Πότε είδα για πρώτη φορά τον Ντίνο Χριστιανόπουλο; Η ημερομηνία είναι
καταγεγραμμένη: 29 Μαίου 1958. Μαθητής στην τελευταία τάξη του
γυμνασίου, στο Κολλέγιο Ανατόλια. Ο Λογοτεχνικός όμιλος, με υπεύθυνο τον
καθηγητή Χρήστο Φράγκο, προσκάλεσε τον Χριστιανόπουλο να μιλήσει για
τους ποιητές της Θεσσαλονίκης. Ο Νίκος Χουρμουζιάδης, που ήταν φίλος
του, μετέφερε την πρόσκληση.
Το 1958 ο Ντίνος Χριστιανόπουλος ήταν εικοσιεπτά ετών και μόλις είχε ξεκινήσει την Διαγώνιο.
Ανέβηκε στην θεατρική σκηνή της μεγάλης αίθουσας και μίλησε χωρίς
σημειώσεις – κάτι που έκανε μέχρι τα τελευταία χρόνια. Θυμάμαι τις
πρώτες λέξεις: «Μη σας φανεί παράξενη η φωνή μου, αυτή είναι, θα την
συνηθίσετε». Πολύ λεπτή φωνή και με ιδιαίτερο τονισμό. Κάποιοι γέλασαν
και σχολίασαν μεταξύ τους. Παρόλο που ανήκα στην πρώτη εθνική της
σχολικής πλάκας, δεν γέλασα. Μου έκανε εντύπωση η ειλικρίνεια και το
θάρρος του. Και όχι μόνον αυτό. Ανέλαβα να γράψω ένα σημείωμα στο
περιοδικό College News, τεύχoς 4, Ιούνιος 1958. (Παρένθεση:
Ξεφυλλίζοντας το ίδιο τεύχος θυμήθηκα άλλη μία ημερομηνία: Jazz
Assembly, 30 Απριλίου 1958. Το κουαρτέτο τζαζ της Έκτης εμφανίζεται στην
ίδια αίθουσα. Έπαιξα ακορντεόν και μαζί με τον συμμαθητή μου Ξενοφώντα
Αναστασίου μιλήσαμε για τα είδη της τζαζ). Λογοτεχνία και τζαζ θα
έβρισκαν πολύ σύντομα στέγη στην Διαγώνιο, στο μικρό γραφείο της Στοάς Χρυσικοπούλου.
Σ’
αυτό το σημείο να θυμίσω ότι ο Ντίνος Χριστιανόπουλος δεν ήταν
αποκλειστικά υπέρ της παράδοσης, των ρεμπέτικων και του Τσιτσάνη, της
ιστορίας της Θεσσαλονίκης κτλ. Μπορεί το πρώτο τεύχος να κυκλοφόρησε
μόνο με δικά του κείμενα, αλλά ο ίδιος έγραψε ότι ελπίζει «η ατομική
αυτή προσπάθεια γρήγορα να βρει ανταπόκριση, ώστε σιγά-σιγά να
αποτελέσει τον πυρήνα ενός περιοδικού νέων». Η άποψή του η οποία με είχε
ενθουσιάσει τότε, ήταν ότι «έχουμε δύο πρόσωπα: μας ενδιαφέρει και
ερευνούμε την παράδοση αλλά είμαστε ανοιχτοί σε κάθε τι καινούργιο μέχρι
και την πρωτοπορία». Αυτό φαίνεται εύκολα από τα περιεχόμενα του
περιοδικού και από τον κατάλογο των εκδόσεων. Έτσι εξηγείται και η δική
μου συμμετοχή.
Στη δεκαετία του ’70 η Διαγώνιος μεταφέρθηκε για δύο περίπου χρόνια στην οδό Στρατηγού Καλλάρη 3 σε ένα μεγάλο διαμέρισμα ώστε να λειτουργεί καλύτερα η «Πινακοθήκη» και να υπάρχει αποθηκευτικός χώρος. Από εκεί ξεκίνησε και το περιοδικό Τζαζ – η διεύθυνση της Θεσσαλονίκης ήταν αυτή τη Διαγωνίου. Δυστυχώς ο σεισμός του 1978 και οι οικονομικές συνθήκες σταμάτησαν το εγχείρημα. Επιστροφή στη Στοά Χρυσικοπούλου.
Στις δεκαετίες του ΄60 και ΄70, όχι μόνο έμαθα πώς βγαίνει ένα περιοδικό αλλά κρατούσα και το βιβλίο εσόδων και εξόδων της Διαγωνίου,
κατέγραφα τους συνδρομητές, έκοβα αποδείξεις και βοηθούσα τον Ντίνο στο
ταχυδρομείο – τα φάκελλα με το κορδονάκι. Φτάνουμε στην περίοδο της
Χούντας. Τι θα κάνουμε; Η μία πλευρά υποστήριζε ότι πρέπει να
σταματήσουν τα πάντα. Να μη γράφουμε και να μη δημοσιεύουμε. Η άλλη
πλευρά έλεγε ότι η καλλιτεχνική δημιουργία δεν πρέπει να σταματήσει. Ο
Αναγνωστάκης και άλλοι υπέρ της πρώτης, ο Χριστιανόπουλος υπέρ της
δεύτερης. Η Διαγώνιος συνέχισε την πορεία της. Έπρεπε όμως πριν
κυκλοφορήσει η έκδοση να εγκριθεί από το γραφείο λογοκρισίας το οποίο
ήταν στο ισόγειο της Στρατιωτικής Λέσχης Θεσσαλονίκης. Παραδίδαμε τα
δοκίμια μετά φόβου ψυχής, λαχανιασμένοι και μετά από λίγες μέρες
περνούσαμε για να μάθουμε τα νέα. Σταδιακά η όλη διαδικασία τυποποιήθηκε
και έτσι ορισμένες φορές πήγαινα μόνος μου να τα ζητήσω με φανερή
αγωνία.
Είναι η ίδια περίοδος που στην αίθουσα εκδηλώσεων της
«Τέχνης», Κομνηνών 4, είχα οργανώσει την «Λέσχη τζαζ» (με αφίσα
πολλαπλών χρήσεων του Δημήτρη Καλοκύρη) και σε κάθε συνάντηση, ομιλία,
πρόβα, παρευρισκόταν ένας … υποτίθεται μυστικός. Ο οποίος απλώς άκουγε
αυτές τις περίεργες μουσικές και τα ονόματα κοιτώντας το ρολόι του. Στο
τέλος έφτασε να μας παρακαλεί να τελειώνουμε για να γυρίσει στη γυναίκα
του. (Άλλη παρένθεση: Λίγα χρόνια μετά την Χούντα πήγαινα και
πάλι στο ίδιο κτήριο, στο διπλανό γραφείο για να προμηθευτώ τα φάρμακα
του πατέρα μου. Η αγωνία ήταν παρόμοια.)
[ Άλλοτε αλλα ]