«Η Ζυγαριά» του Γ. Θ. Βαφόπουλου

Ο Γ.Θ. Βαφόπουλος (φωτ. αρχείου Κατερίνας Κωστίου)
Ο Γ.Θ. Βαφόπουλος (φωτ. αρχείου Κατερίνας Κωστίου)

Σε άρ­θρο της, η Μα­ρί­να Λα­μπρά­κη-Πλά­κα, με τί­τλο: Το «Κο­ρί­τσι με το μαρ­γα­ρι­τα­ρέ­νιο σκου­λα­ρί­κι»,[1] εξη­γεί τον λό­γο που ξε­χω­ρί­ζει ως μου­σείο της καρ­διάς της την Πι­να­κο­θή­κη Μα­ου­ρι­τσχά­ους (Mauritshuis) της Χά­γης. Ο λό­γος που το θε­ω­ρεί ξε­χω­ρι­στό εί­ναι, με­τα­ξύ άλ­λων, και δυο πί­να­κες του Γιο­χά­νες Βερ­μέ­ερ (1632-1675). Ο ένας εί­ναι ο πε­ρί­φη­μος «Άπο­ψη του Ντελφ» κι ο άλ­λος το «Κο­ρί­τσι με το μαρ­γα­ρι­τα­ρέ­νιο σκου­λα­ρί­κι», που δί­νει και τον τί­τλο του άρ­θρου της. Μά­λι­στα ση­μειώ­νει ότι και οι δυο αυ­τοί πί­να­κες απο­τέ­λε­σαν στοι­χείο ανα­φο­ράς, ο πρώ­τος σε βι­βλίο λο­γο­τε­χνί­ας από τον Μαρ­σέλ Προυστ κι ο άλ­λος, πέ­ρα από βι­βλίο της Τρέι­σι Σε­βα­λιέ, έδω­σε και μια εξαι­ρε­τι­κή κι­νη­μα­το­γρα­φι­κή ται­νία με κο­ρυ­φαί­ους πρω­τα­γω­νι­στές. Η μι­κρή αυ­τή ει­σα­γω­γή γί­νε­ται για το γε­γο­νός ότι, με άλ­λη αφορ­μή, στο βι­βλίο Αμή­χα­νο» Βλέμ­μα[2] πα­ρα­τί­θε­ται ακρι­βώς το ίδιο χω­ρίο του Προυστ που επι­κα­λεί­ται η αρ­θρο­γρά­φος, για άλ­λον, όμως, λό­γο. Ση­μειώ­νε­ται εκεί η χρή­ση της έν­νοιας της ‘‘Ζυ­γα­ριά­ς’’ με αφορ­μή το ομώ­νυ­μο, πο­νε­μέ­νο ως προς την τρα­γι­κό­τη­τά του ποί­η­μα του Θεσ­σα­λο­νι­κιού ποι­η­τή Γ.Θ. Βα­φό­που­λου (1903-1996). Επι­ση­μαί­νε­ται, μά­λι­στα, στο βι­βλίο η τρα­γι­κό­τη­τα των κα­τα­στά­σε­ων που πε­ρι­γρά­φει το συ­γκε­κρι­μέ­νο ποί­η­μα με χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό τρό­πο. Μια τρα­γι­κό­τη­τα πα­ράλ­λη­λη και σύ­στοι­χη σε πολ­λές πτυ­χές της με την έντα­ση και τον πό­νο όλων όσων ζού­με στους και­ρούς μας, με διά­χυ­το τον τρό­μο της παν­δη­μί­ας του Covid-19 και τις πρω­τό­γνω­ρες συ­νέ­πειές της σε όλα τα επί­πε­δα, όπως σε συ­στή­μα­τα δη­μό­σιας υγεί­ας, σε δο­μές κοι­νω­νι­κής συ­νο­χής, στην οι­κο­νο­μία, στη δη­μιουρ­γία σκη­νι­κού έντο­νου φό­βου με τους πολ­λούς θα­νά­τους που θυ­μί­ζουν πε­ριό­δους με­γά­λων πο­λέ­μων, κλπ. Όλα αυ­τά επι­βάλ­λουν τον ανα­στο­χα­σμό όλων μας για ιε­ράρ­χη­ση προ­τε­ραιο­τή­των της ζω­ής μας, εν όψει και του επερ­χό­με­νου κα­λο­και­ριού και των κρυ­φών προσ­δο­κιών να υπάρ­ξουν έστω και με­ρι­κές βελ­τιω­τι­κές αλ­λα­γές στην κα­θη­με­ρι­νό­τη­τά μας και στις χα­μέ­νες ίσως επαγ­γελ­μα­τι­κές μας ευ­και­ρί­ες. Μέ­σα σ’ αυ­τό το ομι­χλώ­δες και βα­ρύ σκη­νι­κό όλοι ανα­μέ­νου­με να υπάρ­ξουν, δει­λά-δει­λά, βή­μα­τα επι­στρο­φής από την έντο­να τραυ­μα­τι­σμέ­νη πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, με αβέ­βαιες τις όποιες εξε­λί­ξεις, ώστε να οδη­γη­θού­με σε ξέ­φω­τα. Έχου­με ενα­πο­θέ­σει τις ελ­πί­δες μας στις μι­κρές, έστω, επι­τυ­χί­ες ερευ­νη­τών και για­τρών, που όλοι ευ­χό­μα­στε να υπάρ­ξουν, μέ­χρι να βρε­θεί κά­ποια ορι­στι­κή (ή πε­ρί­που ορι­στι­κή) λύ­ση στο με­γά­λο αυ­τό πρό­βλη­μα που βιώ­νου­με.

Ας δού­με, με αφορ­μή όλα όσα προη­γή­θη­καν, σκέ­ψεις που μας προ­κα­λεί κα­θώς και ορι­σμέ­νες από τις πτυ­χές του ποι­ή­μα­τος «Η Ζυ­γα­ριά» του Γ.Θ. Βα­φό­που­λου, με γω­νία θέ­α­σης όχι κα­θα­ρά φι­λο­λο­γι­κή, αλ­λά με τη μα­τιά ενός μα­θη­μα­τι­κού. Δη­λα­δή, την ίδια μα­τιά προ­σέγ­γι­σης από την οποία διέ­πε­ται και η γρα­φή στο «Αμή­χα­νο» Βλέμ­μα. Το βι­βλίο αυ­τό, ‘ει­ρή­σθω εν πα­ρό­δω’, προ­σεγ­γί­ζει το έρ­γο τριών ποι­η­τών με σπου­δές στα μα­θη­μα­τι­κά: του Δ. Γα­βα­λά, του Γ.Θ. Βα­φό­που­λου και του Έκτο­ρα Κα­κνα­βά­του, σε αντί­στοι­χα τρία κε­φά­λαιά του. Στο τέ­ταρ­το και τε­λευ­ταίο του κε­φά­λαιο προ­σεγ­γί­ζει το έρ­γο του Χ.Λ. Μπόρ­χες. Από τους τέσ­σε­ρις αυ­τούς ποι­η­τές μό­νο ο πρώ­τος εί­ναι στη ζωή. Ας δού­με το ποί­η­μα:


Η ΖΥΓΑΡΙΑ [3]

Στη μια πλάστιγγα βάλε τον ήλιο·
βάλε τη θάλασσα· βάλε το τραγούδι.
Στοίβαξε όλα τα νησιά του Αιγαίου,
με τα κοχύλια των ποιητών.
Τι άλλο μένει; Ο ἔρωτας. Βάλε, λοιπόν,
στην κορφή, πάνω απ’ όλα, και τον έρωτα.
Όμως η πυραμίδα τούτη της χαράς
κατακόρυφα θα μπορούσε να υψωθεί,
αν στην άλλη πλάστιγγα ακουμπούσαν
ένα μικρό αντικείμενο νοσοκομείου.

Βλέ­που­με ότι ο ποι­η­τής, ορ­μώ­με­νος από θλι­βε­ρές και πο­νε­μέ­νες προ­σω­πι­κές του κα­τα­στά­σεις υγεί­ας, ενώ μι­λά­ει για «ευ­τυ­χι­σμέ­νους ποι­η­τές» –για κά­ποιους άλ­λους, όμως, κι όχι για τον εαυ­τό του– , υπο­στη­ρί­ζει ότι πί­σω από κά­θε ποί­η­μα πρέ­πει να υπάρ­χουν πολ­λές στα­γό­νες αί­μα. Τέ­τοια εί­ναι η δι­κή του ποί­η­ση. Μα­τω­μέ­νη. Μια ποί­η­ση βιω­μέ­νου πό­νου. Και γι’ αυ­τό κα­τα­λή­γει ως εύ­ρη­μα στη «Ζυ­γα­ριά», που εί­ναι τί­τλος του ποι­ή­μα­τός του. Για να ζυ­γί­σει τα κα­λά και τα κα­κά. Κά­νει σκέ­ψεις, σε άλ­λο του κεί­με­νο, σε αντι­πα­ρά­θε­ση και σε αντι­δια­στο­λή με αφορ­μή το γε­μά­το ωραιο­πά­θεια, από τη μια με­ριά, Πορ­τρέ­το του Ντό­ριαν Γκραίυ (The picture of Dorian Grey, 1890) και το γε­μά­το πό­νο, από την άλ­λη, Εκ Βα­θέ­ων (De Profundis), που γρά­φτη­κε το 1897 στη φυ­λα­κή, ως μία επι­στο­λή 80 πε­ρί­που πυ­κνο­γραμ­μέ­νων σε­λί­δων, και που εκ­δό­θη­κε το 1905. Έρ­γα και τα δυο τού Όσκαρ Ουάιλντ (1854-1900). Γρά­φει:

[…]. Κι αν βάλουμε στην πλάστιγγα των αισθητικών αξιών, απο τη μια μερια το Πορτραίτο του Ντόριαν Γκραίυ» κι από την άλλη το De profundis, πιστεύω πως το τελευταίο τούτο θα γύρει προς τα κάτω, βαρύ από το φορτίο τού ανθρώπινου πόνου. Κατά τον ίδιο τρόπο, «ένα μικρό αντικείμενο νοσοκομείου», ένα θερμόμετρο φυματικού, όπου έχει συμπυκνωθεί η ανθρώπινη απελπισία, βαραίνει στη ζυγαριά περισσότερο απ’ όλα τα νησιά του Αιγαίου, με τα κοχύλια, τη χαρά τού ήλιου και το φτερούγισμα των γλάρων. Και όμως, ύστερ’ από πολλά χρόνια, τούτη τη φτωχή «Ζυγαριά» μου, οι θεωρητικοί τής χαρούμενης ποίησης τη χαρακτήρισαν σαν ένα ποίημα «άηθες». Παραγνώρισαν την αλήθεια, πως δεν υπάρχουν ποιήματα αήθη. Η αλήθεια είναι ιδιότητα μονάχα των ανθρώπων.[…] [4]

Η ζυ­γα­ριά χρη­σι­μο­ποιεί­ται ως εύ­ρη­μα να κα­τα­δεί­ξει προς τα πού γέρ­νει το βά­ρος στη δη­μιουρ­γία του έρ­γου του, όταν αυ­τό που τον συ­νε­γεί­ρει εί­ναι ο πό­νος ή το τα­πει­νό θερ­μό­με­τρο ενός φυ­μα­τι­κού, κλει­σμέ­νου σε κά­ποιο σα­να­τό­ριο. Θυ­μί­ζω ότι από τα νιά­τα του ο ποι­η­τής δια­γνώ­στη­κε με φυ­μα­τί­ω­ση. Τη φο­βε­ρή νό­σο που τα­λαι­πώ­ρη­σε πολ­λούς ως μά­στι­γα εκεί­νες της επο­χές. Με φυ­μα­τί­ω­ση κι αυ­τός! Αλ­λά με πα­ρά­τυ­φο και πνευ­μο­νία η και πρώ­τη του γυ­ναί­κα, η Αν­θού­λα! Το Στρα­τιω­τι­κό Νο­σο­κο­μείο Θεσ­σα­λο­νί­κης, αρ­χι­κά, το σα­να­τό­ριο στο Ασβε­στο­χώ­ρι (εκεί που τώ­ρα λει­τουρ­γεί το Γε­νι­κό Νο­σο­κο­μείο (πα­λιά Νο­σο­κο­μείο Νο­ση­μά­των Θώ­ρα­κος) Γ. Πα­πα­νι­κο­λά­ου) στη Θεσ­σα­λο­νί­κη, στη συ­νέ­χεια, και άλ­λα σα­να­τό­ρια, όπως το Γε­νι­κό Νο­σο­κο­μείο Θώ­ρα­κος «Σω­τη­ρία» της Αθή­νας (και όχι μό­νον αυ­τό) στέ­γα­σαν και θε­ρά­πευ­σαν πολ­λούς συ­ναν­θρώ­πους μας και πολ­λούς ποι­η­τές και άλ­λους λο­γο­τέ­χνες κεί­να τα δύ­σκο­λα χρό­νια που η φυ­μα­τί­ω­ση θέ­ρι­ζε τον πλη­θυ­σμό. Όλα αυ­τά τα ιδρύ­μα­τα έκρυ­βαν πο­λύ πό­νο και πολ­λούς θα­νά­τους. Τώ­ρα πά­λι τα ανά­λο­γα νο­σο­κο­μεία δί­νουν τον άλ­λο δύ­σκο­λο αγώ­να κα­τά της παν­δη­μί­ας του νέ­ου κο­ρω­νοϊ­ού, του Covid-19. Με συ­νε­χή κίν­δυ­νο για­τρών και νο­ση­λευ­τών που αγω­νί­ζο­νται νύ­χτα και μέ­ρα στην πρώ­τη γραμ­μή. Μά­λι­στα, κά­που στο βι­βλίο της Αυ­το­βιο­γρα­φί­ας του ( στον Β΄ τό­μο), ο ποι­η­τής ανα­φέ­ρει ότι φυ­μα­τι­κός όντας, το 1927, κόλ­λη­σε και γρί­πη, στη με­γά­λη εκεί­νη επι­δη­μία της τη συ­γκε­κρι­μέ­νη χρο­νιά, που αφά­νι­σε πο­λύ κό­σμο. Σκέ­ψεις θα­νά­του φτε­ρού­γι­ζαν συ­νέ­χεια στο μυα­λό του και στα δω­μά­τια της απο­μό­νω­σής του, μη ελ­πί­ζο­ντας σε θε­ρα­πεία, αφού οι δο­μές και τα σα­να­τό­ρια της Ελ­βε­τί­ας και του Ντα­βός (όπως συ­χνά με πα­ρά­πο­νο εξο­μο­λο­γεί­ται) ήταν κά­τι το απα­γο­ρευ­μέ­νο για τον ίδιο, μια και εί­χε προη­γη­θεί, κά­ποια χρό­νια πριν, ο ξε­ρι­ζω­μός της οι­κο­γέ­νειάς του από τη Γευ­γε­λή, όπου εγκα­τέ­λει­ψαν ό,τι εί­χαν και δεν εί­χαν. Γι’ αυ­τόν «Μα­γι­κό βου­νό», αυ­τό που ο Thomas Mann ωραία πε­ριέ­γρα­ψε, δεν υπήρ­χε. Ωστό­σο, η θέ­λη­σή του, τα βου­νά και το κλί­μα της Χαλ­κι­δι­κής σε συν­δυα­σμό με τα φάρ­μα­κα και τη φρο­ντί­δα που εί­χε στη διά­θε­σή του, τον έκα­ναν να για­τρευ­τεί και να μα­κροη­με­ρεύ­σει. Η αγα­πη­μέ­νη του Αν­θού­λα, όχι. Αυ­τή έχα­σε τη μά­χη της. Όλο αυ­τό το θλι­βε­ρό σκη­νι­κό, ο αξε­πέ­ρα­στος και με­γά­λος πό­νος δεν αφή­νει τον ποι­η­τή σε απρα­ξία και μοι­ρο­λα­τρία. Τον ωθεί σε δη­μιουρ­γία· εί­ναι οί­στρος. Γρά­φει πολ­λά ποι­ή­μα­τα που κρύ­βουν αγω­νία και πί­κρα. Γρά­φει και τη «Ζυ­γα­ριά», που ο δί­σκος της, όπου θα βά­λεις όλα τα κα­λά και τις χα­ρές του κό­σμου, θα ανυ­ψω­θεί κα­τα­κό­ρυ­φα αν στον άλ­λο της δί­σκο το­πο­θε­τή­σεις και το ελά­χι­στο αντι­κεί­με­νο ενός νο­σο­κο­μεί­ου, ένα θερ­μό­με­τρο ενός φυ­μα­τι­κού ή μια μά­σκα ανα­πνο­ής! Δη­λα­δή, τα­πει­νά υλι­κά, για τα οποία βλέ­που­με τι αγω­νία και τι αγώ­νας γί­νε­ται να βρε­θούν ακό­μη και τώ­ρα, στη νέα κρί­ση που βιώ­νου­με!
Από την άλ­λη με­ριά, ο Μαρ­σέλ Προυστ, επί­σης, εμπνέ­ε­ται και χρη­σι­μο­ποιεί κι αυ­τός τη ζυ­γα­ριά ως μια ου­ρά­νια ει­κό­να, όταν ο συγ­γρα­φέ­ας ήρω­άς του Μπερ­γκότ ένιω­σε ζά­λη και έπε­σε νε­κρός μπρο­στά στον ζω­γρα­φι­κό πί­να­κα του Βερ­μέ­ερ «Άπο­ψη του Ντελφτ», κά­νο­ντας σκέ­ψεις και για τη δι­κή του γρα­φή, προ­ση­λω­μέ­νος σε ένα μι­κρό κί­τρι­νο τοί­χο στον ζω­γρα­φι­κό πί­να­κα. Ο Προυστ θε­ω­ρού­σε τον συ­γκε­κρι­μέ­νο πί­να­κα ως τον ωραιό­τε­ρο του κό­σμου και τον λά­τρευε. Μά­λι­στα κι ο ίδιος ένιω­σε έντο­νη αδια­θε­σία, κά­πο­τε, θαυ­μά­ζο­ντάς τον, όπως και ο Μπερ­γκότ. Το πε­ρι­στα­τι­κό έγι­νε τον Μάιο του 1921, σε έκ­θε­ση στο Πα­ρί­σι. Γρά­φει:

«[ …]. Οι ζαλάδες του [του Μπεργκότ] αυξάνονταν· προσήλωνε τη ματιά του, σαν το παιδί που προσηλώνει τη ματιά του σε μια πεταλούδα που θέλει τόσο να πιάσει, στην πολύτιμη μικρή επιφάνεια του τοίχου. «Έτσι θα έπρεπε να τα είχα γράψει, έλεγε. Τα τελευταία μου βιβλία είναι πολύ στεγνά, θα έπρεπε να έχω περάσει μερικά χέρια μπογιάς, να καταστήσω τη φράση μου από μόνη της πολύτιμη, σαν κι εκείνη τη μικρή επιφάνεια του κίτρινου τοίχου (σημ. δική μου: αναφέρεται σε λεπτομέρεια της “Άποψης του Ντελφτ“)». Η σπουδαιότητα, όμως, της ζαλάδας του καθόλου δεν του διέφυγε. Σαν σε μια ουράνια ζυγαριά εμφανιζόταν μπροστά του, τοποθετημένη στον ένα από τους δίσκους, η ίδια του η ζωή, ενώ στον άλλο η μικρή επιφάνεια του τοίχου που ήταν τόσο όμορφα ζωγραφισμένη με το κίτρινο χρώμα. Αισθανόταν πως είχε απερίσκεπτα προσφέρει την πρώτη για τη δεύτερη». [Η υπογράμμιση δική μου].[5]

Γιοχάνες Βερμέερ, «Άποψη του Ντελφτ» (1660, Χάγη, Mauritshuis)
Γιοχάνες Βερμέερ, «Άποψη του Ντελφτ» (1660, Χάγη, Mauritshuis)

Το Αμή­χα­νο» Βλέμ­μα (για τα κε­φά­λαια που το απαρ­τί­ζουν έγι­νε ήδη ανα­φο­ρά πιο πά­νω) έχει ως υπό­τι­τλό του το: Επί­σκε­ψη «μα­θη­μα­τι­κή» –και όχι μό­νο– στο έρ­γο λο­γο­τε­χνών. Έχο­ντας, λοι­πόν, ως στό­χο του το βι­βλίο να υπο­στη­ρί­ξει τον υπό­τι­τλό του, δράτ­τε­ται της αφορ­μής να σχο­λιά­σει, με αυ­τήν, την άλ­λη οπτι­κή γω­νία ότι και στα μα­θη­μα­τι­κά, υπάρ­χουν πολ­λές πε­ρι­πτώ­σεις φι­λά­σθε­νων και τα­λαι­πω­ρη­μέ­νων από κα­κου­χί­ες και φτώ­χεια αν­θρώ­πων, ερευ­νη­τών μα­θη­μα­τι­κών και άλ­λων επι­στη­μό­νων γε­νι­κά, που δεν επέ­τρε­ψαν στον εαυ­τό τους να δη­λώ­σει πα­ραι­τη­μέ­νος, σε ανά­λο­γες πε­ρι­πτώ­σεις ανέ­χειας και κα­κου­χιών, αλ­λά αφιέ­ρω­σαν κά­θε ζω­τι­κή σπί­θα, κά­θε ικ­μά­δα στην έρευ­να και στην ανα­ζή­τη­ση της λύ­σης προ­βλη­μά­των της επι­στή­μης τους. Μια τέ­τοια χα­ρα­κτη­ρι­στι­κή πε­ρί­πτω­ση εί­ναι και η ζωή του κο­ρυ­φαί­ου Νορ­βη­γού μα­θη­μα­τι­κού Abel. [6] Σε «κα­κου­χί­ες» δη­μιουρ­γού­σε και ο Καρ­τέ­σιος και τό­σοι άλ­λοι, ασφα­λώς. Δεν έχει νό­η­μα να τους απα­ριθ­μή­σου­με όλους.
Επί­σης το βι­βλίο επι­ση­μαί­νει ότι και για έναν άλ­λο λό­γο ανα­φέ­ρε­ται στην έν­νοια «ζυ­γα­ριά». Ο λό­γος εί­ναι ότι συ­χνά χρη­σι­μο­ποιεί­ται ως εύ­ρη­μα, ως επο­πτι­κό μέ­σο και στη δι­δα­σκα­λία των ιδιο­τή­των της ισό­τη­τας ή στη δι­δα­σκα­λία των εξι­σώ­σε­ων και των ανι­σώ­σε­ων σε μι­κρές τά­ξεις γυ­μνα­σί­ου και στις με­γά­λες τά­ξεις του δη­μο­τι­κού σχο­λεί­ου το μο­ντέ­λο της ζυ­γα­ριάς. Αρ­κε­τά σχο­λι­κά μα­θη­μα­τι­κά εγ­χει­ρί­δια, αλ­λά και αρ­κε­τοί ευ­ρη­μα­τι­κοί δά­σκα­λοι χρη­σι­μο­ποιούν τη ζυ­γα­ριά, για να ει­σά­γουν τις πα­ρα­πά­νω μα­θη­μα­τι­κές έν­νοιες στους μι­κρούς μα­θη­τές τους, χρη­σι­μο­ποιώ­ντας την ως επο­πτεία. Μπο­ρεί από μια τέ­τοια αφε­τη­ρία να μορ­φο­ποί­η­σε το συ­γκε­κρι­μέ­νο του ποί­η­μα κι ο ποι­η­τής Γ. Θ. Βα­φό­που­λος, δε­δο­μέ­νου ότι εί­χε σπου­δά­σει κι αυ­τός μα­θη­μα­τι­κά στο Πα­νε­πι­στή­μιο της Αθή­νας κι ήταν γνώ­στης των με­θό­δων τους και των τα­κτι­κών τους.
Αλ­λά και στον πρό­λο­γο του κα­θη­γη­τή Γ. Κε­χα­γιό­γλου, με αφορ­μή την έκ­δο­ση των απά­ντων του ποι­η­τή (Γ. Θ. Βα­φό­που­λος, Άπα­ντα τα ποι­η­τι­κά) από τις εκ­δό­σεις Πα­ρα­τη­ρη­τής, σχε­δόν αμέ­σως με­τά την ανα­φο­ρά στο συ­γκε­κρι­μέ­νο ποί­η­μα («Ζυ­γα­ριά»), βλέ­που­με να δια­τυ­πώ­νο­νται κά­ποια ερω­τή­μα­τα που γεν­νά το «γό­νι­μο λυ­ρι­κό έρ­γο του ποι­η­τή», όπως γρά­φει. Μπο­ρεί η σύμ­πτω­ση αυ­τής της γειτ­νί­α­σης της ανα­φο­ράς στη ‘‘ζυ­γα­ριά­’’ και στα ερω­τή­μα­τα να εί­ναι τυ­χαία. Και δεν απο­κλεί­ε­ται αυ­τό. Ωστό­σο, αξί­ζει να τύ­χει της επι­σή­μαν­σής μας. Το δεύ­τε­ρο, λοι­πόν, από τα ερω­τή­μα­τα του κα­θη­γη­τή Γ. Κε­χα­γιό­γλου εί­ναι το ακό­λου­θο: [7]

«[…]με ποιο είδος μαθηματικής σοφίας ή σοφιστείας λειαίνονται ή απογυμνώνονται οι έννοιες πρωτοτυπία, πρωτοπορία, αλλαγή και μεταρρύθμιση, για να φτάσουμε στην αυτάρκη ή αυτάρεσκη γεωμετρικότητα μιας φιλοσοφημένης λογικής ‘‘σούμας‘‘»;

Δη­λα­δή, πά­λι για μα­θη­μα­τι­κή σο­φία ή σο­φι­στεία μι­λά­ει ο Γ. Κε­χα­γιό­γλου, που εί­ναι δια­πι­στω­μέ­νη και ομο­λο­γη­μέ­νη για τον ποι­η­τή, ενι­σχύ­ο­ντας τον λό­γο ( που δεν εί­ναι και ο μο­να­δι­κός) της επι­λο­γής του συ­γκε­κρι­μέ­νου ποι­ή­μα­τος σε αυ­τά που σχο­λιά­ζει το Αμή­χα­νο» Βλέμ­μα.
Και κά­τι ακό­μη (με την ίδια γω­νία θέ­α­σης) που έχει να κά­νει με την πα­ράλ­λη­λη ανα­φο­ρά στην έν­νοια ‘‘θερ­μό­με­τρο­’’ τό­σο στο ποί­η­μα όσο και σε μια «μα­θη­μα­τι­κής» χρή­σης προ­σέγ­γι­ση του ορ­γά­νου αυ­τού. Ση­μειώ­νε­ται ότι στη δι­δα­σκα­λία των ακέ­ραιων αριθ­μών (των προ­ση­μα­σμέ­νων αριθ­μών, όπως τους λέ­με, που τους παίρ­νου­με από τους φυ­σι­κούς αριθ­μούς 0, 1, 2, 3, …), δη­λα­δή αυ­τών που έχουν μπρο­στά τους το πρό­ση­μο συν « + », όταν απο­τε­λού­νται από θε­τι­κές ακέ­ραιες μο­νά­δες, ή αυ­τών που έχουν το πρό­ση­μο πλην « - », όταν απο­τε­λού­νται από αρ­νη­τι­κές ακέ­ραιες μο­νά­δες, κα­θώς και το μη­δέν, οι δά­σκα­λοι συ­χνά χρη­σι­μο­ποιούν ως επο­πτι­κό υλι­κό το θερ­μό­με­τρο, ως σχή­μα, με τις εν­δεί­ξεις στις αυ­ξο­μειώ­σεις του υδραρ­γύ­ρου σε αυ­τό, ανά­λο­γα με τη θερ­μο­κρα­σία που με­τρά. Στο ‘‘θερ­μό­με­τρο­’’ ανα­φέ­ρε­ται και ο Γ.Θ. Βα­φό­που­λος. Και όχι σε ένα τυ­χαίο θερ­μό­με­τρο, αλ­λά σ’ αυ­τό ενός φυ­μα­τι­κού. Μ’ αυ­τό το μο­ντέ­λο, που το σχε­διά­ζουν εύ­κο­λα και στον πί­να­κα, ει­σά­γουν τις πρά­ξεις της πρό­σθε­σης και της αφαί­ρε­σης με τους θε­τι­κούς και τους αρ­νη­τι­κούς αριθ­μούς. Να, ακό­μη ένας λό­γος αξιο­ποί­η­σης του συ­γκε­κρι­μέ­νου ποι­ή­μα­τος ή ανά­λο­γων ανα­φο­ρών από τη λο­γο­τε­χνία και σε μια δια­θε­μα­τι­κή προ­σέγ­γι­ση της ποί­η­σης και των μα­θη­μα­τι­κών για όσους θέ­λουν (ή επι­μέ­νουν) να την αξιο­ποιούν και ως πρα­κτι­κή τους, με όποια προ­βλή­μα­τα και προ­βλη­μα­τι­σμούς υπάρ­χουν για το θέ­μα.

Ως επί­λο­γο, συν­δέ­ο­ντας όσα προ­α­νέ­φε­ρα για τα εί­δη των ακε­ραί­ων αριθ­μών -–και πιο ει­δι­κά αυ­τά με τους αρ­νη­τι­κούς αριθ­μούς και τα θερ­μό­με­τρα–, αλ­λά και με την απέ­ρα­ντη, τη φρι­κα­λέα μο­να­ξιά των ασθε­νών των θε­ρα­πευ­τη­ρί­ων και των πολ­λών δια­σω­λη­νω­μέ­νων στις σύγ­χρο­νες ΜΕΘ (Μο­νά­δες Εντα­τι­κής Θε­ρα­πεί­ας) των νο­σο­κο­μεί­ων ανα­φο­ράς Covid-19, που τό­σο βά­ναυ­σα και τό­σο βάρ­βα­ρα μπή­καν στην κα­θη­με­ρι­νό­τη­τά μας, με την παν­δη­μία που βιώ­νου­με, κι όπου για­τροί και νο­ση­λευ­τές δί­νουν τον έσχα­το αγώ­να τους ακού­ρα­στοι, θέ­λω να ξα­να­θυ­μη­θού­με ένα μι­κρό από­σπα­σμα που πε­ρι­γρά­φει τον βιω­μέ­νο πό­νο, την πί­κρα του Γ.Θ. Βα­φό­που­λου, στον αγώ­να του να βγει από την αρ­ρώ­στια του, τό­τε που τον θε­ω­ρού­σαν κι αυ­τόν ως «νού­με­ρο μέ­σα στα νού­με­ρα». [8] Κα­τά­στα­ση που συ­χνά βιώ­νουν οι ξε­χα­σμέ­νοι, για διά­φο­ρους λό­γους, εί­τε ζουν σε στρα­τώ­νες και σε αντί­στοι­χα στρα­τιω­τι­κά αναρ­ρω­τή­ρια και σα­να­τό­ρια, όπως τό­τε ο ποι­η­τής, εί­τε σε γη­ρο­κο­μεία, στους λε­γό­με­νους «Οί­κους Ευ­γη­ρί­ας», που εί­δα­με πώς αντι­με­τώ­πι­σαν τους τρο­φί­μους τους στην τω­ρι­νή παν­δη­μία. Γρά­φει ο ποι­η­τής, θε­ω­ρώ­ντας τον εαυ­τό του ένα τί­πο­τα, έναν αρ­νη­τι­κό αριθ­μό:

«[…]Και πάλι βρέθηκα ξαπλωμένος στo κρεβάτι μου, με τα μάτια καρ­φω­μένα στον ασβέστη της οροφής. Μέσα μου είχε στερέψει η αγάπη, είχε χαθεί η στοργή, είχε σβήσει η φωνή της ποίησης. Ήμουν μια εξουθενωμένη συνείδηση, ένας άνθρωπος, που τον είχαν ξεντύ­σει από την ανθρωπιά του. Αν μπορούσε τότε να λειτουργήσει η μα­θηματική μου κρίση, θα λεγα πως ήμουν ένας αριθμός αρνητικός. Κάτι λιγότερο από το τίποτε.» [9]

ΒΡΕΙ­ΤΕ ΤΑ ΒΙ­ΒΛΙΑ ΤΟΥ Γιώρ­γου Βα­φό­που­λου ΣΤΟΝ ΙΑ­ΝΟ.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: