ακρίβεια της παρουσίασης η οποία λειτουργεί δεσμευτικά για τον επιστήμονα. Η ελευθερία αυτή, η «ποιητική άδεια», με τη συνηθισμένη σημασία, δεν εξαιρεί, ωστόσο, τον ποιητή από το να «παραμείνει πιστός στη φύση» με τη βαθύτερη έννοια του όρου. Ακόμη και η πιο άψογη υφολογικά ποιητική απεικόνιση του φυσικού κόσμου μπορεί να είναι σωστή ή λανθασμένη. Συχνά αυτή η ορθότητα, ναι ακρίβεια, υπερβαίνει κατά πολύ αυτό που μπορεί να γνωρίζει ο ποιητής. Πόσο υπέροχο είναι, για παράδειγμα, το ότι η Selma Lagerlöf στο βιβλίο της Το θαυμαστό ταξίδι του Νιλς Χόλγκερσον αποδίδει τη διαπεραστική κραυγή της αγριόχηνας με τα λόγια: «Εδώ είμαι! Εσύ που είσαι;».
Είμαι φυσικός επιστήμονας, όχι καλλιτέχνης. Δεν θα επιτρέψω σε καμιά περίπτωση στον εαυτό μου κανενός είδους ελευθερία ή στιλιζάρισμα. Παρεμπιπτόντως, πιστεύω ότι αυτές οι ελευθερίες δεν είναι καθόλου απαραίτητες, αρκεί να παραμείνουμε στα ίδια τα γεγονότα, όπως συμβαίνει με την αυστηρά επιστημονική εργασία, αν θέλει κάποιος να αποκαλύψει στον αναγνώστη πόσο όμορφο είναι το ζώο. Γιατί οι αλήθειες της οργανικής φύσης έχουν τόσο πιο αξιοθαύμαστη και αξιοσέβαστη ομορφιά, όσο περισσότερο διεισδύει κάποιος στις λεπτομέρειες και τις ιδιαιτερότητές τους.
Είναι παράλογο να νομίζει κανείς ότι η αντικειμενικότητα της έρευνας, η γνώση, ή η βαθύτερη γνωριμία με τα αλληλοσυνδεόμενα θαύματα της φύσης, θα μπορούσε να μειώσει τη χαρά που νιώθει κανείς ανακαλύπτοντάς τα. Αντιθέτως: όσο περισσότερο εντρυφήσει κάποιος σε αυτά, τόσο πιο έντονα και πιο βαθιά θα συγκλονίζεται από τη φύση, αυτή την υπέροχη ζωντανή πραγματικότητα
Ο Lorenz, ο πατέρας της σύγχρονης ηθολογίας (της επιστήμης που μελετά τη συμπεριφορά των ζωντανών οργανισμών, κυρίως των ζώων, στο φυσικό τους περιβάλλον), με λαμπρές φιλοσοφικές και λογοτεχνικές καταβολές, μια τραγική φυσιογνωμία,[8] αλλά πολλαπλώς χαρισματική και στον δοκιμιακό λόγο, βλέπει την ποιητική ελευθερία ως μη αναγκαία, τουλάχιστο σε ό,τι αφορά τη θεματική που αναφέρεται στο μεγαλείο της φύσης, κυρίως το ζωικό και φυτικό βασίλειο. Η αισθητική της απέριττης ομορφιάς, όπως τη δημιουργεί η φύση στην ονειρική πραγματικότητά της, έχει εξυμνηθεί από ποιητές και πεζογράφους σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης. Στις περιγραφές αυτές η ελευθερία της έκφρασης λαμβάνει εντελώς διαφορετικές διαστάσεις καθώς η φύση λειτουργεί μεγαλειωδώς στην απελευθερωμένη αρμονική μορφή της.
Η έννοια ποιητική αδεία νομιμοποιείται ως αυτοτελής μορφή ελευθερίας για καθαρά ιστορικούς λόγους. Στην ουσία ανήκει στην υπερώνυμη εννοια της καλλιτεχνικής ελευθερίας στην οποία εντάσσονται όλες οι δημιουργικές τέχνες, από τη λογοτεχνία, το θέατρο και τον κινηματογράφο ως τη μουσική, τη ζωγραφική, τη γλυπτική και την αρχιτεκτονική.
Η γλωσσική ελευθερία του Καβάφη
Ο Καβάφης, με το αξεπέραστο, διαχρονικής και διατοπικής αξίας ποιητικό του έργο, διεμβόλισε επί της ουσίας την έννοια της «ποιητικότητας», μετατρέποντας ιδιοφυώς το «αντιποιητικό» σε «ποιητικό». Αυτό το μέγιστο επίτευγμα οφείλεται στο ότι ο Αλεξανδρινός μετατόπισε το ενδιαφέρον για την ουσία της ποίησης από το εξωτερικό της περίβλημα (μορφή), στο οποίο ακόμα και σήμερα δίνει συνήθως έμφαση η σχολική λογοτεχνική ανάλυση, στην ουσία των μηνυμάτων (περιεχόμενο), η αποκωδικοποίηση των οποίων απαιτεί φιλοσοφική στοχαστικότητα. Ο Καβάφης, ακριβώς επειδή είναι ειρωνικός ποιητής, όπως έδειξε ο Νάσος Βαγενάς, προχώρησε συνειδητά σε ανατροπές που ξάφνιασαν τους λογοτέχνες της γενιάς του. Το «Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον» και «Ένας γέροντας στην ακροποταμιά» (Ημερολόγιο καταστρώματος, Β΄) του Γιώργου Σεφέρη έχουν μεγάλη νοηματική συγγένεια καθώς και τα δύο αποδομούν την έννοια της ποιητικής γλώσσας. Στο καβαφικό ποίημα (121 συνολικά λέξεων) είναι εμφανής η παντελής απουσία «ποιητικών» λέξεων, ενώ στο σεφερικό υπάρχουν απλά ψήγματα. Σε ένα σύνολο 433 λέξεων μόνο 5 χαρακτηρίζονται «λογοτεχνικές»: αψηλός, λαμπύρισμα, πλουμισμένα δίχτυα, στη στάλα του μεσημεριού, στρατοκόπος.
Ο Καβάφης, για την εποχή που έζησε και για τις αισθητικές αρχές που επικρατούσαν για την ποίηση, επέφερε με το έργο του την πλήρη ανατροπή σε όλα τα επίπεδα. Ο «ποιητής του γήρατος», όπως αυτοαποκαλείται, με πείρα, γνώση και γνώσεις, αποστασιοποιήθηκε πλήρως από τις επικρατούσες ποιητικές τάσεις. Απέφυγε συνειδητά τα μακροσκελή ποιήματα, την πλούσια εικονοποιία, τον έντονο λυρισμό και την υπέρμετρη ρητορεία. Η περιορισμένη σε έκταση ποίησή του, με ασυνήθιστα πυκνή ύφανση, σαν τα πανάκριβα, συλλεκτικής αξίας ανατολίτικα χαλιά, ακολουθεί τεχνικές αφηγηματικού πεζού λόγου και μετασχηματίζεται μέσα από την ειρωνεία σε φιλοσοφημένη ποίηση βάθους. Ο ποιητής αδιαφορεί πλήρως και για τις γλωσσικές συμβάσεις της εποχής του καθώς ξεπερνά το δίπολο καθαρεύουσα-δημοτική, αντλώντας στοιχεία και από τις δυο πηγές της νεοελληνικής γλώσσας. Έδωσε σαφές προβάδισμα στην καθημερινή γλώσσα, αναδεικνύοντας παράλληλα ορισμένα στοιχεία του κωνσταντινουπολίτικου ιδιώματος, φέρνοντας έτσι στην επιφάνεια γλωσσικές μνήμες από την προσωπική του ταυτότητα, ό,τι ακριβώς έκανε ο Σεφέρης με τις σμυρνέικες λέξεις που είναι εγκετεσπαρμένες σε ορισμένα ποιήματά του.
Φύσει ελεύθερο και ανυπότακτο πνεύμα, ο Καβάφης, βιώνοντας την πιο οξεία φάση του γλωσσικού διχασμού, ακολούθησε τον δικό του δρόμο, παίρνοντας ίσες αποστάσεις από τις ακραίες θέσεις τόσο των αρχαϊστών όσο και των δημοτικιστών.
Τη γλώσσα του Καβάφη μελέτησε υποδειγματικά ο καθηγητής Γλωσσολογίας Κωνσταντίνος Μηνάς, οι νεοελληνιστές όμως και οι λογοτέχνες που ασχολήθηκαν ευκαιριακά με το ίδιο θέμα δεν φαίνεται να αξιοποίησαν τα πορίσματα των ερευνών του.[9] Ο Μηνάς σημειώνει (1996:126): «Ο Καβάφης δεν θέλει με κανένα τρόπο να αλλοιώσει τη γλώσσα χάρη του μέτρου, εν ονόματι της λεγόμενης ποιητικής άδειας. Λέει: ‘Αι ποιητικαί άδειαι συνίστανται εις μεταθέσεις ή αποκοπάς λέξεων, εις συνιζήσεις φωνηέντων, εις εκθλίψεις, και εν ή δύο άλλα. Είναι καλόν ο ποιητής να αποφεύγη τας προς την γλώσσαν ελευθερίας, δι’ ευκολιών περί το μέτρον. Τροχαϊκός πους εν μέσω ιάμβων ή αμφίβραχυς εν μέσω αναπαίστων, ακόμη και ελλιπής τις τομή είναι μικρότερα κακά του κατακερματισμού λέξεων ή σκοτεινής συντάξεως’».
Οι ιδιόρρυθμες «καβαφικές συντάξεις» (όπως: σαν τίποτε δεν απομένει, και μερικοί θα μπήκαμε στον Άδη, αντί θα έχουμε μπει (Μηνάς, 1985:80) παρουσιάζουν συνειδητή απόκκλιση από την κοινή νεοελληνική για τη δημιουργία του κατάλληλου ύφους. Διαφορετική είναι η ερμηνεία της εσφαλμένης προστακτικής με αύξηση επέστρεφε, αντί επίστρεφε, από το ομώνυμο ποίημα: Επέστρεφε συχνά και παίρνε με,/αγαπημένη αίσθησις επέστρεφε και παίρνε με. Έχουν δοθεί διάφορες ερμηνείες.[10] Ο Γιώργος Βελουδής σημειώνει:[11] «Ένα υποτιθέμενο γλωσσικό ‘λάθος’, η χρήση του ‘λανθασμένου’ λαϊκού τύπου της προστακτικής επέστρεφε στο ομότιτλο ποιητικό μικρογράφημα του Καβάφη (1904/1909/1912), που προξένησε τόση αμηχανία στους μελετητές του, μπορεί να ερμηνευτεί ως ένα αριστοτεχνικό εκφραστικό μέσο της ποιητικής του: Ο Καβάφης ήξερε, βέβαια, και τον ορθό τύπο της προστακτικής επίστρεφε, επέλεξε όμως, μ’ εξαιρετική ποιητική ευφυΐα, το λαϊκό επέστρεφε, για να εκφράσει, και ‘φωνητικά’, την έννοια της ‘επανάληψης’. Η κεντρική για το συντομότατο αυτό ποίημά του έννοια αυτή εκφράζεται όχι μόνο με πολλούς γλωσσικούς δείκτες (συχνά, πάλι, όταν… όταν), αλλά και με την επανάληψη, και μάλιστα το διπλασιασμό, των τεσσάρων φωνηέντων (ε) του τίτλου στο ‘εσωτερικό’ του ποιήματος: επέστρεφε και παίρνε με».
Ο Καβάφης υπήρξε ο κατ’ εξοχήν «γλωσσολογικός» ποιητής, με πρωτότυπες γλωσσικές μελέτες τις οποίες έχουν εκθειάσει επαγγελματίες γλωσσολόγοι. Επομένως, δεν έγραψε τον αδόκιμο αυτό τύπο από άγνοια. Η αλήθεια είναι ότι στην εποχή του το λάθος αυτό ήταν ευρύτατα διαδεδομένο, όπως είναι και σήμερα.[12] Δεν προσέκρουε ούτε στο δικό του γλωσσικό αισθητήριο και έτσι νομιμοποίησε ένα γραμματικό τύπο για να δείξει έμμεσα, ή έστω υποσυνειδήτως, ότι η έννοια του «σωστού» και του «λάθους» έχει σχετική αξία.