ΠΗΤΕΡ ΠΑΝ
Δεν είναι που δεν μεγαλώνω.
Είναι που φορώ ένα νούμερο μικρότερο σκιά.
Όταν πάω να τεντωθώ, σκίζεται στις ραφές.
ΓΟΥΕΝΤΥ
Βαρέθηκα επιτέλους να νταντεύω
τόσα Χαμένα Παιδιά.
Όλη μέρα κολλούν στο εφηβικό μου στήθος
θέλουν να με θηλάσουν,
στο τέλος θα με καταβροχθίσουν
όπως οι επτά νάνοι τη Χιονάτη.
ΤΙΝΚΕΡΜΠΕΛ
Πάρτε την ασημόσκονή σας
και φύγετε από εδώ.
Κουράστηκα να προσποιούμαι
την ανάλαφρη πεταλουδίτσα.
Θέλετε να πετάξετε;
Πιείτε μία γερή δόση ουίσκι.
ΚΑΠΤΑΙΝ ΧΟΥΚ
Το ένα μου χέρι είναι γάντζος.
Μ’ αυτό το χέρι γράφω.
ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΜΟΙΡΕΣ
«Μου ξέφυγε θηλιά», αναφώνησε η Κλωθώ.
«Υπάρχει τυχαιότητα;» ρώτησε η Λάχεσις, ενώ τραβούσε ένα μαύρο λαχνό απ’ το καπέλο.
«Μόνο αυτό το τεράστιο ψαλίδι», δήλωσε κατηγορηματικά η Άτροπος.
«Κορίτσια, φλυαρείτε και σπάτε την γραμμή παραγωγής», μάλωσε ο Άδης.
ΕΥΑ
Από τον Κήπο εκδιώχτηκα άρον άρον.
Αγνοούσα το πρωτόκολλο.
Αυτός ήταν Θεός με ένα φίδι κολλημένο στο σώμα.
Εγώ γυναίκα με μία γάζα στο στόμα.
Κι η πινακίδα στο δέντρο της Γνώσης το έγραφε ευδιάκριτα:
Μόνο για άντρες.
ΣΤΑΧΤΟΠΟΥΤΑ
Όταν η κολοκύθα κύλησε στο δρόμο με τα τούλια
ο αμαξάς δεν μπόρεσε να τη συγκρατήσει.
Αφού κάθε ποίημα γράφεται από μόνο του
ακόμα και όταν καίγεται στη στάχτη του,
ακόμα και όταν μισοξυπόλητο,
ξεχνάει το γοβάκι του στις σκάλες.
ΛΑΓΟΣ ΚΑΙ ΧΕΛΩΝΑ
Πες μου μία αλήθεια που αγνοώ, είπε ο λαγός
δένοντας τα κορδόνια του.
Νομίζεις ότι η νίκη είναι να τρέχεις προς τα μπρος
απάντησε η χελώνα,
ενώ εγώ με όλο και πιο αργές κινήσεις
γυρνώ ξανά μέσα στο καβούκι της σοφίας
πλήρης πια στην αρχαία ακινησία μου.
ΚΟΚΚΙΝΟΣΚΟΥΦΙΤΣΑ
Ο μόνος τρόπος για να πάρω την περιουσία της
ήταν να την πνίξω με το μαξιλάρι
και να κατηγορήσω το λύκο για την δολοφονία της.
Ακόμα θυμάμαι το μεταξωτό ήχο των βογγητών της
και το τρίξιμο της κολλαριστής της νυχτικιάς.
Οι φράουλες αίμα χύθηκαν τότε
απ’ το καλάθι στα σεντόνια.