Τα καλοκαίρια ο Βασίλης περίμενε πώς και πώς να πάω στο χωριό. Κι εγώ το ίδιο. Ένα κανονικό χωριό του κάμπου ήταν, με τουλούμπες στις αυλές, με αποθήκες μεγάλες χτισμένες με τσιμεντόλιθα, για το βαμβάκι, τρακτέρ, φρέζες και πομπίνες ποτιστικές. Είχε δύο μαγαζιά, του Λαβδή και του Πιτχαβά που ήταν καφενείο, μπακάλικο, ψιλικατζίδικο, βενζινάδικο, μπαρ και καφετέρια (τηλέφωνο διέθεταν και τα δύο, αν κάποιος ήθελε να σε βρει). Ένα σχολείο, την εκκλησία του Αγ. Κωνσταντίνου, ένα γήπεδο με φυσικό χορτάρι (αγριάδα, ραδίκια, τριφύλλι και βρούβες) όπου έβοσκαν αγελάδες ενώ παίζαμε μπάλα κι ένα ποτάμι, τον Ενιπέα. Η γέφυρα και το νεκροταφείο με το εκκλησάκι του Αγ. Ευθυμίου, ήταν τα πρώτα που αντίκρυζες φτάνοντας στο χωριό. Δεν είχε τίποτα να ζηλέψει αυτό το χωριό από άλλα.
Είχα την τύχη να είμαι δεύτερος ξάδερφος του Βασίλη. Ήταν αρχηγός ανάμεσα στα υπόλοιπα χωριατόπαιδα, έτσι ήμουν κι εγώ απ’ τους δημοφιλείς στο χωριό, κατά κάποιον τρόπο. «Θα έρθει ο ξάδερφος του Βασίλη απ’ την Αθήνα. Ο Καναδός»! έλεγαν και κατάστρωναν σχέδια.
Αυτό που απολάμβανα στο χωριό περισσότερο απ’ όλα ήταν η ελευθερία. Μαζευόμασταν τσούρμο και γυρνάγαμε αναψοκοκκινισμένοι όλη μέρα στο λιοπύρι, ακόμα και τις ώρες που καιγόταν ο κάμπος και το υπόλοιπο χωριό έκανε σιέστα. Η πρώτη φορά που έπαθα ηλίαση, ήταν εκεί. Κι η δεύτερη ίσως. Έτρεχα με τον Βασίλη ξυπόλυτος, πατώντας πάνω σε τριβόλια, αγκάθια και ξερόκλαδα, μέχρι που τα πόδια μου δεν έμπαιναν σε παπούτσι. Κολυμπάγαμε γυμνοί στο ποτάμι και κάναμε κόντρες ποιος θα κατουρήσει πιο μακριά. Ο Βασίλης έπιανε βατράχια και νερόφιδα με τα χέρια. Μου είχε δείξει πως φτιάχνεις αυτοσχέδιους κιούρτους για ψάρια ποταμίσια. Άλλες φορές πηγαίναμε στο νεκροταφείο και πηδάγαμε απ’ το καμπαναριό του Αγ. Ευθύμη. Ήταν τόσο ψηλά που τα γόνατά μας τερμάτιζαν σαν τ’ αμορτισέρ του αυτοκινήτου και σκάγαμε κάτω με τον κώλο και μετά με τα μούτρα στο νωπό χώμα με τα σαπισμένα φύλλα του πλάτανου, που μύριζαν σαν κατρουλιό. Παίζαμε δηλωτή στα καφενεία και πίναμε πορτοκαλάδες και λεμονάδες Κλιάφα. Τρώγαμε παγωτά ξυλάκι (πατούσα, μπανάνα ή ΤΡΟΪΚΑ) τα οποία μετράγαμε για να δούμε ποιος είχε φάει τα περισσότερα μέχρι να τελειώσει το καλοκαίρι. Αγαπημένο μου παγωτό το ΤΡΟΪΚΑ, θυμάμαι.
Στα δεκαέξι μου λοιπόν, ξαναπήγα στο χωριό μετά από χρόνια. Ο Βασίλης είχε τώρα ένα Garelli αυτόματο με πετάλια, για όταν έμενες από βενζίνη. Μπαίναμε στα χωράφια με το Garelli και κυνηγάγαμε φίδια. Ταΐζαμε τις κότες με ψωμί παπαριασμένο στο τσίπουρο και μετά τις βλέπαμε να τρέχουν σαν τρελές μέσα κι έξω απ’ τα κοτέτσια. Στην παρέα τώρα ήταν και ο Λάκης που ήταν δεκαοκτώ και έπαιρνε το αγροτικό του πατέρα του, όποτε γούσταρε. Έτσι η αφεντιά μου έφτασε μέχρι τα Φάρσαλα.
Εκείνο το απόγευμα, αφού πήρα –με τα χίλια βάσανα– άδεια απ’ τους δικούς μου για βόλτα με τα παιδιά και για να μείνω το βράδυ στον Βασίλη, πήγαμε πρώτα σε μία καφετέρια, γαμηστερή. Τέτοια μαγαζάρα δεν είχα δει στην Αθήνα. Ήταν φίσκα. Όλοι ντυμένοι σινιέ. Κοκεταρία. Ήπιαμε φραπέ με παγωτό και Baileys και συνεχίσαμε σ’ ένα τσιπουράδικο, παρέα με κάτι κορίτσια. Στις παρέες έμπαινες για πλάκα, αν ήσουν με τον Βασίλη. Τα μεζεδάκια έρχονταν το ένα μετά το άλλο κι όταν ήρθε ο λογαριασμός μου φάνηκε ότι είχε γίνει λάθος. Τσάμπα λέμε. Τα κορίτσια δεν ήρθαν μαζί μας για ποτό. Έτσι κι αλλιώς δεν κόλλαγαν στο πλάνο που είχαν φτιάξει οι δυο τους. Ο Βασίλης και ο Λάκης είχαν συνεννοηθεί να πάμε σ’ ένα μπαρ με γυναίκες. Μόλις μου το αποκάλυψαν σάστισα. Ξενέρωσα με τη μία, απ’ τα δύο τσίπουρα που είχα πιεί. Να σου μπροστά μας κι ο ξάδερφος ο Αποστόλης, που δούλευε στο τμήμα, με μια κουκλάρα αγκαζέ. Του είπαμε ότι θα πηγαίναμε για μια μπυρίτσα και θα γυρνάγαμε στο χωριό. «Το νου σας μαλακισμένα. Προσοχή με τ’ αμάξι», μας αγρίεψε.
Μπήκαμε μέσα στο μπαρ κι ήμασταν μόνοι μας. Ότι είχε ανοίξει. Ούτε ο πορτιέρης δεν ήταν καλά-καλά στην πόρτα ακόμα. Κάτσαμε σε μια γωνιά οι τρεις μας, ο ένας δίπλα στον άλλον, σ’ έναν καναπέ με κόκκινη δερματίνη και σταυρωτές λευκές ραφές που ενώνονταν με μεγάλα κουμπιά. Το σχέδιο, μου θύμιζε την πάστα φλώρα της μάνας μου. Πλησίασε προς το μέρος μας ένα γομάρι με κουστούμι. Ω ρε πούστη μου θα μας πετάξει έξω. Μη φάμε και κάνα βρωμόξυλο. Ο άλλος τουλάχιστον είναι δεκαοκτώ, είπα από μέσα μου. Τίποτα απ’ αυτά δεν έγινε. Μας καλωσόρισε ευγενικά και μας είπε, ότι για να κάτσουν μαζί μας τα κορίτσια θα έπρεπε να τις κεράσουμε ποτό. Ήρθαν τρία κορίτσια και παραγγείλαμε· δικό τους και δικό μας. Αυτή που ήρθε σε μένα την έλεγαν Τζέσικα και ακόμα δεν μπορώ να ξεχάσω πόσο ωραία γκόμενα ήταν. Φόραγε ένα κολλητό λευκό φουστάνι και κόκκινες γόβες. Μύριζε πούδρα μωρού μαζί με πατσουλί. Το πρώτο της ποτό έφυγε με το που συστηθήκαμε. Ένα ροζ πράγμα έπινε. Της πήρα καινούργιο κι έκατσε στα πόδια μου. Στριμώχτηκε τόσο πολύ ο πούτσος μου, που κόντεψα να την ρίξω κάτω στην προσπάθεια να βολευτώ. Έβαλε το χέρι της και με τακτοποίησε. Τρίτο ποτό· ρουφήχτρα η Τζέσικα. Μου είπε ότι έχει δουλέψει στην Αθήνα μπαργούμαν σ’ ένα μπαράκι στην Κυψέλη, ούτε που το ήξερα. Μου είπε πολλά ακόμα και πίστεψα ότι είχε μια κανονική ζωή, σαν τις γυναίκες που δουλεύουν σε δουλειές συνηθισμένες. Είχα ξεθαρρέψει και της χάιδευα τα βυζιά, πάνω απ’ τη μπλούζα. Ήταν μεγαλύτερα απ’ τη χούφτα μου και πιο μαλακά απ’ ότι έδειχναν. Τραβιόταν λιγάκι προς τα πίσω με νάζι και μετά ξαναέπεφτε πάνω μου. Τέταρτο ποτό, και σηκώθηκε να πάει να φρεσκαριστεί. Πως διάολο τα κατεβάζει έτσι, σκέφτηκα. «Ρε μαλάκα, με το μαλακό πες της τα ποτά. Μην της λες συνέχεια ναι», μου είπε ο Βασίλης.
Όταν φύγαμε όλα γύριζαν, στο κεφάλι μου. Τους έλεγα ότι με γούσταρε η Τζέσικα κι οι άλλοι γέλαγαν και μου έλεγαν κοροϊδευτικά τ’ όνομά της. «Τζέσικα»! Έτσι συνέχισε να κάνει ο Βασίλης και μόλις φτάσαμε σπίτι του. Χασκογελάγαμε νευρικά. Πήγε να ξαπλώσει στο κρεβάτι του έχοντας ξεχάσει ότι η γιαγιά του άλλαξε δωμάτιο, για να κοιμηθούμε μαζί στα ντιβάνια του σαλονιού, κι έπεσε επάνω της. «Τι Τζέσικα ρε κωλόπδο, πάλι στις πτάνες πήγατε. Αι να μ’ χαθείς».
Ξύπνησα το πρωί και μύριζα ολόκληρος πατσουλί με πούδρα. Πήγαμε για καφέ στα Φάρσαλα πάλι. Πίστευα βαθιά μέσα μου ότι κάπου μπορεί να συναντούσα τη Τζέσικα και να τα λέγαμε καλύτερα, χωρίς το άγχος του ζουμιού που μου στοίχισε δύο εβδομάδων χαρτζιλίκι. Μικρή πόλη τα Φάρσαλα. Περάσαμε απ’ το τμήμα να πούμε ένα γειά στον Αποστόλη. Μπήκα πρώτος απ’ την πόρτα και την είδα μπροστά μου. Ήταν εκεί κι ανέβαινε τη σκάλα λικνίζοντας πέρα δώθε αυτό το υπέροχο κορμί. Τα σαγόνια μας είχαν κρεμάσει. Στο πάνω μέρος της σκάλας ήταν ο Αποστόλης. Ούτε που μας είδε εμάς. Την έτρωγε με τα μάτια ο πούστης, με εκείνο το λάγνο βλέμμα, που έριχνε όλες τις γυναίκες. Στο τελευταίο σκαλί στραβοπατάει –άνευ λόγου και αιτίας– η Τζέσικα και πιάνεται με το ένα χέρι απ’ το όπλο και με το άλλο απ’ το παπάρι του. Ο Αποστόλης βάζει όλη τη γοητεία του, κορδώνεται και της λέει στον ενικό:
«Είσαι εντάξ»;
Κι αυτή η αθεόφοβη τι του λέει, με εκείνο το ύφος το ναζιάρικο που παράγγελνε το ένα ποτό μετά το άλλο χθες βράδυ;
«Μια χαρά είμαι, κυρ αστυνόμε μου. Συγνώμη... σας έπιασα, και το όπλο»!