Δεν μπορείς να προσεγγίσεις ένα έργο, δίχως να σεβαστείς τα κριτήρια που το ίδιο και ο δημιουργός του ορίζουν. Δεν μπορείς να μπεις στον ποιητικό κόσμο του Γέητς, δίχως να προσλάβεις τα κριτήρια που το έργο του ad hoc θέτει. Μάλιστα ένα τέτοιο έργο, το οποίο εκτείνεται από την Ιρλανδική καταβολή και τον συνεπακόλουθο συνεπαρμό του ποιητή από τα προτάγματα του αγώνα για την εθνική ανεξαρτησία της Ιρλανδίας, μέχρι την αναζήτηση του άξονα της ζωής. Ένας συνεπαρμός που τροφοδοτήθηκε από την λαϊκή παράδοση, τους θρύλους, τα παραμύθια και –κυρίως– από την Κέλτικη μυστική χριστιανική εμπειρία.
Είναι εύκολο και ανώδυνο, αλλά συνάμα κουραστικά επιδερμικό, να γνωμοδοτείς, δίκην αυθεντίας, ότι, λόγου χάριν, ο Γέητς υπήρξε ένας ευδαιμονιστής σαρκολάτρης, στην ερωτική πτυχή τής ποιήσεώς του. Και βολεύει να τον περιστέλλεις στην προκρούστεια «άνεση» του σημερινού μηδενισμού. Έτσι όμως, δεν διαβάζεται η ποίηση του Γέητς, αλλά τακτοποιούνται αλλότριες προσωπικές ιδεοληψίες και απωθημένα.
Ο Γέητς αυτοσαρκάζεται και σαρκάζει την ανθρώπινη αδυναμία, ως προς την διάρκεια των αισθημάτων, την πάλη με το γήρας και την φθορά σωμάτων και ψυχών – την πάλη , εν τέλει με τον ίδιο τον θάνατο και τον αγώνα για την νοηματοδότησή του, έξω από την μεταφυσική του μηδενός, την οποία θεσμοθετεί η αυτάρκεια της νεωτερικότητας, αυτάρκεια που αντιπάλεψε η λαμπρή ποιητική του συνείδηση. Στα ερωτικά του ποιήματα αναμετράται με τις ματαιώσεις με το κτήνος και το θηρίο, που βουλιμικό εμφωλεύει στην ανθρώπινη ψυχή και στο ανθρώπινο κορμί. Όπου χρειάζεται θεολογεί, με το στόμα και τα λόγια καταφρονεμένων λαϊκών τύπων, αντρών και γυναικών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η «ελαφρών ηθών» Μουρλο-Τζένη, η οποία πολλάκις κάνει μάθημα, στον άγονο ευσεβισμό ιερέων και επισκόπων. Ο Γέητς ζει μέσα από τα πρόσωπα των ποιημάτων του. Προσοικειώνεται την φωνή και το ήθος τους, την ανθρωπιά και την αδυναμία τους. Μόνο ένας Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ένας Παλαμάς ή ένας Ρίτσος, στα καθ’ ημάς, ταυτίστηκαν τόσο οργανικά με τους ήρωες και τις ηρωίδες τους, τις μεταρσιώσεις, τα πάθη και τα πένθη τους.
Άλλοτε εξομολογητικός για την μεγάλη αγάπη και τον ορμητικό έρωτά του για την γυναίκα που αγάπησε, άλλοτε τσακισμένος από τη υπονόμευση της αγάπης από την αδυναμία και τον εγωισμό. Και μαζί του, άντρες αλλά και γυναίκες από τα χαμηλά, τα περιφρονημένα κοινωνικά στρώματα. Γίνεται το σκεύος εκλογής για την ποιητική διαχείριση της ανθρώπινής τους περιπέτειας, αλλά και της μεταρσίωσής τους. Και –όπως κάθε μεγάλος ποιητής– από το ειδικό και το προσωπικό καταλήγει στο συλλογικό και στο καθολικό.
Η μορφική πολυστροφία και η ευλυγισία των ποιητικών του επιτευγμάτων με αυτούς τους τρόπους, δείχνει –ειδικά για την συγχρονία μας– το πώς η μεγάλη ποίηση γράφεται τροφοδοτούμενη από πηγές νοήματος. ————Δ.Κ.