Η μητέρα μου φύλαγε βρεφικά μας ρούχα κάτω από το στρώμα του συζυγικού κρεβατιού. Τα έβλεπα όταν συγύριζε αλλά δεν την ρώτησα ποτέ. Αργότερα τα ξέχασα εντελώς. Όπως και πολλά ακόμα που δεν συγκράτησα γιατί δεν χρειαζόταν.
Η αργοπορημένη επιστροφή τους θυμίζει στενούς μας συγγενείς σε μνημόσυνο, που ζητούσαν από μακριά με τις παλάμες ενωμένες συγγνώμη για την καθυστέρηση. Εγώ τους κοίταζα μετά απορροφημένους σε άγνωστες σκέψεις, χαμένους, και συμπλήρωνα νοερά τα ενσταντανέ τους με τον εκλιπόντα σε γιορτές και εκδρομές. Μου συμπλήρωναν έτσι ένα κενό, γιατί πίστευα ότι χωρίς αυτούς όσα λόγια άκουγα πριν έλθουν δεν είχαν ειρμό. Με την άφιξή τους όλα αποκτούσαν νόημα, σκεπτόμουν αργότερα βαδίζοντας κρεμασμένος σε κάποιο χέρι στην οδό Αναπαύσεως.
Δεν με είχε, λοιπόν, απασχολήσει τότε η παρουσία των αναμνηστικών κάτω από το στρώμα, σαν να υπήρχαν πάντα εκεί και η μητέρα απλώς τα φρόντιζε, αλλάζοντας λίγο τη θέση τους, υπάκουη σε μια άγνωστη εντολή. Άκουγα σαν το πιο φυσικό θρόισμα τους εξορκισμούς της στο Κακό καθώς τα τακτοποιούσε.
Όλα αυτά μαζί με τα εκστατικά που κάθε τόσο συναντούσα σπίτι και έξω από ανθρώπους με αινιγματικά μάτια, με βοηθούσαν να βρίσκω τον σωστό τόνο σε μια ορθοφωνία που δεν μου επέβαλε κανείς φανερά.
Γι’ αυτό ό,τι σκεπτόμουν και έκανα δεν ήταν συμμόρφωση σε κάποια, έστω, δική μου ανάγκη, ούτε καν εγκατάλειψη σε κάτι που μου διέφευγε.
Ακόμα και ο φόβος του σκοταδιού ήταν σαν λογοτεχνία, αφού μου άρεσαν οι σκιές, και οι ψίθυροι από τις πολυθρόνες των μεγάλων τη νύχτα ή ο αργός μονόλογος της θείας Λούκας από το θολωτό δωμάτιό της πριν το εγκαταλείψει για το γηροκομείο.
Δεν απορούσα με κανένα εξορκισμό ή μαγγανεία στις αρρώστιες, ακόμα και όταν άκουγα για σιτάρι σε σταυροδρόμι ή για πτύελα που
θεράπευαν.
Έβλεπα χωρίς περιέργεια τον πλανόδιο τυλιγμένο με φίδια στην πανήγυρη του κοντινού ναού, σαν να συμπλήρωνα μια ακόμα ανιαρή σελίδα μυστηρίου που διάβαζα προηγουμένως στο σπίτι.
Άφηνα τις ηλικιωμένες να με σταυρώνουν στο πρόσωπο με ευχές και έκανα όσα αργά βήματα μου έλεγαν ως το τέλος μιας ακατανόητης φράσης τους. Οι ίδιες θα έμεναν ήρεμες εάν έβλεπαν κάποιον να εξαρθρώνει τα μέλη του για αστείο ή ακόμα και να σηκώνεται για λίγο στον αέρα. Μόνο που μετά θα είχαν έτοιμες δικές τους χειρονομίες να ολοκληρώσουν, έλεγες, το περιστατικό, γιατί χωρίς αυτές θα έμενε ένα απλό θαύμα.
Πίστευα ότι όλοι γύρω μου συμπλήρωναν κάθε στιγμή το κενό που ακολουθεί μετά από μια απορία: ότι έπρεπε να απαντήσουν σε ερωτήσεις που ήξεραν, γι’ αυτό και δεν ανησυχούσαν.
Μπορεί να γνώριζαν τον καιρό αλλά δεν διάβαζαν γυάλινες σφαίρες ούτε περνούσαν βελόνες στα μάγουλά τους, όπως έκαναν οι ήρωες στα φτηνά μυθιστορήματα φαντασίας.
Τα αόρατα ανέπνεαν δίπλα τους, για να μην πω ότι ενώνονταν μαζί τους στα πιο συνηθισμένα της ημέρας. Αλλά πάντα μου θύμιζε αυτή η συμβίωση την επιφυλακή του ζογκλέρ με το εξημερωμένο, που πάντα θα τον ανησυχεί. Ήσαν, λοιπόν, έτοιμοι για κάθε αλλαγή, κρατώντας την ηρεμία εκείνου που ξαπλώνει πάντα προς την πλευρά του τοίχου. Και εκεί, βέβαια, δεν απέφευγαν τα όνειρα που τα εξηγούσαν με τη σοβαρότητα απεσταλμένου.
Δεν υπήρχαν γι’ αυτούς ιερογλυφικά γιατί διάβαζαν τους αστερισμούς ακόμα και στα στίγματα της πλάτης. Και όχι με την ευλαβική σεμνότητα του πρωτόγονου αλλά με την αυθάδεια του τσιγάρου στο στόμα τους λίγο πριν φύγουμε για σινεμά. Όμως διαθέσιμοι, λες, να σηκώσουν από το πάτωμα την ίδια στιγμή έναν μικρό μονόλιθο.
Πολλές φορές βγαίνοντας από το σπίτι, η μητέρα αργοπορούσε και επέστρεφε στο εσωτερικό σαν είχε ξεχάσει το μαντίλι ή το κραγιόν της. Την είχα δει από το παράθυρο να στέκεται λίγο ακίνητη κάτω από τα εικονίσματα σαν να συζητούσε κάποιες τελευταίες λεπτομέρειες.
Δεν θα μπορούσα ποτέ να τους φανταστώ σε μυστικά δωμάτια ή σε κύκλους πνευματιστών. Τις δικές τους οπτασίες νόμιζα ότι μπορούσα να τις αγγίξω, γιατί δεν διέφεραν από τις εικόνες του ύπνου που μερικές επέπλεαν ακόμα στο πρωινό μου ρόφημα.
Μεταξύ τους, είναι αλήθεια, συχνά διαφωνούσαν για τις ιερές προτεραιότητες, ας πούμε τα Χριστούγεννα και τη μετάληψη, αλλά οι αντιρρήσεις του πατέρα μου, που άφηνα με την μητέρα πίσω μας, γίνονταν κρύσταλλοι στο ψύχος του δρόμου για την λειτουργία. Γιατί θυμόμουν πάντα το πρόσωπό του πατέρα φωτισμένο από το κερί, που κρατούσε λίγο μακριά από το σώμα καθώς ελαφρά υποκλινόταν σε μια τελετή.
Στο οικογενειακό τραπέζι επικρατούσε σιωπή, εάν δεν ακούγαμε από το ραδιόφωνο κάτι σημαντικό. Οι μεγάλοι απέφευγαν στην αρχή του δείπνου κάποιο τυπικό και προσηλώνονταν σχεδόν αμέσως στο πιάτο τους σαν να το έβλεπαν για πρώτη φορά. Ό,τι έκανε ακριβώς και η μητέρα μου πάνω από τον βρασμό του φαγητού ή από τα άνθη, αν και τις ξέφευγαν κάποιες συστάσεις.
Ποτέ δεν αναρωτήθηκα γιατί οι γύρω μου αποσύρονταν ξαφνικά στον εαυτό τους. Δεν μου φαινόταν αυτό περίεργο και στους ξένους, που πολλές φορές με αγνοούσαν, αφηρημένοι σαν να χρωστούσαν μια απάντηση σε κάτι αόριστο.
Να πω ότι μπορεί να έφταιγα κι εγώ που έβλεπα μόνο δεήσεις ή φοβίες, ενώ ίσως δεν υπήρχε τίποτα ανεξήγητο αν έπρεπε να κρίνω από κάποιους αδιαπέραστους ακόμα και μπροστά στην τελευταία εικόνα του κόσμου.
Μπορεί από δική μου εμμονή να έκανα συλλογή δισταγμών, όμως παρά τις υπερβολές μου, έβλεπα μάλλον καθαρά. Ίσως επινοούσα πολλά, εντούτοις κάποιες συσπάσεις των δακτύλων του άλλου σε ανύποπτες στιγμές δεν μου διέφευγαν. Δεν μιλάω για την κλειστή έκφρασή τους μπροστά σε γιατρό αλλά για μια συχνή αποστροφή του προσώπου σαν να απέφευγαν μια ανεπιθύμητη σκέψη.
Δεν μου έλεγαν ποτέ τι συμβαίνει αφού ούτε και οι ίδιοι ήξεραν ακριβώς ή μάλλον δεν είχαν τρόπο να εξηγήσουν, γι’ αυτό διάβαζαν το σχήμα του λαδιού στο νερό, ειδικά οι ηλικιωμένες θείες μου, που ειρωνευόταν ο πατέρας μου κοιτάζοντας προς το μέρος μου με νόημα. Δεν με εμπόδιζε, ωστόσο, να πιω λίγο από το μείγμα για να μαντέψουν εκείνες την προφητεία του λαδιού στην επιφάνεια και πρόσεχα την αφοσίωσή τους στις πράσινες κηλίδες που ταξίδευαν.
Σήμερα, μετά από χρόνια, αδιαφορώ για τα χιλιάδες σήματα που περνούν δίπλα μου, αποφεύγοντας να σκεφτώ το παρελθόν. Φεύγοντας εκείνοι πήραν μαζί την πειθήνια ζωή τους, που ποτέ δεν παραδέχτηκαν ότι έκρυβε μυστικά.