Η λογοτεχνία μπορεί να είναι ένα όπλο ενάντια στη λήθη

Η λογοτεχνία μπορεί να είναι ένα όπλο ενάντια στη λήθη

Ο Ζάουμε Καμπρέ (Jaume Cabre), ο καταλανός μυθιστοριογράφος που έχει συζητηθεί όσο λίγοι τα τελευταία χρόνια και του οποίου το βιβλίο Confiteor έγινε μεγάλη επιτυχία και στην Ελλάδα (εκδ. Πόλις), μιλάει για τον ρόλο της τέχνης στις πιεστικές ημέρες μας, για τις υψηλές απαιτήσεις που έχει το Confiteor από τον αναγνώστη, όπως και για την πολιτική και τη μνημονική δύναμη της αφήγησης. Ο Καμπρέ γεννήθηκε το 1947 στη Βαρκελώνη, σπούδασε καταλανική φιλολογία και δίδαξε στο Πανεπιστήμιο της Λέριδα. Έχει γράψει μυθιστορήματα, διηγήματα, θεατρικά έργα, δοκίμια, καθώς και τηλεοπτικά και κινηματογραφικά σενάρια. Έχει τιμηθεί επανειλημμένα στην Ισπανία και στην Ευρώπη με σημαντικά λογοτεχνικά βραβεία, όπως το Εθνικό Βραβείο Λογοτεχνίας, το Βραβείο Κριτικών και το Prix Mediterranée. Τα βιβλία του έχουν μεταφραστεί σε δεκάδες γλώσσες. Για τις Φωνές του ποταμού Παμάνο τιμήθηκε το 2005 με το Βραβείο Καταλανών Κριτικών. Για το Confiteor απέσπασε πολλά βραβεία, μεταξύ των οποίων το Βραβείο Κριτικών Serra d’Or 2012, το M. Angels Anglada 2012, το La tormenta en un Vaso 2012, το Crexells 2012 και το βραβείο Courrier International για το καλύτερο ξένο μυθιστόρημα του 2013.

Ο μεταφραστής του Καμπρέ Ευρυβιάδης Σοφός (Οι φωνές του ποταμού Παμάνο, Πάπυρος 2008· Confiteor, Πόλις 2016 και Η σκιά του ευνούχου, Πόλις 2019) ανέλαβε το πολύτιμο έργο της μεταφοράς από τα καταλανικά στα ελληνικά των ερωταποκρίσεων της συνέντευξης.

————————————————————————
Ο Kαταλανός μυθιστοριογράφος Ζάουμε Καμπρέ συνομιλεί με τον Βαγγέλη Χατζηβασιλείου
————————————————————————

Η λογοτεχνία μπορεί να είναι ένα όπλο ενάντια στη λήθη
  • Το Confiteor απο­τε­λεί μια μα­κρά πε­ρι­πλά­νη­ση στην ιστο­ρία της βί­ας στην Ευ­ρώ­πη: από την επο­χή της Ιε­ράς Εξέ­τα­σης μέ­χρι το Ολο­καύ­τω­μα και το Άου­σβιτς. Πρό­κει­ται, αν λά­βου­με υπό­ψη και τον τί­τλο του βι­βλί­ου, για μιαν εξο­μο­λό­γη­ση των τρο­μα­κτι­κών αμαρ­τιών που έχει δια­πρά­ξει η εξου­σία. Πώς εγ­γρά­φε­ται αυ­τή η λο­γο­τε­χνι­κή στά­ση στο πλαί­σιο της πο­λι­τι­κής και οι­κο­νο­μι­κής κρί­σης η οποία μα­στί­ζει εδώ και και­ρό την ευ­ρω­παϊ­κή ήπει­ρο;

Μου εί­ναι δύ­σκο­λο να συ­σχε­τί­σω ένα λο­γο­τε­χνι­κό έρ­γο με την τω­ρι­νή κα­τά­στα­ση στην Ευ­ρώ­πη. Όπως οποιοσ­δή­πο­τε ευ­ρω­παί­ος πο­λί­της, ζω και ζού­με σε μια δύ­σκο­λη επο­χή με­τά­βα­σης προς το άγνω­στο. Μια επο­χή αλ­λα­γής στην οποία, πολ­λοί άν­θρω­ποι δυ­σκο­λεύ­ο­νται να προ­σαρ­μο­στούν. Η ιστο­ρία πά­ντα εί­χε στιγ­μές γε­νι­κής σιω­πής και στιγ­μές ανα­τα­ρα­χής, και στις μέ­ρες μας, στον οι­κο­νο­μι­κό το­μέα, η συμ­βου­λή που έχει δο­θεί στους νέ­ους εί­ναι ότι η κα­λύ­τε­ρη στά­ση όσον αφο­ρά τα επαγ­γελ­μα­τι­κά εί­ναι να ξέ­ρεις να προ­σαρ­μό­ζε­σαι σε οποια­δή­πο­τε δου­λειά: βρι­σκό­μα­στε στην επο­χή του απρό­βλε­πτου. Εί­ναι προ­φα­νές ότι η Ευ­ρώ­πη ως πο­λι­τι­κό ον αλ­λά­ζει (κι ο κό­σμος επί­σης). Κά­ποιοι πί­στευαν ότι ο χάρ­της της Ευ­ρώ­πης ήταν αμε­τά­βλη­τος. Αλ­λά η πραγ­μα­τι­κό­τη­τα μας λέ­ει ότι μό­νο από τις αρ­χές του 20ού αιώ­να μέ­χρι σή­με­ρα εμ­φα­νί­στη­καν πολ­λά νέα κρά­τη και θα εμ­φα­νι­στούν κι άλ­λα και­νούρ­για. Πρέ­πει να προ­σαρ­μο­στού­με στο ότι τα κρά­τη και τα έθνη-κρά­τη εί­ναι πο­λι­τι­κές οντό­τη­τες που χρη­σι­μεύ­ουν σε μια επο­χή και που σε άλ­λες στιγ­μές μπο­ρούν να απο­δει­χθούν ξε­πε­ρα­σμέ­νες ή πρέ­πει να ανα­δια­μορ­φω­θούν σε βά­θος.
Το Confiteor εί­ναι ένα μυ­θι­στό­ρη­μα που εμ­βα­θύ­νει στην προ­σω­πι­κή συ­νεί­δη­ση χω­ρίς προσ­δο­κί­ες να κά­νει μια μα­κρο­πο­λι­τι­κή κρί­ση. Το Confiteor ίσως να θέ­λει να εμ­βα­θύ­νει στη συ­νεί­δη­ση των ατό­μων. Βλέ­που­με πολ­λές εκ­δο­χές του Κα­κού, από το από­λυ­το Κα­κό της Σοά ή της Ιε­ράς Εξέ­τα­σης μέ­χρι το κα­κό του εγω­ι­σμού και την πο­τα­πό­τη­τα στην κα­θη­με­ρι­νή ζωή των αν­θρώ­πων. Που και που, κά­ποια χει­ρο­νο­μία γεν­ναιο­δω­ρί­ας...

  • Πι­στεύ­ε­τε πως υπάρ­χει απά­ντη­ση στην ιστο­ρία του Κα­κού στην οποία ανα­τρέ­χε­τε; Μπο­ρεί η τέ­χνη, ανα­δει­κνύ­ο­ντας τη μνή­μη των θυ­μά­των της βί­ας, να συμ­βά­λει στη θε­ρα­πεία ενός τραύ­μα­τος το οποίο έχει κα­τα­στεί δια­χρο­νι­κό; Κι ακό­μα, μπο­ρεί να απο­δει­χθεί ο έρω­τας, όπως το υπαι­νίσ­σε­στε στο μυ­θι­στό­ρη­μά σας, ένα εί­δος όχι ίσως ακρι­βώς θε­ρα­πεί­ας, αλ­λά πά­ντως δια­φυ­γής;  

Ας πά­με βή­μα-βή­μα: Πρώ­τον. Μια απά­ντη­ση στην ιστο­ρία ή, μάλ­λον στην ύπαρ­ξη του Κα­κού... δεν νο­μί­ζω να υπάρ­χει που­θε­νά. Ο Αντριά Αρ­ντέ­βολ, ο πρω­τα­γω­νι­στής, που εί­ναι έξυ­πνος, όχι όπως εγώ που εί­μαι μό­νο συγ­γρα­φέ­ας, εί­ναι ένας σο­φός, συ­νη­θι­σμέ­νος να στο­χά­ζε­ται. Πα­ρό­λα αυ­τά, εγκα­τα­λεί­πει το σχέ­διό του να εξη­γή­σει την αι­τία του Κα­κού. Αρ­νεί­ται να το εξη­γή­σει (για­τί δεν μπο­ρεί να βρει την απά­ντη­ση). Εγκα­τα­λεί­πει τον στο­χα­σμό κι επι­λέ­γει την αφή­γη­ση: πε­ριο­ρί­ζε­ται στο να εξη­γεί τη ζωή και τις σκέ­ψεις του στην αγα­πη­μέ­νη του. Αυ­τό επί­σης εί­ναι ένας τρό­πος να κα­τα­λά­βει τον εαυ­τό του. Και να κα­τα­λά­βω κι εγώ τον δι­κό μου εαυ­τό ενώ έγρα­φα.
Δεύ­τε­ρο. Η τέ­χνη μπο­ρεί να εί­ναι πο­λύ χρή­σι­μη, ακό­μα κι αν πο­λύς κό­σμος δεν το πι­στεύ­ει. Οι επι­ζώ­ντες και οι άμε­σες μαρ­τυ­ρί­ες από τη Σοά πε­θαί­νουν σι­γά-σι­γά: σύ­ντο­μα δεν θα υπάρ­χει κα­νείς που να έχει ζή­σει προ­σω­πι­κά την κό­λα­ση της Σοά. Φεύ­γουν οι άμε­σες μαρ­τυ­ρί­ες αλ­λά απο­μέ­νουν οι με­λέ­τες, οι στα­τι­στι­κές, οι λί­στες, η Ιστο­ρία... Αλ­λά «μό­νο» με το μυ­θι­στό­ρη­μα (τον κι­νη­μα­το­γρά­φο ή την ποί­η­ση), δη­λα­δή με καλ­λι­τε­χνι­κές δρα­στη­ριό­τη­τες, μπο­ρού­με να μπού­με στον στρα­τώ­να 36 και μπο­ρού­με τε­λι­κά να ει­σχω­ρή­σου­με στη βα­σα­νι­σμέ­νη και ενο­χι­κή σκέ­ψη εκεί­νου του φυ­λα­κι­σμέ­νου που μό­λις έχει κλέ­ψει ένα κομ­μά­τι ψω­μί από έναν άλ­λο φυ­λα­κι­σμέ­νο... Και όσα χρό­νια κι αν πε­ρά­σουν... ο ανα­γνώ­στης του βι­βλί­ου ή ο θε­α­τής της ται­νί­ας έχουν «ζή­σει» με την εν­θυ­μη­τι­κή δύ­να­μη της αφή­γη­σης αυ­τό που συ­νέ­βη, την ιστο­ρι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα· και μπο­ρούν να την κα­τα­λά­βουν, να την κά­νουν δι­κή τους και να κλά­ψουν για τη δυ­στυ­χία που προ­κά­λε­σε το Κα­κό. Η λο­γο­τε­χνία μπο­ρεί να εί­ναι ένα όπλο ενά­ντια στη λή­θη.
Τρί­το. Ο έρω­τας, μια δια­φυ­γή; Δεν το βλέ­πω έτσι. Ο έρω­τας υπο­θέ­τει μια επι­θυ­μία δέ­σμευ­σης προς τον άλ­λον άν­θρω­πο πα­ρό­λο που εί­ναι πο­λύ δύ­σκο­λο για τον Αντριά να φτά­σει στο ση­μείο να πει­στεί γι’ αυ­τήν την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Οι στιγ­μές έλ­λει­ψης επι­κοι­νω­νί­ας ανά­με­σα στη Σά­ρα και τον Αντριά με έκα­ναν να υπο­φέ­ρω πο­λύ ενώ τις έγρα­φα.

  • Γρά­ψα­τε ένα εξαι­ρε­τι­κά πε­ρί­πλο­κο μυ­θι­στό­ρη­μα. Δεν πρό­κει­ται μό­νο για τη σω­ρεία των πα­ρα­πο­μπών του, που ανα­κι­νούν ολό­κλη­ρες βι­βλιο­θή­κες, αλ­λά και για τις δύ­σκο­λες αφη­γη­μα­τι­κές τε­χνι­κές του, που απαι­τούν έναν πο­λύ συ­γκρο­τη­μέ­νο και μο­νί­μως σε εγρή­γορ­ση ανα­γνώ­στη. Με βά­ση αυ­τά τα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά, πώς εξη­γεί­τε τη διε­θνή του επι­τυ­χία;

Διό­τι πι­στεύω ότι ο ανα­γνώ­στης εί­ναι έξυ­πνος και μπο­ρείς να του ζη­τή­σεις προ­σο­χή. Πρέ­πει όμως να έχει κά­ποιος την ικα­νό­τη­τα να του προ­σφέ­ρει στοι­χεία που να έχουν να κά­νουν με την πλο­κή και το στυλ ώστε να του χρη­σι­μεύ­σουν σαν καλ­λι­τε­χνι­κό ερέ­θι­σμα και, ίσως, σαν αφορ­μή για σκέ­ψη... Ξέ­ρω ότι υπάρ­χουν χι­λιά­δες απαι­τη­τι­κοί ανα­γνώ­στες, που απαι­τούν κεί­με­να που να τους κά­νουν να συλ­λο­γι­στούν και να σκε­φτούν, που δεν συμ­βι­βά­ζο­νται στο να περ­νούν τον χρό­νο τους με εκεί­να τα άθλια προ­γράμ­μα­τα που υπάρ­χουν σε αρ­κε­τές τη­λε­ο­ρά­σεις. Ανα­γνώ­στες που δεν συμ­βι­βά­ζο­νται με το να δια­βά­ζουν το προ­φα­νές αλ­λά ψά­χνουν κεί­με­να που να τους κά­νουν να στο­χα­στούν. Επει­δή εί­μαι ανα­γνώ­στης, ξέ­ρω ποια εί­ναι τα γού­στα πολ­λών ανα­γνω­στών. Δεν εί­ναι έτσι όλοι όσοι ανοί­γουν ένα βι­βλίο, σύμ­φω­νοι. Αλ­λά δεν μπο­ρού­με να στα­μα­τή­σου­με να εξη­γού­με και να γρά­φου­με χω­ρίς να εν­δια­φε­ρό­μα­στε για το επί­πε­δο των ανα­γνω­στών.

  • Πώς συ­γκε­ντρώ­σα­τε το τε­ρά­στιο βι­βλιο­γρα­φι­κό υλι­κό σας και, κυ­ρί­ως, με ποιον τρό­πο υπο­τά­ξα­τε ένα τό­σο αχα­νές, εγκυ­κλο­παι­δι­κό υλι­κό στους κα­νό­νες της μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κής αφή­γη­σης; Πώς με­τα­τρέ­πε­ται η εγκυ­κλο­παί­δεια σε ζω­ντα­νή, αν­θρώ­πι­νη ιστο­ρία, πώς με­τα­μορ­φώ­νε­ται ένας γνω­στι­κός θη­σαυ­ρός σε λο­γο­τε­χνία;

Εί­ναι δύ­σκο­λο να απα­ντή­σω σ’ αυ­τήν την ερώ­τη­ση. Η κυο­φο­ρία του Confiteor ήταν πο­λύ αρ­γή και συ­χνά χρειά­στη­κε να ψά­ξω αρ­κε­τά ποι­κί­λο υλι­κό. Το έκα­να, με στιγ­μιαίο και συ­νε­χή τρό­πο, αλ­λά μό­νο όταν εί­χα την ανά­γκη. Όχι ότι πριν να ξε­κι­νή­σω το μυ­θι­στό­ρη­μα συ­γκέ­ντρω­να πλη­ρο­φο­ρί­ες για «όλα». Όταν αρ­χί­ζω ένα μυ­θι­στό­ρη­μα δεν σκέ­φτο­μαι τις πη­γές που θα χρεια­στώ. Αυ­τό που κά­νω εί­ναι να δη­μιουρ­γώ χα­ρα­κτή­ρες που με συ­νο­δεύ­ουν στο τα­ξί­δι που αρ­χί­ζω. Και όταν βρε­θώ σε ένα σκο­τει­νό ση­μείο που οφεί­λε­ται στην άγνοιά μου, βρί­σκω πλη­ρο­φο­ρί­ες πά­νω σ’ αυ­τό και μό­νο πά­νω σ’ αυ­τό και συ­νε­χί­ζω να γρά­φω· αν βρω ξα­νά ένα σκο­τει­νό ση­μείο, βρί­σκω ξα­νά πλη­ρο­φο­ρί­ες. Και συ­νε­χί­ζω να γρά­φω. Δεν θα μπο­ρού­σα να συ­γκε­ντρώ­σω πλη­ρο­φο­ρί­ες εκ των προ­τέ­ρων για το «σύ­νο­λο» του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος για­τί πο­τέ δεν σχε­διά­ζω το μυ­θι­στό­ρη­μα που θα γρά­ψω και γι’ αυ­τό δεν μπο­ρώ να ξέ­ρω ποιο εί­ναι αυ­τό το «σύ­νο­λο». Δί­νω προ­τε­ραιό­τη­τα στην αφή­γη­ση που με­γα­λώ­νει μέ­σα μου, γρά­φω, όπως θα έλε­γε κα­νείς, στα τυ­φλά, και κά­θε φο­ρά που βλέ­πω ότι μου λεί­πουν πλη­ρο­φο­ρί­ες, ένα όνο­μα, μια επα­νερ­μή­νευ­ση... τό­τε στα­μα­τάω τη μη­χα­νή, το επι­λύω και συ­νε­χί­ζω να αφη­γού­μαι την ιστο­ρία του Αντριά, του βιο­λιού, της Σά­ρα, του... Όταν γρά­φω ένα μυ­θι­στό­ρη­μα πο­τέ δεν ξέ­ρω τι θα εί­ναι και πώς θα τε­λειώ­σει: αρ­χί­ζω να γρά­φω στα τυ­φλά, ωθού­με­νος από «την επι­θυ­μία να αφη­γη­θώ». Αυ­τό που με εν­δια­φέ­ρει εί­ναι να δια­μορ­φώ­σω συ­νε­κτι­κούς χα­ρα­κτή­ρες που να έχουν ηθι­κό βά­θος, που να σκέ­φτο­νται, που να εί­ναι αντι­φα­τι­κοί, που να ξέ­ρουν να κλά­ψουν, να γε­λούν· να εί­ναι μάλ­λον δει­λοί και κά­ποιες φο­ρές θαρ­ρα­λέ­οι...

  • Το Κα­κό ανα­λαμ­βά­νει πρω­τα­γω­νι­στι­κό ρό­λο και σε ένα άλ­λο μυ­θι­στό­ρη­μά σας, τις Φω­νές του πο­τα­μού Πα­μά­νο. Θα συ­σχε­τί­ζα­τε τα δύο βι­βλία και, γε­νι­κό­τε­ρα, ποιες εί­ναι οι γραμ­μές που συν­δέ­ουν το Confiteor με την προη­γού­με­νη λο­γο­τε­χνι­κή πα­ρα­γω­γή σας;  


    Αν για να γρά­ψω το Confiteor χρειά­στη­κα οκτώ χρό­νια, για να γρά­ψω τις Φω­νές του πο­τα­μού Πα­μά­νο χρειά­στη­κα επτά και δύο μή­νες. Ήταν κι αυ­τό ένα μυ­θι­στό­ρη­μα μα­κράς κυο­φο­ρί­ας. Όλα τα μυ­θι­στο­ρή­μα­τά μου εί­ναι αρ­γής και μα­κράς κυο­φο­ρί­ας. Γι’ αυ­τό δεν μπό­ρε­σα να γρά­ψω αρ­κε­τά. Απα­ντώ­ντας όμως στην ερώ­τη­ση, πρέ­πει να πω ότι και τα δύο μυ­θι­στο­ρή­μα­τα εί­ναι συν­δε­δε­μέ­να και προ­έρ­χο­νται από μια συλ­λο­γή με δι­η­γή­μα­τα του 2000 που ονο­μά­ζε­ται Viatge d’hivern και που ακό­μη δεν έχει με­τα­φρα­στεί στα ελ­λη­νι­κά. Η ιδέα της πι­θα­νό­τη­τας του ελέγ­χου των αφη­γη­μα­τι­κών χώ­ρων όλων των δι­η­γη­μά­των κά­νο­ντας τους χα­ρα­κτή­ρες και τα αντι­κεί­με­να ενός δι­η­γή­μα­τος να μπαί­νουν στον κό­σμο μιας άλ­λης αφή­γη­σης, με κά­νει να νιώ­θω σαν κά­ποιου εί­δους θε­ός που ελέγ­χει κό­σμους που με­τα­ξύ τους μπο­ρεί να μη σχε­τί­ζο­νται για­τί τους χω­ρί­ζει ένας αιώ­νας από­στα­ση... που απο­κτούν όμως σχέ­ση χά­ρη στη δι­κή μου πα­ρέμ­βα­ση.
    Όταν ει­σχώ­ρη­σα στον κό­σμο των Φω­νών του πο­τα­μού Πα­μά­νο επι­κε­ντρώ­θη­κα, κυ­ρί­ως, σε ση­μεία της επο­χής με­τά τον εμ­φύ­λιο ισπα­νι­κό πό­λε­μο (1936-1939) που, ακό­μα κι αν φαί­νε­ται ψέ­μα­τα, ακό­μη δεν έχει κλεί­σει τις πλη­γές που προ­κλή­θη­καν, αφού στην Ισπα­νία δεν υπήρ­ξε κα­νέ­νας νό­μος που να βά­ζει τε­λεία στον θά­να­το του δι­κτά­το­ρα Φράν­κο. Οι ήρω­ες του φραν­κι­σμού βρί­σκο­νται ακό­μη στην εξου­σία. Σκε­φτεί­τε ότι τα πράγ­μα­τα που δι­η­γού­μαι στις Φω­νές του πο­τα­μού Πα­μά­νο, που το­πο­θε­τώ σε ένα μι­κρό χω­ριό στα Πυ­ρη­ναία, σε μια ορει­νή πε­ριο­χή της Κα­τα­λο­νί­ας στα σύ­νο­ρα με τη Γαλ­λία, πολ­λοί ανα­γνώ­στες μου έλε­γαν ότι αυ­τό εί­χε συμ­βεί και στο χω­ριό τους (που ήταν στη με­σο­γεια­κή ακτή ή στο κέ­ντρο της Κα­τα­λο­νί­ας...) Όμως ήδη εί­χα αρ­χί­σει να σκέ­φτο­μαι το Κα­κό, την επι­μο­νή των αν­θρώ­πων να κά­νουν κα­κό... Ήθε­λα να αφη­γη­θώ την ανε­ξή­γη­τη έλ­λει­ψη εν­συ­ναί­σθη­σης των σκλη­ρών αν­θρώ­πων προς τα θύ­μα­τά τους.
    Τώ­ρα, με­τά από τό­σα χρό­νια αφιε­ρω­μέ­να σ’ αυ­τούς τους τρεις τί­τλους που ανέ­φε­ρα, έχω εκ­δώ­σει ένα και­νούρ­γιο βι­βλίο με δι­η­γή­μα­τα με τί­τλο Quan arriba la penombra και το οποίο, δυ­στυ­χώς, ασχο­λεί­ται με θέ­μα­τα σχε­τι­κά με αυ­τό που λέ­με: πά­ντα με την αι­τία της ύπαρ­ξης του Κα­κού… Πα­ρε­μπι­πτό­ντως, στην αρ­χή του βι­βλί­ου υπάρ­χει ένα από­φθεγ­μα του Έλ­λη­να Εμ­μα­νου­ήλ Ρο­ΐ­δη: «Σέ­βο­μαι τους νε­κρούς, κι όταν ακό­μα εί­ναι ζω­ντα­νοί».
    Και απα­ντώ­ντας την ερώ­τη­σή σας, μπο­ρώ να πω, για να ολο­κλη­ρώ­σω, ότι κά­θε και­νούρ­γιο βι­βλίο έχει ένα χρέ­ος προς τα άλ­λα βι­βλία που έχω γρά­ψει. Πά­ντα εί­χα αυ­τήν την αί­σθη­ση. Το Viatge d’hivern δεν θα μπο­ρού­σε να υπάρ­χει χω­ρίς να έχει γρα­φτεί Η σκιά του ευ­νού­χου, του 1996. Το Confiteor (2011) δεν θα υπήρ­χε αν δεν εί­χαν γρα­φτεί Οι φω­νές του πο­τα­μού Πα­μά­νο (2004).

    Η συνέντευξη με τον Ζάουμε Καμπρέ αναρτήθηκε στην ιστοσελίδα του Αθηναϊκού και Μακεδονικού Πρακτορείου Ειδήσεων (ΑΠΕ-ΜΠΕ) στις 9 Μαΐου 2017.

    ΒΡΕΙ­ΤΕ ΤΑ ΒΙ­ΒΛΙΑ ΤΟΥ Ζά­ου­με Κα­μπρέ ΣΤΟΝ ΙΑ­ΝΟ.

     

    αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: