Ύστερα γεννιέται
βρέχει μωρό τις πάνες
ένα σκυλί τον γλείφει, γυναίκες ξεματιάζουν
άσκημο πλάσμα, φτου σου
μην και τόνε βασκάνουν
ύστερα δεν θηλάζει, γιαούρτι τον ταΐζουν*
ύστερα βήμα-βήμα
πέφτει, γκρεμίζει, ρίχνει
κάθε στιγμή ψηλώνει, νά σου και δυο χαστούκια
ύστερα πάει σχολείο
όλα καλά κι ωραία
ούτε πολύ βλαμμένος, ούτε κάνα κεφάλι
ύστερα κουρεμένος
όρθιος στη διμοιρία
σκούζει, χτυπιέται η μάνα, περήφανος πατέρας
ύστερα με γυναίκες
τίποτα το ενδιαφέρον
ούτε με πολύ ζόρι κι ούτε και μ’ ευκολία
ύστερα αυτή το ζόρι
ύστερα γάμος είναι
ύστερα βρέφος φτάνει και του αλλάζουν πάνες
ύστερα εκείνος τρέχει
στα ορυχεία, κάπου
βάρδιες χτυπάει τα βράδια, κερδίζει κάνα φράγκο
ύστερα χτίζει σπίτι
και το χωριό θαυμάζει
και καμπινές και μπάνιο, γυάλινη τζαμαρία
ύστερα γίνετ’ έτσι
στόρι μπανάλ, αστείο
κάποιος από τη βάρδια, μαζί μ’ αυτόν και εκείνη
ύστερα το μαθαίνει
σωπαίνει, συγχωράει
ύστερα αρρώστια πέφτει, για πάντα τον ξαπλώνει
μέρες το μελετάει
πώς και συμβαίνει έτσι
σαν ελαφρύ του μοιάζει, λείο σαν πετραδάκι
κι όλα μετά στεγνώνουν
κι ούτε υπάρχει πόνος
ύστερα δεν υπάρχει
τίποτα δεν υπάρχει
δεν υπάρχει
( Από τη συλλογή Η κερασιά ενός λαού, 1996 )