Lost Ñandú

Μετάφραση: Ασπασία Καμπύλη
Lost Ñandú

Πρέπει να παραδεχτούμε ότι ο Αουσένσιο Πέρες Γκαγιάρδο δεν ήταν και κάνας ψαγμένος τύπος. Αν τουλάχιστον διάβαζε πού και πού καμιά εφημερίδα, ή άκουγε τις ειδήσεις στην τηλεόραση ή στο ραδιόφωνο, δε θα την είχε πατήσει έτσι όπως την πάτησε, απλώς και μόνο επειδή ήταν άσχετος και άφραγκος.
Δικαιολογείται ως ένα σημείο, μια και δεν ήταν παρά ένας απλός μεροκαματιάρης σε μια ξεχασμένη γωνιά στα βάθη της Παταγονίας, την οποία ουκ ολίγοι ξένοι μπερδεύουν με τη σιβηρική στέπα, ενόσω τσιμπιούνται για να σιγουρευτούν ότι είναι ξύπνιοι στον Νότιο Κώλο και ότι δε βλέπουν στον ύπνο τους τη Ρωσία του Πούτιν. Νιαντού Περδίδο[1] ονομάζεται το μοναδικό χωριό σε μια περίμετρο τριακοσίων χιλιομέτρων. Ιδρύθηκε από μια χούφτα τυχοδιώχτες και χρυσοθήρες, που φαντασιώνονταν ότι από κει θα περνούσε ένα παρακλάδι του σιδηροδρόμου προς το Νότο, μόλις επιβεβαιωνόταν πως οι υποσχέσεις για τα επιφανειακά κοιτάσματα χρυσού ήταν πραγματικές και όχι τα παραληρήματα ενός μπεκρή κτηματομεσίτη, ο οποίος κατάφερε να παραμυθιάσει κάμποσους πιονιέρους πουλώντας τους κομμάτια εκείνης της κακοτράχαλης και στέρφας γης που έδερναν οι αέρηδες και τσουρούφλιζε η ξηρασία.
Αν και το να αποκαλείς «χωριό» το Νιαντού Περδίδο είναι μάλλον υπερβολή: Μισή ντουζίνα ασοβάντιστα σπίτια, φτιαγμένα θαρρείς από σεληνιακά πετρώματα, στέκονται όρθια αποκλειστικά και μόνο χάρη στο βάρος τους, με τον άνεμο από την οροσειρά και τους παγετώνες να σφυρίζει ανάμεσα στις ρωγμές καταψύχοντας ό,τι προσπαθεί να μείνει ζωντανό στο εσωτερικό τους.
Σ’ ένα απ’ αυτά τα συφοριασμένα καταφύγια κατέληξε ο Αουσένσιο Πέρες Γκαγιάρδο, όταν τον απέλυσε ο επιστάτης των Αντσορένα, τσιφλικάδων από κούνια και ιδιοκτητών της μισής επαρχίας από την εποχή που τα στρατεύματα του στρατηγού Ρόκα αποδεκάτισαν τους αυτόχθονες κατοίκους και υποχρέωσαν τους επιζήσαντες να πάνε να πεθάνουν στις παγωμένες πλαγιές των Άνδεων.
Οι αιτίες της απόλυσης πρέπει να αναζητηθούν στην πλευρά των αφεντικών, μ’ όλο που ο Αουσένσιο αναγνωρίζει ότι δεν ήταν πολύ έξυπνο εκ μέρους του να δολοφονήσει τρεις προβατίνες αναπαραγωγής, και μάλιστα, την εποχή της κουράς.

«Πληρώνεσαι τα διπλά από τους υπολοίπους, επειδή υποτίθεται ότι ξέρεις τη δουλειά», του θύμισε ο επιστάτης, όταν ανακάλυψε το πρώτο προβατίσιο κουφάρι. «Δεν μπορείς να έρχεσαι και να μου λες ότι σου γλίστρησε το ψαλίδι».

Μια δικαιολογία της κακιάς ώρας, το παραδέχεται τώρα, προσπαθώντας να απαγκιάσει από τον άνεμο και το κρύο μέσα στην τρώγλη του, στο Νιαντού Περδίδο. Όμως, δεν μπορούσε ν’ αφήνει να τον ξεφτιλίζει ο μικρότερος γιος των αφεντικών, ένας ανεπρόκοπος τον οποίο η οικογένεια ξαπόστειλε στην Παταγονία, προτού αναγκαστούν να τον κλείσουν σε κάποιο ψυχιατρείο, με κίνδυνο να μαθευτεί ότι στους κόλπους των Αντσορένα είχε ενσκήψει εκ νέου η τρέλα. Ένας ψυχωτικός και μια σχιζοφρενής παραείναι πολλοί για κάθε οικογένεια που, όπως οι Αντσορένα, καυχιέται για την εθνική της καθαρότητα και την αδιαμφισβήτητη αποστολή της να αναλάβει τα ηνία στo τεράστιο ράντσο που ονομάζεται Αργεντινή. Ένας επικίνδυνος ψυχάκιας υπήρξε και ο παππούς από τη μεριά της μητέρας –ο πατέρας της Εσπεράνσα Δολόρες και πεθερός του Σεβέρο Χουάρες Αντσορένα–, ο τότε διευθυντής της υπεύθυνης για τις αγροτικές εγκαταστάσεις ανώνυμης εταιρείας. Ο Παππούς Καρλομάγνος –όπως ήταν γνωστός στο ολιγαρχικό προάστιο του Μπουένος Άιρες, όπου διέμενε– έστειλε πακέτο στον Άλλο Κόσμο την πρώτη του γυναίκα και τον πρόλαβαν τη στιγμή που ήταν έτοιμος να πνίξει τη δεύτερη στην μπανιέρα της οικογενειακής εστίας. Την πρώτη την κρέμασε στην αποθήκη του ίδιου θαλπερού σπιτικού και, όπως εξήγησε αργότερα στην αστυνομία, «η καημενούλα, είχε κατάθλιψη, και το μόνο που έκανα ήταν να τη βοηθήσω να περάσει τη θηλιά στο λαιμό της».
Μόλο που ο Παππούς Καρλομάγνος έγινε θρύλος, η οικογένεια δεν ήταν δυνατό να επιτρέψει τη διαρροή περαιτέρω γενετικών σκανδάλων, αποδιδόμενων από τους οικείους γιατρούς σε σεξουαλικές περιπέτειες μεταξύ εξαδέλφων –ή ακόμα και μεταξύ αδελφών–, λόγω της χαρακτηριστικής προδιάθεσης να καταλύονται ηθικοί κώδικες και ταμπού, η οποία προκύπτει από την εγγενή στις ευκατάστατες τάξεις υπαρξιακή βαρεμάρα.
Έτσι, λοιπόν, ο μικρός γιος των Αντσορένα βρέθηκε στο πιο απομακρυσμένο από το Μπουένος Άιρες ράντσο, ενώ η σχιζοφρενής αδελφή προσλήφθηκε ως μοντέλο από ένα σημαντικό πρακτορείο στο Παρίσι κι έβαλε πλώρη για κει, μαζί με μια πλειάδα καλλονών που φιλοδοξούσαν να γίνουν εξώφυλλα στο Vogue.
Αμέσως μόλις ο μικρός ψυχωτικός γιος έφτασε στο ράντσο, ερωτεύτηκε τον Αουσένσιο. Ο δύσμοιρος ξωμάχος ουδέποτε είχε ξεμυτίσει από τα βάθη της Παταγονίας, ούτε είχε γνωρίσει ανθρώπινη εγκατάσταση με πάνω από εκατό κατοίκους, ενώ, όταν έβλεπε σε καμιά τηλεόραση εικόνες από τη ζωή στις πόλεις, ρωτούσε δίχως ίχνος ειρωνείας υπό ποίες συνθήκες είχε εξαφανιστεί εκείνος ο πολιτισμός. Το πρώτο που του υποσχέθηκε ο Καΐνο Αντσορένα, ο ψυχωτικός, για να τον διαφθείρει, ήταν ότι θα τον πήγαινε με ιδιωτικό αεροπλάνο στο Μπουένος Άιρες:

«Θα πετάξουμε πάνω από την πόλη, θα απολαύσεις ένα φανταστικό θέαμα που μόνο λίγοι έχουν την ευκαιρία να απολαύσουν», του ψιθύρισε μια θυελλώδη νύχτα, όταν ο Αουσένσιο τον άφησε να του χαϊδέψει το πέος, μέχρι να του σηκωθεί, και να βυθίσει το κεφάλι του ανάμεσα στα λαγόνια του για να το βυζάξει.

Συνηθισμένος καθώς ήταν η σεξουαλική του ζωή να περιορίζεται στις πεολειχίες των θηλυκών αμνών που σαλαγούσε στην ατέρμονη στέπα, ο μοναχικός βοσκός δεν μπόρεσε να μην τις συγκρίνει με αυτήν του βενιαμίν των αφεντικών, του οποίου η γλώσσα και τα ταλέντα είχαν πολλά να ζηλέψουν και να διδαχτούν από τις προβατίνες. Κι αυτό ακριβώς του είπε καθώς εκσπερμάτιζε στο λαιμό του και ο Καΐνο στραβοκατάπινε το άφθονο σπέρμα του, βήχοντας και γαμωσταυρίζοντας τον ξωμάχο, όπως γενικά έκανε και με όλους τους νεανίες αμέσως μετά την ολοκλήρωση της ερωτικής πράξης.
Η σεξουαλική πολιορκία εκ μέρους του Καΐνο όχι μόνο δεν αποθαρρύνθηκε μετά την πρώτη πεολειχία, αλλά έγινε ακόμα πιο έντονη τους επόμενους μήνες. Σύντομα, το νέο διαδόθηκε στην υπόλοιπη εργατιά και ο Αουσένσιο δεν μπόρεσε να αποφύγει τις λάγνες ματιές των συντρόφων του στην κουρά, τα κακόβουλα σχόλια και τα μουρμουρητά πίσω από την πλάτη του, ιδίως όταν έγινε φανερή η οικονομική προκοπή του «εκλεκτού», όπως άρχισαν να τον φωνάζουν. Ή, ακόμα χειρότερα, «της πριγκιπικής συζύγου», χαρακτηρισμός που κόστισε στον Αουσένσιο μια μονομαχία και στον λογιστή του ράντσου μια μαχαιριά στο λαιμό, που παραλίγο να τον ξεκάνει. Ο Καΐνο Αντσορένα αναγκάστηκε να εξαγοράσει την ελευθερία του Αουσένσιο και να χαρίσει ένα αυτοκίνητο –τελευταίο μοντέλο– στον ανακριτή της βάρδιας, για να μην τον παραπέμψει για απόπειρα ανθρωποκτονίας.

Έναν χρόνο μετά την άφιξη του μικρού γιου των Αντσορένα, το ιδιωτικό αεροπλάνο για το Μπουένος Άιρες δεν είχε ακόμα απογειωθεί, ίσως επειδή ο Καΐνο Αντσορένα υποπτευόταν ότι ο αγαπημένος του μπορεί να επωφελείτο από το ταξίδι για να του το σκάσει και να εξαφανιστεί στη μεγάλη πολιτεία, πράγμα που δεν ήταν διατεθειμένος να ανεχτεί, όχι από αγάπη, αλλά επειδή κανείς δεν εγκαταλείπει, ούτε προδίδει έναν Αντσορένα, κι αν κάποιος τολμήσει να το κάνει, το πληρώνει με τη ζωή του. Ο Παππούς Καρλομάγνος είχε δώσει το παράδειγμα.
Η ώρα της εκδίκησης έφτασε για τον Αουσένσιο όταν ξέσπασε το σκάνδαλο με το σφαγμένο πρόβατο. Στην αρχή, όλων ο νους πήγε σε κάποιον λύκο. Μολονότι οι πάντες ξέρουν ότι στην Παταγονία δεν υπάρχουν λύκοι, η τάση να κοιτάμε τον κόσμο μέσα από τo καπνισμένο γυαλί της θρησκείας και της δεισιδαιμονίας τροφοδότησε την πίστη σε έναν ανθρωπόμορφο λύκο, έναν λυκάνθρωπο λυσσασμένο για προβατίσιο σεξ. Και ποιος άλλος εκτός από τον Καΐνο, τον μικρότερο από τους Αντσορένα, το μαύρο πρόβατο –στην κυριολεξία– μιας οικογένειας η οποία δεν ήταν σε θέση να καυχιέται για τις πάλλευκες ηθικές της αξίες, θα μπορούσε να είναι ο βασικός ύποπτος, αυτός που όλοι κατηγορούσαν ψιθυριστά και όλοι είχαν καταδικάσει προτού καν ακουστούν επιχειρήματα και απολογίες;
Μάταια ο βενιαμίν της οικογένειας των γαιοκτημόνων διακήρυττε δημόσια ότι η κατηγορία του «προβατόφιλου» προσέβαλλε τις χριστιανικές του πεποιθήσεις, δεδομένου ότι η Καθολική Εκκλησία μπορεί μεν να κουκουλώνει καταστάσεις όπως η παιδοφιλία, η οποία συχνά διαπράττεται με τη συναίνεση των υποτιθέμενων θυμάτων –όπως δήλωσε κατ’ αποκλειστικότητα o Καΐνο στο ράδιο «Ελεύθερη Παταγονία»–, ποτέ όμως διαστροφές όπως το να διεισδύεις σε προβατίνες ή να διεισδύουν μέσα σου θερμά και τρυφερά κριάρια για να τα αποκεφαλίζεις αμέσως μετά.
Το πρώτο θύμα το ακολούθησαν άλλα δύο πρόβατα, ομοίως αναπαραγωγικά και προσπορίζοντα τις τρυφερές μπούκλες που χαίρουν μεγάλης εκτιμήσεως ανάμεσα στους μόδιστρους της υψηλής ευρωπαϊκής ραπτικής. Ο επιστάτης, θορυβημένος, τηλεφώνησε στο Μπουένος Άιρες και ζήτησε να μιλήσει προσωπικά με τον Σεβέρο Χουάρες Αντσορένα, πατέρα του κατηγορούμενου και CEO της ανώνυμης εταιρείας η οποία εκμεταλλευόταν τα ράντσα της Παταγονίας.

«Πάρτε τον από δω, κύριε. Μας προξενεί σοβαρή οικονομική ζημία και προσβάλλει τα ήθη των εργατών».

Δίχως να θιγεί στο ελάχιστο από το αίτημα του επιστάτη του, ο αφέντης των Αντσορένα υποσχέθηκε να σπεύσει ο ίδιος προσωπικά, προκειμένου να αποφευχθεί ένα νέο σκάνδαλο, και πρόσταξε τον επιστάτη να απολύσει πάραυτα τον εργάτη που εμπλεκόταν στις σεξουαλικές παρεκτροπές του Καΐνο και να καταγγείλει τις προβατοκτονίες στην αστυνομία.
Κι έτσι, το έρεβος ρούφηξε τον Αουσένσιο Πέρες Γκαγιάρδο, ο οποίος είχε καλομάθει με τον έξτρα μισθό που έπαιρνε για τις σεξουαλικές του υπηρεσίες. Έχοντας καταφύγει σε μια σπηλιά του Νιαντού Περδίδο, τρέμοντας από το κρύο και την οργή, συνειδητοποιεί ότι η μίζερη αποζημίωση που θα του δώσουν επειδή πέρασε τη μισή του ζωή κουρεύοντας πρόβατα δεν του φτάνει για να αποδράσει από εκείνη την έρημο, τα αεροπορικά εισιτήρια είναι πανάκριβα και δε γνωρίζει κανέναν για να του δώσει δουλειά στην πιο κοντινή πόλη, το Εσκέλ, πεντακόσια χιλιόμετρα μακριά από το Νιαντού Περδίδο.
Επωφελούμενος από τους ίσκιους της νύχτας, ο Αουσένσιο επιστρέφει κρυφά στο ράντσο και, σαν καπνοδοχοκαθαριστής, γλιστράει από την καμινάδα του μεγάλου σαλονιού κι εμφανίζεται στο καθιστικό του κεντρικού κτιρίου του ράντσου, τη στιγμή που ο Καΐνο Αντσορένα ρουφάει το πέος του επιστάτη. Μόλις βλέπει τη ρωμαλέα του φιγούρα σκοτεινιασμένη από την αιθάλη της καμινάδας κι εκείνο το τρελό βλέμμα, ο επιστάτης δεν αναγνωρίζει τον εργάτη, αλλά νομίζει ότι από τη στέγη ξεκόλλησε ο πραγματικός λυκάνθρωπος που αποδεκατίζει τα πρόβατα. Έντρομος, τραβάει το μέλος του από το ακόρεστο στόμα του Καΐνο, βγαίνει από το σπίτι και με έναν βρυχηθμό παγιδευμένου κτήνους εκσπερματίζει κάτω από τον ουρανό.
Δίχως ίχνος φόβου, ο Καΐνο πανηγυρίζει με ένα σατανικό χαχανητό την ανέλπιστη επιστροφή του πρώτου Παταγόνα εραστή του και πέφτει στην αγκαλιά του.

«Το ήξερα ότι δε θα μ’ εγκατέλειπες», του λέει λιγωμένα.

Ο Αουσένσιο του υπενθυμίζει ότι ο πατέρας του όχι απλώς υποσχέθηκε να έρθει να τον βρει και να τον πάρει μαζί του, αλλά και πρόσταξε να απολύσουν τον ίδιο, καταδικάζοντάς τον στην πείνα και στο κρύο, δίχως να λάβει υπόψη του ότι πέρασε τη μισή του ζωή προσφέροντας τις ευγενείς του υπηρεσίες στο ράντσο.

«Είναι το αντίτιμο του έρωτά μας», γογγύζει ο Καΐνο χωμένος στους μουντζουρωμένους δικέφαλους του Αουσένσιο. «Αλλά θα σε αποζημιώσω απόψε κιόλας για τη θυσία σου».

Έχει μόλις χαράξει, όταν το ιδιωτικό αεροπλάνο του Καΐνο Αντσορένα ξεκινάει την πτήση του από το ράντσο, αψηφώντας τους ανέμους της Παταγονίας, με προορισμό το Μπουένος Άιρες. Ριγώντας από δέος και έξαψη, ο Αουσένσιο Πέρες Γκαγιάρδο ταξιδεύει με τη φάτσα κολλημένη στο παράθυρο, εκστασιασμένος από τη θέα αυτού που για τους τακτικούς ταξιδιώτες των αερογραμμών του κόσμου είναι κάτι τόσο ρουτινιάρικο: λιβάδια με μπαμπακένια σύννεφα, σπογγώδη δάση από φρεσκοκουρεμένο μαλλί αιωρούνται σε ύψος χιλιάδων μέτρων, χαϊδεύοντας την κοιλιά του αεροπλάνου. Συγχαίρει τον εαυτό του που επέστρεψε αιφνιδιαστικά στο ράντσο για να καταστρέψει τη νύχτα του παλιόπουστα του επιστάτη. Θα δει αυτός, όταν μια μέρα θα επιστρέψει, πάμπλουτος, για να τον ξεφτιλίσει τρίβοντάς του στη μούρη τα πλούτη του. Ο Καΐνο τού υποσχέθηκε να τον αποζημιώσει με εκατομμύρια για την ερωτική του παραφορά.

«Όχι σε βρόμικα χαρτονομίσματα. Το χρήμα το τρώει ο πληθωρισμός. Θα σου δώσω μετοχές στις οικογενειακές επιχειρήσεις. Δεν κουρεύουμε μόνο πρόβατα, ούτε σπέρνουμε απλώς σόγια στην πάμπα, εκμεταλλευόμαστε επίσης πετρελαιοπηγές και μας ανήκουν σημαντικές τράπεζες και ασφαλιστικές εταιρείες. Προτού το πάρεις χαμπάρι, όλοι αυτοί οι τίτλοι θα πολλαπλασιαστούν με μαγικό σχεδόν τρόπο και θα γίνεις πλούσιος. Τόσο συναρπαστικός είναι ο παγκόσμιος χρηματοοικονομικός κόσμος, μουντζουρωμένη μου αγάπη».

Νανουρισμένος από το παραμύθι του Καΐνο και το θόρυβο από τις τουρμπίνες, ο Αουσένσιο αποκοιμιέται και ονειρεύεται ότι επιστρέφει στο ράντσο μέσα σ’ ένα από εκείνα τα σαραντάπηχα αμάξια που έχουν οι μαφιόζοι στο σινεμά, μια χρυσή λιμουζίνα, με σκούρα τζάμια και με μια ξανθιά, από το σινεμά κι αυτή, πλαγιασμένη στον ώμο του. Μόλις φτάνει στο ράντσο, χωμένος σε μια στολή αρχιθαλαμηπόλου του παλατιού, ο επιστάτης τού ανοίγει την πόρτα κι απλώνει στα πόδια του ένα χαλί από μαλλί προβάτου premium, που με τα ίδια του τα χέρια, λέει, κούρεψε προς τιμήν του.
Τα ταρακουνήματα του Καΐνο συγχρονίζονται με αυτά του αεροπλάνου για να του αρπάξουν το όνειρο.

«Αγκάλιασέ με, αγάπη μου, γιατί τη γαμήσαμε!»

«Αλλά, υποσχέθηκες να με πας στο Μπουένος Άιρες, να με κάνεις πλούσιο… Τι έγινε, πέφτει το αεροπλάνο;»

«Ακόμα χειρότερα: Όσο κοιμόσουν, αγόρασα μετοχές, τις πιο σημαντικές της αγοράς, επένδυσα εκατό χιλιάδες δολάρια ώστε αύριο το πρωί να έχεις εκατομμύρια».

«Και τι έγινε;»

«Κατέρρευσε η “Lehman Brothers”!»

Τη λιγοστή ώρα που απομένει μέχρι να προσγειωθεί το αεροπλάνο, την εκμεταλλεύεται ο Καΐνο Αντσορένα για να εξηγήσει στον Αουσένσιο Πέρες Γκαγιάρδο τι στον κόρακα είναι αυτό με τους «λίμανμπροδερς».
Ο κουρέας των προβάτων δεν έχει καταφέρει να καταλάβει Χριστό από τη μακρά εξήγηση του εραστή και προστάτη του, όταν το αεροπλάνο προσγειώνεται και πάλι στα στανοτόπια του ράντσου.
Μια πομπή από μαύρα πρόβατα συνοδεύει την πορεία των κατασυγχυσμένων φυγάδων. Χωμένος σε μια στολή λύκου, ο επιστάτης τούς οδηγεί στο κεντρικό κτίριο του ράντσου, όπου τους περιμένει, άρτι αφιχθείς, ο Σεβέρο Χουάρες Αντσορένα, αγνώριστος μέσα σ’ ένα κουρελιασμένο κουστούμι του Βασιλιά Μίδα.

«Απόκριες είναι;» ρωτάει ο Καΐνο.

«Όχι, είναι απλώς Κυριακή, 14 Σεπτεμβρίου του 2008, λέει ο Βασιλιάς Μίδας. Και τυλίγοντας με μια μόνο περιφρονητική ματιά τα συντρίμμια του Αουσένσιο Πέρες Γκαγιάρδο, ρωτάει τον γιο του: «Και τούτο τον τσομπάνο; Πού τον πέτυχες;»
Ο Αουσένσιο Πέρες Γκαγιάρδο κατέφυγε ξανά, με τη θέλησή του αυτή τη φορά, στο Νιαντού Περδίδο. Χρόνια αργότερα, αν εσύ, αναγνώστη που διαβάζεις αυτές τις αράδες, έχεις τα λεφτά για να ταξιδέψεις στην Παταγονία της Αργεντινής και την υπομονή για να φτάσεις ίσαμε το Νιαντού Περδίδο, θα σου τραβήξει κατά πάσα πιθανότητα την προσοχή το πολυώροφο κτίριο που μιμείται τους ουρανοξύστες του Μανχάταν, υψωμένο πάνω στις γυμνές πέτρες της στέρφας στέπας, αψηφώντας το παγωμένο ανεμοβόρι, την τραχιά ανάσα της Ανταρκτικής.
Από κει πάνω ατενίζει τον κόσμο η «Lost Ñandú & Co.», ευημερούσα εταιρεία την οποία διευθύνουν δυο από τους πλέον αξιοσέβαστους οικονομικούς συμβούλους, αρμονικά ενωμένοι σε ομόφυλο υμέναιο.



Lost Ñandú

Ο Guillermo Orsi (Μπουένος Άιρες, 1946) θεωρείται από τους εξειδικευμένους κριτικούς, όπως η Cynthia Schmidt Cruz και ο Gustavo Forero[2], ως ένας από τους μεγαλύτερους δεξιοτέχνες του σύγχρονου νουάρ μυθιστορήματος – ο σημαντικότερος κατά πάσα πιθανότητα στον ισπανόφωνο κόσμο. Μεταξύ άλλων έχει δημοσιεύσει τα μυθιστορήματα: El Vagón de los locos (Το βαγόνι των τρελών, Βραβείο Emecé 1978), Cuerpo de Mujer (Γυναικείο σώμα), Sueños de perro (Όνειρα σκύλου, Βραβείο Umbriel de la Semana Negra, 2004), Noches de Pelayo ( Νύχτες του Πελάγιο), Nadie ama a un policía (Κανείς δεν αγαπά έναν αστυνομικό, Διεθνές Βραβείο Αστυνομικού Μυθιστορήματος Ciudad de Carmona). Με την Άγια Πόλη, (Εκδόσεις Carnivora 2019) του απονέμεται το Βραβείο Dashiel Hammett. Το 2014 κυκλοφορεί το Fantasmas del desierto (Φαντάσματα της ερήμου) μαζί με το οποίο επιστρέφει ο Gotán, ο πρωταγωνιστής του Nadie ama a un policía. Έργα του έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, τα γαλλικά, τα ιταλικά, τα γερμανικά και τα κινεζικά.
Ο ίδιος λέει για τον εαυτό του: «[…] η λογοτεχνία είναι ένα μόνο από τα κανάλια της δημιουργίας. Θα μπορούσα να σχεδιάζω κόμικς, κι έτσι άρχισα, ή να γίνω σκηνοθέτης – λατρεύω τον κινηματογράφο. Νομίζω ότι η λογοτεχνία με κέρδισε επειδή είναι μοναχική δουλειά, που ασκείται σε καθεστώς ατιμωρησίας και χωρίς μάρτυρες. Ακόμα κι όταν δημοσιεύεις, οι συνέπειες δεν είναι σημαντικές . Κατέληξα στο νουάρ μόλις στις αρχές αυτού του αιώνα, προσδοκώντας να ενσωματωθώ σε μια αγορά με μυθικά ποσοστά ακολουθώντας τη συμβουλή ενός φίλου συγγραφέα […]. Ανακαλύπτω ότι το νουάρ μυθιστόρημα σου δίνει τη δυνατότητα να μιλήσεις για θέματα της κοινωνίας και των καιρών μας που σου είναι απαγορευμένα σε άλλα λογοτεχνικά μονοπάτια ή θεωρούνται αισθητικά ταμπού τα οποία το νουάρ δε σέβεται. Κι αυτό μ’ αρέσει»

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: