Μυρμήγκια

Αντώνης

Το κεφάλι μου πάει να σπάσει, να εκραγεί. Μπέρδεψα χθες βότκες με τσίπουρα και έγινα χάλια. Όχι ότι δεν πονάει το κεφάλι μου γενικά, σουβλιές διαπερνάνε το κρανίο μου και μέρα και νύχτα. Την ακολούθησα την άλλη μέχρι την τρύπα με τους ντεθ στο υπόγειο στου Ψυρρή και αυτή με πούλησε για τον ντι τζέι. Τα ανακάτεψα από τα νεύρα μου, έβλεπα και το σκουλαρίκι στον αφαλό της όπως τριβόταν πάνω στον άλλον και κατέβαζα τις βότκες νερό. Έχω ξυπνήσει από νωρίς αλλά δεν μπορώ να πάρω τα πόδια μου να σηκωθώ από το κρεβάτι. Ήδη μου έχει χτυπήσει τρεις φορές την πόρτα ο πατέρας, τον έγραψα, άλλαξα πλευρό, έκλεισα τα μάτια, μου ήρθε να ξεράσω. Στο πρώτο χτύπημα με ρώτησε αν ήθελα καφέ, τώρα ρωτούσε τι θα ήθελα για μεσημεριανό. Την ησυχία μου ξεροψημένη, του φώναξα, γέλασε. Θα τα έχει κοπανήσει κι αυτός από ώρα. Κρύβει μήνες τώρα πίσω από το ξύδι και το λάδι στο ντουλάπι κάτω από τον νεροχύτη κρασί χύμα, το έχει βάλει σε ένα πλαστικό δοχείο που η μάνα έβαζε χυμό φρέσκιας ντομάτας. Το βγάζει από το ντουλάπι όταν λείπουμε εμείς από το σπίτι, δηλαδή όλη μέρα μέχρι να νυχτώσει. Τον παραδέχομαι όμως, λιώμα δεν γίνεται ποτέ, σφουγγαρίζει, συγυρίζει, βγαίνει για ψώνια, μαγειρεύει, στις δύο το μεσημέρι και το φαγητό είναι έτοιμο και το σπίτι λαμποκοπάει. Έχει τύχει πολλές φορές να έχω περάσει μέσα στην μέρα να πάρω στα γρήγορα ένα μπουφάν, λεφτά ή τα ακουστικά για το κινητό και δεν τον έχω δει ποτέ να είναι κόκαλο, λιώμα. Ο φάδερ βράχος. Τρελαίνεται μόνο όταν βάζω ένταση στη μουσική, εκεί τον χάνω. Ξεφωνίζει και καταριέται την ώρα και τη στιγμή που μου αγόρασε το ηχοσύστημα, βρίζει την μάνα που με έκανε και μετά με παράτησε σ’ αυτόν να του τρυπάω τον εγκέφαλο με τις αμερικανιές μου, σπάει και κανένα από τα αγαλματάκια του Βούδα που κουβάλησε από την Ινδία η μάνα μας και μετά σωριάζεται στον καναπέ και κλαίει. Η Ροζίτα δεν δίνει σημασία, εγώ τον λυπάμαι όταν είναι έτσι. Βγαίνω από το δωμάτιο, μαζεύω τους Βούδες και ενώνω τα κομμάτια τους με λόγκο στιγμής και τους βάζω να κάτσουν δίπλα του σαν να είναι οι φίλοι του σε συσκευασία τσέπης. Εκείνος τους μιλάει, χαϊδεύει τοις κοιλιές τους και τους ζητάει να τον συγχωρέσουν. Μετά ακούμε το ντουλάπι στην κουζίνα και ξέρουμε ότι θα βγει στη βεράντα να καπνίσει, αφού θα έχει ρουφήξει ότι έχει απομείνει στο μπουκάλι από το ηλιέλαιο που η μάνα έριχνε τον φυσικό χυμό ντομάτας. Κομμένα τα πουμαρό και οι κονσέρβες, δεν θα βάζουμε μέσα μας συντηρητικά και χημικά, μας είχε ανακοινώσει μια Κυριακή, είναι δεν είναι δυο χρόνια από τότε που έφυγε. Είχε ξεφύγει η μάνα, το βλέπαμε, έτρεχε για γιόγκες και αποτοξινώσεις κάθε λίγο και λιγάκι, κυκλοφορούσε με ένα λιβάνι να θυμιατίζει να φύγει η κακή ενέργεια, αλλά την είχαμε καταβρεί, δεν μας έκανε παρατήρηση για τίποτα, ο γκουρού της της είχε πείσει πως εάν ανακατευόταν στη ζωή μας η δική της ζωή θα αντιδρούσε και θα της έβγαζε αλλεργίες και ψυχοσωματικά. Εγώ χτύπησα τα τατουάζ μου χωρίς να έχω γκρίνια, ο πατέρας ξημεροβραδιαζόταν τις Παρασκευές στο Εναλλάξ στη γωνία με Επτανήσου. Τον ρωτούσα πώς άντεχε εκεί μέσα που μυρίζει ξινό λάχανο και βόθρο κι αυτός μου έλεγε ότι εκεί είναι τα αληθινά τα μπλουζ, σε τέτοια καταγώγια ανθίζει η μουσική που θρηνεί. Να μου λείπει το βύσσινο, εδώ δεν πάω στα λάιβ για να αποφύγω την δρωτσίλα, θα μπαίνω τώρα σε μαγαζιά μουχλιασμένα; Η Ρόζα μας πάλι, η Ροζίτα, πέταξε όλα τα χρωματιστά ρούχα της, κράτησε μόνο τα μαύρα και κρέμασε κι έναν κρίκο ανάμεσα στα ρουθούνια της. Ο κρίκος έχει τον χαρακτήρα της, είναι αναιδής και απόμακρος, σαν να μας υποτιμάει όλη την ώρα, όταν έχει τα νεύρα της ή χωρίζει με τον Μίλτο, ο κρίκος πετάγεται ελαφρώς προς τα έξω σαν να μας κοροϊδεύει. Μια φορά νόμιζα ότι είχε γλώσσα ο αντιπαθητικός ο κρίκος της και την είχε βγάλει κι έξω, είχα δοκιμάσει εκείνο το βράδυ ένα τριπάκι καινούριο, οπότε δεν πιάνεται, δεν γίνεται να έχει γλώσσα ένα ασημένιο σκουλαρίκι, το λέω και το ξαναλέω για να το πιστέψω. Τα έχει με τον πατέρα μόνιμα, την έχω βαρεθεί, της βάζει φαγητό στο πιάτο κι αυτή το σπρώχνει μακριά της με μια αηδία στο πρόσωπο, πότε το ρύζι έχει παραβράσει, πότε το κρέας έχει αρπάξει από κάτω. Από τότε που πάει στη σχολή μαγειρικής μας έχει πρήξει. Δεν την βρίσκεις πουθενά, όλα τα φαγητά που φτιάχνει ο φουκαράς της φέρνουν εμετό. Και κάνει εμετό συνέχεια. Με το που καταπιεί καμία μπουκιά, τρέχει στην τουαλέτα να την βγάλει. Όταν γυρίζει στο τραπέζι το μολύβι έχει ξεβάψει γύρω από τα μάτια της- τώρα που δεν είναι εδώ η μάνα βάζει πολύ και μολύβι και κραγιόν- και φαίνεται σαν βαμπίρ με τα μαύρα πάνω κάτω που φοράει και το μαύρο που μουντζουρώνει τα μάτια της. Πώς θα γίνει σεφ μια τύπισσα που έχει γίνει ένα μάτσο κόκαλα και τίποτα δεν τρώει δεν το καταλαβαίνω. Να δω ποιος ανθρωπάκος θα εμπιστευτεί να φάει από τα χέρια της. Φωνάζει συνέχεια ότι με το που βρει δουλειά θα την κοπανήσει από δω μέσα, και τι μας το λέει, νομίζει θα στενοχωρηθούμε; Μας έχει στην πίεση, και καλά εμένα δε με νοιάζει, αλλά τον άμοιρο τον πατέρα μας τον έχει τσακίσει. Δεν τον σκέφτεται καθόλου που τον άφησε η άλλη μόνο του να τα βγάλει πέρα με εμάς και ένα σπίτι με το επίδομα ανεργίας και όσα είχε βάλει στην άκρη για νοσοκομεία και αρρώστιες. Τις οικονομίες του τις έχει χώσει στις εσωτερικές τσέπες στο καλό του το παλτό, εκείνο που είχε φέρει από την Ρωσία παλιότερα. Παίρνω λίγα-λίγα από κει για τα ποτά μου και τα τριπάκια μου, ούτε που του περνάει από το μυαλό ότι ξέρω που τα έχει τα χρήματα, δανεικά είναι έτσι κι αλλιώς, θα τα βάλω πίσω στο παλτό και με το παραπάνω όταν κι εγώ πιάσω την καλή. Με τον Σπύρο λέμε να μπούμε σε ένα πρόγραμμα να φτιάξουμε μια επιχείρηση καινοτόμα, με ηλεκτρονικά, πλατφόρμες και τέτοια, ο Σπύρος είναι μανούλα σε αυτά. Εγώ τον πονάω τον πατέρα, τον έχω ακούσει κάποιες φορές που δεν έχει καταλάβει ότι είμαι στο σπίτι να ανοίγει την ντουλάπα της μάνας, νομίζω ότι βγάζει έξω και ακουμπάει στο κρεβάτι τα πράγματά της, ρούχα, τσάντες, μαντίλια, τα έχει κρατήσει όλα, να τα βλέπει, να την νιώθει εδώ, κοντά του. Τότε είναι που με διαλύει και δεν βγάζω λεφτά από το παλτό του και κλειδώνομαι στο δωμάτιο μου με το άλμπουμ με τις φωτογραφίες από τις διακοπές μας στην Χαλκιδική, στο κάμπινγκ, όταν ήμασταν όλοι μαζί κι εγώ και η Ρόζα παιδιά. Ακόμη και τότε, η Ροζίτα φορούσε μαύρο μπικίνι, πού ακούστηκε μαύρο μαγιό έξι χρονών κοριτσάκι. Και μένα από τότε με πονάει το κεφάλι μου, συχνά τόσο πολύ που θέλω να το κόψω.

Μυρμήγκια

Ρόζα

Πάντα αναρωτιέμαι τι να έχουν απογίνει τα παιδιά που βλέπω στις παλιές ταινίες και φωτογραφίες. Με συγκινεί να σκέφτομαι ότι ένας ταλαιπωρημένος ηλικιωμένος υπήρξε κάποτε εκείνο το αγόρι με το κόκκινο σορτς πάνω στο ποδήλατο με τις βοηθητικές ρόδες στην φωτογραφία από ένα πατρικό σπίτι. Μου φέρνει δάκρυα στα μάτια η σκέψη πως το κοριτσάκι που έπαιζε το μικρότερο και πιο χαριτωμένο παιδί μιας πολυμελούς οικογένειας στην εξοχή, που κρυβόταν ανάμεσα στα κατάλευκα απλωμένα ρούχα της μπουγάδας και γελούσε κελαρυστά μπορεί να είναι τώρα μια γιαγιά σε ένα γηροκομείο με πρησμένα πόδια που μιλάει στο πι της. Δεν ξέρω, είναι πιθανό να με ραγίζει η αδυναμία, η αρρώστια, η κατάντια ανθρώπων, ξένων σε εμένα, που υπήρξαν παιδιά χαρούμενα, και να με αφήνει αδιάφορη η δυστυχία των δικών μου ανθρώπων. Κάτω στο πάτωμα στο χολ βρήκα την φωτογραφία από τις διακοπές στην Χαλκιδική, ο Αντώνης θα ψαχούλευε τα πράγματα στα κουτιά, βλέπω τα αναψοκοκκινισμένα πρόσωπα των γονιών μου, τον Αντώνη, πέντε χρονών, κάθεται στην άμμο δίπλα μου με μια μπάλα στα χέρια, εγώ παιδί, απροσδιορίστου φύλου, απροσδιόριστης χαράς, πάντα απεχθανόμουν την ζέστη, τον ήλιο, τα στρώματα που ακουμπούσαν το ένα το άλλο μέσα στην σκηνή και δεν αφήναν καμία λωρίδα απόδρασης από εκείνο το «όλοι μαζί, είμαστε οικογένεια». Τα πρωινά ήμουν η πρώτη που ξυπνούσε, ένιωθα τα μυρμήγκια να τρυπώνουν παντού, να περπατούν στα χέρια μου, στα πόδια μου, μέσα στα μαλλιά μου. Ο πατέρας μου και ο αδελφός μου μοιάζουν με εκείνα τα μυρμήγκια, πάνε κι έρχονται απροειδοποίητα στη ζωή μου, ανεβαίνουν πάνω μου, χώνονται στα πιο απόκρυφα σημεία μου, γαργαλάνε το δέρμα μου, το ερεθίζουν· φορές, θέλω να ξυθώ και να τα ξεφορτωθώ αυτά τα μυρμήγκια που επιμένουν να μου μιλάνε, να με ρωτάνε, να με κοιτάνε, αλλά δεν μπορώ, πάνω μου θα μαζευτούν και πάλι. Τώρα που δεν είναι εδώ η μάνα, τα μυρμήγκια κάνουν πάρτι. Ο Αντώνης κάνει ναρκωτικά και ο άλλος κάνει τον βαθιά προδομένο. Τους πάνε γάντι οι ρόλοι που έχουν επιλέξει. Προσωπικά είμαι ο πιο δύσπιστος θεατής τους. Ξεκίνησα μαθήματα μαγειρικής για να λείπω όσο γίνεται πιο πολύ από το θέατρο, το σπίτι μας. Αν ο Μίλτος δεν ήταν σαν εμένα, θα έμενα σ’ εκείνον. Για την ακρίβεια είναι χειρότερος από μένα. Τον ενοχλεί ακόμη και η αναπνοή μου όταν κάθομαι δίπλα του και βλέπουμε ταινίες, ο βωβός κινηματογράφος με υπνωτίζει –δε βλέπουμε ποτέ ομιλούσες– αν τύχει και ξεφυσήξω από βαριεστημάρα αναβάλλεται και το σεξ. Σκέφτομαι σοβαρά να τον χωρίσω, τελευταία έχει ξεφύγει, όχι μόνο περνάει τα χέρια του με αντισηπτικό πριν με ακουμπήσει, αλλά με υποχρέωσε μια φορά κι εμένα να βάλω στα σημεία που θα με φιλούσε οινόπνευμα και αναγκάστηκα να πάω στον γυναικολόγο και να τσούζω για καιρό μετά εκεί κάτω, φόρεσα παντελόνι ξανά μετά από έναν μήνα. Το μόνο που σκέφτομαι είναι πού θα ξαναβρώ κάποιον να μη με πρήζει και να μη με πολυπλησιάζει. Οι μεγάλοι ηθοποιοί σπίτι κάνουν ότι τους λείπει η μάνα, αυτός ειδικά κάνει την νοικοκυρά και παίρνει το περίλυπο ύφος του φουκαρά που πολύ με εκνευρίζει. Θέλω να του την φέρω καμιά φορά, να με βρει στην μπανιέρα μέσα στα αίματα, να έχω κόψει τις φλέβες μου και να μη μπορεί να μαζέψει με τίποτα το αίμα που θα τρέχει, θέλω να δω αν θα έχει πάλι αυτό το κακόμοιρο ύφος. Γκρινιάζει που χάνω κιλά κι έχω μείνει η μισή, δε λέω, το μονόπρακτο αυτό που δείχνει ότι ανησυχεί για εμένα το εκτελεί με μεγάλη συνέπεια. Κι ο Αντώνης τον πιστεύει, νομίζει ότι αληθινά υποφέρει. Στα διαλείμματα από την επήρεια τον ακολουθεί σαν σκιά του για να τον βοηθήσει, να είναι εκεί για αυτόν. Ήταν άλλωστε πάντα ο αγαπημένος του, το αγόρι του, όμορφος και λαμπερός, μια ωραιότατη εικόνα προς επίδειξη. Ενώ εγώ, η ισχνή, η αδιάφορη, η αμίλητη, δεν ήμουν για να με δείχνει, για να με θαυμάζουν, για να επικροτούν τα γονίδια του. Αν ήξερε ο αδελφός μου, αν δεν κατάπινε σαν καραμέλες τα χάπια, δεν θα ήταν έτσι, θα έπαιρνε τα γονίδια του και θα έτρεχε μακριά του. Η μάνα καλά τα κατάφερε, έπαιξε μια χαρά κι αυτή το παιχνίδι της και έφυγε. Προσπάθησε να γίνει η εναλλακτική, η new age οπαδός της εσωτερικής γαλήνης και της αγάπης για όλη την πλάση, η γιόγκι που με τη σαβάσανα κατόρθωνε να αφήνει την ενέργεια να απελευθερώνεται. Κανείς δεν μπορεί να τα βάλει με μια απελευθερωμένη ενέργεια και με θυμιατισμένες ρήσεις δασκάλων από μακρινά άσραμ της Ινδίας. Ούτε καν αυτός και τα χέρια του που της έσφιγγαν τους καρπούς με δύναμη, όταν νόμιζε ότι βλέπαμε τα παιδικά στην τηλεόραση και το φαγητό είχε πολύ αλάτι, λίγο αλάτι, καθόλου αλάτι. Γυρίζει αποχαυνωμένος κάθε απόγευμα ο Αντώνης από τις ουσίες και φαντάζεται πως βλέπει ό,τι απέμεινε από μια οικογένεια μυρμηγκιών με ζεστή, φιλόξενη φωλιά. Μερικές φορές δεν κρατιέμαι, αγανακτώ με την αφέλειά του, θέλω να του φωνάξω ότι δεν κλείνεται με τις ώρες αυτός στο υπνοδωμάτιο για να φέρει πίσω την μάνα μας με τις αναμνήσεις, τα ρούχα της, τα αρώματα και τα κοσμήματά της. Στοιχηματίζω ότι θα πέσει σε βαθύτερη νιρβάνα από ότι με τα χάπια του όταν θα μάθει ότι αυτός, ο πατέρας, το μυρμήγκι αρχηγός και προστάτης μιας κατά φαντασία οικογένειας, στο δωμάτιο γδύνεται, φοράει τα ρούχα της, βάφεται με τα κραγιόν της και τα μολύβια της και όταν πέφτει στο πάτωμα από το μεθύσι του φωνάζει «Ροζίτα, πού είσαι; Έλα να παίξουμε».

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: