Στο πρώτο του βιβλίο ποίησης Αντιστροφή (Ηριδανός 2019) ο Ηλίας Λιατσόπουλος μάς δίνει 30 ποιήματα ποικίλων μορφών—ομοιοκατάληκτα, οπτικά, πεζά, ελευθερόστιχα—και διαφοροποιημένου ύφους, υποδεικνύοντας συγγραφική ευελιξία. Το βιβλίο χωρίζεται σε τρεις αλληλένδετες ενότητες(Αντικείμενα, Γραφές, Τα σημεία), οι οποίες μεταξύ άλλων παραπέμπουνστη γλώσσα, τη (συγ)γραφή αλλά και την τυπογραφία. Η τυπογραφική ταυτότητα του βιβλίουείναι καίριας σημασίας στην Αντιστροφή. Τα σημεία στίξεως αποκτούν ιδιαίτερη θέση στο ποιητικό αυτό σώμα. Συνιστούν ένανάλλο κώδικα, πέραν του αλφαβήτου, ο οποίος λειτουργεί εκ παραλλήλου με εκείνο, χωρίς ωστόσο να είναι το ίδιο σαφής∙τα σημεία στίξεως μοιάζουν να λειτουργούν σαν σήματα − κινδύνου ή αφετηρίας ή συνέχειας: μιας Αντι-Στροφής (με τους συνειρμούς για το σεφερικό διακείμενο να προκύπτουν αβίαστα) και ίσως μιας (αέναης) Επι-Στροφής.
Στην πρώτη ενότητα (Αντικείμενα) τα«Κλειδιά» και τα «Οχήματα»των ομώνυμων ποιημάτωνδίνουν το σήμα ενός οντολογικού γρίφουμε τυπογραφικές συμβάσεις ηλεκτρονικού/συνθηματικού λόγου: «δείχνουν stoadinato / πώς τίκτονται / κι απέρχονται / οι ποιητές /».Τα σήματα-σημείαδίνουν ώθηση στα ποιήματα-αντικείμενα: ένα σονέτο «όλο σχίζεται» και πετά «στη δίνη τον ποιητή» κατά την πορεία αναζήτησης του ρυθμού – του ποιητικού και του κοσμικού. Ήδη από αυτό το δεύτερο ποίημα της συλλογής, με τίτλο «Σονέτο δεύτερο ή πώς γυρίζει», ο ρυθμόςσυντονίζεται με τον υψηλό —σολωμικό— τρόπο, αλλά όχι μόνο με αυτόν. Γράφοντας στο ίδιο ποίημα «μα κάθε φως κυοφορεί μια κάποια δύση / σαν βρω το μέτρο που θα φέγγει με ρυθμό / το έσω ρήγμα μου απ’ τον κόσμο για να σβήσει», ο Λιατσόπουλοςδείχνει μάλλον το βιζυηνικό «Φάσμα»: «Και από τότε που θρηνώ / το ξανθό και γαλανό / και ουράνιο φως μου, / μετεβλήθη εντός μου / και ο ρυθμός του κόσμου». Και συνεχίζοντας το ποιητικό (καιδιακειμενικό)[1] όραμα, αυτός ο αιώνιος ρυθμός του κόσμου, που θα σβήσει το όποιο ρήγμα/τραύμα/παρόν του ποιητή (και του ανθρώπου), θα είναι σαν το «ποίημα που δεν τελειώνει ποτέ_»,αυτόνομο και τρόπον τινά αυθαίρετο, με ενωμένες λέξεις, με συμμετρικές καθέτους και παρενθέσεις, με σημεία-σήματαενός κώδικα που αντιστρέφει συνεχώς την επικοινωνία, τη γλώσσα, τον κόσμο:
Σγουρά∙
Μαύρα/ ολόμαυρα
πλαγιασμένα σε τραπέζι […]
/ αναμένοντας /
σ’ εκείνο τοτραπέζι
πουποτέδενέσκυψε
το
ολόμαυρο
κεφάλι του
Στα
Το ποίημα είναι ένα κληροδοτημένο αντικείμενο, ένα «παιχνίδι / κατσουφιασμένο, άυλο, υστερικό / βγαλμένο από μιαν άλλη εποχή / κρυμμένο σ’ ένα ράφι», και μοιάζει να διεκδικεί, από ποιητή σε ποιητή, από βιβλίο σε βιβλίο, την υλικότητά του εν μέσω ενός κόσμου που ανατρέπεται και αντιστρέφεται. Καιείναι το ίδιο το ποίημα ένα θραύσμα στον κόσμο, ένα «Φραγκμέντο», μια δυνατότητα: είναι ακόμη (και πάντα)ζωντανό. Το ποίημα είναι αντικείμενο, αλλά και γραφήπροφητική, είναι και σημείο, όχι μόνο απέναντι στο σημαινόμενο, αλλά κυριολεκτικάένα σημείοκαμπής/πορείαςμιας (συνεχούς) ροής, ένα μόριο-σημείο-στοιχείο (τυπογραφικό), το αιώνιο διακύβευμα:
Να ρέει παν.τα τραγούδι διακαές
Ως απαρχή εξαίσια ιστορία
Και όταν τα χέρια αγνά εκτείνουν
Τα μόρια της απόστασης συνθλίβουν/[2]
Είναι όμως και παράγγελμα ή νουθεσία στη δεύτερη ενότητα (Γραφές), ακόμη και ενός εγκληματία (ή προδότη): «Μη με λερώνετε βρε παιδιά» λέει ο Γεώργιος Μαυρομιχάλης, βλέποντας «όλο τ’ Ανάπλι να κουνιέται πάνωθέ<του>» στο ποίημα «το γένος Μοροζίνι». Στις Γραφές αφήνουν τις παραινέσεις τους ως άλλοι πατέρες οι κληροδότεςποικίλων εμπόλεμωνκαταστάσεων (και άρα γεννητόρων, κατά τον παλαμικό ίσως τρόπο): από τον «Άχμερ», τον «μυθικό θεό του πολέμου», μέχρι τον Γεώργιο Μαυρομιχάλη, δολοφόνο του Ιωάννη Καποδίστρια, τον Αμερικανό στρατηγό ΛέοναρντΓουντ, αλλά και τον «Θεριστή», που «δρασκελίζει το έρημο ρυάκι» και αποθεώνει την κόλαση, μέχρι και τον Γεώργιο Βιζυηνό, ο οποίος βιώνει τον κοινωνικό πόλεμο στη γλώσσα και στον νου(«έργα και ημέραι του Γεώργιου Βιζυηνού»):
[…]
Άραις, Μάραις, Κουκουνάραις
κι όλο μού ’ταζαν δεκάρες
για να ομορφαίνω στίχους και στροφές
μα μες στο κύμα, την πλημμύρα, τις φωνές
καλέ Πλωτίνε μου κι εσύ
μαζί με όλα τ’ άλλα
γιατί δεν μου ’δωσες τη διδαχή
πως μες στην κάθε φυλακή
δήμιος και τρόφιμος μαζί
τόσο που συναθροίζονται
ουράνιο φως
κι όπως το λέγει κι ο λαός
/ όμοια ποθούν /
ο ένας είναι κι ο αυτός.
Έτσι, ο «μεγάλος» Βαρούχ Σπινόζα καλείται, στο ποίημα «Ο αόρατος Όγκος του εφήμερου», να γκρεμίσει τους ουρανούς του κόσμου και της όποιας ουσίας του/μας, υποδεικνύοντας μια βέβαιη αιώνια κατάσταση: το «τρέμουλο» της αγωνίαςγια τη γλώσσα/ύπαρξη, δηλαδή για τον ίδιο τον κόσμο, τη μόνη συνθήκη που οδηγεί στο ιερό —και θείο—άρρητο. Γιατί αλλιώς, «το ποίημα σαν δεν γράφεται θα αξιώνει λήθη» (του εαυτού του; του ποιητή του; του ανθρώπου;).[3]
Επομένως, στην ενότητα Τα σημεία (με άρθρο, σε αντίθεση με τις άλλες ενότητες∙ άρα: συγκεκριμένασημεία) ο ποιητήςσυνεχίζει τον διάλογο με όσους έχουν δώσει σήμα-σημείο για «να διαλύει τη γλώσσα /μια για πάντα»[4] προς την υπέρβαση,για την Αντιστροφήδηλαδή, το (μεταφυσικό) θαύμα ή τη (φυσική) καταστροφή «η γραφή να γέρνει/εκεί / που η ζωή / ποτέ / δεν πήγε».[5] Η τρίτη ενότηταέχει ως επιγραφή παραφρασμένη την τέταρτη στροφή από την Έβδομη Ωδή «Το Φάσμα» του Ανδρέα Κάλβου, σχηματίζοντας έναν τέλειαρευστό κύκλο (και όχι στέρεο τρίγωνο) οφειλών —Σολωμός-Κάλβος-Βιζυηνός—με ενσωματωμένο έναν (ρομαντικής εμπνεύσεως) στίχο του Λιατσόπουλου. Και η προγραμματική αυτή επιγραφή συμπυκνώνει τη στάση για μιαποίηση που ζει πάντα σαν ένα θαύμα, αλλά κείτεται σε στάση νεκρική, συνενώνοντας (και αντιστρέφοντας), στη μεταφυσική (γραφές, σημεία) και φυσική της (αντικείμενα) υπόσταση, την αγάπη και το αγκάθι,[6] τη ζωή και τον θάνατο:
φύσημα σήμερον ἐσήμανεν
σημεῖονσημαῖνον
θόρυβονσηκόνονται
φωναὶσυχναὶκαὶἀσήμαντοι
ὡςμακρὰνεἰςτὴν θάλασσαν/
το έργο τέχνης οφείλεται να κείτεται ως ένα θαύμα
Και πώς μένει ζωντανό το θαύμα;Με το «υπέρλαμπρο» ποίημα,[7] που δεν φέρει μόνο το ιδιωτικό συγγραφικό όραμα/τραύμα του «ποιητή «ουρανού και γης»[8] μιας ακατάπαυστης (υπέρ– μετά–) κοσμικής ροής και αέναης, ιερής μεταφοράς τωναντικειμένων, των γραφών και των σημείων, αλλά σημαίνει (και με τις δύο έννοιες) και «αλυχτά»τον κόσμο που αλλάζει και«ομοιάζει τον δράκοντα»,[9] δηλαδή το συλλογικό τραύμα/όραμα. Αυτό το αργά και σταθερά αποκαλυπτόμενοπολιτικό στίγμα του βιβλίου κορυφώνεται στο ποίημα «Πού να πουλήσω την εργατική μου δύναμη», όπου όλέγων, ό γράφων και όέχων την παρατήρησηζητούν να λυτρωθούνσυλλέγοντας, αντίστοιχα, ως άλλα σήματα, λήμματα, ποιήματα και χρήματα. «Το ποίημα έχασε τη σειρά, η ζωή του πήρε τη θέση / κι όσο οι σφαίρες διατρέχουν τους κορμούς / μπορεί να χάσω το κεφάλι μου / όπως οι τράπεζες τους οφειλέτες»[10] γράφει ο Λιατσόπουλος για την κοσμική (και ποιητική) δίνη. Ωστόσο, «Στην έρημη άκρη του δάσους» το χέρι ζητά, απλά και κατανοητά, «κι ένα σημάδι, ότι όλα καλά θα πάνε / ένα χάδι μες στην όλη απογοήτευση». Και μάλλον έτσι μένει ζωντανό στο θαύμα.