Στις 5 Αυγούστου 2020 απεβίωσε σε ηλικία 104 χρόνων (1916-2020) ένας από τους πολύ σπουδαίους μελετητές και κριτικούς του θεάτρου, ο αμερικανός (αγγλικής καταγωγής) Έρικ Μπέντλεϋ (Eric Bentley), ο άνθρωπος ο οποίος με τις αιχμηρές κριτικές παρεμβάσεις του κήρυξε «ιερό πόλεμο» στο εμπορικό Broadway, το «ανάθεμα του καλλιτεχνικού θεάτρου», όπως του άρεσε να λέει.
Γενικά δεν ήταν ένθερμος υποστηρικτής του αμερικανικού θεάτρου, το οποίο εκτιμούσε ότι υστερεί κατά πολύ έναντι του μοντέρνου ευρωπαϊκού. Ούτε καν αυτό τον Ευγένιο Ο’ Νηλ δεν εκτιμούσε. Πολύ αργότερα, όταν θα κοπάσει κάπως ο ευρωκεντρισμός του, θα αναθεωρήσει ορισμένα από τα συμπεράσματά του.
Έργα του όπως The Playwright as Thinker (1946) , In Search of Theatre (1953), What is Theatre (1956), θα επηρεάσουν βαθιά τον χώρο των θεατρικών σπουδών και ιδιαίτερα της κριτικής. Όσο για τις μεταφράσεις του, θα συμβάλουν καθοριστικά ώστε να καθιερωθεί ο Μπρεχτ (μεταξύ άλλων μοντέρνων ευρωπαίων συγγραφέων) στον αγγλόφωνο κόσμο και δη στην Αμερική σε μια εποχή αντι-κομμουνιστικής υστερίας (μακαρθισμός).
Ενδεικτικό της πλατιάς αναγνώρισης της προσφοράς του είναι και το γεγονός ότι η Διεθνής Ένωση Κριτικών Θεάτρου (IATC) επέλεξε να τον τιμήσει με το πρώτο βραβείο «Thalia», που έκτοτε απονέμεται κάθε δύο χρόνια σε θεατρικό κριτικό, το έργο του οποίου έχει αφήσει το αποτύπωμά του στο παγκόσμιο θέατρο.
Ο Μπέντλεϋ έζησε και έγραψε σε μια εποχή όπου ο λόγος των κορυφαίων κριτικών θεάτρου έφερε ειδικό βάρος. Οι προτάσεις τους δεν περνούσαν απαρατήρητες είτε εντός είτε εκτός του ακαδημαϊκού και καλλιτεχνικού χώρου. Οι σκέψεις και οι θέσεις τους ήταν αφορμή για ατελείωτες συζητήσεις, διαφωνίες, συγκρούσεις.
Χωρίς τις ευκολίες του διαδικτύου και τις δυνατότητες ευρείας κυκλοφορίας μεταφρασμένων έργων και νέων ονομάτων, ο κόσμος περίμενε από αυτούς να γνωρίσει ρεύματα, καλλιτέχνες, ιδέες. Με άλλα λόγια, οι επιλογές τους καθόριζαν, σε ένα μεγάλο βαθμό, τη φυσιογνωμία και την εξέλιξη του διαλόγου ανάμεσα στην καλλιτεχνική κοινότητα και την κοινωνία. Κοινώς, έκαναν τη διαφορά.
Ένας θάνατος, δύο παρατηρήσεις κι ένα υστερόγραφο
Ο θάνατος (πάλι) της κριτικής
Στο άρθρο του David Herman “The Death of Theatre Criticism» [Ο θάνατος της θεατρικής κριτικής], δημοσιευμένο στις 4 Αυγούστου (2020) στο διαδικτυακό βρετανικό site The Critic, διαβάζουμε ότι σε γκάλοπ της ιστοσελίδας Whatsonstage.com με θέμα «Ποιον άγγλο κριτικό θεάτρου εμπιστεύεστε περισσότερο;», πρώτος στις προτιμήσεις βγήκε ο γνωστός μας Michael Billington της The Guardian (39%), και αμέσως μετά: Charles Spencer της The Daily Telegraph (23%), John Peter των The Sunday Times (19%), Michael Coveney της The Daily Mail and Nicholas de Jongh της The Standard (both 10%).
Τι τους ενώνει όλους αυτούς πέρα από το θέατρο, ερωτά ο Herman; Και απαντά: Η ηλικία, διευκρινίζοντας ότι όταν έγινε το γκάλοπ όλοι τους ήταν άνω των πενήντα ετών. Ορισμένοι μάλιστα (βλ. Μπίλινγκτον) πλησίαζαν τα ογδόντα.
Με αφετηρία λοιπόν το ηλικιακό δεδομένο, ο συγγραφέας του άρθρου ενημερώνει τον αναγνώστη ότι τα περισσότερα από αυτά τα μεγάλα ονόματα (αναφέρει και άλλα όπως των: Tynan, Nightingale, Hobson, Wersley), κλήθηκαν να υπηρετήσουν τις κορυφαίες θεατρικές στήλες περιοδικών και εφημερίδων πριν καν πατήσουν τα 30 τους χρόνια. Δηλαδή, σε μια εποχή όπου η έντυπη δημοσιογραφία ήταν το κυρίαρχο και πανίσχυρο μέσο, οι νέοι αυτοί απολάμβαναν της εμπιστοσύνης μεγαλο-επενδυτών, μεγαλο-εκδοτών, καλλιτεχνών και κοινού. Και κατά την εκτίμηση του συγγραφέα, δικαίως, γιατί είχαν ποιότητα. Νοιάζονταν για το θέατρο. Γνώριζαν θέατρο και γνώριζαν τι σημαίνει καλή και επικοινωνιακή κριτική γραφή. Και διερωτάται ο αρθρογράφος: Πού είναι η διάδοχη κατάσταση σήμερα, τόσο στην Αγγλία όσο και αλλού; Πού είναι οι αντίστοιχοι τριαντάρηδες να κάνουν τη διαφορά, να ταράξουν τα νερά, να προκαλέσουν συζητήσεις;
Με αφορμή τον θάνατο του Μπέντλεϋ και τις δύο πολύ ειδικές επισημάνσεις του παραπάνω άρθρου, θέλω
Α) αφενός να διαφοροποιήσω τη «Σιωπηλή Γενιά/Silent Generation του Μπέντλεϋ, η οποία περιλαμβάνει όσους γεννήθηκαν τα χρόνια του Μεσοπολέμου μέχρι και τη λήξη του B΄ Παγκόσμιου πολέμου, από τη Γενιά X (γεννημένοι το 1965-1980) και τη Γενιά Y ή millenials (γεννημένοι το 1980-2000) που υπηρετούν (ή ετοιμάζονται να υπηρετήσουν) την κριτική σήμερα και αφετέρου
Β) να κάνω αντίλογο σε ορισμένα από τα συμπεράσματα του εν λόγω κειμένου τα οποία βρίσκω ιδιαίτερα ισοπεδωτικά και σε πολλά σημεία βιαστικά και αστήριχτα.
Παρατήρηση πρώτη
Έχει δίκιο ο συγγραφέας του άρθρου για το εκτόπισμα των κριτικών. Κανένας κριτικός, είτε στην Ελλάδα είτε στο εξωτερικό, δεν έχει σήμερα ανάλογο εκτόπισμα ώστε να επηρεάσει καθοριστικά τη μορφή του διαλόγου ανάμεσα στους κύκλους των καλλιτεχνών, των κριτικών και της κοινωνίας γενικότερα . Ο κόσμος δεν περιμένει κανένα κριτικό για να ενημερωθεί. Έχει το διαδίκτυο.
Ούτε μπορεί ο κριτικός να «κατεβάσει» ή να επιβάλει παραστάσεις και ονόματα, όπως συχνά γινόταν μέχρι πριν από κάποια χρόνια, κυρίως σε πόλεις με επικίνδυνα μεγάλη εξάρτηση από τις κριτικές στήλες, όπως η Νέα Υόρκη (και δευτερευόντως το Λονδίνο), με κορυφαίο παράδειγμα τους πανίσχυρους New York Times. Στην καλύτερη περίπτωση ένας καλός κριτικός σήμερα μπορεί να δημιουργήσει με τα σχόλια και τις αξιολογήσεις του ένα ευνοϊκό κλίμα γύρω από μια παράσταση, το οποίο, εάν βρει συνοδοιπόρους και άλλους κριτικούς, τότε το πιθανότερο είναι ότι θα συναντήσει ευήκοα ώτα ανάμεσα στους θεατρόφιλους.
Σε κάθε περίπτωση πάντως η περιορισμένη δύναμη του σύγχρονου κριτικού με κανένα τρόπο δεν υποδηλώνει και έλλειμμα ποιότητας. Έχω γράψει πολλές φορές ότι υπάρχουν σύγχρονοι, μάχιμοι κριτικοί, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, πολύ καλύτεροι, πολύ πιο ενημερωμένοι και υποψιασμένοι από την αμέσως προηγούμενη γενιά. Απλώς, οι συνθήκες είναι τέτοιες που δεν βοηθούν στην πολύ πλατιά προβολή τους , πολλώ δε μάλλον στην «κυριαρχία» τους. Και τούτο γιατί η διασπορά των κριτικών φωνών στις μέρες μας είναι τόσο μεγάλη και ποικιλόμορφη που μοιραία συρρικνώνει και το κοινωνικό τους εκτόπισμα, αφού όλοι αλιεύουν από την ίδια δεξαμενή αναγνωστών. Και από μια άποψη αυτό δεν είναι κακό. Το να μπορεί η αξιολόγηση ενός και μόνο κριτικού να «καταστρέψει» μια παράσταση είναι και άδικο και επικίνδυνο και ανήθικο και κάθε άλλο παρά συνάδει με τον πρωτεϊκό χαρακτήρα του θεατρικού είδους που από μόνο του προκαλεί και προσκαλεί τη διαφωνία και την ποικιλότητα.
Καμιά θέση δεν είναι ούτε μπορεί να είναι τόσο απόλυτη ώστε να ακυρώνει όλες τις άλλες απόψεις. Μόνο ο χρόνος μπορεί να το πράξει αυτό. Και ευτυχώς το κάνει. Τα παραδείγματα άπειρα. Αν δεχτούμε ότι η καλή, η ουσιαστική και ενημερωμένη κριτική είναι εκείνη που αντέχει στον χρόνο, εκείνη δηλαδή της οποίας η ποιότητα μετατρέπει μια φευγαλέα, ιστορικά προσδιορισμένη, εμπειρία σε διαχρονικό ανάγνωσμα, τότε θα δούμε ότι πολλά από τα συμπεράσματα γνωστών κριτικών που κυριάρχησαν στην χώρα μας το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, πολλά από τα ονόματα, τα έργα και τις παραστάσεις που υποστήριξαν με πάθος, και κυρίως πολλές από τις απόψεις τους γύρω από το αρχαίο θέατρο, κάθε άλλο παρά τα δικαίωσε ο χρόνος. Σήμερα αυτή η ηγεμονική νοοτροπία, η νοοτροπία του «αποικισμού» του θεάτρου στο σύνολό του απουσιάζει. Το μοντέλο αποκλειστικής κριτικής έχει αντικατασταθεί από τη σχετικότητα που κυριαρχεί πλέον και στην ίδια την κοινωνία ως αξίωμα ζωής και αξιολόγησης των τεχνών της, μια σχετικότητα η οποία αφαιρεί από τη δυναμική της «μίας» αλήθειας του οποιουδήποτε κριτικού. Οι απόλυτες ή σταθερές αξίες δεν είναι πια γενικά αποδεκτές, κυρίως από τους νέους. Το κατά πόσο αυτό είναι καλό για την πρόοδο του θεάτρου και της κοινωνίας γενικότερα, ο χρόνος και πάλι θα δείξει. Σίγουρα η διασπορά και η σχετικότητα ενέχουν πάρα πολλούς κινδύνους. Πολύ εύκολα οδηγούν στην ισοπέδωση των πάντων, στην εξαφάνιση κάθε κριτηρίου και στο «βόλεμα» όλων. Σε κάθε περίπτωση, κάποια στιγμή θα ξεκαθαρίσει το τοπίο, θα υποχωρήσει η ανεξέλεγκτη χαλαρότητα και θα φανούν εναργέστερα οι πιο υγιείς άξονές του και, όπως συμβαίνει πάντοτε, τα ασήμαντα θα τα πάρει το ποτάμι της λήθης.
Δεύτερη παρατήρηση
Το ηλικιακό. Σωστά επισημαίνει το άρθρο ότι ενώ παλαιότερα (δηλαδή πριν από το 1980 περίπου) τα περισσότερα από τα σπουδαία ονόματα θεατρικών κριτικών ήταν δυναμικά παρόντα στα πράγματα σε νεαρή ηλικία (γύρω στα τριάντα), σήμερα δύσκολα συναντάς καθιερωμένο κριτικό μικρότερο των σαράντα ετών. Προς επίρρωση της άποψης αυτής φέρνω ως παράδειγμα τις Θεατρικές Ενώσεις που είναι μέλη της Διεθνούς Ένωσης Κριτικών Θεάτρου. Οι τριαντάρηδες μετριούνται στα δάχτυλα του ενός χεριού. Τι δείχνουν όλα αυτά; Κάτι ενδιαφέρον.
Ενώ στην ίδια την πρακτική του θεάτρου επικρατούν τα νιάτα (εξού και όλος αυτός ο πειραματικός οργασμός) δεν συμβαίνει το ίδιο και στην κριτική, όπου τον κυρίαρχο λόγο τον έχουν οι μεσήλικες οι οποίοι, πολύ φυσιολογικά, επενδύουν στις αποτιμήσεις τους την πείρα, τη φιλοσοφία, τις αξίες και τα οράματα που διαμόρφωσαν στο διάβα του χρόνου. Αναλυτικότερα:
Προσδόκιμο ζωής
Έχουμε συνηθίσει να ακούμε τους παλαιότερους να οικτίρουν την κατάντια των νεότερων και τους νεότερους να διαγράφουν με μια μονοκονδυλιά όλα όσα πέτυχαν οι παλαιότεροι. Υπερβολές ένθεν κακείθεν. Όλες οι γενιές έχουν ικανούς και ανίκανους. Κάθε Γενιά δημιουργεί το πλαίσιό της και βάζει τα στάνταρ της. Το πότε αρχίζει να δουλεύει κανείς, λ.χ., έχει να κάνει σε ένα μεγάλο βαθμό με το προσδόκιμο ζωής και όχι απαραίτητα με τις ικανότητες. Όσο πιο χαμηλός είναι ο μέσος όρος τόσο πιο νωρίς αρχίζουν οι νέοι την όποια καριέρα τους. Ενδεικτικά αναφέρω ότι από το 1950 μέχρι σήμερα το μέσο προσδόκιμο ζωής σκαρφάλωσε από τα 60-65 χρόνια στα 81-85 περίπου χρόνια, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τον εργασιακό χώρο.
Φυσιογνωμία εποχής
Ο δεύτερος (αυτονόητος) παράγοντας έχει να κάνει με τη φυσιογνωμία της ιστορικής στιγμής. Όπως σημειώνεται πιο πάνω, κάθε εποχή φέρει το στίγμα της, τις δικές της (υπερ)αξίες, τα δικά της σημεία αναφοράς. Η σημερινή εποχή ανήκει στην τεχνολογία και την αγορά. Έχει εμμονές με οτιδήποτε καινούργιο όχι κατ’ ανάγκη γιατί είναι πιο προοδευτικό ή πιο καλό ή πιο ολοκληρωμένο σε σχέση με το παλιό (σίγουρα μπορεί να είναι και όλα αυτά) αλλά πρωτίστως γιατί πουλάει πιο εύκολα.
Η νεοφιλελεύθερη κοινωνία της παγκοσμιοποίησης αρέσκεται να πουλάει «νεότητα» σε όλους τους τομείς. Από το καινούργιο μοντέλο της Φορντ στο καινούργιο iphone στο καινούργιο σπίτι στο καινούργιο κομπιούτερ. Δεν την «τρελαίνει», για την ώρα τουλάχιστο, ο χώρος του Ουμανισμού και τα παρακλάδια του. Γι’ αυτό και δεν δείχνει να ενδιαφέρεται να πουλήσει τον στοχαστικό «Λόγο» των φιλολόγων, των φιλοσόφων, των θεωρητικών, των θεατρολόγων, των κριτικών. Τώρα τον Λόγο διακινούν με τον δικό τους προγραμματισμένο και «στεγνό» τρόπο οι τεχνοκράτες.
Αυτό, σε συνδυασμό με την κατάρρευση των εφημερίδων, που κάποτε έδιναν βήμα (και κάποια χρήματα) στους κριτικούς θεάτρου (και όχι μόνο), θα έχει ως αποτέλεσμα η κριτική στο σύνολό της να χάσει μεγάλο μέρος της αίγλης της και του όγκου των σταθερών της φίλων και σταδιακά από επαγγελματική ενασχόληση να μετατραπεί σε διαδικτυακό «χόμπι» άνευ αποδοχών, τουλάχιστο για τους περισσότερους.
Όμως ακόμη και έτσι θεωρώ αδικαιολόγητες «θανατερές» εξαγγελίες σαν κι αυτή του άρθρου της βρετανικής ιστοσελίδας. Κανείς δεν αντιλέγει ότι η κριτική θεάτρου δεν βρίσκεται αυτή τη στιγμή στα καλύτερά της. Δοκιμάζεται ποικιλοτρόπως. Και είναι αναμενόμενο, μιας και βρίσκεται, όπως όλα τα άλλα, σε ένα μεταβατικό στάδιο αναζήτησης ταυτότητας, τρόπων λειτουργίας και επιβίωσης. Ένα στάδιο όπου «πηγαίνοντας ευελπιστεί να μάθει πού θέλει να πάει», για να παραφράσω λιγάκι τον γνωστό στίχο από το ποίημα του Theodore Roethke, «The Walking» (Το περπάτημα). Ψάξιμο χωρίς βεβαιότητες και σίγουρους χώρους στάθμευσης σκέψεων και πράξεων. Καμιά σχέση με θάνατο. Και κάτι ακόμη.
Οι νέοι μπορεί αυτή τη στιγμή να φιλοδοξούν, στην τραγική τους πλειοψηφία, να γίνουν καλοί τεχνοκράτες (αφού εκεί είναι τα χρήματα) παρά καλοί «γραφιάδες» (κανείς δεν θέλει να πεινάσει), ωστόσο ας μην ξεχνάμε ότι είναι η δική τους γενιά που έχει βγει στους δρόμους και ζητά πράγματα, που αναζητά μια καινούργια αρχή στην οικονομία, στην πολιτική, στις έμφυλες σχέσεις, στο κλίμα, στο περιβάλλον και γενικά στην οικολογία, στους ηγέτες της, στην ατομική ευθύνη και βεβαίως στο θέατρο και τη Λογοτεχνία γενικότερα. Είναι αυτή η γενιά που θέτει ζητήματα που αφορούν τον ρόλο των μουσείων, της εκπαίδευσης, της αλληλεγγύης, της συμμετοχής, της συλλογικότητας. Μιλάμε για μια γενιά με τη δική της διακριτή ατζέντα που φιλοδοξεί (ενίοτε άτσαλα και αβασάνιστα —όπως κάθε νέα γενιά) να αποκαταστήσει αυτά που κρίνει ως λάθη των προηγούμενων γενιών.
Με στήριγμα άλλοτε τον Derrida άλλοτε τον Baudrillard, τον Ranciere, τους μετα-ανθρωπιστές, τις μετα-φεμινίστριες, τους οικολόγους, κ.λπ. οι νέοι που εμπλέκονται με το θέατρο και δη την κριτική του, αναζητούν εδώ και κάποια χρόνια τα δικά τους εκφραστικά εργαλεία ώστε να μπορούν να συνομιλήσουν εποικοδομητικά με τις πολλαπλές εξελίξεις που εμφανίζει στο σύνολό του ο θεατρικός και γενικότερα ο χώρος της περφόρμανς.
Μέσα σε αυτό το πνεύμα της «διορθωτικής» ματιάς δεν πρέπει να μας ξενίζει και το γεγονός ότι έχουν πυκνώσει οι επιθέσεις εναντίον των κριτικών της Γενιάς του Μπέντλεϋ, του Μπίλινγκτον (με τις γνωστές κατηγορίες περί πατριαρχίας, ρατσισμού, σεξισμού, μονολιθικού δυτικοκεντρισμού, ηγεμονισμού κ.λπ). Μπορεί ορισμένες από τις επιθέσεις αυτές να είναι άδικες, ακραίες και απόλυτες, όμως δεν στερούνται ερεισμάτων. Άλλωστε αυτό δεν γίνεται πάντοτε; Η κάθε νέα γενιά το πρώτο πράγμα που επιχειρεί να κάνει είναι να τραβήξει τις διαχωριστικές γραμμές προκειμένου να αναπνεύσει η ίδια και να αναδειχτεί η δική της φυσιογνωμία; Και είναι ενμέρει αναμενόμενο καθώς τις τραβά να γίνεται εριστική, αλαζονική και προκλητική.
Να θυμίσω τη Γενιά του '60 σε Αμερική και Ευρώπη, πάλι με τους νέους στα οδοφράγματα και στις πλατείες. Μια Γενιά εξίσου απόλυτη και «καταστροφική» σε ό,τι αφορά τους θεσμούς. Μια Γενιά που γνωρίζω καλά, έχοντας παρακολουθήσει ως ερευνητής και δάσκαλος όλη τη μετεξέλιξή της. Παρακολούθησα από κοντά την τύχη των πρωταγωνιστών και των κειμένων που έγραψαν την ιστορία της. Και το γεγονός ότι τα περισσότερα από αυτά που τότε σήμαιναν κάτι δεν επέζησαν ούτε ως υποσημείωση στις σελίδες της θεατρικής ιστορίας, λέει πολλά ή μάλλον καλύτερα επαναλαμβάνει αυτό που συμβαίνει πάντοτε: Από κάθε Γενιά επιβιώνουν οι ελάχιστοι, οι ικανοί και χαρισματικοί, για να δείχνουν στους άλλους πού βρίσκεται η κορυφή. Εκείνο ωστόσο που επέζησε από τη Γενιά αυτή ήταν δέσμες ιδεών και θέσεων οι οποίες στο διάβα του χρόνου πήραν τη μορφή που τις γνωρίζουμε σήμερα. Τίποτα από όλα αυτά που διεκδικούν οι νέοι και οι νέες αυτή τη στιγμή δεν θα υπήρχε εάν δεν είχαν προηγηθεί οι πατεράδες και οι μανάδες τους με τη δική τους ατζέντα διεκδικήσεων.
Και εδώ μπαίνει αμέσωςτο ίδιο ζήτημα που απασχόλησε τη Γενιά του '60, όπως και πιο πριν, τη Γενιά της ιστορικής πρωτοπορίας: πώς θα μπορέσουν οι νέοι αυτοί να υποστηρίξουν τις ανοίκειες δοκιμασίες τους χωρίς να υποχρεωθούν να διαπραγματευθούν την ακεραιότητά τους;
Και ένα υστερόγραφαο
Το έχω γράψει πολλές φορές: Το Σύστημα όχι απλώς δεν φοβάται τις «αντι»-διαθέσεις της εκάστοτε «νέας» τέχνης (νεο-αβανγκάρντ) αλλά αντιθέτως τις (εξ)υπηρετεί παντί τρόπω, προσφέροντας χρήματα, ωραίους χώρους επιτέλεσης, τηλεοπτική κάλυψη, δημοσιότητα, υποτροφίες, πανεπιστημιακές θέσεις, προγράμματα κ.λπ. Και τις (εξ)υπηρετεί γιατί τις χρειάζεται ως δημοκρατικό άλλοθι και ως φάρμακο δικής του επιβίωσης.
Συνεπώς, η θεατρική κριτική και η θεατρική τέχνη γενικότερα, που θέλουν να υπηρετήσουν το όραμα της ανατροπής θέσεων, θεσμών ή καταστάσεων, εκτιμώ πως δεν μπορούν να βασίζονται πλέον σε μια αντιπαραθετική λογική αλά Μπρεχτ (της ιστορικής αβάνγκαρντ), η οποία αποδομούσε τα ιδεολογήματα και τις πρακτικές του καπιταλισμού προκειμένου να ανακαλύψει και να προβάλει την πραγματικότητα που εντέχνως καλύπτουν οι μύθοι του Συστήματος. Αυτά που έκανε ο Μπρεχτ ήταν σημαντικά και αποδοτικά για μια άλλη εποχή, το κλίμα της οποίας τα επέτρεπε και τα είχε ανάγκη. Έκτοτε πολλά έχουν αλλάξει. Και εκείνο που φαίνεται πως δεν έχουν καταλάβει όσοι υπηρετούν τον χώρο των εναλλακτικών προτάσεων είναι ότι η ακύρωση (ελέω τεχνολογίας) της έννοιας του «πραγματικού» και της «παρουσίας» έχει διαφοροποιήσει πολύ τα δεδομένα. Οι γνώριμες αντιπαραθέσεις έχουν εδώ και κάποια χρόνια παροπλιστεί. Η παγκοσμιοποίηση έφερε στην επιφάνεια μιαν άλλη λογική που απαιτεί άλλα εργαλεία αποκωδικοποίησης και αντιμετώπισής της.
Αυτή τη στιγμή η πραγματικότητα και η ιδεολογία δεν ξεχωρίζουν. Ό,τι βιώνουμε ως πραγματικότητα είναι ιδεολογία. Και εφόσον η νέα κριτική και το νέο θέατρο θέλουν να κρατήσουν ζωντανή την κριτική της ιδεολογίας πρέπει να κρατήσουν ζωντανή την ένταση, όχι όμως, το ξαναλέω, με τη λογική του συγκρουσιακού μαρξισμού που είχε πάντα ως αφετηρία τη δεδομένη «μία» αλήθεια και πραγματικότητά του. Με τα τρέχοντα υβριδικά δεδομένα και την πολυδιάσπαση του κόσμου σε πολλές και άπιαστες «πραγματικότητες ομοιωμάτων», αυτή η λογική του θεάματος και της έκθεσης της ιδεολογίας που κρύβει δεν οδηγεί πουθενά –απόδειξη και η αδυναμία του αριστερού κριτικού Λόγου να παρακολουθήσει τις εξελίξεις και να ανανεωθεί. Έχει κολλήσει σε μια ατζέντα και μια μεθοδολογία που η ίδια η κοινωνική πραγματικότητα την έχει προ πολλού ξεπεράσει.
Το μετανεωτερικό κοινό του θεάτρου (και της κριτικής του) γνωρίζει ότι αυτό που φαίνεται πραγματικό είναι στην ουσία ένα ομοίωμα, μια «απουσία». Δεν χρειάζεται τον αριστερό Μπρεχτ για να του το υπενθυμίσει. Ή τουλάχιστο δεν τον χρειάζεται όπως τον γνωρίζει. Τον χρειάζεται με άλλο οπλοστάσιο, μετα-μπρεχτικό (όπως εύστοχα το είχε επισημάνει προ πολλού ο σπουδαίος Χάινερ Μίλερ). Στο μυαλό του κόσμου μύθος και πραγματικότητα είναι περίπου ένα και το αυτό, δυσδιάκριτα.
Ένας τρόπος, λοιπόν, να πετύχουμε την υπέρβαση είτε ως μάχιμοι κριτικοί είτε ως σκηνοθέτες ή συγγραφείς είναι ο παροπλισμός των διπολικών (είτε/είτε) συμπερασμάτων παλαιότερων αφηγημάτων και θέσεων, μέσα από την πρόκληση ρωγμών στο ομοίωμα του πραγματικού ώστε να αναγκαστούμε να αντιμετωπίσουμε τη μεταφυσική ψευδαίσθηση του πραγματικού, δηλαδή εκείνο που λέει και ο Baudrillard: το «ομοίωμα δεν αποκρύβει την αλήθεια αλλά το γεγονός ότι δεν υπάρχει αλήθεια», θέση βαθύτατα κοινωνικο-κεντρική κι ας φαντάζει σε μια πρώτη ματιά θέση «ήττας».
Συνεπώς ο ρόλος της όποια «νεο-αβανγκάρντ» (κριτικής ή άλλης μορφής) που αποσκοπεί στην αλλαγή διά της υπέρβασης δεν είναι μόνο να αποκαλύψει στον κόσμο την ψευδή φύση των αναπαραστάσεων αλλά να τον βοηθήσει να διακρίνει ποιες τάξεις και διαστρωματώσεις του «πραγματικού» μπορεί να αντιληφθεί. Όπως ενίοτε συμβαίνει σε μια καλά οργανωμένη περιπατητική περφόρμανς, όπου έχουμε έναν επαναπροσδιορισμό των σχέσεων ατόμου/περφόρμερ και τοπίου. Μια τέτοια ανακατάταξη των σχέσεων θέλω να πιστεύω πως θα μπορούσε να βοηθήσει προκειμένου τόσο η κριτική όσο και η πρακτική του θεάτρου να ξεφύγουν, στον βαθμό του δυνατού (που σημαίνει έστω και λίγο), από την αδηφάγο μεταμοντέρνα αγορά που συνεχώς αναζητεί τις ευανάγνωστες «αντι-θέσεις» για να τις υποτάξει (εξαγοράζοντάς τες) και εν συνεχεία να τις εκθέσει στα πρώτα ράφια του εθνικού σούπερμαρκετ.