Μιλάμε συνήθως για την ιστορικότητα των μεταφράσεων, με την έννοια ότι παλιώνουν· και όταν αφορούν σημαντικά ή κλασικά κείμενα είναι απαραίτητο να ξαναγίνονται. Έτσι νέοι μεταφραστές παίρνουν τη σκυτάλη από παλαιότερους, όπως κάθε γενιά παραλαμβάνει τη γλώσσα που της παραδίδουν οι προηγούμενες. Δεν υπάρχει κανόνας που να λέει ποια μετάφραση είναι καλύτερη γιατί, πέρα από σφάλματα και αστοχίες, κάθε μετάφραση μπορεί να διαθέτει καλές και κακές στιγμές και οπωσδήποτε μιλάει, αν όχι τη γλώσσα της εποχής του μεταφραστή, σίγουρα τη γλώσσα του μεταφραστή της και ως προς αυτήν κρίνεται. Από αυτή τη σκοπιά κάθε μεταφραστής γίνεται φορέας τόσο του κειμένου που μεταφράζει όσο και της γλώσσας που καλλιεργεί, και στην οποία «περνάει» το ξένο κείμενο, οικειοποιούμενος ρυθμούς, ιστορίες, νοήματα, σκέψεις και σημαίνοντα. Έτσι καταθέτει ένα κείμενο που αν και δεν είναι καθρέφτης, ούτε δίδυμη κύηση, κινείται στην κόψη της συγγένειας, μιας εξ αγχιστείας συγγένειας, και της ετερότητας. Αλλά έτσι δημιουργεί μια σχέση με το πρωτότυπο που δεν μπορεί, δεν γίνεται, στη συνέχεια να παραβλεφθεί. Από εκεί κι έπειτα, πλάι στο πρωτότυπο, σαν μια σκιά ή μια ερμηνεία του, ένα σχέδιο ή μια απεικόνισή του, υπάρχει η μετάφραση. Ένα είδος παρασκιάς, κάτι που για την γλώσσα της μετάφρασης την τοποθετεί πλάι-πλάι στο πρωτότυπο.
Όπως πλάι στα κείμενα υπάρχουν οι κριτικές και οι ερμηνευτικές προσεγγίσεις τους, όπως πλάι στα ποιήματα και στα μυθιστορήματα υπάρχουν τα ημερολόγια ή οι εξηγήσεις των συγγραφέων για τα γραπτά τους που έρχονται να τα φωτίσουν (ή να τα σκιάσουν κάποτε) έτσι πλάι σε ένα γραπτό κείμενο υπάρχει και η μετάφρασή του σε μια ξένη γλώσσα που μπορεί να λειτουργήσει, σε ένα άλλο επίπεδο, εγγύτερα στη διαδικασία της γραφής του, ως ερμηνεία και ως ανάπτυγμά του, για τη γλώσσα της μετάφρασης. Αυτό σημαίνει πως για τον μεταφραστή, εκείνον που θα έρθει δεύτερος ή τρίτος μετά την πρώτη μετάφραση, η προηγηθείσα θα λειτουργεί ως σ υ γ κ ε ί μ ε ν ο, το οποίο έχει να λάβει υπόψη του. Μπορεί να λειτουργήσει αποκλίνοντας από αυτό, όπως θα μπορούσε να γίνει με ένα κριτικό κείμενο, μπορεί να λειτουργήσει αλλού σε πλήρη αντίθεση κι αλλού σε σύγκλιση με αυτό, μπορεί να δώσει ένα άλλο βάθος άλλοτε ερχόμενος περισσότερο ερμηνευτικά κι αλλού περισσότερο κυριολεκτικά κοντά στο πρωτότυπο. Κι έτσι να δημιουργεί σχέσεις αντιπαλότητας με την προϋπάρχουσα μετάφραση ή σχέσεις παράπλευρης γειτονίας. Σχέσεις αμοιβαίας επικάλυψης ή σχέσεις υποχρεωτικής απόκλισης ακόμη και προς τη λάθος πλευρά –συμβαίνει και αυτό–, εάν σώνει και καλά ο δεύτερος στην χρονική τάξη μεταφραστής ζει με το άγχος της διαφοροποίησης. Πάντως, από τη στιγμή που υπάρχει μια πρώτη μετάφραση, ο ιστορικά επόμενος μεταφραστής ακολουθεί με τη δεύτερη δική του εκδοχή, ακόμη κι όταν δείχνει να αγνοεί την προηγηθείσα εργασία, και κυρίως τότε βρίσκεται πάντα σε μια σχέση με αυτήν: αντιπαράθεση, διάλογος, βουβή συνύπαρξη, ανατροπή. Όλα είναι στο παιχνίδι με διακύβευμα την κατάκτηση του πρωτοτύπου, την ανάδειξη της μετάφρασης στην εκθετική δύναμη του πρωτοτύπου. Πιστή ή όμορφη, άπιστη ή άσχημη, συνεπής ή καλλιεπής, κάθε μετάφραση κρίνεται πλέον όχι μόνον ως προς το πρωτότυπο αλλά και ως προς τις προηγηθείσες. Οι μεταφράσεις των αρχαίων κειμένων από τον Θρασύβουλο Σταύρου και τον Ιωάννη Γρυπάρη μέχρι τον Κ.Χ. Μύρη και τον Γιώργο Χειμωνά, οι μεταφράσεις του Ρίλκε από τον Άρη Δικταίο ως τον Δημ. Στ. Δήμου και τον Αλέξανδρο Ίσαρη δεν γίνεται παρά να λογοδοτούν όχι μόνον ως προς το πρωτότυπο, αλλά και κάθε επόμενη στις προηγηθείσες.
Κι αυτό γιατί κάθε επόμενη «στηρίζεται», έχει ως «βάση» της τις προηγηθείσες. Δεν δημιουργήθηκε μόνον με βάση το πρωτότυπο, δεν δημιουργήθηκε εν κενώ στη γλώσσα που την υποδέχτηκε, αλλά φτιάχτηκε με βάση το πρωτότυπο συν το περικείμενο της προηγηθείσας μετάφρασης. Και όλα αυτά τα περικείμενα συνιστούν ένα περιβάλλον υποδοχής της νέας, και της ακόμη νεώτερης μετάφρασης. Όπως δεν υπάρχει παρθενογένεση στην τέχνη, δεν υπάρχει ούτε και στη μετάφραση. Οι προηγηθείσες μπορεί να μην έχουν τη βαρύτητα του πρωτοτύπου αλλά είναι ένας δρόμος σύνδεσης με αυτό. Δεν έχει σημασία αν οι επόμενοι μεταφραστές θα τον ακολουθήσουν ή θα τον αποφύγουν – ακόμα και η αποφυγή δηλώνει τη σημασία της προηγηθείσας. Δεν έχει σημασία αν θα τον βαθύνουν ή θα χαράξουν μια άλλη διαδρομή συνολικά ή στα επί μέρους. Σημασία έχει ότι αυτό το πρώτο βήμα προσέγγισης, ή και το δεύτερο, έχουν μια βαρύτητα για τον τρίτο ή τέταρτο επίδοξο μεταφραστή. Γιατί δεν είναι παρά τρόποι πρόσβασης στο πρωτότυπο. Η αντίσταση σε αυτούς μπορεί να δηλώνει και την επιτυχία τους. Πάντως, επιτυχείς ή όχι, αποτελούν πια ένα μονοπάτι για να οδηγηθεί κανείς εκεί όπου για πρώτη φορά ο πρώτος μεταφραστής δοκίμασε να φτάσει με διαφορετικό κάθε φορά αποτέλεσμα. Άλλωστε στην κατεύθυνση αυτή συχνά κάποιοι μεταφραστές αναθεωρούν παλιότερες μεταφράσεις τους. Είναι κι αυτός ένας τρόπος να ειπωθεί πως ο δρόμος για τη δημιουργία, ακόμη και της μετάφρασης, υπόκειται στις βελτιώσεις που ανά δεκαετίες υπόκεινται τα δημόσια έργα, τα έργα υποδομής. Χαρακτηριστικό παράδειγμα στην πράξη η μετάφραση στα ελληνικά του Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο του Προυστ. Οι βελτιώσεις που επέφερε ο Παναγιώτης Πούλος στη μετάφραση του Παύλου Ζάννα, σαν το τρίτο ή το τέταρτο «χέρι» που δεν πρόλαβε να περάσει τη μετάφραση του ο ίδιος ο Ζάννας προχωρώντας ως το τέλος της, λειτούργησαν σαν εφαλτήριο για να ολοκληρώσει ο Πούλος το έργο και να μεταφράσει εξ αρχής τους τελευταίους τόμους του έργου. Αλλά και γι’ αυτό το μέρος της μετάφρασης η προηγηθείσα του Ζάννα αποτέλεσε τη μαγιά της.