Οι δύο εργάτες που σκαρφαλωμένοι σαν μαϊμούδες τρίβουν με γυαλόχαρτο τον τρούλο του ιερού ναού της Αγίας Αικατερίνης στη Νέδουσα Ταϋγέτου δεν λαμβάνουν πλέον κανένα απολύτως μέτρο προστασίας. Διότι αποδεδειγμένα δεν χρειάζεται.
Ο Μένης ο Σταματελόπουλος, το αφεντικό του διμελούς συνεργείου από την περιοχή που έχει προσλάβει η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων για τα έργα συντήρησης του ναού, από την αρχή του καλοκαιριού –οπόταν και ξεκίνησαν οι σχετικές εργασίες– έχει πέσει τουλάχιστον δέκα φορές από ύψος 15 μέτρων στις μαρμάρινες πλάκες του προαύλιου χώρου της εκκλησίας και δεν έχει πάθει γρατσουνιά. Ομοίως και ο Λευτέρης ο Γκότσης (Lefter Goci), άνδρας-αρκούδα, φτιαγμένος θαρρείς από μάρμαρο ίδιο μ’ εκείνο του προαυλίου, έχει κι αυτός με τη σειρά του γκρεμοτσακιστεί καμιά δεκαριά φορές από τη σκαλωσιά, έχει σκάσει χάμω σαν καρπούζι, επίσης χωρίς τον παραμικρό τραυματισμό.
Την πρώτη και αποφασιστικής σημασίας πτώση την έζησαν παρέα. Κάποιος πήρε τον Σταματελόπουλο στο κινητό, κι ο μαλάκας έσπευσε ν’ απαντήσει. Έχασε, όμως, την ισορροπία του και βρέθηκε στο κενό. Τον τύφλωσε –λέει– η αντανάκλαση ενός ηλιακού θερμοσίφωνα απέναντι. Πέφτοντας δεν αμέλησε να τραβήξει από τη φανέλα τον Λευτέρη, τον πιστό του συνεργάτη και προσφάτως χαζομπαμπά. Έβγαλε ένα δυνατό «Γαμώτ...», αλλά δεν βλαστήμησε. Ο άνθρωπος που ’χει τα γαμωσταυρίδια ψωμοτύρι, δεν βλαστήμησε την πιο κοσμοϊστορική, την πιο πρόσφορη στιγμή. Κρατήθηκε. Μεταξύ μας: δεν πρόλαβε.
Για την ιστορία: Ήταν μεσημέρι Τρίτης και στο καφενείο κάθονταν δυο τελευταίοι γέροι, έτοιμοι να πάνε για φαγητό και ύπνο. Ο καφετζής και η γυναίκα του χάζευαν τις ειδήσεις. Τα δυο μεγάλα παιδιά του Κουτσαϊμάνη βάραγαν βαριεστημένα πλασεδάκια στη δεξιά πλευρά του ιερού. Στο άκουσμα του διπλού βρόντου όλοι έτρεξαν πανικόβλητοι. Γρήγορα μαζεύτηκε όλο το χωριό. Επικράτησε μεγάλη ταραχή. Στην κυρίως πίστα, σε μισή ώρα ήρθε το ασθενοφόρο από τη Σπάρτη και τους πήρε. Στην άλλη πίστα, όμως, οι δύο άνδρες έμειναν για μερικά δευτερόλεπτα ξάπλα, μετά σηκώθηκαν όρθιοι και ξεσκόνισαν ταυτόχρονα τα ρούχα τους. «Μαλάκα, τι σαβούρδα ήταν αυτή, ε;» είπε γελώντας ο Μένης και συνέχισε: «Άντε, πάμε να τελειώσουμε το καγκελάκι που έμεινε, να φεύγουμε». «Καλά, ρε αφεντικό, ήταν ανάγκη να με τραβήξεις; Πού ’σαι, κάνε λίγο έτσι, έχεις λίγο αίμα» είπε κατσούφης ο Λευτέρης. «Κι εσένα τρέχει λίγο αίμα απ’ τ’ αυτί σου. Όχι αυτό, το άλλο. Έλα, πάμε». Και ξανανέβηκαν σιγά-σιγά για πολλοστή φορά στον τρούλο, απ’ όπου έμελλε εφεξής να ξαναπέσουν κι άλλες φορές χωρίς ουδέποτε να πάθουν το παραμικρό, διότι απλούστατα μετά το ξεπαρθένιασμα δεν γινότανε να πάθουν τίποτε άλλο, ήταν άλλα τα δεδομένα, μιλάμε πλέον για άλλη τάξη πραγμάτων, άλλη πίστα.