«Φεύγω, μάνα, βγαίνω στο δρόμο, εκεί όπου πέφτουν οι σφαίρες βροχή, εκεί όπου προβάλει αυγή, με ρόδα στα χέρια, με πλούτη στο φως, μπροστά γονατίζει ο πάσα λαός, σηκώνει το βλέμμα, υψώνει φωνή, Λευτεριά για λίγο πάψε να χτυπάς με το σπαθί, τώρα σίμωσε και κοίτα του αγώνα την ορμή, ηχούν οι σάλπιγγες, καμπάνες βροντερές, δονείται σύγκορμη η χώρα πέρα ως πέρα κι απ’ τα κόκκαλα βγαλμένη των ηρώων τα ιερά, περπατώντας η Δόξα μονάχη μελετά τα λαμπρά παληκάρια και στην κόμη στεφάνι φορεί, το χρέος, μάνα, με καλεί».
«Περίμενε, παιδί μου, να φας κάτι, να έχεις δυνάμεις, μη φύγεις νηστικός, ένα ποτήρι γάλα τουλάχιστον, μια φέτα ψωμί με λάδι και ζάχαρη. Φόρεσε το σακάκι σου γιατί κάνει κρύο τέτοια ώρα, μου πονούν τα πόδια μου, ο καιρός θα χαλάσει, κράτα και ομπρέλα να μη βραχείς. Πάρε λεφτά από το συρτάρι του κομού, αχρείαστα ας είναι, μπορεί να σου χρειαστούν. Οι γκρίζες κάλτσες που έβαλες δεν πάνε με το πανταλόνι ούτε με τα μαύρα παπούτσια σου, αλλά αφού ντύθηκες έτσι, δεν πειράζει. Μόνο πες μου τι ώρα θα γυρίσεις για να έχω το φαϊ ζεστό να φάμε παρέα. Πες μου την ώρα, θα σε περιμένω, δεν πρόκειται να φάω αν δεν έρθεις».
«Εγώ είμαι, Ελεονόρα. Ξέρω πως με περίμενες τέτοια ώρα. Ερόδισ’ η ανατολή και ξημερώνει η δύση, γλυκοχαράζουν τα βουνά κι ο αυγερινός τραβιέται, παν’ οι λεβέντες στη μάχη, θα γυρίσω σου λέω να μην είσαι μονάχη. Ήρθα λοιπόν, αγάπη μου γλυκιά, τώρα π’ ανθίζουν τα κλαριά κι η άνοιξη προβάλει. Κατέβα να μ’ ανοίξεις, τα μαλλιά σου να μη ρίξεις σκάλα ν’ ανεβώ, σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ. Φυσάει στον κόσμο, μυρίζει βροχή, μπροστά μας καινούρια αρχή. Δεν ξέρω τι ώρα θα γυρίσω. Αν αργήσω, φάε. Φάε με τον πατέρα σου.»
«Να πας! Να πας! Έλα να κλείσω την πόρτα. Πάμε στην πίσω αυλή, κανείς δεν θα μας καταλάβει. Είπα στον πατέρα μου πως πάω στο φούρνο, δώσε μου λεφτά να αγοράσω μια φρατζόλα, δεν μπορώ να γυρίσω με άδεια τα χέρια μου. Ή μάλλον, πήγαινε εσύ στο φούρνο, αγόρασε μια φρατζόλα, θα σε περιμένω να την φέρεις, θα κρατήσω την πόρτα ανοιχτή. Από τη βιασύνη μου, δεν πήρα το πορτοφόλι του πατέρα μου. Πήρα όμως αυτό που μου ζήτησες. Δεν πρόκειται να το αναζητήσει, δεν θυμάται κιόλας πού μπορεί να το είχε βάλει. Εξάσφαιρο, όπως σου το είπα. Φτάνει να κάνεις τη δουλειά σου. Και μισό κουτί σφαίρες να το έχεις στην τσέπη σου. Θα στα δώσω μετά, όταν θα φέρεις την φρατζόλα. Η μητέρα μου θα καθυστερήσει, έχει πάει στην αδερφή της που είναι άρρωστη. Έφυγε την αυγή. Ένας γνωστός, που ξέρει τα μπλόκα, την πήγε ως τη δημοσιά και μας ειδοποίησε πως πέρασε το κάρο στην ώρα του να την πάρει. Τώρα θα έχει φτάσει. Είπε πως θα γυρίσει το απόγευμα και να μη την περιμένουμε για το μεσημεριανό. Είπε να φάμε και να μη την περιμένουμε. Μαγειρεύω χορτόσουπα, η μητέρα βρήκε φρέσκα χόρτα, φτάνουν για τρία πιάτα φαϊ. Να πας λοιπόν. Να πας οπωσδήποτε! Εδώ έχουμε ησυχία, ωστόσο ακούμε τους πυροβολισμούς. Καλύτερα είναι πας από τους μέσα δρόμους. Ο γείτονας είπε πως δεν υπάρχει κίνδυνος από τους μέσα δρόμους. Τα μαγαζιά έχουν κατεβάσει τα ρολά τους, αλλά βρίσκεις να αγοράσεις, αν πεις το σύνθημα no pasarán. Και ο γείτονας είπε το σύνθημα. Έτσι πήγε η μητέρα μου και βρήκε χόρτα. Τόσο φρέσκα σαν να τα είχαμε κόψει από τον κήπο μας στο χωριό».
—————————— » « ——————————
Υστερόγραφο: Έτσι, με το εξάσφαιρο στο χέρι, ο Ignacio Sanchez Arriaga στάθηκε στο οδόφραγμα των νεκρών αλόγων. Παρίστανε πως ήταν έτοιμος να πυροβολήσει. Δεν ειναι γνωστό αν πέρασε απέναντι, εκεί όπου η Λευτεριά τον καλούσε. Είναι βέβαιο πως η μητέρα του τον περίμενε, εκείνη τη μέρα έμεινε νηστική. Είναι βέβαιο πως η Ελεονώρα κατέβασε την κατσαρόλα με την χορτόσουπα από τη φωτιά και σερβίρισε τον πατέρα της. Έφαγε λίγο και εκείνη. Δεν είχε λογαριάσει καλά, ένα ρηχό πιάτο περίσσευε, το κράτησε για τη μητέρα της. Και το βράδυ, όταν η μητέρα της επέστρεψε, λίγο πριν από την απαγόρευση κυκλοφορίας, είπε στην Ελεονώρα πως είχε αγοράσει μια φρατζόλα ψωμί, αφού ο φούρνος ήταν ανοιχτός και δεν ακούγονταν πυροβολισμοί. «Καλά έκανες», είπε η Ελεονώρα, «να έχουμε ψωμί, το πρωί αγόρασα και εγώ μια φρατζόλα». Στη φωτογραφία που είδε το φως της δημοσιότητας, η ηρωική πράξη του Ignacio Sanchez Arriaga δεν έχει απαθανατιστεί. Να υποθέσουμε ότι πέρασε απέναντι, φωνάζοντας το σύνθημα no pasarán.