Μυρμήγκια

Αντώ­νης

Το κε­φά­λι μου πά­ει να σπά­σει, να εκρα­γεί. Μπέρ­δε­ψα χθες βότ­κες με τσί­που­ρα και έγι­να χά­λια. Όχι ότι δεν πο­νά­ει το κε­φά­λι μου γε­νι­κά, σου­βλιές δια­περ­νά­νε το κρα­νίο μου και μέ­ρα και νύ­χτα. Την ακο­λού­θη­σα την άλ­λη μέ­χρι την τρύ­πα με τους ντεθ στο υπό­γειο στου Ψυρ­ρή και αυ­τή με πού­λη­σε για τον ντι τζέι. Τα ανα­κά­τε­ψα από τα νεύ­ρα μου, έβλε­πα και το σκου­λα­ρί­κι στον αφα­λό της όπως τρι­βό­ταν πά­νω στον άλ­λον και κα­τέ­βα­ζα τις βότ­κες νε­ρό. Έχω ξυ­πνή­σει από νω­ρίς αλ­λά δεν μπο­ρώ να πά­ρω τα πό­δια μου να ση­κω­θώ από το κρε­βά­τι. Ήδη μου έχει χτυ­πή­σει τρεις φο­ρές την πόρ­τα ο πα­τέ­ρας, τον έγρα­ψα, άλ­λα­ξα πλευ­ρό, έκλει­σα τα μά­τια, μου ήρ­θε να ξε­ρά­σω. Στο πρώ­το χτύ­πη­μα με ρώ­τη­σε αν ήθε­λα κα­φέ, τώ­ρα ρω­τού­σε τι θα ήθε­λα για με­ση­με­ρια­νό. Την ησυ­χία μου ξε­ρο­ψη­μέ­νη, του φώ­να­ξα, γέ­λα­σε. Θα τα έχει κο­πα­νή­σει κι αυ­τός από ώρα. Κρύ­βει μή­νες τώ­ρα πί­σω από το ξύ­δι και το λά­δι στο ντου­λά­πι κά­τω από τον νε­ρο­χύ­τη κρα­σί χύ­μα, το έχει βά­λει σε ένα πλα­στι­κό δο­χείο που η μά­να έβα­ζε χυ­μό φρέ­σκιας ντο­μά­τας. Το βγά­ζει από το ντου­λά­πι όταν λεί­που­με εμείς από το σπί­τι, δη­λα­δή όλη μέ­ρα μέ­χρι να νυ­χτώ­σει. Τον πα­ρα­δέ­χο­μαι όμως, λιώ­μα δεν γί­νε­ται πο­τέ, σφουγ­γα­ρί­ζει, συ­γυ­ρί­ζει, βγαί­νει για ψώ­νια, μα­γει­ρεύ­ει, στις δύο το με­ση­μέ­ρι και το φα­γη­τό εί­ναι έτοι­μο και το σπί­τι λα­μπο­κο­πά­ει. Έχει τύ­χει πολ­λές φο­ρές να έχω πε­ρά­σει μέ­σα στην μέ­ρα να πά­ρω στα γρή­γο­ρα ένα μπου­φάν, λε­φτά ή τα ακου­στι­κά για το κι­νη­τό και δεν τον έχω δει πο­τέ να εί­ναι κό­κα­λο, λιώ­μα. Ο φά­δερ βρά­χος. Τρε­λαί­νε­ται μό­νο όταν βά­ζω έντα­ση στη μου­σι­κή, εκεί τον χά­νω. Ξε­φω­νί­ζει και κα­τα­ριέ­ται την ώρα και τη στιγ­μή που μου αγό­ρα­σε το ηχο­σύ­στη­μα, βρί­ζει την μά­να που με έκα­νε και με­τά με πα­ρά­τη­σε σ’ αυ­τόν να του τρυ­πάω τον εγκέ­φα­λο με τις αμε­ρι­κα­νιές μου, σπά­ει και κα­νέ­να από τα αγαλ­μα­τά­κια του Βού­δα που κου­βά­λη­σε από την Ιν­δία η μά­να μας και με­τά σω­ριά­ζε­ται στον κα­να­πέ και κλαί­ει. Η Ρο­ζί­τα δεν δί­νει ση­μα­σία, εγώ τον λυ­πά­μαι όταν εί­ναι έτσι. Βγαί­νω από το δω­μά­τιο, μα­ζεύω τους Βού­δες και ενώ­νω τα κομ­μά­τια τους με λό­γκο στιγ­μής και τους βά­ζω να κά­τσουν δί­πλα του σαν να εί­ναι οι φί­λοι του σε συ­σκευα­σία τσέ­πης. Εκεί­νος τους μι­λά­ει, χαϊ­δεύ­ει τοις κοι­λιές τους και τους ζη­τά­ει να τον συγ­χω­ρέ­σουν. Με­τά ακού­με το ντου­λά­πι στην κου­ζί­να και ξέ­ρου­με ότι θα βγει στη βε­ρά­ντα να κα­πνί­σει, αφού θα έχει ρου­φή­ξει ότι έχει απο­μεί­νει στο μπου­κά­λι από το ηλιέ­λαιο που η μά­να έρι­χνε τον φυ­σι­κό χυ­μό ντο­μά­τας. Κομ­μέ­να τα που­μα­ρό και οι κον­σέρ­βες, δεν θα βά­ζου­με μέ­σα μας συ­ντη­ρη­τι­κά και χη­μι­κά, μας εί­χε ανα­κοι­νώ­σει μια Κυ­ρια­κή, εί­ναι δεν εί­ναι δυο χρό­νια από τό­τε που έφυ­γε. Εί­χε ξε­φύ­γει η μά­να, το βλέ­πα­με, έτρε­χε για γιό­γκες και απο­το­ξι­νώ­σεις κά­θε λί­γο και λι­γά­κι, κυ­κλο­φο­ρού­σε με ένα λι­βά­νι να θυ­μια­τί­ζει να φύ­γει η κα­κή ενέρ­γεια, αλ­λά την εί­χα­με κα­τα­βρεί, δεν μας έκα­νε πα­ρα­τή­ρη­ση για τί­πο­τα, ο γκου­ρού της της εί­χε πεί­σει πως εάν ανα­κα­τευό­ταν στη ζωή μας η δι­κή της ζωή θα αντι­δρού­σε και θα της έβγα­ζε αλ­λερ­γί­ες και ψυ­χο­σω­μα­τι­κά. Εγώ χτύ­πη­σα τα τα­τουάζ μου χω­ρίς να έχω γκρί­νια, ο πα­τέ­ρας ξη­με­ρο­βρα­δια­ζό­ταν τις Πα­ρα­σκευ­ές στο Εναλ­λάξ στη γω­νία με Επτα­νή­σου. Τον ρω­τού­σα πώς άντε­χε εκεί μέ­σα που μυ­ρί­ζει ξι­νό λά­χα­νο και βό­θρο κι αυ­τός μου έλε­γε ότι εκεί εί­ναι τα αλη­θι­νά τα μπλουζ, σε τέ­τοια κα­τα­γώ­για αν­θί­ζει η μου­σι­κή που θρη­νεί. Να μου λεί­πει το βύσ­σι­νο, εδώ δεν πάω στα λάιβ για να απο­φύ­γω την δρω­τσί­λα, θα μπαί­νω τώ­ρα σε μα­γα­ζιά μου­χλια­σμέ­να; Η Ρό­ζα μας πά­λι, η Ρο­ζί­τα, πέ­τα­ξε όλα τα χρω­μα­τι­στά ρού­χα της, κρά­τη­σε μό­νο τα μαύ­ρα και κρέ­μα­σε κι έναν κρί­κο ανά­με­σα στα ρου­θού­νια της. Ο κρί­κος έχει τον χα­ρα­κτή­ρα της, εί­ναι αναι­δής και από­μα­κρος, σαν να μας υπο­τι­μά­ει όλη την ώρα, όταν έχει τα νεύ­ρα της ή χω­ρί­ζει με τον Μίλ­το, ο κρί­κος πε­τά­γε­ται ελα­φρώς προς τα έξω σαν να μας κο­ροϊ­δεύ­ει. Μια φο­ρά νό­μι­ζα ότι εί­χε γλώσ­σα ο αντι­πα­θη­τι­κός ο κρί­κος της και την εί­χε βγά­λει κι έξω, εί­χα δο­κι­μά­σει εκεί­νο το βρά­δυ ένα τρι­πά­κι και­νού­ριο, οπό­τε δεν πιά­νε­ται, δεν γί­νε­ται να έχει γλώσ­σα ένα αση­μέ­νιο σκου­λα­ρί­κι, το λέω και το ξα­να­λέω για να το πι­στέ­ψω. Τα έχει με τον πα­τέ­ρα μό­νι­μα, την έχω βα­ρε­θεί, της βά­ζει φα­γη­τό στο πιά­το κι αυ­τή το σπρώ­χνει μα­κριά της με μια αη­δία στο πρό­σω­πο, πό­τε το ρύ­ζι έχει πα­ρα­βρά­σει, πό­τε το κρέ­ας έχει αρ­πά­ξει από κά­τω. Από τό­τε που πά­ει στη σχο­λή μα­γει­ρι­κής μας έχει πρή­ξει. Δεν την βρί­σκεις που­θε­νά, όλα τα φα­γη­τά που φτιά­χνει ο φου­κα­ράς της φέρ­νουν εμε­τό. Και κά­νει εμε­τό συ­νέ­χεια. Με το που κα­τα­πιεί κα­μία μπου­κιά, τρέ­χει στην τουα­λέ­τα να την βγά­λει. Όταν γυ­ρί­ζει στο τρα­πέ­ζι το μο­λύ­βι έχει ξε­βά­ψει γύ­ρω από τα μά­τια της- τώ­ρα που δεν εί­ναι εδώ η μά­να βά­ζει πο­λύ και μο­λύ­βι και κρα­γιόν- και φαί­νε­ται σαν βα­μπίρ με τα μαύ­ρα πά­νω κά­τω που φο­ρά­ει και το μαύ­ρο που μουν­τζου­ρώ­νει τα μά­τια της. Πώς θα γί­νει σεφ μια τύ­πισ­σα που έχει γί­νει ένα μά­τσο κό­κα­λα και τί­πο­τα δεν τρώ­ει δεν το κα­τα­λα­βαί­νω. Να δω ποιος αν­θρω­πά­κος θα εμπι­στευ­τεί να φά­ει από τα χέ­ρια της. Φω­νά­ζει συ­νέ­χεια ότι με το που βρει δου­λειά θα την κο­πα­νή­σει από δω μέ­σα, και τι μας το λέ­ει, νο­μί­ζει θα στε­νο­χω­ρη­θού­με; Μας έχει στην πί­ε­ση, και κα­λά εμέ­να δε με νοιά­ζει, αλ­λά τον άμοι­ρο τον πα­τέ­ρα μας τον έχει τσα­κί­σει. Δεν τον σκέ­φτε­ται κα­θό­λου που τον άφη­σε η άλ­λη μό­νο του να τα βγά­λει πέ­ρα με εμάς και ένα σπί­τι με το επί­δο­μα ανερ­γί­ας και όσα εί­χε βά­λει στην άκρη για νο­σο­κο­μεία και αρ­ρώ­στιες. Τις οι­κο­νο­μί­ες του τις έχει χώ­σει στις εσω­τε­ρι­κές τσέ­πες στο κα­λό του το παλ­τό, εκεί­νο που εί­χε φέ­ρει από την Ρω­σία πα­λιό­τε­ρα. Παίρ­νω λί­γα-λί­γα από κει για τα πο­τά μου και τα τρι­πά­κια μου, ού­τε που του περ­νά­ει από το μυα­λό ότι ξέ­ρω που τα έχει τα χρή­μα­τα, δα­νει­κά εί­ναι έτσι κι αλ­λιώς, θα τα βά­λω πί­σω στο παλ­τό και με το πα­ρα­πά­νω όταν κι εγώ πιά­σω την κα­λή. Με τον Σπύ­ρο λέ­με να μπού­με σε ένα πρό­γραμ­μα να φτιά­ξου­με μια επι­χεί­ρη­ση και­νο­τό­μα, με ηλε­κτρο­νι­κά, πλατ­φόρ­μες και τέ­τοια, ο Σπύ­ρος εί­ναι μα­νού­λα σε αυ­τά. Εγώ τον πο­νάω τον πα­τέ­ρα, τον έχω ακού­σει κά­ποιες φο­ρές που δεν έχει κα­τα­λά­βει ότι εί­μαι στο σπί­τι να ανοί­γει την ντου­λά­πα της μά­νας, νο­μί­ζω ότι βγά­ζει έξω και ακου­μπά­ει στο κρε­βά­τι τα πράγ­μα­τά της, ρού­χα, τσά­ντες, μα­ντί­λια, τα έχει κρα­τή­σει όλα, να τα βλέ­πει, να την νιώ­θει εδώ, κο­ντά του. Τό­τε εί­ναι που με δια­λύ­ει και δεν βγά­ζω λε­φτά από το παλ­τό του και κλει­δώ­νο­μαι στο δω­μά­τιο μου με το άλ­μπουμ με τις φω­το­γρα­φί­ες από τις δια­κο­πές μας στην Χαλ­κι­δι­κή, στο κά­μπινγκ, όταν ήμα­σταν όλοι μα­ζί κι εγώ και η Ρό­ζα παι­διά. Ακό­μη και τό­τε, η Ρο­ζί­τα φο­ρού­σε μαύ­ρο μπι­κί­νι, πού ακού­στη­κε μαύ­ρο μα­γιό έξι χρο­νών κο­ρι­τσά­κι. Και μέ­να από τό­τε με πο­νά­ει το κε­φά­λι μου, συ­χνά τό­σο πο­λύ που θέ­λω να το κό­ψω.

Μυρμήγκια

Ρό­ζα

Πά­ντα ανα­ρω­τιέ­μαι τι να έχουν απο­γί­νει τα παι­διά που βλέ­πω στις πα­λιές ται­νί­ες και φω­το­γρα­φί­ες. Με συ­γκι­νεί να σκέ­φτο­μαι ότι ένας τα­λαι­πω­ρη­μέ­νος ηλι­κιω­μέ­νος υπήρ­ξε κά­πο­τε εκεί­νο το αγό­ρι με το κόκ­κι­νο σορτς πά­νω στο πο­δή­λα­το με τις βοη­θη­τι­κές ρό­δες στην φω­το­γρα­φία από ένα πα­τρι­κό σπί­τι. Μου φέρ­νει δά­κρυα στα μά­τια η σκέ­ψη πως το κο­ρι­τσά­κι που έπαι­ζε το μι­κρό­τε­ρο και πιο χα­ρι­τω­μέ­νο παι­δί μιας πο­λυ­με­λούς οι­κο­γέ­νειας στην εξο­χή, που κρυ­βό­ταν ανά­με­σα στα κα­τά­λευ­κα απλω­μέ­να ρού­χα της μπου­γά­δας και γε­λού­σε κε­λα­ρυ­στά μπο­ρεί να εί­ναι τώ­ρα μια για­γιά σε ένα γη­ρο­κο­μείο με πρη­σμέ­να πό­δια που μι­λά­ει στο πι της. Δεν ξέ­ρω, εί­ναι πι­θα­νό να με ρα­γί­ζει η αδυ­να­μία, η αρ­ρώ­στια, η κα­τά­ντια αν­θρώ­πων, ξέ­νων σε εμέ­να, που υπήρ­ξαν παι­διά χα­ρού­με­να, και να με αφή­νει αδιά­φο­ρη η δυ­στυ­χία των δι­κών μου αν­θρώ­πων. Κά­τω στο πά­τω­μα στο χολ βρή­κα την φω­το­γρα­φία από τις δια­κο­πές στην Χαλ­κι­δι­κή, ο Αντώ­νης θα ψα­χού­λευε τα πράγ­μα­τα στα κου­τιά, βλέ­πω τα ανα­ψο­κοκ­κι­νι­σμέ­να πρό­σω­πα των γο­νιών μου, τον Αντώ­νη, πέ­ντε χρο­νών, κά­θε­ται στην άμ­μο δί­πλα μου με μια μπά­λα στα χέ­ρια, εγώ παι­δί, απροσ­διο­ρί­στου φύ­λου, απροσ­διό­ρι­στης χα­ράς, πά­ντα απε­χθα­νό­μουν την ζέ­στη, τον ήλιο, τα στρώ­μα­τα που ακου­μπού­σαν το ένα το άλ­λο μέ­σα στην σκη­νή και δεν αφή­ναν κα­μία λω­ρί­δα από­δρα­σης από εκεί­νο το «όλοι μα­ζί, εί­μα­στε οι­κο­γέ­νεια». Τα πρω­ι­νά ήμουν η πρώ­τη που ξυ­πνού­σε, ένιω­θα τα μυρ­μή­γκια να τρυ­πώ­νουν πα­ντού, να περ­πα­τούν στα χέ­ρια μου, στα πό­δια μου, μέ­σα στα μαλ­λιά μου. Ο πα­τέ­ρας μου και ο αδελ­φός μου μοιά­ζουν με εκεί­να τα μυρ­μή­γκια, πά­νε κι έρ­χο­νται απροει­δο­ποί­η­τα στη ζωή μου, ανε­βαί­νουν πά­νω μου, χώ­νο­νται στα πιο από­κρυ­φα ση­μεία μου, γαρ­γα­λά­νε το δέρ­μα μου, το ερε­θί­ζουν· φο­ρές, θέ­λω να ξυ­θώ και να τα ξε­φορ­τω­θώ αυ­τά τα μυρ­μή­γκια που επι­μέ­νουν να μου μι­λά­νε, να με ρω­τά­νε, να με κοι­τά­νε, αλ­λά δεν μπο­ρώ, πά­νω μου θα μα­ζευ­τούν και πά­λι. Τώ­ρα που δεν εί­ναι εδώ η μά­να, τα μυρ­μή­γκια κά­νουν πάρ­τι. Ο Αντώ­νης κά­νει ναρ­κω­τι­κά και ο άλ­λος κά­νει τον βα­θιά προ­δο­μέ­νο. Τους πά­νε γά­ντι οι ρό­λοι που έχουν επι­λέ­ξει. Προ­σω­πι­κά εί­μαι ο πιο δύ­σπι­στος θε­α­τής τους. Ξε­κί­νη­σα μα­θή­μα­τα μα­γει­ρι­κής για να λεί­πω όσο γί­νε­ται πιο πο­λύ από το θέ­α­τρο, το σπί­τι μας. Αν ο Μίλ­τος δεν ήταν σαν εμέ­να, θα έμε­να σ’ εκεί­νον. Για την ακρί­βεια εί­ναι χει­ρό­τε­ρος από μέ­να. Τον ενο­χλεί ακό­μη και η ανα­πνοή μου όταν κά­θο­μαι δί­πλα του και βλέ­που­με ται­νί­ες, ο βω­βός κι­νη­μα­το­γρά­φος με υπνω­τί­ζει –δε βλέ­που­με πο­τέ ομι­λού­σες– αν τύ­χει και ξε­φυ­σή­ξω από βα­ριε­στη­μά­ρα ανα­βάλ­λε­ται και το σεξ. Σκέ­φτο­μαι σο­βα­ρά να τον χω­ρί­σω, τε­λευ­ταία έχει ξε­φύ­γει, όχι μό­νο περ­νά­ει τα χέ­ρια του με αντι­ση­πτι­κό πριν με ακου­μπή­σει, αλ­λά με υπο­χρέ­ω­σε μια φο­ρά κι εμέ­να να βά­λω στα ση­μεία που θα με φι­λού­σε οι­νό­πνευ­μα και ανα­γκά­στη­κα να πάω στον γυ­ναι­κο­λό­γο και να τσού­ζω για και­ρό με­τά εκεί κά­τω, φό­ρε­σα πα­ντε­λό­νι ξα­νά με­τά από έναν μή­να. Το μό­νο που σκέ­φτο­μαι εί­ναι πού θα ξα­να­βρώ κά­ποιον να μη με πρή­ζει και να μη με πο­λυ­πλη­σιά­ζει. Οι με­γά­λοι ηθο­ποιοί σπί­τι κά­νουν ότι τους λεί­πει η μά­να, αυ­τός ει­δι­κά κά­νει την νοι­κο­κυ­ρά και παίρ­νει το πε­ρί­λυ­πο ύφος του φου­κα­ρά που πο­λύ με εκνευ­ρί­ζει. Θέ­λω να του την φέ­ρω κα­μιά φο­ρά, να με βρει στην μπα­νιέ­ρα μέ­σα στα αί­μα­τα, να έχω κό­ψει τις φλέ­βες μου και να μη μπο­ρεί να μα­ζέ­ψει με τί­πο­τα το αί­μα που θα τρέ­χει, θέ­λω να δω αν θα έχει πά­λι αυ­τό το κα­κό­μοι­ρο ύφος. Γκρι­νιά­ζει που χά­νω κι­λά κι έχω μεί­νει η μι­σή, δε λέω, το μο­νό­πρα­κτο αυ­τό που δεί­χνει ότι ανη­συ­χεί για εμέ­να το εκτε­λεί με με­γά­λη συ­νέ­πεια. Κι ο Αντώ­νης τον πι­στεύ­ει, νο­μί­ζει ότι αλη­θι­νά υπο­φέ­ρει. Στα δια­λείμ­μα­τα από την επή­ρεια τον ακο­λου­θεί σαν σκιά του για να τον βοη­θή­σει, να εί­ναι εκεί για αυ­τόν. Ήταν άλ­λω­στε πά­ντα ο αγα­πη­μέ­νος του, το αγό­ρι του, όμορ­φος και λα­μπε­ρός, μια ωραιό­τα­τη ει­κό­να προς επί­δει­ξη. Ενώ εγώ, η ισχνή, η αδιά­φο­ρη, η αμί­λη­τη, δεν ήμουν για να με δεί­χνει, για να με θαυ­μά­ζουν, για να επι­κρο­τούν τα γο­νί­δια του. Αν ήξε­ρε ο αδελ­φός μου, αν δεν κα­τά­πι­νε σαν κα­ρα­μέ­λες τα χά­πια, δεν θα ήταν έτσι, θα έπαιρ­νε τα γο­νί­δια του και θα έτρε­χε μα­κριά του. Η μά­να κα­λά τα κα­τά­φε­ρε, έπαι­ξε μια χα­ρά κι αυ­τή το παι­χνί­δι της και έφυ­γε. Προ­σπά­θη­σε να γί­νει η εναλ­λα­κτι­κή, η new age οπα­δός της εσω­τε­ρι­κής γα­λή­νης και της αγά­πης για όλη την πλά­ση, η γιό­γκι που με τη σα­βά­σα­να κα­τόρ­θω­νε να αφή­νει την ενέρ­γεια να απε­λευ­θε­ρώ­νε­ται. Κα­νείς δεν μπο­ρεί να τα βά­λει με μια απε­λευ­θε­ρω­μέ­νη ενέρ­γεια και με θυ­μια­τι­σμέ­νες ρή­σεις δα­σκά­λων από μα­κρι­νά άσ­ραμ της Ιν­δί­ας. Ού­τε καν αυ­τός και τα χέ­ρια του που της έσφιγ­γαν τους καρ­πούς με δύ­να­μη, όταν νό­μι­ζε ότι βλέ­πα­με τα παι­δι­κά στην τη­λε­ό­ρα­ση και το φα­γη­τό εί­χε πο­λύ αλά­τι, λί­γο αλά­τι, κα­θό­λου αλά­τι. Γυ­ρί­ζει απο­χαυ­νω­μέ­νος κά­θε από­γευ­μα ο Αντώ­νης από τις ου­σί­ες και φα­ντά­ζε­ται πως βλέ­πει ό,τι απέ­μει­νε από μια οι­κο­γέ­νεια μυρ­μη­γκιών με ζε­στή, φι­λό­ξε­νη φω­λιά. Με­ρι­κές φο­ρές δεν κρα­τιέ­μαι, αγα­να­κτώ με την αφέ­λειά του, θέ­λω να του φω­νά­ξω ότι δεν κλεί­νε­ται με τις ώρες αυ­τός στο υπνο­δω­μά­τιο για να φέ­ρει πί­σω την μά­να μας με τις ανα­μνή­σεις, τα ρού­χα της, τα αρώ­μα­τα και τα κο­σμή­μα­τά της. Στοι­χη­μα­τί­ζω ότι θα πέ­σει σε βα­θύ­τε­ρη νιρ­βά­να από ότι με τα χά­πια του όταν θα μά­θει ότι αυ­τός, ο πα­τέ­ρας, το μυρ­μή­γκι αρ­χη­γός και προ­στά­της μιας κα­τά φα­ντα­σία οι­κο­γέ­νειας, στο δω­μά­τιο γδύ­νε­ται, φο­ρά­ει τα ρού­χα της, βά­φε­ται με τα κρα­γιόν της και τα μο­λύ­βια της και όταν πέ­φτει στο πά­τω­μα από το με­θύ­σι του φω­νά­ζει «Ρο­ζί­τα, πού εί­σαι; Έλα να παί­ξου­με».

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: