Ο Ηρόδοτος για τον Πεισίστρατο και για την τυραννίδα
Στο πρώτο βιβλίο των Ιστοριών
του ο Ηρόδοτος περιγράφει τις προπαρασκευαστικές ενέργειες του Λυδού τυράννου Κροίσου για τη μεγάλη (και μοιραία, όπως θα αποδειχτεί) πολεμική σύγκρουσή του με τον Κύρο. Πριν να ξεκινήσει την εκστρατεία, ο Κροίσος επιδιώκει να λάβει έγκυρη χρησμωδική καθοδήγηση — προϋπόθεση απαραίτητη για ένα εγχείρημα τέτοιας κλίμακας. Έχοντας εξακριβώσει ότι τα μαντεία των Δελφών και του Αμφιαράου στον Ωρωπό είναι τα μόνα αψευδή, ο Κροίσος ακολουθεί πρόθυμα τις μαντικές υποδείξεις τους, οι οποίες τού επιβάλλουν να συνάψει συμμαχίες με τις πιο μεγάλες δυνάμεις της Ελλάδας. Έπειτα από εκτεταμένες έρευνες, ο Κροίσος διαπιστώνει ότι οι ισχυρότερες ελληνικές πόλεις είναι η Σπάρτη και η Αθήνα. Μάλιστα, από τον ίδιο τον τύραννο της Αθήνας, τον Πεισίστρατο, ο Κροίσος πληροφορείται ότι ο λαός της Αττικής είναι «διασπασμένος και υποταγμένος» (Ηρόδ. Α´ 59.1: τὸ μὲν Ἀττικόν διεσπασμένον τε καὶ κατεχόμενον).
Αυτή η φαινομενικά ευκαιριακή αναφορά στον Πεισίστρατο δίνει στον Ηρόδοτο την αφορμή για μιαν από τις περίφημες παρεκβάσεις του (Α´ 59-64), στην οποία ο ιστορικός περιγράφει τις μεθόδους που μεταχειρίστηκε ο Πεισίστρατος προκειμένου να γίνει τύραννος της Αθήνας. Το τμήμα αυτό της ηροδότειας αφήγησης μπορεί να διαβαστεί σαν ένα εγχειρίδιο οδηγιών για επίδοξους τυράννους —ή καλύτερα σαν ένα εγχειρίδιο προστασίας
από επίδοξους τυράννους.
Στην εν λόγω παρέκβαση, ο Πεισίστρατος επιστρατεύει αρχικώς ένα όπλο ιδιαίτερα προσφιλές στους τυράννους όλων των εποχών: τον λαϊκισμό, δηλαδή τον υστερόβουλο και κυνικό προσεταιρισμό των μη προνομιούχων. Σε μιαν εποχή κατά την οποία μαινόταν στην Αττική εμφύλια σύγκρουση ανάμεσα σε δύο αντίπαλες φατρίες, τους «φιλελεύθερους» Παράλους και τους συντηρητικούς Πεδιακούς, ο Πεισίστρατος εκμεταλλεύτηκε, προκειμένου να συμπήξει μια τρίτη φατρία, τη δυσαρέσκεια των φτωχότερων κατοίκων της Αττικής, των οποίων τα συμφέροντα δεν εξέφραζε ούτε η μία ούτε η άλλη από τις αντιμαχόμενες παρατάξεις.
Έχοντας εξασφαλίσει την απαραίτητη λαϊκή βάση, ο Πεισίστρατος κατέφυγε ακολούθως στο κλασικό τέχνασμα της αυτοθυματοποίησης: επιδεικνύοντας τραύματα τα οποία ο ίδιος είχε σκόπιμα προκαλέσει στον εαυτό του, ισχυρίστηκε ότι είχε δεχτεί επίθεση από επίδοξους δολοφόνους· έτσι έπεισε τους Αθηναίους (επικαλούμενος και πολεμικά ανδραγαθήματά του κατά το πρόσφατο παρελθόν) να του παραχωρήσουν φρουρά ασφαλείας από τριακόσιους σωματοφύλακες. Αυτή τη φρουρά τη χρησιμοποίησε κατόπιν ο Πεισίστρατος ως ομάδα κρούσεως, για να καταλάβει πραξικοπηματικά την εξουσία. Παραλληλισμοί με πρόσωπα και πράγματα της πρόσφατης ευρωπαϊκής ιστορίας δεν είναι δύσκολο να βρεθούν. Η απατηλή τακτική της αυτοθυματοποίησης χρησιμοποιήθηκε από το ναζιστικό καθεστώς κατά την «Επιχείρηση Χίμλερ», στην οποία δυνάμεις των SS ντυμένες με πολωνικές στρατιωτικές στολές επιτέθηκαν στις 31 Αυγούστου 1939 εναντίον γερμανικών φυλακίων στην πολωνογερμανική μεθόριο, ώστε να δημιουργήσουν την απαραίτητη αφορμή για την εισβολή του Χίτλερ στην Πολωνία. Εξάλλου, το ναζιστικό κόμμα χρησιμοποίησε επίσης ομάδες κρούσης (τα διαβόητα τάγματα εφόδου ή Sturmabteilung), αλλά και εκμεταλλεύτηκε τα πολεμικά ανδραγαθήματα προβεβλημένων στελεχών του (ιδίως του Χέρμαν Γκέριγκ, παρασημοφορημένου ήρωα του Α´ Παγκοσμίου πολέμου), προκειμένου να εδραιώσει και να εξαπλώσει την επιρροή του.
Πάντως, η πρώτη αυτή τυραννίδα του Πεισιστράτου δεν μακροημέρευσε: ούτε η εκμετάλλευση της λαϊκής δυσαρέσκειας ούτε η πραξικοπηματική κατάληψη της εξουσίας στάθηκαν ικανές να εδραιώσουν το τυραννικό καθεστώς· λίγο καιρό αργότερα, ο Πεισίστρατος εκδιώχθηκε από την Αθήνα. Σύντομα ωστόσο ο Μεγακλής, ο ηγέτης της συντηρητικής παράταξης, αδύναμος να αντεπεξέλθει στον πόλεμο με τις αντίπαλες φατρίες, αναγκάστηκε να προσεγγίσει τον Πεισίστρατο και του προτείνει έναν αμοιβαίως επωφελή συμβιβασμό. Ο Μεγακλής ήταν πρόθυμος να δώσει στον Πεισίστρατο ως σύζυγο την κόρη του, υπό τον όρο ότι εκείνος θα εγκαθίδρυε τυραννικό πολίτευμα στην Αθήνα. Έτσι, ο Μεγακλής θα αποκτούσε, μέσω του μελλοντικού γαμπρού του, πρόσβαση στην εξουσία, ενώ ο Πεισίστρατος θα προσέθετε στη φαρέτρα του ένα από τα αρχαιότερα και αποτελεσματικότερα πολιτικά όπλα: την αγχιστεία με μια παλαιά και ισχυρή οικογένεια. Ο Πεισίστρατος δέχτηκε την πρόταση και, προκειμένου να καταλάβει την εξουσία, επιστράτευσε ένα πολιτικό τέχνασμα με διαχρονική και απαραμείωτη αποτελεσματικότητα: μεθόδευσε και οργάνωσε ένα εντυπωσιακό πολιτικοθρησκευτικό θέαμα. Διάλεξε δηλαδή μια ψηλή και όμορφη κοπέλα, την έντυσε με πανοπλία, ώστε να μοιάζει με τη θεά Αθηνά, και την έστειλε πάνω σε πολεμικό άρμα στο αθηναϊκό άστυ ως δήθεν τεκμήριο της προστασίας με την οποία η πολιάδα θεά υποτίθεται ότι περιέβαλλε τον εκλεκτό της. Το σχέδιο στέφθηκε με απόλυτη επιτυχία, παρόλο που ο Ηρόδοτος χωρίς περιστροφές το χαρακτηρίζει αφελέστατο. Παραλληλισμοί με γεγονότα της νεότερης ευρωπαϊκής ιστορίας είναι, και πάλι, εύκολο να βρεθούν. Το προφανέστερο παράδειγμα είναι η εκμετάλλευση μορφών και συμβόλων της γερμανικής μυθολογίας από το ναζιστικό καθεστώς, το οποίο ταυτόχρονα (και παρά τη διακηρυγμένη αντίθεσή του προς τον Χριστιανισμό) δεν δίστασε να μεταχειριστεί και χριστιανικά θρησκευτικά σύμβολα ως προπαγανδιστικά εργαλεία — λόγου χάρη, την Εκκλησία της Θεομήτορος (Frauenkirche) στη Νυρεμβέργη, η οποία εμφανίζεται ως φόντο της στρατιωτικής παρέλασης που παρακολουθεί ο Χίτλερ στην τελευταία σκηνή της προπαγανδιστικής ταινίας της Λένι Ρίφενσταλ Ο Θρίαμβος της Θέλησης (1935).
Για να επιστρέψουμε στον Πεισίστρατο: η δεύτερη τυραννίδα του δεν υπήρξε μακροβιότερη της πρώτης. Εξαιτίας της προσβλητικής συμπεριφοράς του απέναντι στην κόρη του Μεγακλή, ο τύραννος εξορίστηκε για δεύτερη φορά. Τούτο βέβαια δεν τον εμπόδισε να μεθοδεύσει την εκ νέου επάνοδό του στην Αθήνα: επί δέκα ολόκληρα χρόνια, ο Πεισίστρατος φροντίζει, από την εξορία, να συγκεντρώσει χρηματικές ενισχύσεις και πολυάριθμο μισθοφορικό στρατό. Αυτή τη φορά, η τύχη επιτέλους του χαμογελά: με τα στρατεύματα που έχει συναθροίσει, καταλαμβάνει τον Μαραθώνα και από εκεί πορεύεται προς την περιοχή του σημερινού Γέρακα, όπου συγκρούεται με τους υπερασπιστές της Αθήνας και τους τρέπει σε φυγή. Αυτός όμως ο εύκολος στρατιωτικός θρίαμβος δεν είναι ο τελικός στόχος του Πεισίστρατου: για να εγκαθιδρύσει και να εδραιώσει την τυραννική εξουσία του, χρειάζεται και τη συγκατάθεση ή έστω την ανοχή των υπηκόων του, ενώ ταυτόχρονα πρέπει να αποτρέψει τυχόν ανασύνταξή τους. Αυτόν τον διπλό σκοπό τον πετυχαίνει χάρη σε ένα στρατήγημα ασυναγώνιστο σε απλότητα και ευφυία. Με το τέλος της μάχης, στέλνει τους ίδιους τους γιούς του έφιππους να διαβεβαιώσουν τους ηττημένους Αθηναίους ότι δεν έχουν να ανησυχούν για τίποτε και μπορούν άφοβα να επιστρέψουν στις ασχολίες τους. Ό,τι δεν πέτυχαν ο δόλος, οι πολιτικές συμμαχίες και τα εξωφρενικά θεάματα το πέτυχε η υπόσχεση της επιστροφής στην κανονικότητα.
Η παρέκβαση του Ηροδότου σχετικά με τον Πεισίστρατο διακόπτεται, μάλλον απότομα, σε αυτό το σημείο: από το κεφάλαιο 65 και εξής, ο ιστορικός ξαναπιάνει το νήμα της αφήγησης που αφορά τον Κροίσο. Θα ήταν εύκολο να σχηματίσει κανείς την εντύπωση ότι η παρέκβαση έχει απλώς ανεκδοτολογικό χαρακτήρα και είναι χωρίς ιδιαίτερη σημασία για την ευρύτερη εξιστόρηση των γεγονότων. Μια τέτοια εντύπωση θα ήταν όμως εσφαλμένη. Όπως συνήθως συμβαίνει στον Ηρόδοτο, αυτό που μοιάζει απλοϊκό, ασήμαντο ή και ασυνάρτητο έχει στην πραγματικότητα λειτουργία πολύ ουσιωδέστερη από ό,τι φαίνεται εκ πρώτης όψεως. Στην προκειμένη περίπτωση, η σημασία της παρέκβασης αποκαλύπτεται πολύ αργότερα, στο έκτο βιβλίο των Ιστοριών. Εκεί, ο γιος του νεκρού πια Πεισίστρατου, ο Ιππίας, έχοντας εκδιωχθεί από την Αθήνα και έχοντας βρει καταφύγιο στην αυλή του Δαρείου, οδηγεί τους Πέρσες εισβολείς στον Μαραθώνα, από όπου εκείνοι σκοπεύουν να εισβάλουν στην Αθήνα, όπως άλλοτε ο Πεισίστρατος. Ένα προφητικό όνειρο δημιουργεί στον Ιππία την πεποίθηση ότι θα επιστρέψει στην Αθήνα, θα ανακτήσει την τυραννική εξουσία και θα πεθάνει εκεί σε μεγάλη ηλικία, όπως ο πατέρας του. Ωστόσο, την επόμενη μέρα, ένα σημαδιακό συμβάν, το οποίο δεν χρειάζεται να περιγραφεί εδώ, τον πείθει ότι «τούτη η γη μήτε δική μας είναι μήτε θα μπορέσουμε ποτέ να την κατακτήσουμε» (Ηρόδ. Ζ’ 107.3). Αντιλαμβάνεται τώρα κανείς ότι η αφήγηση του πρώτου βιβλίου των Ιστοριών για το πώς ο Πεισίστρατος, ο πρόθυμος πληροφοριοδότης και συνεργός του βάρβαρου Κροίσου, κατόρθωσε να καταλάβει την τυραννική εξουσία στην Αθήνα είναι κάθε άλλο παρά μετέωρη ή περιθωριακή. Αντίθετα, συμπληρώνεται και εξισορροπείται από την αφήγηση του έκτου βιβλίου για το πώς ο Πεισιστρατίδης Ιππίας, ο πρόθυμος πληροφοριοδότης και συνεργός του βάρβαρου Δαρείου, απέτυχε να ανακαταλάβει την τυραννική εξουσία στην Αθήνα. Σε αυτές τις αλληλοσυμπληρούμενες και εξισορροπούμενες αφηγήσεις υποκρούεται ένα σταθερό και επαναλαμβανόμενο μοτίβο της ηροδότειας ιστοριογραφίας: τα κέρδη της τυραννίδας μπορεί να φαντάζουν επίζηλα, αλλά είναι προσωρινά, και του τυράννου το τέλος είναι απαρεγκλίτως ταπεινωτικό.
*
Λίγα λόγια για τη μετάφραση
Για τη μετάφραση που ακολουθεί βασίστηκα στην πρόσφατη κριτική έκδοση του Nigel G. Wilson Herodoti Historiae (Οφξόρδη 2015), ενώ έλαβα υπόψη μου και τον συνοδευτικό τόμο Herodotea: Studies on the Text of Herodotus (Οξφόρδη 2015), στον οποίο συζητούνται αναλυτικότερα πολλές από τις επιλογές της έκδοσης του Wilson. Για τις επεξηγηματικές σημειώσεις, αξιοποίησα κυρίως το υπόμνημα των D. Asheri, A. Lloyd και A. Corcella, A Commentary on Herodotus Books I–IV (επιμ. O. Murray και A. Moreno, μετάφρ. B. Graziosi, M. Rossetti, C. Dus και V. Cazzato), Οξφόρδη 2007. Χρησιμοποίησα, δευτερευόντως, και το παλιότερο υπόμνημα των W. W. How και J. Wells, A Commentary on Herodotus, τομ. Α’-Β’, Οξφόρδη 1912 (διορθ. εκδ. 1928). ———Bάιος Λιαπής