O αυτοδίδακτος χαρτοτέχνης στην αχαρτομάθητη χώρα

O αυτοδίδακτος χαρτοτέχνης στην αχαρτομάθητη χώρα

Το πρό­σφα­το τε­λευ­ταίο και χω­ρίς επι­στρο­φή τα­ξί­δι του Ντί­νου Χρι­στια­νό­που­λου, που όσο ζού­σε τό­σο απο­στρέ­φο­νταν τα τα­ξί­δια και τις απου­σί­ες από μό­νι­μο τό­πο – πέ­τρα που κυ­λά­ει μαλ­λί δεν πιά­νει έλε­γε – έφε­ρε στη μνή­μη μου τον άγνω­στο αυ­το­δί­δα­κτο κα­τα­σκευα­στή χαρ­τών και υδρο­γεί­ων σφαι­ρών Σω­τή­ρη Ζή­ση (1902-1989) που «γνώ­ρι­σα» πριν από εί­κο­σι πέ­ντε χρό­νια και πέ­ντε με­τά τον θά­να­τό του. Ομο­λο­γώ ότι ού­τε ως ήδη ανα­γνω­ρι­σμέ­νο ση­μα­ντι­κό λαϊ­κό ζω­γρά­φο τον γνώ­ρι­ζα, τον κα­λύ­τε­ρο της Μα­κε­δο­νί­ας, όπως λέ­ει ο Χρι­στια­νό­που­λος και οι σχε­τι­κοί έπαι­νοι των Κά­ρο­λου Τσί­ζεκ, Ηλία Πε­τρό­που­λου και νω­ρί­τε­ρα του Βα­σί­λειου Λα­ούρ­δα. Ήταν η ενα­σχό­λη­ση του Ζή­ση με τη ζω­γρα­φι­κή στη Θεσ­σα­λο­νί­κη εκεί­νη που τον έκα­νε ευ­ρύ­τε­ρα γνω­στό, σε μάλ­λον προ­χω­ρη­μέ­νη ηλι­κία, πο­λύ αρ­γό­τε­ρα από την χαρ­το­τε­χνι­κή του δρα­στη­ριό­τη­τα, που επί­σης αγνο­ού­σα μέ­χρι τα μέ­σα της δε­κα­ε­τί­ας του ’90. Το 1994 έφτα­σε στα χέ­ρια μου, από ευ­γε­νι­κή προ­σφο­ρά, ένας έντυ­πος δί­χρω­μος μο­νό­φυλ­λος χάρ­της στα ελ­λη­νι­κά, μι­κρών σχε­τι­κά δια­στά­σε­ων (20Χ38 εκ), εμ­φα­νές προ­ϊ­όν χει­ρο­ποί­η­της αυ­το­δί­δα­κτης χαρ­το­τε­χνί­ας. Απει­κό­νι­ζε μια κα­τά με­σημ­βρι­νό στε­νό­μα­κρη ζώ­νη της ανα­το­λι­κής Ευ­ρώ­πης από τη Βαλ­τι­κή μέ­χρι τον Εύ­ξει­νο Πό­ντο. Ο «Ακρι­βής Χάρ­της Ανα­το­λι­κής Ευ­ρώ­πης», με γρα­φι­κή κλί­μα­κα ένα εκα­το­στό στον χάρ­τη να αντι­στοι­χεί σε πε­ρί­που εβδο­μή­ντα χλμ. στο έδα­φος, κά­λυ­πτε μια πε­ριο­χή από τη φιν­λαν­δο­ρω­σι­κή Κα­ρε­λία, το Ελ­σίν­σκι [έτσι] και το Λέ­νιν­γκραδ μέ­χρι την Κων­στα­ντι­νού­πο­λη, κα­τά Βορ­ρά-Νό­το και από τη Βαρ­σο­βία μέ­χρι τη Μό­σχα και λί­γο πιο πέ­ρα, κα­τά Δύ­ση-Ανα­το­λή. Ο χάρ­της ήταν αχρο­νο­λό­γη­τος αλ­λά με ση­μειω­μέ­να τρία ση­μα­ντι­κά στοι­χεία–αφε­τη­ρί­ες για ιχνη­λά­τη­ση: «Έκ­δο­σις Σωτ. Ζή­σης», «Τύ­ποις Ι. Μα­ρι­νέ­λη – Θες)νί­κη» και «Τι­μά­ται Δραχ 10» (με προ­σθή­κη σε κόκ­κι­νο επι­και­ρο­ποι­η­μέ­νης τι­μής «Dr 30», από σφρα­γι­δά­κι, προ­φα­νώς για πω­λή­σεις αρ­γό­τε­ρες των αρ­χι­κών). Τα τρία αυ­τά στοι­χεία, σε συν­δυα­σμό με το πε­ριε­χό­με­νο του γε­ω­γρα­φι­κού πα­ρά­θυ­ρου του χάρ­τη, θα μπο­ρού­σαν να δώ­σουν την πε­ρί­ο­δο έκ­δο­σης και πε­ρισ­σό­τε­ρα για την ταυ­τό­τη­τα του χαρ­το­τέ­χνη (ή εμπει­ρι­κού χαρ­το­γρά­φου). Η χρο­νο­λό­γη­ση ενός αχρο­νο­λό­γη­του χάρ­τη εί­ναι πά­ντα μια ελ­κυ­στι­κή και με­ρι­κές φο­ρές συ­ναρ­πα­στι­κή δια­δι­κα­σία, αλ­λά πά­ντα επί­πο­νη και απαι­τη­τι­κή συν­δυα­σμού πολ­λών στοι­χεί­ων που προ­σφέ­ρει το χαρ­το­γρα­φι­κό πε­ριε­χό­με­νο. Τέ­τοια εί­ναι τα το­πω­νύ­μα, η επι­λο­γή του συ­γκε­κρι­μέ­νου γε­ω­γρα­φι­κού πα­ρα­θύ­ρου και με­ρι­κά πρό­σθε­τα στοι­χεία που μπο­ρούν να αξιο­ποι­η­θούν. Απαι­τού­νται, γνώ­σεις, πεί­ρα, υπο­μο­νή, έμπνευ­ση, τύ­χη αλ­λά – κά­πο­τε – γνω­ρι­μί­ες και δί­αυ­λοι...
Η γνω­ρι­μία με τον Χρι­στια­νό­που­λο και η επι­κοι­νω­νία μα­ζί του μου έδω­σε τον Σω­τή­ρη Ζή­ση. Τον εί­χε γνω­ρί­σει γύ­ρω στο 1960, ως κλι­σε­τζή και ρε­του­σέρ της εφη­με­ρί­δας Μα­κε­δο­νία, όπου εκεί πή­γαι­νε ο ποι­η­τής τα κλι­σέ της Δια­γω­νί­ου που άρ­χι­ζε τό­τε να βγά­ζει. Ο ίδιος θυ­μά­ται:

Πήγαινα εκεί συχνά [...]. Ο μπαρμπα-Σωτήρης κάθονταν περίπου στο κέντρο της αίθουσας και είχε πάντα στα μάτια του τους δύο τεράστιους επαγγελματικούς φακούς. Πλησίαζε τα εξήντα (είχε γεννηθεί το 1902), και ήταν ξερακιανός, με φάτσα γερασμένου προλετάριου –στο δρόμο κυκλοφορούσε πάντα με εργατική τραγιάσκα. Κατάγονταν από την Κουλακιά (Χαλάστρα), οι προγονοί του ήταν αγιογράφοι [...]. Από το 1959, όπως μου είπε, είχε αρχίσει να ζωγραφίζει. Ενδιαφέρθηκα αμέσως για τις ζωγραφιές του και με έκπληξη είδα ότι ήταν ωραίος λαϊκός ζωγράφος, και μάλιστα ζωγράφος του μακεδονικού αγώνα – μόνο που δεν του άρεζε να τον χαρακτηρίζουν λαϊκό ζωγράφο, γιατί θεωρούσε τον χαρακτηρισμό μειωτικό. Τον ρώτησα γιατί είχε αργήσει τόσο πολύ να καταπιαστεί με τη ζωγραφική, και τι έκανε παλαιότερα, και μου απάντησε ότι πριν πιάσει δουλειά (το 1937) στο τσιγκογραφείο της Μακεδονίας, είχε άλλα μεράκια και ασχολούταν με χάρτες. Επειδή οι χάρτες δεν με ενδιέφεραν, δεν θέλησα να τον ρωτήσω περισσότερα. Όπως μου είπε όμως ο στενός συνεργάτης μου Κάρολος Τσίζεκ, ο Ζήσης είχε καταπιαστεί όχι μόνο με κανονικούς χάρτες αλλά και με υδρόγειες σφαίρες, που τις σχεδίαζε αριστοτεχνικά. Έτσι χάθηκε μια μοναδική ευκαιρία να μάθω περισσότερα γι’ αυτή τγν προπολεμική χαρτογραφική επίδοση του Ζήση, ενώ το ζωγραφικό του έργο, που το αγαπήσαμε και εγώ και ο Τσίζεκ, όπως και πριν από μας ο Βασίλειος Λαούρδας, το προβάλαμε με τόση επιμονή και θέρμη, ώστε σήμερα ο Ζήσης να θεωρείται ως ο καλύτερος λαϊκός ζωγράφος της Μακεδονίας [...].

Έργο του Σωτήρη Ζήση
Έργο του Σωτήρη Ζήση

Όμως ο Χρι­στια­νό­που­λος μου έδω­σε και το τυ­πο­γρα­φείο. Άλ­λω­στε ποιός κα­ταλ­λη­λό­τε­ρος από αυ­τόν στο ιστο­ρι­κό σκα­νά­ρι­σμα των τυ­πο­γρα­φεί­ων της Θεσ­σα­λο­νί­κης και της Μα­κε­δο­νί­ας; Συ­νε­χί­ζο­ντας τις ανα­μνή­σεις του λέ­ει:

Όσο για το τυπογραφείο του Μαρινέλη, το συναντούμε στη Θεσσαλονίκη, κατά τη δεκαετία του 1930, πρώτα ως τυπογραφείο Παπαδοπούλου-Μαρινέλη και αργότερα ως τυπογραφείο Μαρινέλη. Στο τυπογραφείο αυτό πρωτοδούλεψε ο Σωτήρης Ζήσης όταν εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1934 [...].

Όμως, και επει­δή η ει­κό­να που εί­χε ο Χρι­στια­νό­που­λος για τον «μπαρ­μπα-Σω­τή­ρη» με τα με­ρά­κια του για τους χάρ­τες δεν του ήταν και πο­λύ σί­γου­ρη, έσπευ­σε να προ­τεί­νει

«... ότι θα άξιζε πραγματικά μια επίσκεψη στο σπίτι του Ζήση, στον συνοικισμό Σαράντα Εκκλησιών, όπου ζει η κόρη του και μοναδική κληρονόμος του. Ίσως αυτή θα ξέρει πολλά για τον αγαπημένο της πατέρα και θα μπορούσε να τα πει [...]. Δεν αποκλείεται, μάλιστα, ως η μοναδική κληρονόμος του, να έχει κρατημένους και τους ίδιους τους χάρτες». (Πάντως εγώ δεν θυμάμαι να τους είδα στις δύο επισκέψεις που έκανα στο σπίτι του περί το 1981)».

.

Οι επι­σκέ­ψεις στο σπί­τι του και οι ανα­μνή­σεις που ακού­σα­με εκεί στις αρ­χές του 2000 για τη ζωή του Σω­τή­ρη Ζή­ση και τις χαρ­το­τε­χνι­κές του δρα­στη­ριό­τη­τες πλού­τι­σαν τις γνώ­σεις μας γι’ αυ­τόν και συ­μπλή­ρω­σαν την ει­κό­να του, ως πρω­το­πό­ρου σε άγνω­στες ση­μα­ντι­κές πτυ­χές της χαρ­το­γρα­φι­κής ιστο­ρί­ας της χώ­ρας, όπως ήταν η εκ­πλη­κτι­κή επαγ­γελ­μα­τι­κή πα­ρα­γω­γή υδρο­γεί­ων σφαι­ρών, για σχο­λι­κή χρή­ση, που έκα­νε ο Ζή­σης τη δε­κα­ε­τία του ’50 με τις κό­ρες του, πριν ασχο­λη­θεί με τη ζω­γρα­φι­κή. Από αυ­τές μά­θα­με ότι ο παπ­πούς τους, πα­τέ­ρας του Σω­τή­ρη, ήταν μα­κε­δο­νο­μά­χος που φύ­λα­γε ως πο­λύ­τι­μο κει­μή­λιο επι­στο­λή που του εί­χε στεί­λει, προς ανα­γνώ­ρι­ση της προ­σφο­ράς του, ο υπο­λο­χα­γός πυ­ρο­βο­λι­κού Αλέ­ξαν­δρος Μα­ζα­ρά­κης-Αι­νιάν (γνω­στός αν­θυ­πο­λο­χα­γός στη Χαρ­το­γρα­φι­κή Υπη­ρε­σία Στρα­τού πριν φύ­γει για τη Μα­κε­δο­νία). Με­τά τους Βαλ­κα­νι­κούς Πο­λέ­μους ο Ζή­σης τε­λεί­ω­σε το δη­μο­τι­κό σχο­λείο στη Χα­λά­στρα και με εφό­διο την κα­λή του ορ­θο­γρα­φία και καλ­λι­γρα­φία έμα­θε την τε­χνι­κή και τέ­χνη της τσι­γκο­γρα­φί­ας κο­ντά σε θείο του, που δού­λευε τυ­πο­γρά­φος στη Θεσ­σα­λο­νί­κη. Η κό­ρη του θυ­μό­ταν ότι «ήταν και άν­θρω­πος ευ­χά­ρι­στος, δη­λα­δή το έλε­γε το κα­λα­μπού­ρι του όπου πή­γαι­νε. Τον αγα­πού­σαν πο­λύ οι συ­νά­δελ­φοι του».
Η πρώ­τη του δου­λειά ήταν στο τυ­πο­γρα­φείο Ερ­μής, πριν επι­στρα­τευ­τεί στα 17 του για την Μι­κρά Ασία, που υπη­ρέ­τη­σε μέ­χρι την Κα­τα­στρο­φή, έχο­ντας πά­ντα μα­ζί στον γυ­λιό του την επι­στο­λή-κει­μή­λιο προς τον μα­κε­δο­νο­μά­χο πα­τέ­ρα του, του συ­νταγ­μα­τάρ­χη πλέ­ον Μα­ζα­ρά­κη-Αι­νιάν διοι­κη­τή της Με­ραρ­χί­ας Σμύρ­νης το 1919. Ο έφη­βος Σω­τή­ρης εί­χε ντρα­πεί να δεί­ξει την επι­στο­λή στον Μα­ζα­ρά­κη όταν τον συ­νά­ντη­σε, έχα­σε τον γυ­λιό του στην υπο­χώ­ρη­ση και γύ­ρι­σε με τα πό­δια στη Θεσ­σα­λο­νί­κη σχε­δόν στα 22 του. Πε­ρι­πλα­νή­θη­κε σε τυ­πο­γρα­φεία της Αλε­ξαν­δρού­πο­λης, των Σερ­ρών (για λί­γο και στην Αθή­να) μέ­χρι να αρ­χί­σει να ερ­γά­ζε­ται το 1937 στην εφη­με­ρί­δα Μα­κε­δο­νία της Θεσ­σα­λο­νί­κης και μά­λι­στα συ­νε­ται­ρι­στι­κά στο τσι­γκο­γρα­φείο, συ­ντα­ξιο­δο­τού­με­νος το 1966.
Το 1937 ο τρια­ντα­πε­ντά­ρης Ζή­σης ήταν πλέ­ον σε ηλι­κία που έπρε­πε να δει το μέλ­λον του ως οι­κο­γέ­νεια. Οι συν­θή­κες δύ­σκο­λες. Δεν εί­χε εφό­δια σπου­δών με­τά το δη­μο­τι­κό, η επο­χή ήταν οι­κο­νο­μι­κά και κοι­νω­νι­κά στε­νό­χω­ρη, οι ανά­γκες άρ­χι­σαν να πιέ­ζουν. Αν και ήταν ση­μα­ντι­κές (για την επο­χή) οι επι­δό­σεις του στην ορ­θο­γρα­φία και καλ­λι­γρα­φία όπως και η εμπει­ρία, η δε­ξιό­τη­τα και το τα­λέ­ντο του στην τε­χνι­κή και τέ­χνη της τσι­γκο­γρα­φί­ας, δεν ήταν αρ­κε­τά για την βελ­τί­ω­ση των οι­κο­νο­μι­κών του σε μια επο­χή τό­σο δύ­σκο­λη όχι μό­νο για την Ελ­λά­δα. Τό­τε άρ­χι­σαν να ανα­δύ­ο­νται κά­ποιες ιδιαί­τε­ρες ποιό­τη­τες που τον ανα­δει­κνύ­ουν σή­με­ρα σε πρό­σω­πο άξιο γνω­ρι­μί­ας και προ­σο­χής. Η δύ­να­μη της γνω­στι­κής αυ­το­βελ­τί­ω­σης, μα­ζί με την ευ­φυ­ΐα, την επι­νοη­τι­κό­τη­τα, την επι­μο­νή και υπο­μο­νή κα­θώς και μια ιδιο­φυή αντί­λη­ψη ενός ελ­λείμ­μα­τος χαρ­το­μά­θειας στη χώ­ρα, οδή­γη­σαν τον Σω­τή­ρη Ζή­ση σε μια και­νο­τό­μο ιδέα που η πραγ­μα­το­ποί­η­σή της θα μπο­ρού­σε να του απο­φέ­ρει επι­πλέ­ον πό­ρους για τα προς το ζην. Και ασφα­λώς στη δια­μόρ­φω­ση της ιδέ­ας πρό­σθε­ταν και τα με­ρά­κια του, που λέ­ει ο Χρι­στια­νό­που­λος, ίσως και η εσω­τε­ρι­κή ποιό­τη­τα ιδιαί­τε­ρων αν­θρώ­πων (συ­νή­θως απο­φέ­ρει στην αρ­γό­τε­ρη πο­ρεία του βί­ου) όπως εκεί­νη που εί­χε κά­νει τον έφη­βο στρα­τιώ­τη στην Μι­κρά Ασία «να ντρα­πεί» να δεί­ξει στον επι­κε­φα­λής συ­νταγ­μα­τάρ­χη του την επι­στο­λή-κει­μή­λιο που εί­χε στον γυ­λιό του... Όλα αυ­τά φαί­νε­ται να οδή­γη­σαν τον Σω­τή­ρη Ζή­ση «να δει», λί­γο πριν ξε­σπά­σει ο Πό­λε­μος του 1940, ότι θα μπο­ρού­σε να αυ­ξή­σει τους πό­ρους της ζω­ής του κά­νο­ντας κά­τι απί­στευ­το για την επο­χή: να κα­τα­σκευά­σει πρώ­τος αυ­τός στην Ελ­λά­δα υδρό­γειες σφαί­ρες! Εί­χε ακού­σει ότι δεν υπήρ­χαν ελ­λη­νι­κής κα­τα­σκευ­ής υδρό­γειες σφαί­ρες για τις σχο­λι­κές ανά­γκες. Όσες κυ­κλο­φο­ρού­σαν μέ­χρι τό­τε στη χώ­ρα έρ­χο­νταν από το εξω­τε­ρι­κό με ξέ­νη γρα­φή των το­πω­νυ­μί­ων και επο­μέ­νως με πε­ριο­ρι­σμέ­νη κυ­κλο­φο­ρία. Η ιδέα του ήταν να φτιά­ξει αυ­τός τις πρώ­τες υδρό­γειες σφαί­ρες στα ελ­λη­νι­κά και να προ­μη­θεύ­σει τα σχο­λεία μέ­σω βι­βλιο­πω­λεί­ων. Δεν ήταν εύ­κο­λο για­τί δεν ήξε­ρε πώς γί­νο­νται οι σφαί­ρες, πώς γί­νο­νται οι ατρα­κτοει­δείς χάρ­τες που κα­λύ­πτουν τις σφαι­ρι­κές επι­φά­νειες (βλ. Χάρ­της, 17) και πολ­λά άλ­λα τε­χνι­κά που έπρε­πε να σκε­φτεί, όπως τα κα­λού­πια για την κα­τα­σκευή των σφαι­ρών. Διά­βα­σε εγκυ­κλο­παί­δειες, το πρό­σφα­το «Σύ­μπαν» του Ανα­στα­σιά­δη (1936), επι­σκέ­φτη­κε μη­χα­νουρ­γεία και έδι­νε κα­τα­σκευα­στι­κές οδη­γί­ες, αρ­χι­κά για μι­κρού με­γέ­θους υδρο­γεί­ους. Έτσι άρ­χι­σε το 1939 την κα­τα­σκευή των πρώ­των ελ­λη­νι­κών υδρο­γεί­ων σφαι­ρών στη Θεσ­σα­λο­νί­κη. Έφτια­ξε με­ρι­κές, αλ­λά του έμει­ναν στο σπί­τι αφού σε λί­γο άρ­χι­σε ο Πό­λε­μος του ’40. Η τε­χνο­γνω­σία εί­χε όμως απο­κτη­θεί για να ξα­ναρ­χί­σει η οι­κια­κή πα­ρα­γω­γή των ελ­λη­νι­κών υδρο­γεί­ων σφαι­ρών με­τά την Απε­λευ­θέ­ρω­ση και η εμπο­ρι­κή διά­θε­σή τους από βι­βλιο­πω­λεία, με κο­ρύ­φω­ση της έντο­νης επι­τη­δευ­μα­τι­κής δρα­στη­ριό­τη­τας του «Χαρ­το­τε­χνι­κού Ερ­γα­στη­ρί­ου» στο σπί­τι του Ζή­ση στις Σα­ρά­ντα Εκ­κλη­σιές, από τις αρ­χές της δε­κα­ε­τί­ας του ’50 και με­τά.

O αυτοδίδακτος χαρτοτέχνης στην αχαρτομάθητη χώρα

Η ενα­σχό­λη­σή του με τους χάρ­τες αρ­χί­ζει αμέ­σως με­τά την έναρ­ξη του Πο­λέ­μου του ’40, όταν ακού­γο­νται τα το­πω­νύ­μια των θε­ά­τρων του νι­κη­φό­ρου πο­λέ­μου, η Κο­ρυ­τσά, το Αρ­γυ­ρό­κα­στρο και άλ­λα. Ο κό­σμος ζη­τού­σε «να δει» πού βρί­σκο­νται οι τό­ποι αυ­τοί και ο Ζή­σης έφτια­ξε για την εφη­με­ρί­δα Μα­κε­δο­νία έναν ολο­σέ­λι­δο χάρ­τη της Αλ­βα­νί­ας, ο οποί­ος ανέ­βα­σε πο­λύ την κυ­κλο­φο­ρία της όταν δη­μο­σιεύ­τη­κε. Χρη­σι­μο­ποιού­σε ως πρό­τυ­πο ξέ­νους χάρ­τες τους οποί­ους με­τα­γλώ­τι­ζε, επέ­λε­γε το γε­ω­γρα­φι­κό πα­ρά­θυ­ρο που τον εν­διέ­φε­ρε και τον επε­ξερ­γα­ζό­ταν, όπως έκα­νε και με την ιδιαί­τε­ρη πε­ρί­πτω­ση του αχρο­νο­λό­γη­του χάρ­τη της αρ­χής του ση­μειώ­μα­τος. Εκεί­νον με το «πε­ρί­ερ­γο» γε­ω­γρα­φι­κό πα­ρά­θυ­ρο και τον ασυ­νή­θι­στο τί­τλο «Ακρι­βής Χάρ­της Ανα­το­λι­κής Ευ­ρώ­πης» με τον οποίο άρ­χι­σε η γνω­ρι­μία μου με τον σπου­δαίο Σω­τή­ρη Ζή­ση ως χαρ­το­τέ­χνη, πο­λύ πριν ασχο­λη­θεί με την ζω­γρα­φι­κή του, για την οποία έγι­νε γνω­στός. Η χρο­νο­λό­γη­ση του χάρ­τη αυ­τού προσ­διο­ρί­ζε­ται από την ιδιαι­τε­ρό­τη­τα του πε­ριε­χο­μέ­νου του, που εί­ναι φα­νε­ρό ότι «κά­τι ήθε­λε να δεί­ξει», εστιά­ζο­ντας στο συ­γκε­κρι­μέ­νο γε­ω­γρα­φι­κό πα­ρά­θυ­ρο. Οι Γερ­μα­νοί εί­χαν ήδη κα­τα­λά­βει τη Θεσ­σα­λο­νί­κη στις 6 Απρι­λί­ου του 1941, απα­γό­ρευ­σαν την κυ­κλο­φο­ρία των εφη­με­ρί­δων και κα­τά­σχε­σαν τα μη­χα­νή­μα­τα της Μα­κε­δο­νί­ας, ανά­με­σά τους και το τσι­γκο­γρα­φείο που εί­χε εκεί συ­νε­ται­ρι­στι­κά ο Ζή­σης. Ο ίδιος, που (κα­τά την αφή­γη­ση της κό­ρης του) «...δεν τους χώ­νευε τους Γερ­μα­νούς και να δου­λέ­ψει για τους Γερ­μα­νούς δεν ήθε­λε...» έμει­νε άνερ­γος. Έχο­ντας νω­πή στο μυα­λό του την επι­τυ­χία του φύλ­λου της Μα­κε­δο­νί­ας που εί­χε τον χάρ­τη της Αλ­βα­νί­ας άρ­χι­σε να φτιά­χνει τον χάρ­τη της Ανα­το­λι­κής Ευ­ρώ­πης. Πό­τε όμως; Και εκτός της βιο­πο­ρι­στι­κής του ανά­γκης, μή­πως ενυ­πήρ­χε στον χάρ­τη αυ­τόν κά­ποια εκ μέ­ρους του «οπτι­κή ρη­το­ρι­κή»; Ήταν αυ­τή εμ­φα­νής ή αφα­νής; Για το «πό­τε» και το «για­τί» η αφή­γη­ση της κό­ρης του δί­νει κά­ποιες απα­ντή­σεις. Το­πο­θε­τεί την έκ­δο­ση του χάρ­τη το 1942 και απο­δί­δει την κα­τα­σκευή του στην κα­τάλ­λη­λη ιστο­ρι­κή συ­γκυ­ρία. Ο κό­σμος πα­ρα­κο­λου­θού­σε την εξέ­λι­ξη του πο­λέ­μου τα­ραγ­μέ­νος από τη με­γά­λη ανα­τρο­πή που έφερ­νε η γερ­μα­νι­κή επί­θε­ση στο Ανα­το­λι­κό Μέ­τω­πο: «δί­ψα­γε ο κό­σμος, άκου­γε Λον­δί­νο. Τό­τε, σκέ­φτη­κε να κά­νει κι ένα χάρ­τη της Ρω­σί­ας, για να βγά­λει και κα­μιά δε­κά­ρα δη­λα­δή εδώ που τα λέ­με. Κι έκα­νε αυ­τό τον χάρ­τη...» Από την ιστο­ρία γνω­ρί­ζου­με ότι το Μέ­τω­πο αυ­τό, το γε­ω­γρα­φι­κά με­γα­λύ­τε­ρο του Β΄ΠΠ, δι­ήρ­κη­σε από τον Ιού­νιο 1941 μέ­χρι τον Ια­νουά­ριο 1942. Αυ­τός ακρι­βώς ο γε­ω­γρα­φι­κός χώ­ρος απει­κο­νί­ζε­ται στον χάρ­τη του Ζή­ση, που φαί­νε­ται να έτυ­χε κα­λής κυ­κλο­φο­ρί­ας, αν κρί­νου­με από τις δύο τι­μές πώ­λη­σής του, που ση­μειώ­νο­νται στον χάρ­τη. Οι τι­μές αυ­τές, και η δια­φο­ρά τους, με δε­δο­μέ­νο το επί­πε­δο κό­στους βα­σι­κής δια­τρο­φής (π.χ. το ψω­μί) τον Απρί­λιο του 1941 και τον πλη­θω­ρι­σμό τον Ια­νουά­ριο του 1942 (αύ­ξη­ση περ. 20 φο­ρές) δεί­χνουν ότι ο χάρ­της θα πρέ­πει να εκ­δό­θη­κε με­τα­ξύ του τέ­λους του κα­λο­και­ριού του 1941 και πριν την έναρ­ξη της Μά­χης της Μό­σχας που άρ­χι­σε τον Οκτώ­βριο του 1941 (μέ­χρι τον Ια­νουά­ριο 1942). Το γε­ω­γρα­φι­κό πα­ρά­θυ­ρο του χάρ­τη απει­κο­νί­ζει αυ­τόν ακρι­βώς το χώ­ρο, αφή­νο­ντας εκτός το Στά­λιν­γκραντ και τον ανα­το­λι­κό­τε­ρο χώ­ρο της γερ­μα­νι­κής επί­θε­σης εκεί, στις αρ­χές Μα­ΐ­ου 1942. Όλα τα το­πω­νύ­μια του Ανα­το­λι­κού Με­τώ­που ήταν εκεί, στα ελ­λη­νι­κά, με την έμ­φα­ση να δί­νε­ται στο σι­δη­ρο­δρο­μι­κό δί­κτυο, πρω­τεύ­ον και δευ­τε­ρεύ­ον. Ο χάρ­της αυ­τός ήταν μια σιω­πη­λή προ­βο­λή της γε­ω­γρα­φί­ας του με­γα­λύ­τε­ρου πο­λε­μι­κού θε­ά­τρου του Β΄ΠΠ και ίσως, σε συν­δυα­σμό με τα ακού­σμα­τα από τα ερ­τζια­νά του Λον­δί­νου, μια εξί­σου σιω­πη­λή απά­ντη­ση στη γε­ω­γρα­φι­κή πο­λε­μι­κή προ­πα­γάν­δα της φι­λο­να­ζι­στι­κής εφη­με­ρί­δας της Θεσ­σα­λο­νί­κης Νέα Ευ­ρώ­πη/Das Neue Europa.

O αυτοδίδακτος χαρτοτέχνης στην αχαρτομάθητη χώρα

Με­τά την Απε­λευ­θέ­ρω­ση και την επα­νέκ­δο­ση της Μα­κε­δο­νί­ας, ο Ζή­σης επα­νήλ­θε στο τσι­γκο­γρα­φείο της εφη­με­ρί­δας και στα χαρ­το­τε­χνι­κά του με­ρά­κια με έμ­φα­ση στην σφαι­ρο­ποι­ία, της οποί­ας ήταν ο άγνω­στος πρω­το­πό­ρος στην Ελ­λά­δα. Στις αρ­χές του ’50 τον βρί­σκου­με ήδη να ασκεί επι­τη­δευ­μα­τι­κή δρα­στη­ριό­τη­τα με «Χαρ­το­τε­χνι­κό Ερ­γα­στή­ριο» στο σπί­τι του στις Σα­ρά­ντα Εκ­κλη­σιές, με τις πρέ­σες και τα ερ­γα­λεία που επι­νό­η­σε για την κα­τα­σκευή και την ση­μα­ντι­κά προ­σο­δο­φό­ρο πα­ρα­γω­γή των υδρο­γεί­ων σφαι­ρών του, σε τρία με­γέ­θη, με μό­νους βοη­θούς τις κό­ρες του. Πε­ρί τις 2.000 υδρό­γειες σφαί­ρες του μπαρ­μπα-Σω­τή­ρη –με τη φίρ­μα των εκ­δο­τι­κών οί­κων και βι­βλιο­πω­λεί­ων που τις που­λού­σαν– κυ­κλο­φό­ρη­σαν σε όλη την Ελ­λά­δα του ’50 και πολ­λοί μα­θη­τές και δά­σκα­λοι τις έβλε­παν τό­τε στις τά­ξεις τους στα σχο­λεία της χώ­ρας. Ο Ζή­σης όμως προ­χώ­ρη­σε και πα­ρα­πέ­ρα. Με τη δύ­να­μη της δι­κιάς του πρώ­τα μορ­φω­τι­κής αυ­το­βελ­τί­ω­σης και τις προ­ω­θη­μέ­νες πλέ­ον δε­ξιό­τη­τη­τες που διέ­θε­τε, μα­ζί με την ευ­φυία, τα τα­λέ­ντα και τα με­ρά­κια του, τον οδή­γη­σαν να επι­νο­ή­σει και κα­τα­σκευά­σει, με γρα­νά­ζια και αλυσ­σί­δα πο­δη­λά­του, χει­ρο­κί­νη­το ιδιο­φυ­ές «Επο­πτι­κόν όρ­γα­νον δι­δα­σκα­λί­ας των κι­νή­σε­ων της γης και σε­λή­νης προς αλ­λή­λας και εν σχέ­σει προς τον ήλιον», όπως γρά­φει το σχε­τι­κό κρα­τι­κό δί­πλω­μα ευ­ρε­σι­τε­χνί­ας. Δυ­στυ­χώς το σύ­στη­μα αυ­τό δεν εί­χε την επι­τυ­χία και προ­σο­δο­φό­ρο τύ­χη των υδρο­γεί­ων σφαι­ρών, ίσως λό­γω κό­στους, αλ­λά και πι­θα­νόν λό­γω του ...απο­λυ­τη­ρί­ου δη­μο­τι­κού που μό­νο αυ­τό διέ­θε­τε ο Ζή­σης σε μια πό­λη με ισχυ­ρό πα­νε­πι­στή­μιο.

Τα χρό­νια περ­νού­σαν, το επί­πε­δο χαρ­το­μά­θειας στη χώ­ρα δεν σή­κω­νε πλέ­ον ού­τε καν τα με­ρά­κια του Σω­τή­ρη Ζή­ση και αυ­τός άρ­χι­σε να ζω­γρα­φί­ζει, από τις αρ­χές της δε­κα­ε­τί­ας του ’60, ενώ συ­νέ­χι­ζε να ερ­γά­ζε­ται στη Μα­κε­δο­νία για την οποία έφτια­χνε οδι­κούς χάρ­τες και χαρ­το­δια­γράμ­μα­τα για τη Διε­θνή Έκ­θε­ση, όπως το ωραίο σχε­δόν pop-art της 28ης ΔΕΘ του τα­ραγ­μέ­νου 1963.

O αυτοδίδακτος χαρτοτέχνης στην αχαρτομάθητη χώρα

————————————
(Περισσότερα για τα χαρτογραφικά μεράκια του Σωτήρη Ζήση, με το πλήρες σημείωμα του Ντίνου Χριστιανόπουλου, στο: Ε. Λιβιεράτος (Επιμ.): Ένας αυτοδίδακτος χαρτογράφος. Σωτήρης Ζήσης 1902-1989. Θεσσαλονίκη (2004), σελ. 117, ΕΚΕΧΧΑΚ, ISBN 960-7999-15-0).

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: