Πολλοί, ίσως οι περισσότεροι, γνωρίζουν το όνομα του Ηρόστρατου. Και από αυτή την άποψη ο Ηρόστρατος πέτυχε το σκοπό του. Ο «δοξομανής», όπως συχνά αναφέρεται, έκαψε το Ναό της Αρτέμιδος στην Έφεσο, ένα από τα επτά θαύματα του κόσμου, ώστε να μείνει στην Ιστορία. Και πράγματι το όνομά του καταγράφηκε και συνδέθηκε με το αρνητικό και την καταστροφή, έγινε ο ήρωάς τους. Ίσως για να επιβεβαιώσει ότι κάθε δημιουργία είναι άρρηκτα δεμένη με κάποιου τύπου καταστροφή. Όχι βέβαια με τον τρόπο του Ηρόστρατου. Άλλωστε εκείνος έστησε απλώς το όνομά του στις στάχτες του ναού της Αρτέμιδος όπως ένας κοινός δολοφόνος. Κι αυτό ήταν όλο. Δεν ύψωσε άλλον ναό στη θέση του. Θα μπορούσε μάλιστα εύλογα να ισχυριστεί κανείς πως θέλησε να υψώσει αυτό το όνομα, το όνομά του, στην εκθετική δύναμη του θαύματος για να χρησιμοποιείται μετωνυμικά το όνομα «Ηρόστρατος» στη θέση του ονόματος «ναός της Αρτέμιδος». Πράγμα το οποίο σε μεγάλο βαθμό πέτυχε. Από τις φλόγες του ναού ο καπνός σχημάτισε στον ουρανό της δόξας το όνομά του. Ίσα-ίσα για να δείξει το μέγεθος της φιλοδοξίας του «δοξομανούς», ο οποίος δεν ορρωδεί έναντι ουδενός· αλλά κυρίως για να επικυρώσει πως η καταστροφή είναι κάποτε πιο δυνατή από τη δημιουργία, είναι αρκετή για να υψώσει ένα όνομα στην κορυφή. Η περίπτωσή του δεν είναι παρά μια άλλη, πιο ανώδυνη, όψη ιστορικών γεγονότων που αιματοκύλισαν τον κόσμο εγγράφοντας έτσι αντίστοιχα ονόματα στη σκοτεινή πλευρά της Ιστορίας με στάχτη και με αίμα. Αυτό για να δοξαστεί εξίσου το μίσος και η ισχύς της καταστροφής ως ένα ανθρώπινο κινούν που οδηγεί τα πνεύματα και συμπαρασύρει πολλούς στη θολότητα και στη μανία του.
Για να μείνουμε όμως στο παράδειγμα του Ηρόστρατου, όπου η δύναμη της καταστροφής στοχεύει τον πολιτισμό, δεν λείπουν οι απόγονοί του, εκείνοι που παρέλαβαν τη σκυτάλη του μίσους για να καταστρέψουν ή να επιχειρήσουν να καταστρέψουν μια πόλη, ένα έργο, έναν δημιουργό. Εκείνοι που θέλησαν να λειτουργήσουν με σεισμική δύναμη εναντίον της αρχιτεκτονικής, με κατεδαφιστική μανία εναντίον της λογοτεχνίας, της γλυπτικής και της ζωγραφικής στο όνομα της θρησκείας, της ιδεολογίας, της ανάγκης, της προόδου ακόμη. Είναι όσοι χρειάζονται ένα άλλοθι για να επιδοθούν στο θεάρεστο έργο της καταστροφής και να ανεγείρουν το όνομά τους στη θέση του κατεστραμμένου, αυτού που απλώς λειτουργεί ως πρόσχημα και ως προκάλυμμα για να γκρεμίσουν. Στην ουσία δεν έχουν να προτείνουν τίποτε εκτός από την προβολή του μίσους, της κοντόθωρης λογικής του και του ψυχικού βασάνου τους. Γιατί μάλλον για ψυχικό βάσανο πρόκειται, που το πληρώνουν έργα άλλων, όσα μέσα στα χρόνια λαμβάνουν μνημειακή διάσταση και είναι περίβλεπτα.