Ο Ροΐδης στα Αφηγήματά του μας έχει χαρίσει έναν αξέχαστο χαρακτήρα, τη Λάμια, οικονόμο στο σχολείο οικοτροφείο «Ελληνικόν Λύκειον» του Χρήστου Ευαγγελίδη. Ο Ροΐδης φοίτησε εκεί από το 1849 έως το 1854. Το «Ελληνικόν Λύκειον» ήταν στην Ερμούπολη της Σύρου, γεννήτρια πόλη του, εκεί δημοσιεύτηκε και το πρώτο του κείμενο.[1] Πιστεύω ότι τα χρόνια που πέρασε εκεί, κάτω από την αυστηρή και στοργική ματιά του Χρήστου Ευαγγελίδη ήταν καθοριστικά για τη διαμόρφωση του χαρακτήρα του. Ειρήσθω εν παρόδῳ, ήταν και πολύ καλός μαθητής. Ο Ροΐδης δεν μας δίνει το πραγματικό όνομα της Λάμιας ,αλλά μόνο το παρατσούκλι της. Η Λάμια «πατρίδα είχε την Ύδραν και ηλικίαν φθινοπωρινήν. Αλβανή προφανώς το γένος, με ανάστημα δίπηχυ και ώμους αχθοφορικούς, ωμοίαζε Λιάπην γυναικοφορεμένον», και συμπληρώνει την περιγραφή της: «τα χείλη της αντί να είναι ρόδινα είχαν ικανώς πυκνόν μύστακα υπεράνω αυτού. Ουδ’ ήτο χαριέστερος του προσώπου της γεροντοκόρης ο χαρακτήρ». Αυτό μας φτάνει. Την έχουμε συγχωρέσει που έδινε στους οικότροφους μαθητές να φάνε μπαγιάτικο ψωμί, που το έκρυβε «εις υψηλόν ερμάριον επί τρεις ή τέσσαρας ημέρας […] ευλόγως παρατηρούσα ότι τρώγεται πολύ ολιγότερος άρτος όταν είνε ξηρός». Αλλά δεν την έχουμε συγχωρέσει ποτέ, κι ας είμαστε φιλόζωοι ή μη, με τον τρόπο που σκότωσε τη γάτα Σεμίρα, για να ξεσπάσει τα νεύρα της στην όχι και τόσο αθώα γάτα που πλήρωσε με τη ζωή της μια σκανταλιά των συμμαθητών του Ροΐδη.
Η Λάμια, ο Μανωλάκης ο Παριανός ή Κυρά Μαρία (Παρενδυσία υπηρετών)
Στο υπηρετικό προσωπικό του «Ελληνικού Λυκείου» υπήρχε και ένας άλλος υπηρέτης πολύ χαρακτηριστικός, ο Μανωλάκης ο Παριανός ή η κυρά Μαρία, για τον οποίο δυστυχώς δεν έγραψε κάτι ο Ροΐδης. Ο Μανωλάκης ο Παριανός εμφανίζεται δυο φορές στο ημερολόγιο του Χρήστου Ευαγγελίδη:[2] «είναι Κωλέττης κατά την φράσιν των Μυκονίων. Κωλέττης δε μεθερμηνευόμενον, ανήρ επιτηδευόμενος ευτυχώς εις γυναικείας εργασίας». Στην αρχή όταν διάβασα τον προσδιορισμό Κωλέττης εσφαλμένα πίστεψα ότι Κωλέττης αναφέρεται σε βρακοφόρο, ροπαλοφόρο, τραμπούκο, υποστηρικτή του πολιτικού και πλειστάκις πρωθυπουργού Ιωάννη Κωλέττη. Σε κανένα από το λεξικά που ερεύνησα δεν βρήκα το αντίστοιχο λήμμα, μόνο στο λεξικό του Στέφανου Α. Κουμανούδη Συναγωγή Νέων Λέξεων, υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων υπάρχουν τα λήμματα Κωλετικός: (κυβέρνησις), -Φίλος του λαού. Κωλεττισταί: οι της πολιτικής μερίδος του Ιω. Κωλέττη πρωθυπουργού αποθανόντος τω 1847. Αλλά πολύ απέχουν από την ερμηνεία που δίνει ο Ευαγγελίδης. Δεν έχω ερευνήσει κάποιο λεξικό με την διάλεκτο της Μυκόνου να δω αν υπάρχει εκεί το αντίστοιχο λήμμα ή αν είναι μια εφεύρεση του Ευαγγελίδη, γιατί σαν αυστηρός χριστιανός προτεσταντικής ηθικής της Σύρου αποστρέφονταν τους Μυκονιάτες και ειδικά τις Μυκονιάτισσες, οι οποίες «μετέρχονταν ψιμυθίου» και κυκλοφορούν στους δρόμους. Κωλέττης δηλαδή αναφέρεται σε άντρες που δουλεύουν σαν υπηρέτριες σε σπίτια και είναι ντυμένοι με γυναικεία ρούχα. Η παρενδυσία τους παίρνει το όνομα της από τον πολιτικό της εποχής, τον άνθρωπο που εισήγαμε στην πολιτική ζωή της Ελλάδας τον όρο «Μεγάλη Ελλάδα», αλλά και γνωστό με τον τρόπο, μέσω της βίας των κουμπουροφόρων οπαδών του, να κερδίζει και να εκλέγεται.
Ο Ευαγγελίδης ειρωνεύεται αρκετά αυτόν τον υπηρέτη του, παρ’ ότι αναγνωρίζει ότι εργάζεται σκληρά όλη τη μέρα, αλλά το βράδυ, «κάμνει πολύωρον προσευχήν και πολλάς δεήσεις προς τον πανάγαθον πατέρα ημών. Συν τοις άλλοις δέεται του θεού και υπέρ του σκούφου αυτού! Λέγων "Θεέ μου φύλαξε και τον σκούφον μου" […] τον οποίον σκούφον δεν πιστεύω να ήθελεν ευρεθή άλλος άνθρωπος όσον και τόσον ρυπαρός να φορέση αυτόν». Αλλά ο Μανωλάκης ο Παριανός κάνει μια ακόμη εμφάνιση στο ημερολόγιο του αφεντικού του. Τον Μάιο του 1860 βρέθηκε στο ερημονήσι Ερημόμηλος ή Αντίμηλος ένα τομάρι τράγου με παράξενα χαρακτηριστικά. Είχε μεγάλα στριφτά κέρατα σαν σπαθιά και το τρίχωμά του έμοιαζε με ελάφι, αλλά είχε γένι σαν του τράγου. Οι χωρικοί το έφεραν και το έβαλαν στην αυλή της Μητροπόλεως της Σύρου και όλοι οι Συριανοί έτρεχαν να δουν αυτό το τερατόμορφο ζώο και νόμιζαν ότι ήταν ένας «κακοήθης καλόγερος» που, για να τιμωρηθεί, είχε μεταμορφωθεί σε τράγο από τον διάβολο! Αυτός που τρόμαξε περισσότερο απ’ όλους ήταν ο Μανωλάκης ο Παριανός, γιατί ίσως φοβήθηκε ότι είναι μεταμορφωμένος ο διάβολος, και ο Ευαγγελίδης ξενύχτησε κοντά του για να τον καθησυχάσει.
Μια τέτοια προσωπικότητα δεν μπορούσε να περάσει απαρατήρητη από τη μικρή κοινωνία της Ερμούπολης και από τη σατιρική εφημερίδα της Σύρου ο Εωσφόρος, η οποία του αφιέρωσε ένα ολόκληρο άρθρο, με τον τίτλο «Βίος Μανωλάκη Παριανού του επιλεγόμενου "Κυρά Μαρία"».[3] Σε αυτό το άρθρο έχουμε την πλήρη βιογραφία του Μανωλάκη. Είχε γεννηθεί στην Πάρο και αποφάσισε να ξενιτευτεί για να βρει καλύτερη τύχη, αλλά η βάρκα στην οποία επιβιβάστηκε για το ταξίδι έπεσε σε θαλασσοταραχή και σχεδόν έκανε δύο μέρες να φτάσει στη Σύρο. Κατά την διάρκεια της θαλασσοταραχής ο «Μανωλάκης [. . .] χωμένος εντός κοφίνου εν τω θαλαμίσκω του πλοιάρχου και σφίγγων δια μεν της μιας χειρός την φυλλάδα της αγίας επιστολής την οποίαν γείτων ιερεύς τω είχε χαρίσει ποτέ και δια της άλλης τεμάχιον εκ του ράσου του Παπουλάκου, εσταυροκοπείτο ορκιζόμενος αν ποτέ σωθή να μη πατήση πλέον τον πόδα του εντός πλοίου». Έτσι αποβιβάστηκε στη Σύρο και κράτησε τον όρκο του και δεν έφυγε ποτέ από εκεί. Όταν αποβιβάστηκε ο Μανωλάκης στο νησί ο Ευαγγελίδης τον αγόρασε για μια δραχμή και έγινε ο υπηρέτης του σπιτιού. Έκανε όλες τις γυναικείες δουλειές, έπλενε, σφουγγάριζε, πρόσεχε τα παιδιά και βέβαια όλες αυτές τις δουλειές τις έκανε φορώντας πάνω από τις βράκες του γυναικεία ρούχα και τσόκαρα. Πάντοτε υπήρχαν υποψίες για το φύλο του, γιατί εκτός από τα ρούχα του είχε και μια λεπτή φωνή. Μια μέρα ένας μεθυσμένος –μάλλον θα ήταν κάποιο στοίχημα μεταξύ των Ερμουπολιτών για να βεβαιωθούν για το φύλο του– τον άγγιξε στο ευαίσθητο σημείο και διαπίστωσε σε ποιο φύλο ανήκει. «Έκτοτε ο Μανωλάκης μένει παρά τω Ευαγγελίδη εκπληρών τα όσα προηγουμένως είπομεν σπουδαία καθήκοντα καθώς και τα επίσης σπουδαία, δηλ. να κουνά τα παιδιά εις την κούνια, να φασκιώνει και όλα όσα δύνανται ν’ αναδείξωσι τινα μίαν νησιώτισσαν σπουδαίαν υπηρέτριαν». Δυστυχώς το άρθρο του Εωσφόρου δεν μας λέει ποια χρονιά συνέβη η αποβίβαση του Μανωλάκη στην Σύρο και πόσο ετών ήταν τότε. Είναι πάντως σίγουρο ότι το 1860 δούλευε στο σπίτι του Ευαγγελίδη. Βέβαια πολλά σκάγια του Εωσφόρου προορίζονταν για τον Ευαγγελίδη, τον οποίο στολίζει με άλλη ευκαιρία.
Μένει η απορία αν ο Ροΐδης είχε γνωρίσει τον Μανωλάκη, όταν ήταν οικότροφος στο «Ελληνικόν Λύκειον» ή τον συνάντησε λίγο αργότερα σε κάποιο ταξίδι του στη Σύρο. Ο Ροΐδης είχε πολύ καλές σχέσεις με τον δάσκαλο του και μάλιστα σε ένα του ταξίδι, τον Φεβρουάριο του 1860 του έφερε το πρώτο του βιβλίο, τη μετάφραση «του Σιατωβριάν εν Ελλάδι». Ο Μανωλάκης τότε δούλευε στο σπίτι του Ευαγγελίδη. Βέβαια η παρενδυσία του Μανωλάκη του Παριανού βρίσκεται σε αρκετή απόσταση από την παρενδυσία της Πάπισσας Ιωάννας, αλλά δεν μας εμποδίζει ίσως να φανταζόμαστε πως όταν ο Ροΐδης έντυνε την ηρωίδα του με ανδρικά ενδύματα, ίσως σκεφτόταν και τον υπηρέτη των σχολικών του χρόνων ντυμένο με γυναικεία ρούχα.
Βίος Μανωλάκη του Παριανού του επιλεγόμενου «Κυρά Μαρία»
—————————— ≈ ——————————
Γράφοντες εις το παρελθόν φύλλον την βιογραφίαν του Λούρου,
εσκεπτόμεθα αν πρέπη να εξακολουθήσωμεν βιογραφούντες και άλλα πρόσωπα
απολαμβάνοντα δημοτικότητος, ούτως, ειπείν, ενταύθα.
εσκεπτόμεθα λοιπόν πόθεν ν’ αρχίσωμεν τας βιογραφίας ταύτας ότε προχθές
έν τινι συναναστροφή ο «Εωσφόρος» ηρωτήθη περί Μανωλάκη του επιλεγόμενου
«Κυρά Μαρία».
Τις ο Μανωλάκης ή η Κυρά Μαρία ίσως ερωτήση τις τον έξω αναγνωστών
μας, διότι αμφιβάλλομεν αν υπάρχη Συριανός μη γνωρίζων τον
αρσενικοθήλυκον υπηρέτην του Ευαγγελίδου.
Ο Μανωλάκης εγένετο άλλοτε αντικείμενον σπουδαίας ομιλίας, οποόον
δηλ. το φύλον του, και οι μεν έλεγον ότι … αλλά καλόν, νομίζομεν, να μη
εκτεινώμεθα διότι φοβούμεθα μη, καταγγελλόμενοι ως ασχημολογούντες,
πάθωμεν όσα και οι συνάδελφοι Ζαννής και Ρεμπάκος, οίτινες μόλις χθες
απελύθησαν των φυλακών, όπου ο μεν Ζαννής ετραγώδησεν όσα τραγώδια
εγνώριζεν από παιδικής ηλικίας, ο δε Ρεμπάκος είπεν όλα τα παραμύθια όσα
ήξευρεν· έλεγον λοιπόν οι μεν ότι ο Μανωλάκης είναι ανήρ, άλλοι δε ότι
είναι γυνή, εβεβαιώθησαν δε περί του φύλου του αφ’ ότου μεθυόμενος τις
ευρών αυτόν πηγαίνοντα ίνα απλώση ασπρόρουχα και νομίσας αυτόν
υπηρέτριαν ηθέλησε να ασχημονήσει δια χειραψιών, ήγγισεν όμως δια της
χειρός του κάτι το οποίον μη περιμένων να εύρη παρά τη υπηρετρία ταύτη, ηναγκάσθη να τραπή εις φυγήν.
Αλλά διατί του Μανωλάκη το φύλον να γίνη αντικείμενον ομιλίας και όχι άλλου τινός;
Ο Μανωλάκης ή η Κυρά Μαρία είναι υπηρέτης εις του Ευαγγελίδου,
πλύνει, ζυμώνει, σφογγαρίζει, ράπτει, μαγειρεύει και εν ολίγοις κάνει
όλας τας γυναικείας υπηρεσίας· είναι ενδεδυμένος τα Ρωμέϊκα, κατά το
λέγειν του, δηλ. είναι βρακοφόρος , αλλά τούτο δεν τον εμποδίζει του να
ρίπτη κάποτε άνωθεν των βρακίων φόρεμα τι γυναικείον αποφόριον· φορεί
τσοκόκαρα όταν σφογγαρίζη, ομιλεί και τραγωδεί με λεπτήν φωνήν ως γυνή.
Προχθές είδομεν τον Μανωλάκην δρομαίως εξερχόμενον της οικίας του κ.
Ευαγγελίδου –Πού πας Μανωλάκη; τον ηρώτησεν ο Εωσφόρος. –Άφησέ με,
καϋμένε, κ’ έχομεν μπουγάδα και δεν έχω καμμιά να μου βοηθή. Τούτο το
«άφησέ με καϋμένε» δεν νομίζει κανείς ότι το λέγη υπηρέτρια την οποίαν
μεθυσμένος βρακοφόρος πειράζει καθ΄ οδόν;
Αλλ’ εν τούτοις ο Μανωλάκης θα έχη βεβαίως πατρίδα, πατέρα, μητέρα,
διότι σήμερον δεν είναι πλέον η εποχή κατά την οποίαν οι άνθρωποι
εφύτρωναν εις την γην ως ρεπάνια όπως οι αυτόχθονες Αθηναίοι, ούτε οι
θεοί πλέον γεννώσιν εκ των κεφαλών των ή εκ των μηρών των, αλλ’ οι
άνθρωποι γεννώνται από πατέρα και μητέρα.
Ποία λοιπόν η πατρίς και οι γονείς του θέλομεν ιδεί κατωτέρω.
Εν αρχή της βιογραφίας Φραντζέσκου του Λούρου ελέγομεν ότι πολλαί
πόλεις θα φιλονεικήσωσιν επιθυμούσαι πάσαι να έχωσι αυτόν τέκνον:
τοιούτον όμως δεν θέλει συμβή προκειμένου περί Μανωλάκη του επιλεγόμενου
«Κυρά Μαρία».
Ο Μανωλάκης πατρίδα έσχεν άνευ συζητήσεων την ιστορικήν νήσον του
Αιγαίου πελάγους Πάρον, την λέγομεν δε ιστορικήν διότι ενώπιον αυτής και
μόνης κατεσυντρίφθη η Αθηναϊκή δύναμις ολόκληρος υπό την αρχηγίαν του
Μιλτιάδου και διότι μετέσχε των Μηδικών αποστείλασα τριχαντήριον
πλοιαρχούμενον, καθώς λέγουσι σπουδαία επί περγαμηνής έγγραφα, υπό τίνος
προγόνου του Μανωλάκη. Την Πάρον ωνόμασαν με διάφορα επίθετα οι αρχαίοι
συγγραφείς και ποιηταί, και ο μεν ωνόμασεν αυτήν οινοφόρον, ο δε
καλλιμάρμαρον, τέλος δε ο Βιργίλιος ίνα φανή ότι είναι ποιητής ωνόμασεν
αυτήν Niuosam δηλαδή χιονισμένην, ως αν εις το γλυκύ των Κυκλάδων κλίμα
ήναι δυνατόν, όπως τω απέδειξε σύγχρονος συμπολίτης μας ποιητής, να
υπάρξωσι χιόνες· αλλ’ ως γνωστόν, εις τους ποιητάς επιτρέπεται να λέγωσι
τα πάντα, ποιητική, εννοείται, αδεία, και ο μεν σήμερον ονομάζει την
Πάρον χιονισμένην, ο άλλος την Σύρον οινοπληθή, εύμηλον και τα λοιπά, ο
άλλος έρχεται κατόπιν και σοι λέγει ως να ήσαι χωροφύλαξ –τρέχα από
’πίσω από την Μούσα μου διότι μοι έφυγε– άλλος δε σοι λέγει –είσαι βλάξ
και γρανίτης δηλ. πέτρα– και γιατί παλληκάρι μου τον ερωτάς; – διατί;
διότι ποτέ σου δεν ηράσθης. και όλα αυτά διότι είναι ποιητής
δηλαδή θεοπάλαβος…, αλλ’ ομιλούντες περί των επιθέτων της πατρίδος του
Σκόπα, Αρχιλόχου, Μανωλάκη, «της κυρά Μαρίας» εκάμαμεν, τοσούτον μεγάλην
παρέκβασιν.
Ο Μανωλάκης λοιπόν έσχε πατρίδα άνευ συζητήσεως την καλλιμάρμαρον
Πάρον, εγεννήθη υπό γονέων ευσεβών του Μιχάλη και της Μαρουλιώς, και
μετά του μητρώου γάλακτος εθήλασε τα νάματα της ορθοδοξίας, όπως θα
έλεγεν επικήδειος τις ρήτωρ εκφωνών λόγον πληρωθέντα, –να λέγωμεν την
αλήθειαν– αντί ενός δεκαδράχμου· εκ παιδικής ηλικίας αμέσως εννόησε το
περιωρισμένον της πατρίδος του και εσκέπτετο ίνα εύρη που στάδιον
ευρύτερον όπου δια της μεγαλοφυΐας του ηδύνατο και εαυτώ και τη πατρίδι
να φανή χρήσιμος. Αμ’ έπος, λοιπόν, αμ’ έργον. Αφού ησπάσθη την χείρα
των σεβαστών γονέων του και το πρόσωπον ή δεν ηξεύρομεν, τι άλλο,
του πρωτοτόκου αδελφού Θεμιστοκλή, εισήλθεν εντός καϊκίου φορτωμένου
αυγά και αρνία δια το Πάσχα και εκίνησε δια την νέαν του πατρίδα· αλλά
καθ’ οδόν τρικυμία φοβερά κατέλαβε το πλοίον, πάντες δε οι εν αυτώ υπό
τρόμου κατελήφθησαν επί τη θέα του κινδύνου, ο Μανωλάκης δε τότε,
χωμένος εντός κοφίνου εν τω θαλαμίσκω του πλοιάρχου και σφίγγων δια μεν
της μιας χειρός την φυλλάδα της αγίας επιστολής την οποίαν γείτων ιερεύς
τω είχε χαρίσει ποτε και δια της άλλης τεμάχιον εκ του ράσου του
Παπουλάκου, εσταυροκοπείτο ορκιζόμενος άν ποτε σωθή να μη πατήση πλέον
τον πόδα του εντός πλοίου · επί τέλους δε μετά δύο ημερών κινδυνώδη
πλουν το πλοίον εισήρχετο εν τω λιμένι μετά του φορτίου του δηλαδή 23
αρνίων, του Μανωλάκη και 2 κοφίνων αυγὠν.
Άμα το πλοίον εισήλθεν εν τω λιμένι μεσίτης τις επέβη αυτού ίνα
παρατηρήση τα εν αυτώ εμπορεύματα, αλλά τα μεν αρνία ήσαν όλως διόλου
άνευ κρέατος, τα αυγά κλούβια τα περισσότερα, μόνος δε ο Μανωλάκης
εφαίνετο εξ όλων των εμπορευμάτων υγιέστερος. Τούτον λοιπόν αμέσως
αγρεύσας ωδήγει προς την οικίαν του ότε καθ’ οδόν ο Ευαγγελίδης
απαντήσας αυτών και τοσούτον θελχθείς εκ του σεμνού βαδίσματος δια
παρακλήσεων έπεισε τον οδηγούντα αυτόν ίνα τω παραχωρήση, όπερ, μετά
δυσκολίας και μόλις τη επεμβάσει μιας δραχμής, κατωρθώθη.
Έκτοτε ο Μιχαλάκης μένει παρά τω Ευαγγελίδη εκπληρών τα όσα
προηγουμένως είπομεν σπουδαία καθήκοντα καθώς και τα επίσης σπουδαία,
δηλ. να κουνά τα παιδιά εις την κούνια, να φασκιώνει και όλα όσα
δύνανται ν’ αναδείξωσι τινα μίαν νησιώτισσαν σπουδαίαν υπηρέτριαν.
(Eφ. Εωσφόρος, εφημερίς ευτράπελος και ποικίλη, Ερμούπολις, αρ. 16, 30.1.1875. «Εκδίδοται άπαξ της Εβδομάδος». Υπεύθυνος συντάκτης Γεώργιος Φιλιππίδης)
- Λάμπρος Βαρελάς, «Η πρώτη δημοσίευση του Εμμανουήλ Ροΐδη», Athens Review of Books, τχ. 93 (Μάρτιος 2018) 14-18.
- Αντώνης Λ. Σμυρναίος, Μιχαήλα Καραμπίνη-Ιατρού, Σμάτη Γεμενετζή-Μαλαθούνη, επιμέλεια χειρογράφου Έλλη Μαρμαρά, Νυχτερινά Σκαλαθύρματα. Το συριανό ημερολόγιο του Μακεδόνα εκπαιδευτικού Χρήστου Ευαγγελίδη, Θεσσαλονίκη, Σταμούλης, 2019, σσ. 140-141 και 180-181.
- Εωσφόρος [Σύρου],αρ. 16 (30.1.1875).