——————————————————
Όπου ο συγγραφέας του απόλυτου βιβλίου των γυμνών ποδιών αναζητά τις ξυπόλητες γυναίκες των κινηματογραφικών ταινιών και μυείται στα μυστικά τους.
——————————————————
Πανδοχείο Γυμνών Ποδιών {Αρχιτεκτονική εγκυκλοπαιδικού μυθιστορήματος}
ΧΧ. Οι ξυπόλητες των ταινιών, 10: Οι διδασκάλισσες, Β΄
Τριάντα χρόνια μετά αλλά όχι τριάντα χρόνια μεγαλύτερος ζούσα στην Πάρμα με το όνομα Αννιμπάλε Ντομπερντό, ιδιοκτήτης ενός εργοστασίου όπου κάποτε ήμουν εργάτης. Στα επεισόδια μιας γενικής απεργίας σκοτώθηκε ένας εργάτης μου και η σύζυγός του, η εργάτρια Ιρένε Κορσίνι στάθηκε την επόμενη μέρα μπροστά στο αυτοκίνητο και με έφτυσε καθώς έφευγα. Την επόμενη μέρα ήρθαμε στην πρώτη λεκτική αντιπαράθεση μπροστά στους εργάτες. Στο τέλος της βάρδιάς της στήθηκε μπροστά σ’ ένα θεόρατο μηχάνημα του εργοστασίου και το μπλόκαρε μ’ ένα κόκκινο λουλούδι. Κατάλαβα ότι το έκανε εκείνη, άλλωστε με περίμενε σ’ ένα αεροστεγές λευκό δωμάτιο αδιευκρίνιστης χρήσης. Φορούσε τα λευκά της ρούχα και ήταν ξυπόλητη. Επιχείρησα να βγω, σάρκασε τα χρήματα που έδωσα και την εξάντληση των εργατών, για μια πόρτα που δεν άνοιγε. «Αιχμάλωτος των εκατομμυρίων μου», έτσι με αποκάλεσε. Είχα την μορφή του Ούγκο Τονιάτσι κι εκείνη της Ρόμυ Σνάιντερ, που διέθετε μια ομορφιά ολόδική της.
Μια νύχτα που δεν είχα ύπνο σηκώθηκα και πήγα στο εργοστάσιο. Κάτω από μια υπέροχη μουσική είδα την σιωπηλή ολονυχτία των εργατών. Ακόμα και οι δυνάμεις καταστολής σιωπούσαν παραταγμένες στην άκρη. Με ρώτησε γιατί ήρθα και της απάντησα Ήρθα επειδή ήρθα. Την ρώτησα τι σημαίνει όλο αυτό και μου απάντησε Υπάρχουν πράγματα που δεν σημαίνουν τίποτα. Όπως το να δείξουμε το σώμα σ’ εκείνους που το σκότωσαν. Την άλλη μέρα, βρέθηκε σε μια όχθη μαζί με τις εργάτριες για να ρίξουν, κάτω από μια λυπημένη ευφορία, ένα σωρό κουτιά με ηλεκτρικές συσκευές στο νερό.
Το βράδυ ετοιμαζόμασταν όλοι οι βιομήχανοι για ένα δείπνο αλλά προτού καν μπουν μέσα όλοι έφυγαν φοβισμένοι λόγω του μαζεμένου πλήθους. Έριχναν πέτρες στα παράθυρα, μας γιούχαραν. Εγώ παρέμεινα, μόνος σ’ ένα άδειο τραπέζι σε σχήμα ταυ και ζήτησα από τον αμήχανο σερβιτόρο να σερβιριστώ. Κι ύστερα μπήκε εκείνη και κάθισε στην άλλη, μακρινή άκρη του τραπεζιού. Αρχίσαμε να τρώμε κάτω από τον ήχο των τζαμιών που έσπαγαν κι έτσι όπως η κάμερα πλησίαζε τα πρόσωπά μας, ήταν σα να θέλαμε να καταβροχθίσουμε ο ένας τον άλλον. Με πλησίασε, μου είπε πως αρχίζω να της αρέσω. Με ενέπαιζε ή πράγματι αισθανθήκαμε μια ερωτική έλξη που δεν γνωρίζει τα στεγανά των ρόλων μας;
Ύστερα βρέθηκα μόνος, γερμένος πάνω στο τραπέζι. Ο σερβιτόρος με πληροφόρησε πως εκείνη έφυγε μόλις αποκοιμήθηκα. Έξω στην αυλή και στην έξοχη μουσική που ακούγατε μόνο εσείς, στρωμένα τραπέζια χωρίς καρέκλες, με λευκά τραπεζομάντηλα που ανάδευε ο αέρας. Σταμάτησα έξω από το σπίτι της, μια εργατική κατοικία· είχε φως στον φεγγίτη πάνω απ’ την εξώπορτα. Την έσπρωξα και μπήκα, όπως και μια δεύτερη πόρτα. Το αγέρωχο ύφος μου πρόδιδε έναν άντρα μπερδεμένο, αν όχι απεγνωσμένο. Την είδα στο κρεβάτι καθισμένη μ’ έναν νέο, εμφανώς μετά τον έρωτα. Πίστεψα αυτό που έβλεπα επειδή το σινεμά με είχε διδάξει πως τα πάντα συμβαίνουν, ακόμα κι εκείνα που δεν πιστεύουμε ότι είναι δυνατόν να συμβούν. Δεν κράτησα κανένα πρόσχημα· τους είπα ότι δεν ήρθα τυχαία αλλά σκόπιμα, και πως δεν είμαι κανένας ηδονοβλεψίας, πως η ηλικία μου είναι μεγαλύτερη από την συνολική ηλικία των δυο τους. Προτού φύγει, ο νεαρός μού συστήθηκε ως κάποιος που δεν σημαίνει τίποτα για εκείνη, χωρίς να παραλείψει να μου επισημάνει πως ούτε εγώ θα σημάνω κάτι, πως για τέτοιες γυναίκες οι άντρες δεν είναι παρά ένα παρόραμα, μια αβλεψία του Θεού.
Μετά ήρθε η σειρά της να μου μιλήσει: Σ’ ενοχλεί που έκανα έρωτα με κάποιον… εσύ πόσο καιρό έχεις να κάνεις έρωτα με μια γυναίκα που σου αρέσει; Δεν ήμουν μόνο ειλικρινής («έχει περάσει πολύς καιρός, ποτέ δεν είχα τον χρόνο να διαλέξω») αλλά και ευθύς: «θα έκανες έρωτα μαζί μου;». Χαμογέλασε, άπλωσε το γυμνό της πέλμα να μου χαϊδέψει φευγαλέα στο πρόσωπο. Τρυφερό πείραγμα ή προσκλητήριο ερωτικής πράξης; Της το κατέβασα αμέσως και της χίμηξα άγαρμπα, βόγκηξε, με δάγκωσε, την χαστούκισα, μου επέβαλε να γονατίσω και να της ζητήσω συγνώμη. Το έκανα. Με κατηγόρησε ότι φέρομαι με τον ίδιο τρόπο στους εργάτες, στις γυναίκες και στην ίδια την ζωή, πως συνομιλώ μόνο με φωνές. Μου σύστησε να μάθω την σιωπή, της ζήτησα να μου την διδάξει.
Περπατήσαμε σ’ ένα μεγάλο καταπράσινο χωράφι, ενώ τα φουγάρα των βιομηχανιών υψώνονταν στο βάθος μπροστά μας σαν θεόρατα μεταλλικά φυτά. Με πήρε από το χέρι και μου έδειξε το μικρό σπίτι που αρνήθηκε να πουλήσει ο πατέρας μου. Ο κόσμος τον αποκαλούσε τρελό αλλά εκείνος επέμενε και το κράτησε. Να κάτι που δεν μου ανήκε, που δεν μπορούσαν να αγοράσουν τα λεφτά μου. Θυμήθηκα το αγαπημένο μου ζευγάρι γερόντων στον Φάουστ, που αρνούνταν να πουλήσουν το μικρό τους σπίτι δίπλα στην θάλασσα όσα χρήματα κι αν τους έδιναν. Δεν το είπα τότε, μπορεί να μην τους γνώριζε καν ο χαρακτήρας μου. Μπήκαμε και της έδειξα την υγρασία στο ταβάνι. Υπήρχε από την εποχή που γεννήθηκα και παρέμεινε η ίδια κι απαράλλακτη, το σημάδι μιας μιζέριας που δεν αλλάζει, ο λόγος που έφυγε από εκεί. Ανέβηκα πάνω να ξαπλώσω, και ήρθε, γδύθηκε και πλάγιασε δίπλα μου. Της τράβηξα το σεντόνι και της φίλησα την κοιλιά, με υπόκρουση την ίδια εκείνη μουσική που μ’ έκανε να ξεχνάω τα πάντα. Ο πατέρας μου καθόταν έξω, με το βλέμμα του στο πράσινο ολόγυρα και στο γκρίζο που το κύκλωνε. Αν απόψε αγάπησα τον γιο σας, το έκανα και για σας, του είπε εκείνη φεύγοντας.
Όταν μ’ επισκέφθηκε στο γραφείο μου που ήταν σκοτεινό και υποβλητικό, για να κάμπτονται οι αντιστάσεις των εργατών, όπως παραδέχτηκα, την διαβεβαίωσα ότι επιθυμώ τελικά να τους ακούσω, να δω τι έχουν να πουν. Τους έπεισε όχι χωρίς δυσκολία. Τους πρότεινα κοινή διαχείριση του εργοστασίου και κοινά κέρδη. Μια μεγάλη στροφή συντελούνταν μέσα μου και γύρω μου. Βγαίνοντας αργά το βράδυ απ’ τις εγκαταστάσεις μας περίμενε στο σκοτάδι ένα αυτοκίνητο, που άναψε τα φώτα του πάνω μας. Ατρόμητος το πλησίασα και στάθηκα μπροστά του – έκανε όπισθεν κι έφυγε, αλλά γνώριζα πως ένας αμείλικτος πόλεμος είχε ξεκινήσει. Κι ύστερα, εγώ που δεν έμαθα ποτέ να κολυμπάω, την πήγα για νυχτερινό μπάνιο και ξαπλωμένος στα βότσαλα θαμπώθηκα μπροστά στον έναστρο ουρανό.
Η σύζυγός μου γνώριζε· την είχαν πληροφορήσει πως «μου άνοιξε τα μάτια μια πουτάνα». Κάλεσα τους άλλους εργοστασιάρχες σε τραπέζι κι έφερα προς μεγάλη τους έκπληξη γυναίκες να καθίσουν δίπλα τους, για να δουν τι σημαίνει ο έρωτας που ξέχασαν. Στις ίδιες είπα «μπορεί να σας φαινόμαστε περπατημένοι αλλά είμαστε νεογέννητοι· τώρα ανοίγουμε τα μάτια μας». Έπρεπε να βλέπατε το ύφος τους. Αλλά τέτοια τερτίπια δεν μπορούσαν να τους αγγίξουν. Στην επόμενη συνάντηση τους μίλησα ακόμα πιο απροκάλυπτα. Στην κατηγορία ότι όσα κάνω είναι ενάντια στους κανόνες, τους ρώτησα ποιος έφτιαξε τους κανόνες και τους ενημέρωσα ότι τους άλλαξα, όπως μπορούν να τους αλλάξουν κι εκείνοι· τους είπα ακόμα πως αδυνατούν να καταλάβουν ότι ένας άντρας έπραξε όχι με βάση το κέρδος αλλά επειδή κατάλαβε. Ίσως κάτι ανάλογο είπε η Ιρένε στην σύζυγό μου που την επισκέφτηκε και της ζήτησε να μείνει δίπλα μου να με βοηθήσει. Η συνάντηση των γυναικών, μια σπάνια συνομιλία όπου δεν είμαστε ποτέ παρόντες.
Θυμάμαι δυο φράσεις της. Είχαμε μόλις πλαγιάσει πλάι σε σακιά από τσιμέντο, σ’ ένα υπόστεγο του εργοστασίου και όταν φεύγαμε είδαμε το αυτοκίνητό μου στις φλόγες: «Δεν σταματούν ποτέ, μας μισούν επειδή σου έμαθα να χαμογελάς». Κι ύστερα, σ’ ένα άδειο εστιατόριο κάτω από μια στοά, μακριά απ’ όλο τον κόσμο και τον αχό του: «Οι άντρες μπορούν να κάνουν έρωτα και μέσα σ’ έναν ανεμοστρόβιλο, για μας τις γυναίκες έρωτας σημαίνει ειρήνη». Οι τελευταίες εκείνες ώρες ήταν, πράγματι, ειρηνικές. Απόλαυσα το πέστο, την ησυχία γύρω μας· σπίτι της κάναμε έρωτα κι έφυγα το ξημέρωμα, μέσα από το γαλήνιο χωράφι. Εκεί άκουσα δυο σφαίρες – η δεύτερη μ’ έριξε κάτω, σ’ έναν βουβό πόνο. Με σήκωσαν, μ’ έβαλαν στο αυτοκίνητο και με πέταξαν έξω από την μάντρα του εργοστασίου. Η τελευταία μου σκέψη ήταν η ολονυκτία των εργατών έξω από το εργοστάσιο για τον νεκρό τους εργάτη - με περιμένει άραγε κι εμένα μια τέτοια;
Ήταν μια ταινία που θα θυμάμαι πάντα. Δεν ήταν μόνο η συμμετοχή μου, η επιθυμία μου να γίνω μια φορά Ούγκο Τονιάτσι, ένας κλασικός άντρας στον αντίποδα των ψηλών κομψών σταρ, μ’ ένα τυπικό αγέρωχο, ενίοτε αλαζονικό βλέμμα που όμως εύκολα μπορούσε να γεμίσει δάκρυα· ούτε η τύχη να μου χαϊδεύει το πρόσωπο με το πέλμα της η Ιρένε / Ρόμυ ή όποιο άλλο όνομα μπορούσε να πάρει μια γυναίκα που, όπως κάθε γυναίκα, ήταν ικανή να αλλάξει ολόκληρη την κοσμοθεωρία μου. Ήταν και η μουσική του Έννιο Μορρικόνε ο οποίος, είμαι βέβαιος, φορτίστηκε προσωπικά από σκηνές και διαλόγους σε σημείο να συνθέσει ανάλογο θεσπέσιο σάουντρακ. Τον γνωρίζω καλά: παρά τις εκατοντάδες κινηματογραφικές του συνεργασίες, τα συγκινησιακά του θαύματα είναι επί τούτου επιλεγμένα. Γνωρίζω ακόμα πως η φτωχή παραγωγή ανάγκασε τον σκηνοθέτη να γυρίσει μόνο το δεύτερο μέρος του μυθιστορήματός του, αφαιρώντας τους δεύτερους χαρακτήρες αλλά και πολλούς διαλόγους ανάμεσα στην Ιρένε και σ’ εμένα, ιδιαίτερα σημαντικούς για την κατανόηση της σχέσης μας. Θα το αναζητήσω, να την γνωρίσω καλύτερα.
Εμείς που ξεκινήσαμε με αμοιβαία αντιπάθεια, καταλήξαμε να πλησιάζουμε ο ένας τον άλλον όσο εκείνη δυνάμωνε με την λύπη της και ξεκινούσε ένα κίνημα διαμαρτυρίας. Την ερωτεύτηκα μ’ έναν έρωτα εξαγνιστικό, που άλλαξε τον τρόπο με τον οποίο έβλεπα την ζωή, που μ’ έκανε να κατανοήσω τους άλλους. Ίσως ο έρωτας να είναι αξεδιάλυτος από την πολιτική, ίσως, να την εμβολίζει με άλλου είδους βέλη. Ίσως, πάλι, η φράση που κάποτε είπαμε (δεν θυμάμαι ποιος από τους δυο) «Σήμερα η εξουσία δεν χρειάζεται ούτε ήρωες ούτε λιοντάρια. Χρειάζεται μόνο ποιητές». να έχει κάποια σημασία.
Σε περίπτωση που με ρωτήσετε αν άξιζε τον κόπο, δεν μπορώ παρά να σας απαντήσω με την συνήθη τριπλή μου υπόσταση. Ως Αννιμπάλε Ντομπερντό δεν θα υπεκφύγω επικαλούμενος πως πέθανα, άρα δεν τίθεται θέμα απάντησης αλλά απερίφραστα θα απαντήσω ναι, ήταν περίλαμπρες εκείνες οι φωτεινές μέρες της εσωτερικής μου αλλαγής που οραματίστηκε να γίνει εξωτερική. Ως Ούγκο Τονιάτσι μου αρέσει να πεθαίνω που και που, στην συναρπαστική αλλαγή ζωών που είχα ως επάγγελμα – άλλωστε είχα την ευαγή τύχη να φιληθώ από το πέλμα αυτής της γυναίκας. Ως Πανδοχέας των Γυμνών Ποδιών, είδα να αλλάζει για άλλη μια φορά η οπτική μου με την ιστορία της Ιρένε, τα πόδια της οποίας προσκάλεσαν σε μια ερωτική πράξη και εκκίνησαν έναν έρωτα που με την σειρά του μεταμόρφωσε έναν ολόκληρο άνθρωπο που ανακάλυψε μια νέα πραγματικότητα και ξεκίνησε μια μικρή κοινωνική μεταλλαγή. Τα πράγματα πλέον έπαιρναν πολύ σοβαρότερη τροπή.
{Συνεχίζεται, πάντα συνεχίζεται}
Η ταινία: La Califfa (Alberto Bevilacqua, 1971)