1.
Μετά από τέσσερα αξιοσύστατα πεζογραφήματα (τρεις συλλογές με διηγήματα και το μυθιστόρημα Ακόμα φεύγει), η Ευγενία Μπογιάνου επανέρχεται εν μέσω κορωναϊού με τη Φανή. «Δεν εκπέμπω γαλήνη, πληρότητα και υγεία; Σαν καινούρια δεν έγινα; Είμαι μια καινούρια. Μια καινούρια Φανή.»
Στο πρώτο μυθιστόρημά της, κεντρική γυναικεία φιγούρα ήταν η μεσήλικη, αποστεωμένη Αγλαΐα, μητέρα ενός φοιτητή του Πολυτεχνείου, που είχε κατηγορηθεί για τρομοκρατία. Στο δεύτερο, η Φανή είναι μια φοιτήτρια νέα, ζωντανή και πάλλουσα, μυαλό δυνατό, σύνθετο και απρόβλεπτο. Οι εκφράσεις της ─καίριες και αμείλικτες─, υιοθετούν το θυμωμένο ύφος και τον γρήγορο ρυθμό των συνομιλήκων της, οι σκέψεις της, όμως, και ο τρόπος που τις ξεδιπλώνει είναι διεισδυτικός και φιλοσοφημένος.
Στην Αθήνα του 2012, με προτάσεις σύντομες και τη γοητεία ενός λιτού και αβίαστου λυρισμού που τονίζει αντιθετικά την προφορικότητα και το ασθματικό ύφος της απεύθυνσης, η κεντρική ηρωίδα της Μπογιάνου προσπαθεί να επικοινωνήσει με τη Σουηδή συγγραφέα και βιολογική μητέρα της, πρόσωπο που γνωρίζει μόνο απ’ τις ελάχιστες εμφανίσεις του στο ΥοuTube. Απευθύνεται προς αυτήν, που της είναι ουσιαστικά άγνωστη, στόχος της, όμως, δεν είναι τόσο η απεύθυνση όσο η απόδραση. Με άλλα λόγια, δεν της στέλνει το μέιλ μόνο για να καλύψει ένα τραυματικό κενό, αλλά πρωτίστως, γιατί μέσ’ απ’ αυτό το κενό επιθυμεί να καλύψει δικά της χάσματα. Στον μακρύ μονόλογο που της απευθύνει, με τον σκεπτικισμό που αντιμετωπίζει τα πάντα γύρω της, κρίνει και τον πατέρα της, έναν χαμηλών τόνων αμφισβητία διανοούμενο της γενιάς του ’80, που έχει αναλάβει την ανατροφή της και είναι ο αποκλειστικός κηδεμόνας της.
«Στην ανάμνησή μου είναι ένας άνθρωπος που πονάει. Ζητάει κάτι που δεν μπορεί να πάρει. Ή θέλει να δώσει κάτι που κάποιος άλλος δεν θέλει να πάρει.»
Αιχμηρή, αυτοσαρκαστική και συχνά κυνική, δεν παύει να κρύβει μέσα της ένα πνεύμα που προσπαθεί να παραμείνει νηφάλιο κι ακριβοδίκαιο. Στο μυθιστόρημα της Μπογιάνου δεν υπάρχει μία μόνο ματιά, μία μοναδική Φανή. Υπάρχει η εξοργισμένη Φανή των Εξαρχείων, η εξωστρεφής φοιτήτρια που μετέχει ενεργά στις διαδηλώσεις και δεν διστάζει να προκαλεί τους φασίστες, η νεαρή που συχνά εμφανίζεται αμφίθυμη απέναντι σ’ εκείνους που βρίσκονται δίπλα της (τους φίλους και προπαντός τον πατέρα της, πρόσωπο που αγαπά βαθιά αλλά ταυτόχρονα δεν παύει ν’ αμφισβητεί), η Φανή που ενώ εξοργίζεται από την αδικία και τη βία των αστυνομικών ταυτόχρονα νιώθει να παραλύει από ερωτική επιθυμία για ένα άτομο που εμπλέκεται σε ρατσιστική επίθεση εναντίον κάποιου Πακιστανού, υπάρχει, όμως, και η εσωστρεφής, που από παιδί διαβάζει με πάθος λογοτεχνία και της αρέσει να κλείνεται με τις ώρες στο φοιτητικό της δωμάτιο και να διαλογίζεται, η έφηβη που έχει μάθει να σκέφτεται με τρόπο αποστασιοποιημένο και ταυτόχρονα πυρετώδη. Στη γραπτή της κατάθεση, γίνεται φανερό ότι ενώ ένα κομμάτι της ανήκει στον ευρύτερο χώρο της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς, ένα άλλο τη σπρώχνει σε επιλογές που προϋποθέτουν άλλου τύπου διεργασίες. Αντιμέτωπη με διλήμματα και μιαν αντιφατική καθημερινότητα, συχνά εμφανίζεται το ίδιο αινιγματική όσο και η απούσα μητέρα.
2.
Σε μια χώρα με πολλά αδιέξοδα, οικονομικά και πρωτίστως αξιακά, μια κοινωνία όπου όλα φαίνονται ρευστά και αποσαθρωμένα και ο πολιτικός λόγος αδυνατεί να αντιπαρατεθεί με σθένος στον παραλογισμό και την αυθαιρεσία, όπου ακόμη και η κοινή λογική δεν θα πρέπει να λαμβάνεται ως δεδομένη, τα πρόσωπα της Φανής, όπως κι εκείνων που την περιστοιχίζουν είναι αντικρουόμενα και τίποτα και κανείς δεν μπορεί να θεωρηθεί προβλέψιμος. Τον πρωτοπρόσωπο μονόλογό της διακόπτουν αλλεπάλληλα πισωγυρίσματα και απρόσμενες παρεκβάσεις, φωνές ανθρώπων που τη συναναστρέφονται καθημερινά και επαναληπτικά και άλλων που τη συναντούν σε κάποιο στιγμιαίο συναπάντημα, φιγούρες της μιας και μοναδικής συνάντησης, που ωστόσο καταφέρνουν να τη διαπεράσουν μεσ’ από τους δικούς τους παραμορφωτικούς καθρέφτες, τις δικές τους παρεμβολές, τους δικούς τους μονολόγους, αποκαλύπτοντας ή συσκοτίζοντας με διαφορετικό τρόπο, τόσο την ίδια όσο και το περιβάλλον της.
«(Περπατούσε λες και με τα πέλματά της θα άνοιγε τρύπες στο πεζοδρόμιο. Για τέτοια ορμή μιλάω. Για τέτοια φόρα. Πώς να μη σκεφτώ πως έφευγε για να γλιτώσει από κάτι; Πως κάτι την κυνηγούσε;[…])»
Η Φανή της Μπογιάνου δεν είναι μόνο η δαιδαλώδης και συγκρουσιακή έφηβη αλλά και μία προσωπικότητα πέρα για πέρα αληθοφανής, καθημερινή και γήινη. Ένας χαρακτήρας, που στην προσπάθειά του να καταλάβει και να υπερασπιστεί αυτά που πραγματικά πιστεύει για την πολιτική, την οικογένεια, τη φιλία, τον έρωτα και το σεξ, σύντομα θα έρθει σε διάσταση τόσο με τους οικείους του όσο και με τον εαυτό του. Ο πολυπλόκαμος μονόλογός της, με τις συχνές εναλλαγές και αντιπαραθέσεις, τις άλλοτε ελλειπτικές και άλλοτε λεπτομερείς διαπιστώσεις και αναλύσεις, συγκροτεί ένα πρισματικό σύνολο, ικανό ν’ αναδείξει και ν’ αποτυπώσει με ενάργεια τις ποικίλες όψεις και παραμέτρους του σύγχρονου κόσμου. Σωματικότητα, διαφορετικές εστιάσεις, ευρηματικότητα (στοιχεία και σχήματα γνωστά από τα προηγούμενα έργα της), σκληρός ρεαλισμός, καταιγιστικοί στοχασμοί, και μία ηχηρή απουσία (στο Ακόμα φεύγει ήταν η απουσία─παρουσία του νεαρού φοιτητή του Πολυτεχνείου, εδώ, εκείνη της Σουηδής μητέρας της Φανής), επιβεβαιώνουν τον στόχο της συγγραφέως να μιλήσει μέσ’ από αυτήν την κοπέλα με τρόπο άμεσο και ριζοσπαστικό. Σημαντικοί είναι και οι δομικοί και γλωσσικοί νεωτερισμοί στους οποίους προβαίνει, όπως για παράδειγμα, τα εμβόλιμα κείμενα με τις πρωτοπρόσωπες μαρτυρίες των τρίτων προσώπων (σε παρενθέσεις και πλάγια γράμματα), καθώς και οι αποσπασματικές προτάσεις της Φανής (με διαφορετική γραμματοσειρά), ένα είδος δηλώσεων συχνά αυτοαναιρούμενων, που σχηματίζουν ένα δεύτερο συμπαγές κείμενο μες το κυρίως κείμενο, ένα pattern σχεδόν σουρεαλιστικό και πλαγίως περιπαιχτικό, ευφυής συγγραφική πινελιά που ακυρώνει και την τελευταία διάθεση για μελό, ενώ ταυτόχρονα, αναδεικνύει το ταλέντο και την πρόθεση της συγγραφέως να συνεχίσει να πειραματίζεται και να μην αρκείται σε δοκιμασμένες στιλιστικές επιλογές.