Γενικόν εμπόριον

Γενικόν εμπόριον

Στη φού­ρια της κυ­νη­γε­τι­κής πε­ριό­δου πα­ρα­τού­σε τα τρε­χά­μα­τα με τις κα­θε­τές και τα πα­ρα­γά­δια και στε­κό­ταν σκο­πός ακοί­μη­τος στα καρ­τέ­ρια των τρυ­γο­νιών, μην τυ­χόν και φτά­σει κα­νέ­να κο­πά­δι από την Αφρι­κή και πε­ρά­σει αντου­φέ­κι­στο από την Και­νούρ­για Χώ­ρα και τα Μα­ζα­ρα­κιά­νι­κα. Κι όσο για σχο­λείο; Ποιος να κα­τα­φέ­ρει να τον μα­ντρώ­σει σε τέσ­σε­ρις τοί­χους έτσι που βού­ι­ζε ο κό­σμος έξω από το πα­ρά­θυ­ρο;
Ύστε­ρα, βρέ­θη­κε στο Μπι­ζά­νι κα­νο­νιο­βο­λη­τής πε­δι­νού πυ­ρο­βο­λι­κού, «αφού στο ση­μά­δι δεν τον έφτα­νε κα­νέ­νας». Κι όταν μπή­κε στο ελ­λη­νι­κό στρα­τό­πε­δο «του αε­τού ο γιος» στη­τός, πά­νω σε μια σπα­θά­τη φο­ρά­δα, έτοι­μος να ανα­λά­βει της Στρα­τιά της Ηπεί­ρου, κυ­κλω­μέ­νος από κά­τι χλω­μούς στρα­τη­γούς, όλο μο­νόκλ και χρυ­σό σι­ρί­τι, ο Κ.Σ. κοί­τα­ζε φουρ­κι­σμέ­νος, σί­γου­ρος ότι ετού­τοι εδώ οι Αθη­ναί­οι θα τρέ­μουν μη λε­ρώ­σουν τις γκέ­τες τους κι αλί­μο­νο στη Στρα­τιά, που σέρ­νε­ται τέσ­σε­ρις μή­νες κολ­λη­μέ­νη στη λά­σπη. Για κα­λή του τύ­χη τα πράγ­μα­τα πή­γαν κα­λύ­τε­ρα από ό,τι υπο­λό­γι­ζε και εκεί, προς το τέ­λος της πο­λιορ­κί­ας των Ιω­αν­νί­νων, σκυ­φτός πί­σω από ένα πρό­χει­ρο ανά­χω­μα, άκου­σε τον διοι­κη­τή του να ξε­λα­ρυγ­γιά­ζε­ται μέ­σα στη βουή της μά­χης. «Τον βλέ­πεις εκεί­νον τον μι­να­ρέ; Εκεί επά­νω εί­ναι το πο­λυ­βό­λο που μας θε­ρί­ζει. Για κοί­τα­ξε να ιδείς τι θα κά­νεις με δαύ­το να τε­λειώ­νου­με!» Σή­κω­σε ένα κα­νο­νά­κι ελα­φρύ και προ­ω­θή­θη­κε με άλ­λους τρείς έκ­θε­τος, μπρο­στά από το οχύ­ρω­μα, με τις σφαί­ρες να σφυ­ρί­ζουν γύ­ρω του και τους οχυ­ρω­μέ­νους να πα­λεύ­ουν να τον κα­λύ­ψουν. Αλ­λά μό­λις κα­τά­φε­ρε να φτά­σει σε ακτί­να βο­λής το γκρε­μο­τσά­κι­σε το πο­λυ­βό­λο με μια βο­λή στη βά­ση του οι­κί­σκου και, μα­ζί του, γκρε­μο­τσά­κι­σε και τον μι­να­ρέ ολό­κλη­ρο. Λί­γους μή­νες αρ­γό­τε­ρα ακού­μπη­σε στην πα­λά­μη της μά­νας του ένα μπλε βε­λού­δι­νο κου­τί με ένα πα­ρά­ση­μο ξα­πλω­μέ­νο στο εσω­τε­ρι­κό του. Όμως, η λα­σπου­ριά της μά­χης τον εί­χε αγριέ­ψει και, έτσι όπως τα έφε­ρε η τύ­χη να ξε­πορ­τί­σει νω­ρίς από τα πα­τρο­γο­νι­κά του, δεν εί­χε πια μυα­λό για το πά­στω­μα και την τι­μή του ορ­τυ­κιού. «Δυο δραχ­μές το κι­λό!» έλε­γε η μά­να του. «Δυο δραχ­μές το κι­λό δί­νει ο έμπο­ρας για να τα μα­ζεύ­ει κά­θε χρό­νο και να τα μπαρ­κά­ρει από τον Γε­ρο­λι­μέ­να στη Μαρ­σί­λια. Κι εμείς τα ‘χου­με μι­λιού­νια να φτε­ρο­κο­πά­νε στους βά­τους μας. Τι χα­ζεύ­εις; Κοί­τα να γί­νεις κυ­νη­γός με χέ­ρι στα­θε­ρό και μά­τι αε­τί­σιο για να προ­κό­ψεις!»

Στο με­τα­ξύ, ο Κ.Σ. μα­ρά­ζω­νε. Ού­τε κυ­νή­για, ού­τε ψα­ρέ­μα­τα ήθε­λε να ακού­ει για­τί τον έπνι­γε ο τό­πος, τον πλά­κω­νε ο μο­λυ­βέ­νιος ου­ρα­νός και μό­νο το απο­γευ­μα­τι­νό πέ­ρα­σμα των κο­ρι­τσιών, που βολ­τά­ρι­ζαν πια­σμέ­να αγκα­ζέ, τον έκα­νε να ξε­χνά­ει για λί­γο τις έγνοιες του. Ωστό­σο, πα­ρά το γε­γο­νός ότι υπήρ­χε κά­ποια, με ωραίο πα­ρά­στη­μα και κά­τι λε­πτές γα­λά­ζιες φλε­βί­τσες να ξε­χω­ρί­ζουν στο διά­φα­νο δέρ­μα των χε­ριών της, δεν απο­φά­σι­ζε να ση­κώ­σει τα μά­τια του επά­νω της, φο­βού­με­νος μή­πως δει στα χεί­λη της κα­μιά γκρι­μά­τσα πε­ρι­φρό­νη­σης. «Ποια αυ­τή; Με τέσ­σε­ρα αδέρ­φια στα εμπό­ρια και πα­τέ­ρα κτη­μα­τία; Αυ­τη­νής η μύ­της της να της πέ­σει κά­τω δεν θα σκύ­ψει να τη μα­ζέ­ψει!», έλε­γε η μά­να του, που ξα­γρυ­πνού­σε με την έν­νοια μη λα­βω­θεί το αγό­ρι της τώ­ρα στο ξε­κί­νη­μα. Από την άλ­λη o Κ.Σ. δεν εί­χε χρό­νο για κλα­ψου­ρί­σμα­τα και στους οχτώ μή­νες από την επι­στρο­φή του, αφού πού­λη­σε το μο­να­δι­κό του χω­ρα­φά­κι, κλη­ρο­νο­μιά της μα­κα­ρί­τισ­σας της νο­νάς του, εί­χε στην τσέ­πη ναύ­λα και χαρ­τιά κι ετοι­μα­ζό­ταν να μπαρ­κά­ρει για την Αμε­ρι­κή. Την ημέ­ρα της ανα­χώ­ρη­σής του η μά­να του τον χαι­ρέ­τι­σε βια­στι­κά κι ύστε­ρα τρύ­πω­σε στο κα­τώι κι έκα­νε ότι λι­βα­νί­ζει κά­τι βλο­συ­ρούς αγί­ους, στρι­μωγ­μέ­νους ανά­με­σα στο μπλε βε­λού­δι­νο κου­τί με το πα­ρά­ση­μο και τα στέ­φα­να του γά­μου της. Στο τέ­λος, ο πα­τέ­ρας του, ένας ξε­ρα­κια­νός ερ­γά­της των σο­κα­κιών, πή­γε και στά­θη­κε μπρο­στά του βουρ­κω­μέ­νος, μη ξέ­ρο­ντας τι να κά­νει τα χέ­ρια του και, τό­τε, ο Κ.Σ. σή­κω­σε όλο φούρ­κα το μπο­γα­λά­κι του κι έδω­σε μια γε­ρή στην αυ­λό­πορ­τα και ξε­πόρ­τι­σε.

Το θε­ό­ρα­το «Πα­τρίς», ένα ση­μαιο­στο­λι­σμέ­νο ατμό­πλοιο 4.890 κό­ρων, οι μου­σι­κές και τα λευ­κά μα­ντί­λια στο λι­μά­νι, οι κα­κου­χί­ες του τα­ξι­διού, η «ιε­ρά εξέ­τα­ση» στο «Κα­στι­γκά­ρι» κι όλα τα θαύ­μα­τα του με­γά­λου κό­σμου που διέ­σχι­σε για να φτά­σει στον προ­ο­ρι­σμό του δεν στά­θη­καν ικα­νά να τον απο­σπά­σουν από τον θυ­μό του. Δε­μέ­νος στο κα­τάρ­τι, λες και εί­χε αυ­τιά βου­λω­μέ­να με κε­ρί, άφη­σε πί­σω του τη Νέα Υόρ­κη και, μό­λις κα­τα­στά­λα­ξε, ερ­γά­της κλω­στο­ϋ­φα­ντουρ­γί­ας στο Σπρίνγ­κφιλντ της Νέ­ας Αγ­γλί­ας, άρ­χι­σε να κα­τα­στρώ­νει το φευ­γιό του από τη γραμ­μή πα­ρα­γω­γής, επί­μο­να κι εντα­τι­κά, «με χέ­ρι στα­θε­ρό και μά­τι αε­τί­σιο». Όσα δεν έμα­θε να γρά­φει και να δια­βά­ζει στα ελ­λη­νι­κά τα έμα­θε στα αμε­ρι­κά­νι­κα, σε νυ­χτε­ρι­νό σχο­λείο, κι ενώ η γλώσ­σα του λυ­νό­τα­νε και το χέ­ρι του έτρε­χε στο χαρ­τί, συ­νέ­χι­σε να ονει­ρεύ­ε­ται στην πα­λιά γλώσ­σα, να ακού­ει μπα­μπό­γριες να απαγ­γέ­λουν τσά­τι­ρες και κο­ρί­τσια σπα­θά­τα να τρα­γου­δούν, πια­σμέ­να αγκα­ζέ στην απο­γευ­μα­τι­νή βόλ­τα. Στα τρία χρό­νια, φό­ρε­σε τη ρό­μπα του ερ­γο­δη­γού κι άρ­χι­σε να σχε­διά­ζει βάρ­διες σε υπη­ρε­σια­κά δελ­τία, να τρέ­χει πά­νω κά­τω πα­ρα­κο­λου­θώ­ντας τη «γραμ­μή», να αφου­γκρά­ζε­ται το τρί­ξι­μο των γρα­να­ζιών για να προ­βλέ­ψει την πα­ρα­μι­κρή βλά­βη, ή να στέ­κε­ται ανή­συ­χος πά­νω από τους μη­χα­νι­κούς μέ­χρι να ξα­να­πά­ρουν τα πράγ­μα­τα τη σει­ρά τους. Κι από κο­πέ­λες άλ­λο τί­πο­τα, αλ­λά κα­μιά δεν εί­χε εκεί­νο το κά­τι που θα τον πα­ρα­κι­νού­σε να την πά­ρει να φύ­γουν μια ώρα αρ­χύ­τε­ρα. Για­τί ο Κ.Σ. θα γύ­ρι­ζε. Θα γύ­ρι­ζε σερ­νό­με­νος και κο­λυ­μπώ­ντας αν χρεια­ζό­ταν· αλ­λά δεν θα χρεια­ζό­ταν, για­τί δεν θα άφη­νε τον ξέ­νο τό­πο να στραγ­γί­σει τη δύ­να­μή του. Κι επει­δή τους έβλε­πε, πα­τριώ­τες και ξέ­νους, να πέ­φτουν κά­τω ο ένας με­τά τον άλ­λον σαν πα­ρα­ζα­λι­σμέ­να κο­τό­που­λα, με μά­τια θο­λά από τον πυ­ρε­τό, με τον ξε­ρό­βη­χα της φθί­σης να γδέρ­νει τα σπλά­χνα τους· επει­δή εί­δε με τα μά­τια του κά­τι ντε­ρέ­κια, άντρες δυ­να­τούς με νιά­τα χρυ­σά, να φτύ­νουν άλι­κα τρια­ντά­φυλ­λα σε λευ­κά μα­ντί­λια και να δι­πλώ­νο­νται στα δυο τρέ­μο­ντας σύ­γκορ­μοι, έφυ­γε γρή­γο­ρα από το υγρό κα­μα­ρά­κι, όπου πλά­για­ζε με άλ­λους πέ­ντε. Το δι­κό του δω­μά­τιο ήταν ανα­το­λι­κό, με θέρ­μαν­ση και στε­γνό στρώ­μα, τα ρού­χα του ζε­στά και το φα­γη­τό του νό­στι­μο και θρε­πτι­κό κι ας αρ­γού­σε λί­γο πα­ρα­πά­νω να μα­ζέ­ψει τα λε­φτά του. Έτσι υγιείς, σκυ­λί μο­νά­χο, κα­τόρ­θω­σε να χτυ­πά­ει βάρ­διες ακό­μα και τις αρ­γί­ες και τις σχό­λες. Κι αν τον στα­μα­τού­σε κα­νέ­νας πα­τριώ­της για να τον ρω­τή­σει τι στο κα­λό κά­νει, αφού έχει κι άλ­λα η ζωή εκτός από δου­λειά και πώς αντέ­χει, μέ­ρα μπαί­νει μέ­ρα βγαί­νει, χω­ρίς στα­μα­τη­μό, ο Κ.Σ. κου­νού­σε το κε­φά­λι και συ­νέ­χι­ζε τον δρό­μο του μουρ­μου­ρί­ζο­ντας ότι εί­χε πά­ει στον πό­λε­μο μι­κρός και, μπρο­στά την κό­λα­ση του Μπι­ζα­νιού, το βου­η­τό των μη­χα­νών του φαι­νό­ταν μου­σι­κή και η ορ­θο­στα­σία παι­χνι­δά­κι. Όσο, όμως, κι αν το εί­χε έν­νοια ξε­χά­στη­κε κι αυ­τός, όπως χι­λιά­δες άλ­λοι, και, στο τέ­λος, αφού μέ­τρη­σε εφτά χι­λιά­δες δια­κό­σιες δι­πλο­βάρ­διες κι άλ­λα τό­σα μο­να­χι­κά δεί­πνα, πί­σω από την τζα­μα­ρία μιας ελ­λη­νι­κής τα­βέρ­νας στη Cypress street, βρέ­θη­κε να ανε­βαί­νει τη σκά­λα του βα­πο­ριού, με­σή­λι­κας αλ­λά χα­ρού­με­νος και ζω­η­ρός σαν μα­θη­τού­δι. Χα­σο­μέ­ρη­σε λί­γες μέ­ρες στην Αθή­να, για να δει πως πή­γαι­ναν τα πράγ­μα­τα, «αρ­γό­σχο­λος με­τά από τό­σο χρό­νια» και, ύστε­ρα, φο­ρώ­ντας ανοι­χτό­χρω­μο κο­στού­μι και κα­πε­λω­μέ­νος με κρεμ πιλ πουλ, φόρ­τω­σε τα υπάρ­χο­ντά του σε ένα αγο­ραίο Ι.Χ. και πή­ρε δρό­μο για την Τσί­μο­βα.

Αμέ­σως βού­ι­ξε ο τό­πος, για­τί η μα­ρί­δα έπια­σε να δια­λα­λεί ότι «ο Αμε­ρι­κά­νος της κυ­ρά Ντα­νί­ας έφτα­σε με κούρ­σα και ξε­φορ­τώ­νει βα­λί­τσες». Η μά­να του έτρε­ξε αλα­φια­σμέ­νη στην πλα­τεία με τη ρό­μπα του σπι­τιού και, μό­λις τον πή­ρε στην αγκα­λιά της, του εί­πε «άρ­γη­σες κι άσπρι­σαν τα μαλ­λιά σου». «Άσπρι­σα μά­να, αλ­λά έφε­ρα λε­φτά!» της απά­ντη­σε πριν βγουν στον δρό­μο για το σπί­τι, όμοιοι με πα­ρέ­λα­ση· εκεί­νος στη μέ­ση, η μά­να του και οι συγ­γε­νείς δε­ξιά κι αρι­στε­ρά κι ο πα­τέ­ρας του τε­λευ­ταί­ος· αγω­γιά­της από συ­νή­θεια, φορ­τω­μέ­νος με ένα μπα­ού­λο, για­τί δεν ήξε­ρε τι να κά­νει τη χα­ρά του.
Το οι­κό­πε­δο βρέ­θη­κε γρή­γο­ρα και τα γρα­φειο­κρα­τι­κά τα ανέ­λα­βε ο Πέ­τρος· πρω­το­ξά­δερ­φος και συ­νέ­ται­ρος, «της ανω­τά­της εμπο­ρι­κής», όπως έλε­γε με κα­μά­ρι η μά­να του. Με­τά φώ­να­ξαν το μπου­λού­κι του Σκυ­λο­μά­χου· ένα με­λίσ­σι, δη­λα­δή, από μα­στό­ρους και πε­τρο­χτί­στες που βού­ι­ζε στο ερ­γο­τά­ξιο χτί­ζο­ντας και πε­λε­κώ­ντας πέ­τρα· κου­βα­λη­μέ­νη από τους γκρε­μούς με γαϊ­δου­ρά­κια. Ήταν εκεί­νη ακρι­βώς την επο­χή που, ο πα­τέ­ρας του Κ.Σ., αφού ξε­μπέρ­δε­ψε και με αυ­τό το τε­λευ­ταίο αγώι, πή­γε και θρο­νιά­στη­κε στη μέ­ση του έρ­γου, για να περ­νά­ει τον και­ρό του σκα­λί­ζο­ντας μια φω­το­γρα­φι­κή σε σχή­μα μαύ­ρου κύ­βου, μάρ­κας Ferrania, αγο­ρα­σμέ­νη από το Σπρίνγ­κφιλντ.
Δού­λε­ψαν έτσι για μή­νες και όταν τε­λεί­ω­σαν εί­χαν ση­κώ­σει δια­κό­σια πε­νή­ντα τε­τρα­γω­νι­κά κτή­ριο· ξαν­θό, με φρε­σκο­βαμ­μέ­νη τα­μπέ­λα «Γε­νι­κόν Εμπό­ριον - Κ.Σ & Σία Ο.Ε.» και ξύ­λι­νες με­τώ­πες πά­νω από τις έξι θε­ό­ρα­τες πόρ­τες του, που έγρα­φαν ΕΔΩ­ΔΙ­ΜΑ, ΑΠΟΙ­ΚΙΑ­ΚΑ, ΑΛΕΥ­ΡΑ, ΣΙ­ΤΗ­ΡΑ, ΤΡΟ­ΦΙ­ΜΑ, ΝΕ­Ω­ΤΕ­ΡΙ­ΣΜΟΙ. Και, στο με­τα­ξύ, ο Πέ­τρος ξη­με­ρο­βρα­δια­ζό­ταν στην αλ­λη­λο­γρα­φία για να βά­λει πα­ραγ­γε­λί­ες, ενώ ο Κ.Σ. τα­ξί­δευε για να συ­στη­θεί στους οί­κους και να κλεί­σει συμ­φω­νί­ες με τα κα­ρα­βά­κια της γραμ­μής, που θα έφερ­ναν τα εμπο­ρεύ­μα­τα στο Λι­μέ­νι. Θα πρέ­πει να ήταν κά­ποιο Σάβ­βα­το, λί­γο με­τά τα εγκαί­νια, κι ενώ η πε­λα­τεία των γύ­ρω χω­ριών στρι­μω­χνό­ταν στο «Γε­νι­κόν Εμπό­ριον» για να ψω­νί­σει, από ζω­ο­τρο­φές και γε­ωρ­γι­κά ερ­γα­λεία μέ­χρι κο­μπι­νε­ζόν και τσι­μπι­δά­κια, όταν αυ­τή, με τις γα­λά­ζιες φλε­βί­τσες στο διά­φα­νο δέρ­μα των χε­ριών, στά­θη­κε στην πόρ­τα του μα­γα­ζιού, μαυ­ρο­φο­ρε­μέ­νη, αλ­λά με πα­ρά­στη­μα που κρα­τού­σε κά­τι από την πε­ρη­φά­νια με την οποία τον εί­χε κα­τα­τρο­μά­ξει στα νιά­τα του. Κα­θι­σμέ­νος στο γρα­φείο του, δί­πλα από ένα σκου­ρο­πρά­σι­νο σι­δε­ρέ­νιο χρη­μα­το­κι­βώ­τιο και κά­τω από το κά­δρο με τους δυο εμπό­ρους και τις λε­ζά­ντες «ο πω­λών τοις με­τρη­τοίς», και «ο πω­λών επί πι­στώ­σει», ο Κ.Σ. ένιω­σε τις πα­λά­μες του να ιδρώ­νουν, αλ­λά, μό­λις συ­νήλ­θε, κάρ­φω­σε στα­θε­ρά το βλέμ­μα του στο δι­κό της και πλη­σί­α­σε για να τη χαι­ρε­τί­σει. Την πλη­σί­α­σε με θέρ­μη για να τη χαι­ρε­τί­σει κι ας γκρί­νια­ζε με­τά η μά­να του ότι, στα κα­λά κα­θού­με­να, ο γιος της, «αφού έφα­γε τον κό­σμο με το κου­τά­λι και κο­λά­τσι­σε μαύ­ρο ψω­μί για να τα φέ­ρει βόλ­τα», πή­γε και της κου­βά­λη­σε νύ­φη χή­ρα και βα­ρυ­πεν­θού­σα για να μοι­ρα­στεί τον κό­πο του και τα κα­λά του.

Γενικόν εμπόριον
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: