Μητροπολίτου Ιωσήφ γωνία με Τσιμισκή περνάω μασουλώντας ένα πιροσκί.
Κι απ’ την υπόγεια γκαλερί βγαίνει ο Λαχάς –η ώρα λέω θα’ ταν περί λύχνων αφάς– και τον κοιτώ μία προφίλ και λίγο ανφάς.
Φοράει πλεχτή γραβάτα και κοστούμι βελουτέ. Γένια λευκά και το καπέλο του πομπέ.
Τα δάχτυλά του κίτρινα απ’ το πολύ Ματσάγγος. Μέσ’ στην ψυχή του χάσκει ο Ζάλογγος.
Στα μάτια έχει άγριο θάμβος. Κρατάει υπό μάλης ζωγραφιά του Παραλή
πλαστή, που έχει αντιγράψει μια τρελή. Στο αυτί του περασμένο ένα μολυβάκι,
να γράψει αν του ‘ρθεί κάνα στιχάκι. Το μυαλό του πάει στη μάνα του, στο Κάτω Θεοδωράκι.
Μοιάζει με έναν παλιό ζωγράφο ιμπρεσιονιστή που ήρθε απ’ το Κιλκίς λαθραία στην Τσιμισκή.
Κάθεται σ’ ένα τραπεζάκι στο Ντε Φάκτο. Παραγγέλνει ουίσκι. Σχεδιάζει στο πακέτο των τσιγάρων έναν κάκτο
αγκαθωτό, και γύρω την καρδιά του: μια καιόμενη βάτο.