Η ανατομία του σώματος στον κινηματογράφο του Kρόνενμπεργκ

Η ανατομία του σώματος στον κινηματογράφο του Kρόνενμπεργκ

Στο σκο­τά­δι της αί­θου­σας βρι­σκό­μα­στε θε­α­τές σε μια δυ­σά­ρε­στη με­τα­μόρ­φω­ση. Ο φα­κός του φω­το­γρά­φου αιχ­μα­λω­τί­ζει αδί­στα­κτα το σώ­μα του ευ­φυ­έ­στα­του επι­στή­μο­να Seth Brundle (Jeff Goldblum) να πα­ρακ­μά­ζει, να απο­συ­ντί­θε­ται. Οι υπεύ­θυ­νοι των ει­δι­κών εφέ φρο­ντί­ζουν, ώστε η εν λό­γω απο­κλί­νου­σα μορ­φή του σώ­μα­τος να απο­δο­θεί με κά­θε τρο­μα­κτι­κή λε­πτο­μέ­ρεια. Η προ­σέγ­γι­ση αυ­τή, του­λά­χι­στον στη μορ­φο­λο­γι­κή-αι­σθη­τι­κή υπό­στα­ση του φιλμ, μάς ωθεί σε μια σχε­δόν υλι­στι­κή αντί­λη­ψη του κό­σμου. Γνω­ρί­ζου­με εκ των προ­τέ­ρων πως ο Seth με­τα­μορ­φώ­νε­ται, ω της φρί­κης, σε μύ­γα. Ναι, μύ­γα! Κρα­τή­στε για λί­γο αυ­τήν την εξω­φρε­νι­κή σκέ­ψη.
Ο παν­δα­μά­το­ρας δεν ευ­θύ­νε­ται για τη δια­δι­κα­σία ή την έκ­βα­ση της με­τα­μόρ­φω­σης. Εδώ το σώ­μα απει­λεί­ται ή πο­λιορ­κεί­ται όχι από τον χρό­νο μα από λο­γής αό­ρα­τους εχθρούς και φθο­ρο­ποιά κα­κά: ιούς κι ασθέ­νειες, επι­στη­μο­νι­κές αβλε­ψί­ες και φρι­κια­στι­κά πει­ρά­μα­τα, υπερ­φυ­σι­κές δυ­νά­μεις, κα­τά­ρες κ.ά. Το σώ­μα λοι­πόν, με­γά­λος πρω­τα­γω­νι­στής της ει­δε­χθούς (ανα)πα­ρά­στα­σης, στα­δια­κά οδεύ­ει προς αφα­νι­σμό. Εί­ναι θά­να­τος φρι­κτός, βα­σα­νι­στι­κός. Για θε­α­τές με ατσά­λι­να νεύ­ρα.
Ονο­μά­ζε­ται τρό­μος του σώ­μα­τος ή body horror, ήτοι υπο­κα­τη­γο­ρία ται­νιών τρό­μου που με­λε­τά την πα­ρακ­μή κα­θαυ­τή της φυ­σι­κής ύπαρ­ξης. Σα­φώς κι εδώ ανα­φε­ρό­μα­στε σε κι­νη­μα­το­γρα­φι­κή υπο­κουλ­τού­ρα. Άλ­λω­στε το body horror ανέ­κα­θεν κι­νού­νταν ενά­ντια στη ροή του κυ­ριάρ­χου ρεύ­μα­τος της τέ­χνης, απορ­ρί­πτο­ντας τις χο­λι­γου­ντια­νές κοι­νο­το­πί­ες.
Στο body horror πρω­τεύ­ο­ντα ρό­λο δια­δρα­μα­τί­ζει η όσο το δυ­να­τόν πιο ρε­α­λι­στι­κή απει­κό­νι­ση της φθί­σης του σώ­μα­τος. Φλύ­κται­νες κι εκτρω­μα­τι­κά εξο­γκώ­μα­τα. Τε­ρα­το­μορ­φία, με­τάλ­λα­ξη, απο­σάρ­θρω­ση. Σάρ­κα μα­γα­ρι­σμέ­νη, αγνώ­ρι­στη.
Τί­θε­ται ωστό­σο υπό συ­ζή­τη­ση τό­σο η ιδε­ο­λο­γι­κή-συ­ναι­σθη­μα­τι­κή αξία του εί­δους, όσο και η ευ­ρύ­τε­ρη κοι­νω­νι­κή του επί­δρα­ση.
Χυ­δαία χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται κα­τά πολ­λούς η φιλ­μι­κή γλώσ­σα που επι­χει­ρεί να βε­βη­λώ­σει τη σω­μα­τι­κή ύπαρ­ξη με τρό­πο έκ­κε­ντρο. Να δια­τα­ρά­ξει, δη­λα­δή, την κα­νο­νι­κό­τη­τά της, όπου κα­νο­νι­κό­τη­τα εί­ναι η εξω­ραϊ­σμέ­νη μέ­σα από το φα­κό μορ­φή της: ευ­πρέ­πεια, αι­σθη­τι­κή αρ­μο­νία. Μά­λι­στα βρί­σκε­ται τό­σο μα­κριά από αυ­τά τα γνω­ρί­σμα­τα η ανα­πα­ρα­στα­τι­κή δύ­να­μη του εί­δους, που θα μπο­ρού­σε κάλ­λι­στα να χα­ρα­κτη­ρι­στεί κι­νη­μα­το­γρά­φος του μί­σους, κο­ντι­νός συγ­γε­νής ή προ­άγ­γε­λος απα­γο­ρευ­μέ­νης ται­νί­ας σναφ, εκεί όπου ο θά­να­τος εξυ­μνεί­ται και δο­ξά­ζε­ται με τον πλέ­ον πει­στι­κό τρό­πο: όντας από­λυ­τα πραγ­μα­τι­κός.
Πράγ­μα­τι σε μια πρώ­τη (οπτι­κή) ανά­γνω­ση το body horror απω­θεί, οδη­γώ­ντας τον θε­α­τή σε ανα­στά­τω­ση. Ο τε­λευ­ταί­ος αντι­δρά στο πλά­νο πρώ­τα νιώ­θο­ντας. Τα σω­μα­τι­κά αντα­να­κλα­στι­κά του κυ­ριαρ­χούν, πριν κα­λά κα­λά ο νους αντι­λη­φθεί και ανα­λο­γι­στεί την ιδε­ο­λο­γι­κή επέ­κτα­ση της ει­κό­νας. Σε αυ­τή την ει­κό­να το ευ­πρε­πές σώ­μα εκ­φυ­λί­ζε­ται βά­ναυ­σα. Κα­τα­ντά φαύ­λο κι αχρείο, τό­πος μη οι­κεί­ος, απ’ όπου μο­να­δι­κή σω­τη­ρία και κα­τα­φύ­γιο εί­ναι ο επώ­δυ­νος θά­να­τος που εξι­λε­ώ­νει από τις αμαρ­τί­ες του σώ­μα­τος.
Έτσι το body horror θα απο­τύ­χει να προ­σελ­κύ­σει τις μά­ζες. Στη θε­με­λια­κή ρή­ξη του με τις κι­νη­μα­το­γρα­φι­κές νόρ­μες, όπου ιδιαί­τε­ρη ση­μα­σία δί­δε­ται στην από­δο­ση αξιών όπως η ομορ­φιά και η ευ­πρέ­πεια, το body horror εί­ναι ανταρ­σία.

Από την αφίσα του «The Shivers»
Από την αφίσα του «The Shivers»

Τα έρ­γα του David Cronenberg απο­τε­λούν αντι­προ­σω­πευ­τι­κά δείγ­μα­τα του εί­δους. Η φιλ­μι­κή πέ­να του Κα­να­δού σε­να­ριο­γρά­φου και σκη­νο­θέ­τη στά­ζει μα­νια­σμέ­νη φα­ντα­σία. Ο Cronenberg ήδη έχει αρ­χί­σει από το 1975 να πει­ρα­μα­τί­ζε­ται πά­νω στο body horror με το Shivers (1975): πα­ρά­σι­το εισ­δύ­ει σε μι­κρή, απο­στει­ρω­μέ­νη κοι­νω­νία πο­λυ­κα­τοι­κί­ας κι εξα­πλώ­νε­ται αστρα­πιαία ανά­με­σα στους ενοί­κους. Τους με­τα­τρέ­πει σε ψευ­δο-ζό­μπι εγεί­ρο­ντας αρ­χέ­γο­να σε­ξουα­λι­κά έν­στι­κτα και βί­αιες συ­μπε­ρι­φο­ρές. Τοιου­το­τρό­πως ο θά­να­τος ερω­το­ποιεί­ται εν μέ­σω αφρο­δί­σιας παν­δη­μί­ας, που εί­ναι αδύ­να­το να ελεγ­χθεί πα­ρά τις φι­λό­τι­μες προ­σπά­θειες ια­τρι­κής ομά­δας. Φρο­ντί­στε να μην πα­ρα­συρ­θεί­τε από την ακραία ει­κο­νο­ποι­ία. Τού­τος εί­ναι ένας «διά­λο­γος» ανά­με­σα στον δη­μιουρ­γό και τον θε­α­τή πά­νω στο τό­τε επί­και­ρο θέ­μα της σε­ξουα­λι­κής επα­νά­στα­σης.[1] Αλ­λά και μια φιλ­μι­κή προ­φη­τεία για τον ιό του AIDS.
Δύο έτη αρ­γό­τε­ρα ο Cronenberg θα σκη­νο­θε­τή­σει το Rabid (1977), όπου τα πράγ­μα­τα γί­νο­νται ακό­μη πιο πα­ρά­ξε­να. Έπει­τα από τρο­χαίο ατύ­χη­μα, νε­α­ρή γυ­ναί­κα (Marilyn Chambers) υπό­κει­ται σε νέα πει­ρα­μα­τι­κή μέ­θο­δο πλα­στι­κής χει­ρουρ­γι­κής. Η επέμ­βα­ση εί­ναι επι­τυ­χής μο­λο­νό­τι, ως πα­ρε­νέρ­γεια, απο­κτά αι­μο­δι­ψές κε­ντρί που εξορ­μά από οπή κρυμ­μέ­νη στη μα­σχά­λη της, μο­λύ­νο­ντας και με­τα­δί­δο­ντας τη νό­σο της λύσ­σας από άν­θρω­πο σε άν­θρω­πο. Σε μια έξυ­πνη πα­ραλ­λα­γή της βα­μπι­ρι­κής μυ­θο­λο­γί­ας, ο Cronenberg στα­λά­ζει μέ­σα στο κεί­με­νο ανα­τρι­χια­στι­κoύς συμ­βο­λι­σμούς. Η ελε­ει­νή, η φρι­χτή κα­τά­στα­ση του με­ταλ­λαγ­μέ­νου σώ­μα­τος αρ­χι­κά δη­μιουρ­γεί σύγ­χυ­ση. Τα κο­ντι­νά πλά­να απο­τυ­πώ­νουν με γεν­ναιο­δω­ρία τον τρό­μο, το φι­λο­θε­ά­μον κοι­νό δυ­σφο­ρεί. Η οπή, σε σχή­μα αι­δοί­ου και το κε­ντρί, σ’ αυ­τό του φαλ­λού, διαν­θί­ζουν συ­νειρ­μι­κά την αφή­γη­ση με τους κιν­δύ­νους που εγκυ­μο­νεί το ελεύ­θε­ρο σεξ και ξα­νά προ­οι­κο­νο­μούν, θα λέ­γα­με, τη νό­σο του AIDS που θα στοι­χειώ­σει τα έι­τις.

«Rabid» (1977)
«Rabid» (1977)

Σε ανά­λο­γα πλαί­σια κι­νεί­ται και ο μετρ του σου­ρε­α­λι­σμού David Lynch που, την ίδια χρο­νιά, στο σκη­νο­θε­τι­κό του ντε­μπού­το, όντας μό­λις 31 ετών, πα­ρου­σιά­ζει στο πα­νί τις δι­κές του ανη­συ­χί­ες. Στο αλ­λό­κο­το και ονει­ρι­κό Eraserhead (1977) του Αμε­ρι­κα­νού auteur, άντρας (Jack Nance) κα­τοι­κο­ε­δρεύ­ει σε ανώ­νυ­μο βιο­μη­χα­νι­κό «Κά­τω Κό­σμο» και μα­θαί­νει να τα βγά­ζει πέ­ρα με πα­ρα­μορ­φω­μέ­νο παι­δί. Μια ωδή στις αγω­νί­ες και τα άγ­χη της πα­τρό­τη­τας, αλ­λά και μια εν­δό­μυ­χη μα­τιά στην οι­κια­κή ζωή και τη βρε­φο­κτο­νία. Ένα μείγ­μα από αί­μα, μαύ­ρο χιού­μορ, ιδιό­τρο­πες ερ­μη­νεί­ες και πλη­θώ­ρα ερω­τι­κών συμ­βο­λι­σμών. Ση­μαί­νο­ντα ρό­λο στην από­δο­ση της ατμό­σφαι­ρας παί­ζει η ασπρό­μαυ­ρη φω­το­γρα­φία του Frederick Elmes, που βυ­θί­ζει τον θε­α­τή σε μια βα­θιά αί­σθη­ση αλ­λο­τρί­ω­σης.
Πα­ρό­μοια ρη­το­ρι­κή[2] συ­να­ντά­με στο προ­γε­νέ­στε­ρο Rosemary’s Baby (1968) του Roman Polanski, σε μια από τις πιο (δια)φη­μι­σμέ­νες δια­φο­ρο­ποι­ή­σεις του body horror. Η επώ­νυ­μη ηρω­ί­δα (Mia Farrow) έρ­χε­ται αντι­μέ­τω­πη με τους συ­νει­δη­τούς φό­βους της μη­τρό­τη­τας και όχι άδι­κα. Το έμ­βρυο που κυο­φο­ρεί, βλέ­πε­τε, δεν εί­ναι άλ­λο από τον Αντί­χρι­στο. Υπο­χθό­νιες πα­ρου­σί­ες συν­θέ­τουν το ζο­φε­ρό αν­θρω­πο­κε­ντρι­κό πλά­νο, ανα­γκά­ζο­ντας τη Rosemary σε πα­ρα­νοϊ­κή συ­μπε­ρι­φο­ρά. Κα­θώς χά­νει την αυ­το­νο­μία του ίδιου της του σώ­μα­τος μάς μυ­εί στο πιο απτό χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό του εί­δους: στον εγ­γε­νή τρό­μο, στην απει­λή η οποία πη­γά­ζει από το ίδιο μας το σώ­μα.

Επι­στρέ­φο­ντας στο προ­α­να­φερ­θέν, αρ­χε­τυ­πι­κό στο εί­δος, έρ­γο The Fly[3] (1986), επί­σης του Cronenberg, μέ­νου­με να θαυ­μά­ζου­με τον τρό­πο με τον οποίο ο δη­μιουρ­γός αξιο­ποιεί τη σάρ­κα προ­κει­μέ­νου να φέ­ρει στο προ­σκή­νιο βα­θιά ψυ­χο­λο­γι­κά τραύ­μα­τα. Αλ­λά και πώς το συ­νει­δη­τό σμί­γει και μπερ­δεύ­ε­ται με το υπο­συ­νεί­δη­το ενώ­πιον της θνη­τό­τη­τας.
Η σω­μα­τι­κή με­τα­μόρ­φω­ση του κε­ντρι­κού ήρωα Seth ανα­πα­ρί­στα­ται με γλα­φυ­ρό­τη­τα. Οι βολ­βοει­δείς απο­φύ­σεις του πλά­σμα­τος στο οποίο ο άτυ­χος επι­στή­μο­νας με­τα­τρέ­πε­ται, ίδιος μάρ­τυ­ρας που, δεν απο­κλεί­ε­ται, τι­μω­ρεί­ται και βα­σα­νί­ζε­ται για τις επι­στη­μο­νι­κές πε­ποι­θή­σεις του, ίσως και την αλα­ζο­νεία, κα­τα­δυ­να­στεύ­ουν την οθό­νη. Ο σκη­νο­θέ­της υπαι­νίσ­σε­ται τη δια­βρω­τι­κή δύ­να­μη του AIDS, για­τί αυ­τά εί­ναι τα έι­τις. Πρω­τα­γω­νι­στής και αντα­γω­νι­στής του φιλμ μοι­ρά­ζο­νται το ίδιο σώ­μα. Για τού­το το λό­γο το άρ­ρω­στο σώ­μα δεν μπο­ρεί να τρω­θεί εύ­κο­λα. Η ση­πτι­κή αι­σθη­το­ποί­η­ση της κά­θε σκη­νής, μέ­σα από την οποία προ­σπα­θεί μο­νί­μως να δια­φύ­γει ο ήρω­ας, γί­νε­ται ση­μείο ανα­φο­ράς του κει­μέ­νου. Ώσπου το φιλμ κά­πο­τε εγκα­τα­λεί­πει το γκρο­τέσκ της ει­κό­νας. Δρα­πε­τεύ­ει από τα όρια της αι­σθη­τι­κής, γί­νε­ται κά­τι ιδε­ο­λο­γι­κά ανώ­τε­ρο, γί­νε­ται η σπου­δαία μα­ταιό­τη­τα, με την οποία ο Seth επι­χει­ρεί να δα­μά­σει το ανε­ξέ­λεγ­κτο σώ­μα του επι­στρα­τεύ­ο­ντας, τι άλ­λο, την αν­θρω­πιά του. Η τε­λευ­ταία, ίδια άμ­μος σε κλε­ψύ­δρα, ολο­έ­να λι­γο­στεύ­ει. Στην αν­θρω­πιά ή τα ψήγ­μα­τά της, προ­σκολ­λά­ται ο θε­α­τής και συ­μπο­νά: τον ήρωα ή το πλά­σμα, κα­νείς δεν μπο­ρεί να πει με σι­γου­ριά, αφού το κα­λό και το «κα­κό» συ­νυ­πάρ­χουν μέ­χρι το ση­μείο να μην ξε­χω­ρί­ζουν.
Πα­ρό­τι όμως στον Cronenberg χρε­ώ­νε­ται το με­γα­λύ­τε­ρο με­ρί­διο του σω­μα­τι­κού τρό­μου των σέ­βε­ντις και των έι­τις,[4] κλη­ρο­νο­μιά βα­ριά που θα πα­ρα­δο­θεί στις επό­με­νες γε­νιές δη­μιουρ­γών[5], οι πραγ­μα­τι­κές ρί­ζες του εί­δους εί­ναι χω­μέ­νες πο­λύ βα­θύ­τε­ρα στο πα­ρελ­θόν.



Ρό­μπερτ Λού­ις Στή­βεν­σον

Σε μια σύ­ντο­μη ιστο­ρι­κή ανα­δί­φη­ση δια­πι­στώ­νου­με πως η σω­μα­τι­κή ύπαρ­ξη βρί­σκε­ται με συ­νέ­πεια στο επί­κε­ντρο της λο­γο­τε­χνί­ας τρό­μου για πε­ρισ­σό­τε­ρο από έναν αιώ­να με πρω­τερ­γά­τες τους Edgar Allan Poe[6] και H. P. Lovecraft.[7] Ση­μα­ντι­κές οπωσ­δή­πο­τε και οι πα­ρα­κα­τα­θή­κες του Bram Stoker[8] και της Mary Shelley. Ει­δι­κό­τε­ρα ανα­φέ­ρε­ται το magnus opus της Αγ­γλί­δας συγ­γρα­φέ­ως, με τί­τλο Frankenstein; or, the Modern Prometheus,[9] μέ­σα από το οποίο ανα­δει­κνύ­ε­ται η διτ­τό­τη­τα της αν­θρώ­πι­νης συ­νεί­δη­σης και στη­λι­τεύ­ε­ται το αμεί­λι­κτο κυ­νή­γι της γνώ­σης ως ύβρε­ως ενά­ντια στους άγρα­φους νό­μους της φύ­σης.
Με κα­τα­λύ­τη την εξέ­λι­ξη στο μα­κι­γιάζ, τα ει­δι­κά προ­σθε­τι­κά υλι­κά και τα animatronics[10], η πιο γλα­φυ­ρή και θε­α­μα­τι­κή οπτι­κή ανα­πα­ρά­στα­ση του με­τα­βλη­τού σώ­μα­τος επι­τυγ­χά­νε­ται στον κι­νη­μα­το­γρά­φο από πο­λύ νω­ρίς.
Πά­ντως αφε­τη­ρία του εί­δους απο­τε­λούν τα monster movies της δε­κα­ε­τία του ’30. Δια­τρέ­χο­ντας τη φιλ­μο­γρα­φία εκεί­νης της πε­ριό­δου δια­πι­στώ­νει κα­νείς την πο­λύ­χρω­μη πα­λέ­τα που αντλεί­ται από την προρ­ρη­θεί­σα γοτ­θι­κή μυ­θο­πλα­σία τρό­μου και ρο­μα­ντι­σμού. Το αφύ­σι­κο σώ­μα, ίδιος χα­μαι­λέ­ο­ντας, παίρ­νει ανα­ρίθ­μη­τες μορ­φές. Γί­νε­ται μού­μια,[11] αό­ρα­τος άν­θρω­πος,[12] βα­μπίρ,[13] σώ­μα που αμ­φι­τα­λα­ντεύ­ε­ται ανά­με­σα σε ήδη κα­θιε­ρω­μέ­να, για την κι­νη­μα­το­γρα­φι­κή πε­ρί­ο­δο, σχή­μα­τα λό­γου: το ζω­ντα­νό και το νε­κρό, ο άν­θρω­πος και το κτή­νος, το με­γα­λειώ­δες και το τε­ρα­τώ­δες. Συ­νε­πώς η αντί­δρα­ση του θε­α­τή δεν πα­γι­δεύ­ε­ται στο ρη­τά συ­γκι­νι­σια­κό που προ­κα­λεί­ται από το οπτι­κό θέλ­γη­τρο, αλ­λά το υπερ­βαί­νει, κα­τα­φέρ­νο­ντας να απο­δρά­σει προς φι­λο­σο­φι­κές ατρα­πούς για την προ­έ­λευ­ση, την ταυ­τό­τη­τα και την πε­πε­ρα­σμέ­νη αν­θρώ­πι­νη φύ­ση.
Στα υψη­λά πρό­τυ­πα του body horror κι­νεί­ται το Dr. Jekyll and Mr. Hyde[14] (1931), του σκη­νο­θέ­τη Rouben Mamoulian, σε μια από τις πιο αξιό­λο­γες ανα­πα­ρα­στά­σεις του κα­τα­στρο­φι­κού δι­χα­σμού που υπό­κει­ται το αν­θρώ­πι­νο σώ­μα. Στο βι­κτω­ρια­νό Λον­δί­νο ο αξιό­τι­μος για­τρός Henry Jekyll πει­ρα­μα­τί­ζε­ται πά­νω στη μο­χθη­ρή φύ­ση του ατό­μου. Θέ­λο­ντας να απο­δεί­ξει πως αξί­ζει την καρ­διά της αγα­πη­μέ­νης του, θα πρά­ξει το αδια­νό­η­το: να απε­λευ­θε­ρώ­σει το κτή­νος που ενε­δρεύ­ει στην καρ­διά του, προ­ε­κτα­κτι­κά και στις καρ­διές όλων των αν­δρών. Οι ομοιό­τη­τες με το Frankenstein της Shelley εί­ναι κά­τι πα­ρα­πά­νω από πρό­δη­λες.
Θα ήταν ολί­σθη­μα να υπο­βαθ­μί­σου­με το έρ­γο σε μια απλή δια­πά­λη του Κα­λού με το Κα­κό. Το πρω­τό­γο­νο, το ζω­ώ­δες, το ανή­θι­κο απο­τε­λούν κα­τα­πιε­σμέ­νες επι­θυ­μί­ες και ανι­κα­νο­ποί­η­τες φι­λο­δο­ξί­ες του έντι­μου και υπά­κουου για­τρού που, εγκλω­βι­σμέ­νος στην κοι­νω­νι­κο­τα­ξι­κή φυ­λα­κή του, ανα­ζη­τά την έξο­δο. Στο φιλμ το υφο­λο­γι­κό εύ­ρη­μα της υπο­κει­με­νι­κής γω­νί­ας λή­ψης ταυ­τί­ζει πε­ρί­τε­χνα τον θε­α­τή με το βλέμ­μα του ήρωα, βλέ­που­με μέ­σα από αυ­τή ό,τι βλέ­πει εκεί­νος. Επο­μέ­νως εμπλε­κό­μα­στε στη με­τα­μόρ­φω­ση. Συμ­με­τέ­χου­με στη με­γά­λη έξο­δό του από τον κα­θω­σπρε­πι­σμό του σώ­μα­τος στον αμο­ρα­λι­σμό του τέ­ρα­τος. στις σα­δο­μα­ζο­χι­στι­κές πα­ρορ­μή­σεις του. Η με­τά­βα­ση, απο­τρό­παιος κλο­νι­σμός που προ­κα­λεί­ται από την ει­κό­να, πραγ­μα­το­ποιεί­ται χά­ρη στην ατα­βι­στι­κή έκρη­ξη του κορ­μιού.
Κά­πως έτσι εγέ­νε­το κύ­ριος Hyde, αλ­λιώς, η κα­τάρ­ρευ­ση του ρα­σιο­να­λι­σμού, της ηθι­κής, των δια­κρι­τών που­ρι­τα­νι­κών ορί­ων που πε­ρι­βάλ­λουν με αυ­στη­ρό­τη­τα γέ­νος και κοι­νω­νι­κή τά­ξη στη βι­κτω­ρια­νή επο­χή. Εί­ναι η κα­τάρ­ρευ­ση του νο­ή­μα­τος. Το νό­η­μα, με τον τρό­πο που απορ­ρέ­ει από τον φορ­μα­λι­στι­κό δυ­τι­κό τρό­πο σκέ­ψης, εκλεί­πει. Ακο­λου­θεί η αναρ­χία. Μέ­σα από την υπο­κει­με­νι­κή οπτι­κή γω­νία ο θε­α­τής βιώ­νει το σώ­μα του αγριάν­θρω­που Hyde ως κά­τι ξέ­νο κι αλ­λό­τρο­πο. Έρ­χε­ται αντι­μέ­τω­πος με (ή και υπερ­βαί­νει) τα όρια της κα­νο­νι­κό­τη­τας, συμ­βα­τι­κής ιδε­ο­λο­γι­κής δο­μής, που η τέ­χνη έχει το χρέ­ος και την άνε­ση να πα­ρα­κάμ­πτει. Πρό­κει­ται για ένα θαυ­μά­σιο πρε­λού­διο στον με­τα­μο­ντέρ­νο, κρο­νεν­μπερ­γκι­κό τρό­μο.

Σε τε­λι­κή ανά­λυ­ση το body horror επι­βάλ­λε­ται. Στην ντι­ρε­κτί­βα που υπο­γραμ­μί­ζει πως (αυ­το)σκο­πός σε μια ται­νία τρό­μου οφεί­λει να εί­ναι η κα­τα­στρο­φή και δια­φθο­ρά του σώ­μα­τος, το εί­δος φτά­νει πει­στι­κά πρώ­το στη Γη της Επαγ­γε­λί­ας μέ­σω της φρι­κτής με­τα­μόρ­φω­σης. Πα­ράλ­λη­λα πα­ρέ­χει μια εν­δο­σκο­πι­κή φυ­γή από το κον­φορ­μι­στι­κό φως του Χό­λι­γουντ, εκεί όπου δε­σπό­ζει η προ­κα­τά­λη­ψη της εξι­δα­νι­κευ­μέ­νης φυ­σι­κής πα­ρου­σί­ας.
Κα­θώς το σώ­μα κα­τα­κερ­μα­τί­ζε­ται, κα­τα­ντά αι­σθη­τι­κά αγνώ­ρι­στο κι ανώ­νυ­μο σαν με­τα-απο­κα­λυ­πτι­κό το­πίο. Ή μοι­ραίο ίδιος προ­θά­λα­μος του επέ­κει­να. Αν και αρ­χι­κά απο­πο­λι­τι­κο­ποι­η­μέ­νο, με αρω­γό τη συμ­βο­λι­κή και εμ­βλη­μα­τι­κή του με­τα­μόρ­φω­ση, εν τέ­λει πο­λι­τι­κο­ποιεί­ται. Γί­νε­ται η τέ­λεια ιδε­ο­λο­γι­κή κι­βω­τός, που με­τα­φέ­ρει λαν­θά­νο­ντα ανα­τρε­πτι­κά και ου­σιώ­δη συν­θή­μα­τα και εκ­δη­λώ­σεις στις μά­ζες.

Free at last![15]

ανα­φω­νεί με εν­θου­σια­σμό ο κύ­ριος Hyde. Εί­ναι η στιγ­μή που συ­να­ντά­με την ολο­κλη­ρω­μέ­νη όψη του κτή­νους στον κα­θρέ­φτη. Πε­ρισ­σό­τε­ρο απ’ όλα το body horror ανα­δια­πραγ­μα­τεύ­ε­ται το με­γα­λύ­τε­ρο τα­μπού του αν­θρώ­που, δη­λα­δή τη σω­μα­τι­κή απε­λευ­θέ­ρω­σή του, όπως αυ­τή υφί­στα­ται μέ­σα στα πλαί­σια του κοι­νω­νι­κού συ­νό­λου που, πολ­λά­κις σε­μνό­τυ­φα και αδιάλ­λα­κτα, δι­κά­ζει και κα­τα­δι­κά­ζει τις εξω­πραγ­μα­τι­κές μορ­φές της σάρ­κας.