Στις αρχές αρχές αυτού του Ιουλίου βρέθηκα για λίγες μέρες στο
Πευκοχώρι της Χαλκιδικής, πρώην Καψόχωρα. Ερημιά ή νέκρα σχεδόν παντού,
το μικρό ξενοδοχείο σχεδόν άδειο εκτός από έναν καλόκαρδο και πανευτυχή
κύριο από το Βελιγράδι. Βγήκα για μια μικρή βόλτα και βλέπω μπροστά στο
απέναντι φυσικοθεραπευτήριο μία παρκαρισμένη άτσαλα Lamborghini σα μαύρη
αιχμή δόρατος έτοιμη να εκτοξευθεί στο ουρανό. Πραγματικό έργο τέχνης.
Τρέχω να πω στον ξενοδόχο «ελάτε, ελάτε να δείτε» και μου λέει «μα τι
λέτε κύριε, εδώ τα μοντέλα τα βλέπουμε προτού καν εκτεθούν στις εκθέσεις
αυτοκινήτων της Ευρώπης». Δεν είχαμε προχωρήσει ακόμη στους ενικούς.
Κατά τα άλλα σπίτια και δρόμοι όπως παντού στην Ελλάδα τις τελευταίες
δεκαετίες…
Είχα πάρει λοιπόν μαζί μου αυτόν τον τόμο της καθηγήτριας του ΑΠΘ Σωτηρίας Σταυρακοπούλου, Τα εσώψυχα του Ντίνου Χριστιανόπουλου. Μία εκ βαθέων δεκαετής συνομιλία, 2004-2012,
εκδόσεις Ιανός –έναν τόμο που φθάνει σχεδόν τις 1000 σελίδες– παρόλο
που κι εμένα με παίρνουν τα σκάγια, όπως ήδη με είχαν
ενημερώσει. Σχεδόν τον τελείωσα εκεί. Γνωρίζω όλες τις διαμαρτυρίες
κ.λπ. που ακολούθησαν. Είναι όλες κατά τη γνώμη μου δικαιολογημένες
απόλυτα. Τελικά όμως θα μείνει ο τόμος και όλα θα τα κρίνει ο καιρός.
Και χαρά στο κουράγιο της Σταυρακοπούλου για όλη της τη δουλειά, για
τις απομαγνητοφωνήσεις και την εν γένει επιμέλεια του τόμου. Καλό θα
ήταν πάντως σε πιθανή επανέκδοσή του να δημοσιευθούν κανονικά ως
παραρτήματα οι –εμβόλιμες τώρα– εξηγήσεις της επιμελήτριας, το σύνολο
των ενυπόγραφων διαμαρτυριών, αλλά και ένας πλήρες ευρετήριο ανθρώπων
της τέχνης κ.λπ. για την διευκόλυνση των όποιων μελλοντικών μελετητών:
ιστορικών και θεωρητικών της λογοτεχνίας, αλλά και κοινωνικών
ανθρωπολόγων που ενδιαφέρονται για θέματα λογοτεχνίας. Ένας σωστός
εντοπισμός και μία με επιστημονικά κριτήρια εξέταση ζητημάτων που
θίγονται στον τόμο, πλαδαρά βέβαια και εκνευριστικά επαναλαμβανόμενα, θα
ανανέωνε την κατανόηση τής συμπεριφοράς μίας κλειστής σχετικά κοινωνίας
ανθρώπων της Τέχνης και βέβαια της εκτός ορίων, πολλές φορές,
συμπεριφοράς του ίδιου του Χριστιανόπουλου. Μιάς κοινωνίας που ωστόσο
ανταποκρίθηκε άμεσα στην επίδραση όλων των κινημάτων του εικοστού αιώνα
και γέννησε μορφές τέχνης, με ετερογενείς απαρχές, πολύ υψηλού επιπέδου.
Όμως οι σελίδες του τόμου δεν παύουν ούτε στιγμή να αποπνέουν έναν
αλληλοσπαραγμό, μία μιζέρια, ένα φθόνο σε όλες του τις καθ’ ημάς
εκδοχές, και βέβαια την συνεχή και αγχώδη προσπάθεια του
Χριστιανόπουλου, πάντα με ύφος αδέκαστου ιεροκήρυκα ή μοναχού του Αγίου
Όρους που ήρθε για δουλειές στη Θεσσαλονίκη, να ενημερωθεί για τα πάντα,
να ελέγξει τα πάντα, να στολίσει τους πάντες εκτός από όσους κρατάει
πεισματικά σχεδόν στο απυρόβλητο (Αναγνωστάκη, Καρέλη, Πεντζίκη,
Ασλάνογλου). Να πατρονάρει και να κριτικάρει τα πάντα, να φροντίσει από
το πρωί ως το βράδυ για την υστεροφημία του, να επικοινωνήσει με
απόλυτο επαγγελματισμό, οδηγούμενος αποκλειστικά από το ίδιο του το
ένστικτο. Πάντως στα Εσώψυχα δεν περιλαμβάνονται ακραίες κάθε είδους δηλώσεις του παρελθόντος, π.χ, εκείνες για Σεφέρη, Ελύτη, Ρίτσο κ.λπ.
Στο μεταξύ, και καθώς μου γεννήθηκε η ασυγκράτητη επιθυμία να γυρίσω
μιά ώρα αρχύτερα για να δω τι διαθέτω από την μεγάλη πραμάτεια του,
άρχισα να θυμάμαι διάφορα περιστατικά: Όταν έμενε στη Δημητρίου
Πολιορκητού 20 (αναφέρεται εκτενώς στο βιβλίο του Θεσσαλονίκην οὗ
μ’ ἐθέσπισεν) τα σπίτια μας απείχαν σε ευθεία γραμμή λιγότερο από
εκατό μέτρα. Η πρόσοψη του σπιτιού του που θα πρέπει να είναι του τέλους
του 19ου αι., με σπάνιο σαχνισί, είχε βαφτεί επί
Πολιτιστικής Πρωτεύουσας, το 1997, και φυσικά σε λίγο της έδωσαν και
κατάλαβε οι ανεγκέφαλοι. Το είχε μία ηλικιωμένη κυρία η οποία θα πρέπει
να δυσανασχετούσε με τις γάτες του. Τώρα είναι κατάκλειστο, ενώ την
κυρία την είδα για τελευταία φορά πριν από αρκετά χρόνια. Χωρίς καν να
έχουμε γνωριστεί και σε κατάσταση πανικού με πλησίασε και μου είπε: «Αχ,
κύριέ μου, καρδιολόγος δεν είστε; Τι να κάνω δεν ξέρω, μόλις κατάλαβα
ότι μου κλέψανε την σύνταξή μου, 400 ευρώ».
Το χειμώνα του 2002, ίσως και νωρίτερα, ο Χριστιανόπουλος, χωρίς
προηγουμένως να έχουμε συστηθεί ή στοιχειωδώς γνωριστεί, με σταμάτησε
δύο φορές στη γωνία Πολιορκητού και Άθωνος, νύχτα και με παγωνιά και
άρχισε να μου μιλάει ακατάπαυστα και για πολύ ώρα για άτομα που υπέθετε,
ή μάλλον ήταν σίγουρος, ότι τα ήξερα. Ήταν τέτοιος ο καταιγισμός και το
ξάφνιασμά μου που δεν θυμάμαι τώρα τίποτε απολύτως. Μιλούσε με το ίδιο
ύφος του βιβλίου. Εκείνη την εποχή μου άφησε ένα μεγάλο μέρος από τα
βιβλία του στην εξώπορτα του διαμερίσματός μου. Χύμα, χωρίς φακέλους! Τα
βρήκα όλα γυρνώντας το μεσημέρι. Κάναμε και μία βόλτα για να τα πούμε,
ξεκινώντας από τον αρχαϊκό ναό στην πλατεία Αντιγονιδών και καταλήγοντας
στην Ολυμπιάδος, εκεί που μετακίνησαν στα πλάγια την τούρκικη βρύση με
τη ρωμαϊκή ενεπίγραφη σαρκοφάγο / γούρνα, για να περάσει ο δρόμος. Εκεί
μου είπε ξαφνικά ότι από τον Σεφέρη ξεχωρίζει την «Έγκωμη» και ότι
«εσείς οι νεότεροι να μη γράφετε σαν Έζρα Πάουντ». Για την «Έγκωμη» του
είπα «πράγματι είναι σα να συντελείται ένα θαύμα, να ’ναι καλά εκείνες
οι γάμπες της εργάτριας της ανασκαφής». Για το άλλο απλώς αποσβολώθηκα.
Τελευταία διαπιστώνω ότι ασχολήθηκαν με την «Έγκωμη» ο φίλος μου ο
Κεχαγιόγλου και ο κλασικός αρχαιολόγος Πλάντζος, αλλά ακόμη δεν τα
διάβασα. Ήταν σαφές ότι φρόντιζε την υστεροφημία του και να που το είχε
πετύχει.
Γυρνώντας, ύστερα από πολύ άγχος αν θα τα ξαναβρώ αν
και ήταν κάπου καταχωνιασμένα, τα βρήκα όλα όσα διαθέτω –και είναι ουκ
ολίγα–, αλλά και την διδακτορική διατριβή της καθηγήτριας Μαρίας Ιατρού (Η εποχή των ισχνών αγελάδων του Ντίνου Χριστιανόπουλου. Ανίχνευση διακειμενικών σχέσεων,
Θεσσαλονίκη 1994), που μου την είχε στείλει ο αείμνηστος φίλος μου
Δανιήλ Ιακώβ και το 1996 δημοσιεύτηκε κανονικά από τον Βάνια.
Τώρα, στο βαθμό που μου επιτρέπουν οι δυνατότητες και η ενημέρωσή μου, θα ήθελα να κάνω μία σύντομη αποτίμηση του έργου του:
Το
πεζογραφικό του έργο –φαίνεται ότι από αυτό θα πρέπει να είναι ευρύτερα
γνωστός, αλλά και από επεισοδιακές τηλεοπτικές συνεντεύξεις και από τις
ανά το πανελλήνιον μουσικές εκδηλώσεις με το συγκρότημά του με έργα
Τσιτσάνη– αποτελείται από μικρά διηγήματα αποκλειστικά (εκτός από ένα
ραδιοφωνικό αφήγημα που αναφέρεται στη στρατιωτική του ζωή). Δεν
προτείνουν βέβαια κάποια νέα άποψη για το λογοτεχνικό αυτό είδος, ούτε
κάποιες νέες αφηγηματικές τεχνικές, ψυχολογικές εμβαθύνσεις, εσωτερικούς
μονολόγους και τέτοια. Προτείνουν με ένα ακραίο ρεαλισμό και
αναπαραστατική δεινότητα την αποτύπωση της σχέσης ενός ατόμου –με τη
δική του ψυχοσύνθεση και ιδιαιτερότητα– με το μεταεμφυλιακό κοινωνικό
σύνολο με όλες του τις παθογένειες.
Οι διάφορες ιστορικές του μελέτες
(π.χ. για το Διδυμότειχο, για τον αρχαϊκό ναό της Αντιγονιδών κ.λπ.),
είναι ιδιαίτερα επιμελημένες, ενώ είναι εξαιρετικά πολύτιμες όσες
αφορούν τις λογοτεχνικές απαρχές της Θεσσαλονίκης.
Δεν θα μπορούσα να μην αναφέρω δύο ολιγοσέλιδες μελέτες του που μου
έχουν κάνει εξαιρετική εντύπωση: η μία αναφέρεται σε μία γενική
αποτίμηση του έργου του Σικελιανού που δημοσίευσε σε ηλικία 19/20 χρονών
στη «μαύρη» για πολλούς εφημερίδα της Θεσσαλονίκης Νέα Αλήθεια το 1950 (αναδημοσιευμένη τώρα στο τεύχος 22 του περιοδικού Ποιητική,
του φίλου μου Χάρη Βλαβιανού). Η άλλη, δημοσιευμένη στο (τετράτομο)
τιμητικό έργο για τον Μουτσόπουλο, αναφέρεται στα ρεμπέτικα.
Θεωρώ
τις μεταφράσεις του των αρχαίων ελληνικών λυρικών ποιημάτων (Το
Οκτασέλιδο του Μπιλιέτου 2, Παιανία, Ιούλιος-Σεπτέμβριος 1996)
αριστουργηματικές, στο βαθμό που μπορώ να κρίνω, ιδιαίτερα εκείνες της
Σαπφώς. Δυστυχώς είναι λίγες. Οι επιλογές, όλες ερωτικού περιεχομένου,
προέρχονται καθώς φαίνεται ύστερα από ξεψάχνισμα δεκαετιών. Δεν
παραθέτει τα πρωτότυπα κείμενα.
Το ίδιο και οι επιλογές / διασκευές παραμυθιών (Παραμύθια, σπουδές λαϊκού λόγου, Γ΄ έκδοση, εκδ. Μπιλιέτο αρ. 32, 2001, Παιανία) χωρίς και πάλι να παραθέτει τα πρωτότυπα κείμενα που διασκευάζει.
Αλλά ας έρθουμε στο ποιητικό του έργο. Πριν μου αφήσει στην εξώπορτα, ανάμεσα στα άλλα, την συνολική έκδοση του 1998, Ποιήματα, 3η έκδοση, Θεσσαλονίκη 1998, Εκδόσεις Διαγωνίου, στην οποία δεν περιέχονται το Η πιο βαθιά πληγή, και φυσικά το σχετικά πρόσφατο Παράξενο πού βρίσκει το κουράγιο και ανθίζει,
Ποιήματα 2005-2010, Εκδόσεις Αιγαίον (Λευκωσία), 2011, είχα εκείνη την
έκδοση της Διαγωνίου του 1974 που περιείχε τα ποιήματα από το 1949 ως το
1970. Το Η πιο βαθιά πληγή περιέχει λίγα πεζά που
χαρακτηρίζονται ως ποιήματα με κάποιες πολιτικές και εθνικές θέσεις
αφοπλιστικές, πρωτότυπες, αλλά και κάπως αφελείς.
Η εποχή των ισχνών αγελάδων
που είναι και η πρώτη του ποιητική συλλογή με άμεσες μοντερνιστικές
επιρροές, αλλά και επιρροές από τον Καβάφη, σε περίπτωση που επανεκδοθεί
θα χρειαζόταν οπωσδήποτε εκτενή σχόλια και η πηγή τους δεν θα μπορούσε
να είναι άλλη από την περισπούδαστη και πρωτοποριακή για την εποχή της
και όχι μόνο διατριβή της Ιατρού που αναφέραμε. Η πρωτοτυπία της Εποχής πιστεύω
πως έγκειται στο γεγονός ότι οι αναφορές της είναι αποκλειστικά
βιβλικές και όχι αρχαιοελληνικές, σε αντίθεση με τις γενικές
κατευθύνσεις του διεθνούς μοντερνισμού. Είναι ποιήματα που –σωστά–
δύσκολα θα τα προσέγγιζε το σύγχρονο κοινό. Το τελευταίο ποίημα της
συλλογής αποτελεί προανάκρουσμα της στροφής στην αποκλειστικά σχεδόν
ερωτική ποίηση που θα ακολουθήσει, ποίηση που σαφώς είναι
προσανατολισμένη στην αρχαία ελληνική λυρική ποίηση και στο επίγραμμα,
αλλά, σε πολλές περιπτώσεις, ασύγκριτα πιο σπαρακτική, ωμή και
απεγνωσμένη, ποίηση που προκαλεί το ενδιαφέρον ενός ευρύτερου κοινού
–πέφτω κάθε φορά από τα σύννεφα διαπιστώνοντάς συγκεκριμένα
παραδείγματα–, αλλά και συνθετών όπως ο Χατζιδάκις. Σημαντικότερη από
τον κύκλο αυτών των συλλογών θεωρώ Το κορμί και το σαράκι.
Πιστεύω ότι ο πανδαμάτωρ ποιήματα από αυτήν τη συλλογή θα σεβαστεί.
Τέλος, στην τελευταία του ολιγοσέλιδη συλλογή που εκδόθηκε στην Κύπρο,
επανέρχεται σε μία ποικιλία θεμάτων τελείως ετερογενών, η αγωνία για την
ολοκλήρωση των οποίων –όπως αυτό για τον Λαπαθιώτη– διατυπώνεται
συνέχεια και δραματικά στα Εσώψυχα. Είναι ποιήματα / θεωρήματα που απαιτούν μακρά περίοδο για την ολοκλήρωσή τους.
Αυτά και εκείνα σκεφτόμουνα και ψιλοσημείωνα ως τις αρχές Αυγούστου. Στις 11 είδα ξαφνικά στο fb ότι έφυγε.
[ Δεκαπενταύγουστος του 2020 ]