Αυτή η ακραία υποκειμενική αντίληψη του χρόνου μοιάζει να προκύπτει από έναν συγκερασμό της σκέψης του Μπένγιαμιν με την ποίηση του Καρούζου. Απέναντι στην ωρολογιακή εκδοχή του χρόνου που επιβάλλει ο δυτικός ορθολογισμός, την ισομερή και αναλλοίωτη και γι’ αυτό ισοπεδωτική και μηχανιστική, ο «ρομαντικός παρτιζάνος του υλισμού», όπως αποκαλεί τον Μπένγιαμιν ο μαρξιστής στοχαστής Michael Löwy, αντιπαραβάλλει μια μανιώδη, υποκειμενική σχέση με το χρόνο, με το παρελθόν να αφυπνίζεται και να εισχωρεί ενεργά στο παρόν υπό μορφήν αποκομμένων, παγωμένων εικόνων, επιφέροντας ρήγματα ασυνέχειας στο συνεχές του χρόνου. Αντίστοιχα ο Καρούζος κινείται με όχημα την ποιητική γλώσσα προς μια αχρονικότητα, δομημένη μέσα από την αέναη επανασημασιοδότηση του χρόνου, και διερευνά την ύπαρξη και την ουτοπία επί τη βάσει ενός διαρκούς διαλεκτικού αναστοχασμού. Τα σημεία επαφής των δύο αυτών ανένταχτων πνευμάτων με την τεράστια επιδραστική δύναμη είναι αναπάντεχα πολλά, αν θελήσει να τα δει κανείς, και ο Καρπούζης τα ψηλαφεί με επιμονή αναδεικνύοντας ουσιώδη στοιχεία της ποιητικής τους. Δεν θα ήταν ίσως υπερβολή να ισχυριστώ ότι διάβασα πολλές από τις «συναστρίες» του Χάρτινου χρόνου και ως γεμάτους πάθος ποιητικούς αυτοσχεδιασμούς πάνω στις μπενγιαμινικές Θέσεις για την έννοια της ιστορίας, ή ως αναδημιουργίες καρουζικών συλλήψεων. Ενδεχομένως να αποτελούν κι έναν φόρο τιμής.
Καταλήγοντας: Ο Καρπούζης αναμετριέται με τα μεγάλα ερωτήματα όχι τυχαία και αόριστα αλλά μέσα από προϋπάρχοντα συστήματα (μυθολογικά, αισθητικά, φιλοσοφικά), τα οποία διερευνά με συνέπεια και σε βάθος. Αποφεύγει όμως την παγίδα του εφαρμοσμένου λόγου. Η συνομιλία του με το θεωρητικό στοχασμό και τα καλλιτεχνικά έργα που τον εμπνέουν είναι ελεύθερη, ανοιχτή και πλούσια σε συνδυασμούς, προεκτάσεις, ανατροπές και αναθεωρήσεις. Ζώντας στη μεταμοντέρνα συνθήκη μιλά τη γλώσσα της εποχής του. Προβάλλοντας στα παλαιά σχήματα τον σύγχρονο προβληματισμό περί ασυνεχούς και κατακερματισμένης αντίληψης της πραγματικότητας, ο λόγος του περί παγόβουνου γίνεται μια σύνθεση μεγάλης εμβέλειας: τόπος και ου-τόπος, ύλη και μη-ύλη, λευκότητα στο σκοτάδι, κίνηση και ακινησία, αρχή και τέλος, μύθος και λόγος, πάγωμα χρόνου και μνήμη. Δίνει χώρο στο όνειρο κι είναι συνάμα πολιτική αλληγορία ουτοπίας και ψυχική κατάσταση. Η εσχατολογική συνάρτηση της τήξης των πάγων με το χρόνο δεν αποκλείει ακόμα και εντελώς σύγχρονες, οικολογικής απόχρωσης ερμηνείες, ειδικά αν σκεφτεί κανείς την πρόσφατη περιβαντολλογική καταστροφή στον Αρκτικό. Η ματιά του Καρπούζη στον παραλογισμό των κλειστών συστημάτων και των ασφυκτικών δομών που παράγουν είναι σταθερά κριτική. Μέσα στα πολλαπλά είδωλα ενός συνεχώς μεταβαλλόμενου κόσμου η ποιητική ταυτότητα επανεφευρίσκεται σε συνάρτηση με την ετερότητα, την ατομικότητα και τον κοινωνικό της ρόλο.
Το τέλος του χάρτινου χρόνου είναι ένα είδος ενηλικίωσης. Ό,τι ψεύτικο ή ανενεργό μένει πίσω (η παράλογη θητεία, για παράδειγμα, οι παλιοί σύντροφοι, οι προσωπικοί και συλλογικοί μύθοι). Προχωρά κανείς με συναίσθηση και ενσυναίσθηση. Η διάχυτη μελαγχολία, μη όντας νοσταλγική, αποδεικνύεται διορατική. Αλλά και η παγίδα της απαισιοδοξίας παρακάμπτεται πειστικά. Αν ο Χάρτινος χρόνος ήταν ταινία, οι αγγελοπουλικού ύφους συννεφιασμένες σκηνές θα εναλλάσσονταν με πλάνα έναστρου στερεώματος, τη βροχή θα ακολουθούσε πάντα το ουράνιο τόξο, οι λάμψεις θα τρυπούσαν το σκοτάδι και μια χρυσή σκόνη θα μεταμόρφωνε το χωματόδρομο σ’ εκείνο το αλλόκοτα φωτεινό μονοπάτι που οδηγεί στη χώρα του Οζ. Θα ήταν μια ταινία ασπρόμαυρη αλλά και έγχρωμη, και ίσως κάπου, σε μια σκηνή αποκαλυπτικής κορύφωσης ή ένα κοινό καθημερινό πρωινό, μέσα από κάποιο παλιό κασετόφωνο, η United States Navy Band θα εκτελούσε το „Somewhere over the rainbow“.