Το 2019 εκδόθηκαν σε έναν τόμο κριτικά μελετήματα της ποιήτριας, μεταφράστριας και κριτικού Λύντιας Στεφάνου (εκδ. Σοκόλη), ικανοποιώντας ένα αιτούμενο και δίνοντας αφορμή να επανέλθουν προβληματισμοί σχετικά με την ποίηση που η Στεφάνου είχε ήδη θέσει με τα εκτενέστερα δοκίμια Το πρόβλημα της μεθόδου στη μελέτη της ποίησης (1972) και Γενικά και ειδικά για την ποίηση (1993). Όπως θα φανεί, είναι χρήσιμο και σκόπιμο ο παρών τόμος να συναναγνωστεί με τα παραπάνω έργα της.
Το βιβλίο ξεκινά με την εισαγωγή της Ξένης Σκαρτσή, με εργοβιογραφικά στοιχεία και έμφαση στο θεωρητική πλευρά της Στεφάνου, όλα στοιχεία απαραίτητα αλλά και μια αφορμή να ανατρέξουμε συνολικά στο έργο της Στεφάνου, το θεωρητικό και κριτικό μέρος του οποίου παραλληλίζεται, ως μέθοδος, με το ποιητικό και μεταφραστικό.
Τη δομή ορίζουν πέντε θεματικοί κύκλοι: για την ποίηση και τον ποιητή, την ποιητική παράδοση, τον μοντερνισμό και την ελληνική μεταπολεμική ποίηση, τη μετάφραση και τη σύγχρονη ποίηση –παρουσιάσεις ποιητών και βιβλιοκρισίες–. Με αυτήν την ταξινόμηση εξασφαλίζεται η ενότητα που θα τη διασπούσε η χρονολογική σειρά ενώ παρέχεται μια ολοκληρωμένη εικόνα των ζητημάτων που απασχόλησαν τη Στεφάνου, γιατί πράγματι αυτές είναι οι πτυχές του λογοτεχνικού φαινομένου στις οποίες επικεντρώνεται. Ακολουθεί μια συνέντευξη της ποιήτριας και ένα επετειακό κείμενό της για τα τριαντάχρονα του Συμποσίου Ποίησης και ο τόμος κλείνει με πέντε κριτικές επί του θεωρητικού έργου της.
Είναι αναγκαία η ποίηση και η ανάγνωσή της; Βρίσκεται σε κρίση; Πώς διαβάζεται; Με ποια κριτήρια ο κριτικός αξιοδοτεί τα έργα; Ποιος ονομάζεται ποιητής και ποια η θέση του; Είναι τα κύρια ερωτήματα που τίθενται. Παράλληλα, η ενασχόληση με θέματα/μοτίβα και με έργα συγκεκριμένων ποιητών βρίσκονται στην ενότητα «Ποίηση και παράδοση» όταν εξετάζεται π.χ. το επίθετο στον Κάλβο ή Ο Κρητικός του Σολωμού˙ επίσης, και ιδίως, στην ενότητα «Η σύγχρονη ποίηση». Τα μελετήματα που υπάγονται στο τμήμα «Μοντερνισμός και Ελληνική μεταπολεμική ποίηση» θέτουν γραμματολογικά ζητήματα, ιδίως στο εκτενές «Ελληνική μεταπολεμική ποίηση» αλλά και θέματα μοντερνισμού όπως το εξαιρετικό «Η υπερρεαλιστική “γιορτή” και το καρναβάλι του πιερότου. Ο μοντερνισμός από τον Λαφόργκ στον Έλιοτ και τον Σεφέρη. Μεταμοντέρνες προαισθήσεις του Λαφόργκ» και τα τρία κείμενα για τον Dylan Thomas, όπου αποδεικνύεται η ευρυμάθεια και οξύτητα των παρατηρήσεων και το συγκριτολογικό κριτήριο της Στεφάνου, όσα δηλαδή καλείται να διαθέτει ο σύγχρονος κριτικός.
Θα επικεντρωθώ εδώ στα κεφάλαια που περιστρέφονται γύρω από όρους και όρια σχετικά με την κριτική. Η τάση να εξασφαλιστεί η επιστημονικότητα χωρίς το κριτικό κείμενο να μείνει στη «χειρουργική δεινότητα» (από το Πρόβλημα της μεθόδου στη μελέτης της ποίησης) και χωρίς να αποστεώσει το προς κρίση ποιητικό έργο αποτελεί ένα από τα ζητούμενα, έκτυπο στα κείμενα του τόμου.
Τη Στεφάνου απασχολεί συστηματικά η μέθοδος με την οποία οφείλει πρωτίστως ο κριτικός να προσεγγίζει και δευτερευόντως ο αναγνώστης να κατανοεί και να απολαμβάνει την ποίηση. Ανοιχτό δεκτικό πνεύμα, γνώσεις, ευαισθησία είναι στοιχεία του κριτικού, όπως τα ορίζει στο «[Η κριτική της τέχνης και της λογοτεχνίας]». Ξεκινά βέβαια έχοντας ως γνώμονα τη δική της περίπτωση: οξυμένη ευαισθησία, ευρυμάθεια, μελέτη, εμπειρία.
Λύντια Στεφάνου, «Κριτικές μελέτες και σημειώματα»
Λύντια Στεφἀνου, «Κριτικές μελέτες και σημειώματα», Εισαγωγή-επιμέλεια: Ξένη Σκαρτσή, Σοκόλης 2019
Μια ενδιαφέρουσα παράμετρος που θέτει η Στεφάνου είναι η αναγωγή στη διαχρονία και όχι ο περιορισμός στη συγχρονικότητα των έργων: «κάθε νέο έργο ακολουθεί, αναθεωρεί συμπληρώνει τα προηγούμενα. Κάθε νέο έργο προϋποθέτει τα προηγούμενα.» γράφει στο «Η ποίηση και η ανάγνωσή της». Ο κριτικός πρέπει να γνωρίζει τον εθνικό λογοτεχνικό χώρο ώστε να εξηγεί ποια είναι η αυτόνομη θέση των κρινόμενων έργων δηλαδή ο βαθμός στον οποίον ο ποιητής επιχειρεί να παγιώσει μια προσωπική φωνή, σε σχέση με την εθνική και γενικά ποιητική παράδοση. Συνακόλουθα, απαραίτητη κρίνεται η γνώση του παγκόσμιου λογοτεχνικού πεδίου, όσο αυτό είναι δυνατόν, ιδίως σήμερα, που οι ανοιχτοί δίαυλοι διευκολύνουν την επαφή με τη λογοτεχνία, τουλάχιστον, των μητροπολιτικών γλωσσών.
Η βαρύτητα της ερμηνευτικής κατανόησης δίνεται στη γλώσσα -και όχι μόνον στο οικείο κεφάλαιο «Γλώσσα και ποίηση»- και τους λογοτεχνικούς τρόπους. Εδώ μπορεί κανείς να ανιχνεύσει τις οφειλές της Στεφάνου στη λογοτεχνική θεωρία η οποία όμως δεν προβάλλεται αλλά υποβάλλεται ως αφορμή για να προταθούν τρόποι προσέγγισης λογοτεχνικών κειμένων. Π.χ το «Ρυθμολογικές παρατηρήσεις για μια καλύτερη ανάγνωση της ποίησης», η εξέταση εικόνων, παρομοιώσεων κλπ τα «ποιητικά στοιχεία όλα όσα έχει ξεχωρίσει και καταγράψει η επιστημονική ανάλυση της λογοτεχνίας» («Η ποίηση και η ανάγνωσή της») παραπέμπουν στην εκ του σύνεγγυς ανάγνωση και σε μια στροφή προς τον Jakobson και τους Ρώσους φορμαλιστές, στην επιθυμία τους να θέσουν αρχές επιστημονικής μελέτης της ποίησης, ιδίως σε θέσεις του Sklovskij. Παράλληλα, η επιρροή γλωσσολογικών βάσεων της ποιητικής είναι επίσης ορατή. Ωστόσο δεν εφαρμόζονται πιστά οι δομιστικές ή άλλες θεωρίες αλλά ενοφθαλμίζονται από την ποιητικότητα, ό,τι η Στεφάνου ονόμασε ευαισθησία παραπέμποντας εδώ στη δική της ποιητική εμπειρία.
Ανιχνεύεται λοιπόν μια διδακτική χροιά των κειμένων της, όχι ο ενοχλητικά διδακτικός τόνος του κριτικού που προσαρμόζει τα κρινόμενα έργα στην προκρούστεια κλίνη των δικών του απόψεων ή στα στεγανά μιας θεωρίας (πράγμα που η Στεφάνου απαξιώνει) αλλά το απόσταγμα μακράς ενασχόλησης και στοχασμού στα θέματα λογοτεχνίας που επιχειρεί η Στεφάνου να μεταφέρει στους αναγνώστες. Σε αυτό το πλαίσιο πρέπει να δούμε π.χ. το «Η ποίηση και η ανάγνωσή της» και ιδίως το «Η κρίση της ποίησης» όπου διερευνάται η σχέση σύγχρονης ποίησης και κοινού και όπου αντιστρέφει τη γνωστή φράση ότι το κοινό δε διαβάζει ποίηση γιατί είναι ακατανόητη ως «το κοινό δεν καταλαβαίνει επειδή αδιαφορεί».
Βέβαια, θέματα που αποτέλεσαν κωλύματα στην ευρύτερη αποδοχή της σύγχρονης ποίησης έχουν, κατά κάποιον τρόπο, υπερκεραστεί. Π.χ. η άμεση επαφή ποιητή-κοινού που για την Στεφάνου είχε διαρρηχθεί, συμβάλλοντας στην κρίση της ποίησης, έχει μερικώς αποκατασταθεί με παρουσιάσεις, δημόσιες αναγνώσεις και λοιπές εκδηλώσεις.
Η Στεφάνου θέτει τα ζητήματα και καταθέτει προτάσεις στα κείμενα αυτά που θα πρέπει να διαβάσουμε αφενός υπό το πρίσμα της εποχής στην οποία γράφτηκαν και ως εκ τούτου να αναγνωρίσουμε τη σημασία τους στα συμφραζόμενά τους αφετέρου να τα θεωρήσουμε ως κείμενα υποδομής για συζητήσεις και (επανα)τοποθετήσεις περί ποίησης χωρίς να λησμονούμε ότι γράφτηκαν από μια ποιήτρια.