Πανδοχείο Γυμνών Ποδιών {Αρχιτεκτονική εγκυκλοπαιδικού μυθιστορήματος}

——————————————————
Όπου ο συγ­γρα­φέ­ας του από­λυ­του βι­βλί­ου των γυ­μνών πο­διών ανα­ζη­τά τις ξυ­πό­λη­τες
γυ­ναί­κες των κι­νη­μα­το­γρα­φι­κών ται­νιών και μυ­εί­ται στα μυ­στι­κά τους.
——————————————————

ΧΧ. Οι ξυπόλητες των ταινιών, 10: Οι διδασκάλισσες, Β΄

Πανδοχείο Γυμνών Ποδιών {Αρχιτεκτονική εγκυκλοπαιδικού μυθιστορήματος}

Τριά­ντα χρό­νια με­τά αλ­λά όχι τριά­ντα χρό­νια με­γα­λύ­τε­ρος ζού­σα στην Πάρ­μα με το όνο­μα Αν­νι­μπά­λε Ντο­μπερ­ντό, ιδιο­κτή­της ενός ερ­γο­στα­σί­ου όπου κά­πο­τε ήμουν ερ­γά­της. Στα επει­σό­δια μιας γε­νι­κής απερ­γί­ας σκο­τώ­θη­κε ένας ερ­γά­της μου και η σύ­ζυ­γός του, η ερ­γά­τρια Ιρέ­νε Κορ­σί­νι στά­θη­κε την επό­με­νη μέ­ρα μπρο­στά στο αυ­το­κί­νη­το και με έφτυ­σε κα­θώς έφευ­γα. Την επό­με­νη μέ­ρα ήρ­θα­με στην πρώ­τη λε­κτι­κή αντι­πα­ρά­θε­ση μπρο­στά στους ερ­γά­τες. Στο τέ­λος της βάρ­διάς της στή­θη­κε μπρο­στά σ’ ένα θε­ό­ρα­το μη­χά­νη­μα του ερ­γο­στα­σί­ου και το μπλό­κα­ρε μ’ ένα κόκ­κι­νο λου­λού­δι. Κα­τά­λα­βα ότι το έκα­νε εκεί­νη, άλ­λω­στε με πε­ρί­με­νε σ’ ένα αε­ρο­στε­γές λευ­κό δω­μά­τιο αδιευ­κρί­νι­στης χρή­σης. Φο­ρού­σε τα λευ­κά της ρού­χα και ήταν ξυ­πό­λη­τη. Επι­χεί­ρη­σα να βγω, σάρ­κα­σε τα χρή­μα­τα που έδω­σα και την εξά­ντλη­ση των ερ­γα­τών, για μια πόρ­τα που δεν άνοι­γε. «Αιχ­μά­λω­τος των εκα­τομ­μυ­ρί­ων μου», έτσι με απο­κά­λε­σε. Εί­χα την μορ­φή του Ού­γκο Το­νιά­τσι κι εκεί­νη της Ρό­μυ Σνάι­ντερ, που διέ­θε­τε μια ομορ­φιά ολό­δι­κή της.

Πανδοχείο Γυμνών Ποδιών {Αρχιτεκτονική εγκυκλοπαιδικού μυθιστορήματος}

Μια νύ­χτα που δεν εί­χα ύπνο ση­κώ­θη­κα και πή­γα στο ερ­γο­στά­σιο. Κά­τω από μια υπέ­ρο­χη μου­σι­κή εί­δα την σιω­πη­λή ολο­νυ­χτία των ερ­γα­τών. Ακό­μα και οι δυ­νά­μεις κα­τα­στο­λής σιω­πού­σαν πα­ρα­ταγ­μέ­νες στην άκρη. Με ρώ­τη­σε για­τί ήρ­θα και της απά­ντη­σα Ήρ­θα επει­δή ήρ­θα. Την ρώ­τη­σα τι ση­μαί­νει όλο αυ­τό και μου απά­ντη­σε Υπάρ­χουν πράγ­μα­τα που δεν ση­μαί­νουν τί­πο­τα. Όπως το να δεί­ξου­με το σώ­μα σ’ εκεί­νους που το σκό­τω­σαν. Την άλ­λη μέ­ρα, βρέ­θη­κε σε μια όχθη μα­ζί με τις ερ­γά­τριες για να ρί­ξουν, κά­τω από μια λυ­πη­μέ­νη ευ­φο­ρία, ένα σω­ρό κου­τιά με ηλε­κτρι­κές συ­σκευ­ές στο νε­ρό.
Το βρά­δυ ετοι­μα­ζό­μα­σταν όλοι οι βιο­μή­χα­νοι για ένα δεί­πνο αλ­λά προ­τού καν μπουν μέ­σα όλοι έφυ­γαν φο­βι­σμέ­νοι λό­γω του μα­ζε­μέ­νου πλή­θους. Έρι­χναν πέ­τρες στα πα­ρά­θυ­ρα, μας γιού­χα­ραν. Εγώ πα­ρέ­μει­να, μό­νος σ’ ένα άδειο τρα­πέ­ζι σε σχή­μα ταυ και ζή­τη­σα από τον αμή­χα­νο σερ­βι­τό­ρο να σερ­βι­ρι­στώ. Κι ύστε­ρα μπή­κε εκεί­νη και κά­θι­σε στην άλ­λη, μα­κρι­νή άκρη του τρα­πε­ζιού. Αρ­χί­σα­με να τρώ­με κά­τω από τον ήχο των τζα­μιών που έσπα­γαν κι έτσι όπως η κά­με­ρα πλη­σί­α­ζε τα πρό­σω­πά μας, ήταν σα να θέ­λα­με να κα­τα­βρο­χθί­σου­με ο ένας τον άλ­λον. Με πλη­σί­α­σε, μου εί­πε πως αρ­χί­ζω να της αρέ­σω. Με ενέ­παι­ζε ή πράγ­μα­τι αι­σθαν­θή­κα­με μια ερω­τι­κή έλ­ξη που δεν γνω­ρί­ζει τα στε­γα­νά των ρό­λων μας;
Ύστε­ρα βρέ­θη­κα μό­νος, γερ­μέ­νος πά­νω στο τρα­πέ­ζι. Ο σερ­βι­τό­ρος με πλη­ρο­φό­ρη­σε πως εκεί­νη έφυ­γε μό­λις απο­κοι­μή­θη­κα. Έξω στην αυ­λή και στην έξο­χη μου­σι­κή που ακού­γα­τε μό­νο εσείς, στρω­μέ­να τρα­πέ­ζια χω­ρίς κα­ρέ­κλες, με λευ­κά τρα­πε­ζο­μά­ντη­λα που ανά­δευε ο αέ­ρας. Στα­μά­τη­σα έξω από το σπί­τι της, μια ερ­γα­τι­κή κα­τοι­κία· εί­χε φως στον φεγ­γί­τη πά­νω απ’ την εξώ­πορ­τα. Την έσπρω­ξα και μπή­κα, όπως και μια δεύ­τε­ρη πόρ­τα. Το αγέ­ρω­χο ύφος μου πρό­δι­δε έναν άντρα μπερ­δε­μέ­νο, αν όχι απε­γνω­σμέ­νο. Την εί­δα στο κρε­βά­τι κα­θι­σμέ­νη μ’ έναν νέο, εμ­φα­νώς με­τά τον έρω­τα. Πί­στε­ψα αυ­τό που έβλε­πα επει­δή το σι­νε­μά με εί­χε δι­δά­ξει πως τα πά­ντα συμ­βαί­νουν, ακό­μα κι εκεί­να που δεν πι­στεύ­ου­με ότι εί­ναι δυ­να­τόν να συμ­βούν. Δεν κρά­τη­σα κα­νέ­να πρό­σχη­μα· τους εί­πα ότι δεν ήρ­θα τυ­χαία αλ­λά σκό­πι­μα, και πως δεν εί­μαι κα­νέ­νας ηδο­νο­βλε­ψί­ας, πως η ηλι­κία μου εί­ναι με­γα­λύ­τε­ρη από την συ­νο­λι­κή ηλι­κία των δυο τους. Προ­τού φύ­γει, ο νε­α­ρός μού συ­στή­θη­κε ως κά­ποιος που δεν ση­μαί­νει τί­πο­τα για εκεί­νη, χω­ρίς να πα­ρα­λεί­ψει να μου επι­ση­μά­νει πως ού­τε εγώ θα ση­μά­νω κά­τι, πως για τέ­τοιες γυ­ναί­κες οι άντρες δεν εί­ναι πα­ρά ένα πα­ρό­ρα­μα, μια αβλε­ψία του Θε­ού.

Πανδοχείο Γυμνών Ποδιών {Αρχιτεκτονική εγκυκλοπαιδικού μυθιστορήματος}

Με­τά ήρ­θε η σει­ρά της να μου μι­λή­σει: Σ’ ενο­χλεί που έκα­να έρω­τα με κά­ποιον… εσύ πό­σο και­ρό έχεις να κά­νεις έρω­τα με μια γυ­ναί­κα που σου αρέ­σει; Δεν ήμουν μό­νο ει­λι­κρι­νής («έχει πε­ρά­σει πο­λύς και­ρός, πο­τέ δεν εί­χα τον χρό­νο να δια­λέ­ξω») αλ­λά και ευ­θύς: «θα έκα­νες έρω­τα μα­ζί μου;». Χα­μο­γέ­λα­σε, άπλω­σε το γυ­μνό της πέλ­μα να μου χαϊ­δέ­ψει φευ­γα­λέα στο πρό­σω­πο. Τρυ­φε­ρό πεί­ραγ­μα ή προ­σκλη­τή­ριο ερω­τι­κής πρά­ξης; Της το κα­τέ­βα­σα αμέ­σως και της χί­μη­ξα άγαρ­μπα, βό­γκη­ξε, με δά­γκω­σε, την χα­στού­κι­σα, μου επέ­βα­λε να γο­να­τί­σω και να της ζη­τή­σω συ­γνώ­μη. Το έκα­να. Με κα­τη­γό­ρη­σε ότι φέ­ρο­μαι με τον ίδιο τρό­πο στους ερ­γά­τες, στις γυ­ναί­κες και στην ίδια την ζωή, πως συ­νο­μι­λώ μό­νο με φω­νές. Μου σύ­στη­σε να μά­θω την σιω­πή, της ζή­τη­σα να μου την δι­δά­ξει.
Περ­πα­τή­σα­με σ’ ένα με­γά­λο κα­τα­πρά­σι­νο χω­ρά­φι, ενώ τα φου­γά­ρα των βιο­μη­χα­νιών υψώ­νο­νταν στο βά­θος μπρο­στά μας σαν θε­ό­ρα­τα με­ταλ­λι­κά φυ­τά. Με πή­ρε από το χέ­ρι και μου έδει­ξε το μι­κρό σπί­τι που αρ­νή­θη­κε να που­λή­σει ο πα­τέ­ρας μου. Ο κό­σμος τον απο­κα­λού­σε τρε­λό αλ­λά εκεί­νος επέ­με­νε και το κρά­τη­σε. Να κά­τι που δεν μου ανή­κε, που δεν μπο­ρού­σαν να αγο­ρά­σουν τα λε­φτά μου. Θυ­μή­θη­κα το αγα­πη­μέ­νο μου ζευ­γά­ρι γε­ρό­ντων στον Φά­ουστ, που αρ­νού­νταν να που­λή­σουν το μι­κρό τους σπί­τι δί­πλα στην θά­λασ­σα όσα χρή­μα­τα κι αν τους έδι­ναν. Δεν το εί­πα τό­τε, μπο­ρεί να μην τους γνώ­ρι­ζε καν ο χα­ρα­κτή­ρας μου. Μπή­κα­με και της έδει­ξα την υγρα­σία στο τα­βά­νι. Υπήρ­χε από την επο­χή που γεν­νή­θη­κα και πα­ρέ­μει­νε η ίδια κι απα­ράλ­λα­κτη, το ση­μά­δι μιας μι­ζέ­ριας που δεν αλ­λά­ζει, ο λό­γος που έφυ­γε από εκεί. Ανέ­βη­κα πά­νω να ξα­πλώ­σω, και ήρ­θε, γδύ­θη­κε και πλά­για­σε δί­πλα μου. Της τρά­βη­ξα το σε­ντό­νι και της φί­λη­σα την κοι­λιά, με υπό­κρου­ση την ίδια εκεί­νη μου­σι­κή που μ’ έκα­νε να ξε­χνάω τα πά­ντα. Ο πα­τέ­ρας μου κα­θό­ταν έξω, με το βλέμ­μα του στο πρά­σι­νο ολό­γυ­ρα και στο γκρί­ζο που το κύ­κλω­νε. Αν από­ψε αγά­πη­σα τον γιο σας, το έκα­να και για σας, του εί­πε εκεί­νη φεύ­γο­ντας.
Όταν μ’ επι­σκέ­φθη­κε στο γρα­φείο μου που ήταν σκο­τει­νό και υπο­βλη­τι­κό, για να κάμ­πτο­νται οι αντι­στά­σεις των ερ­γα­τών, όπως πα­ρα­δέ­χτη­κα, την δια­βε­βαί­ω­σα ότι επι­θυ­μώ τε­λι­κά να τους ακού­σω, να δω τι έχουν να πουν. Τους έπει­σε όχι χω­ρίς δυ­σκο­λία. Τους πρό­τει­να κοι­νή δια­χεί­ρι­ση του ερ­γο­στα­σί­ου και κοι­νά κέρ­δη. Μια με­γά­λη στρο­φή συ­ντε­λού­νταν μέ­σα μου και γύ­ρω μου. Βγαί­νο­ντας αρ­γά το βρά­δυ απ’ τις εγκα­τα­στά­σεις μας πε­ρί­με­νε στο σκο­τά­δι ένα αυ­το­κί­νη­το, που άνα­ψε τα φώ­τα του πά­νω μας. Ατρό­μη­τος το πλη­σί­α­σα και στά­θη­κα μπρο­στά του – έκα­νε όπι­σθεν κι έφυ­γε, αλ­λά γνώ­ρι­ζα πως ένας αμεί­λι­κτος πό­λε­μος εί­χε ξε­κι­νή­σει. Κι ύστε­ρα, εγώ που δεν έμα­θα πο­τέ να κο­λυ­μπάω, την πή­γα για νυ­χτε­ρι­νό μπά­νιο και ξα­πλω­μέ­νος στα βό­τσα­λα θα­μπώ­θη­κα μπρο­στά στον ένα­στρο ου­ρα­νό.

Πανδοχείο Γυμνών Ποδιών {Αρχιτεκτονική εγκυκλοπαιδικού μυθιστορήματος}

Η σύ­ζυ­γός μου γνώ­ρι­ζε· την εί­χαν πλη­ρο­φο­ρή­σει πως «μου άνοι­ξε τα μά­τια μια που­τά­να». Κά­λε­σα τους άλ­λους ερ­γο­στα­σιάρ­χες σε τρα­πέ­ζι κι έφε­ρα προς με­γά­λη τους έκ­πλη­ξη γυ­ναί­κες να κα­θί­σουν δί­πλα τους, για να δουν τι ση­μαί­νει ο έρω­τας που ξέ­χα­σαν. Στις ίδιες εί­πα «μπο­ρεί να σας φαι­νό­μα­στε περ­πα­τη­μέ­νοι αλ­λά εί­μα­στε νε­ο­γέν­νη­τοι· τώ­ρα ανοί­γου­με τα μά­τια μας». Έπρε­πε να βλέ­πα­τε το ύφος τους. Αλ­λά τέ­τοια τερ­τί­πια δεν μπο­ρού­σαν να τους αγ­γί­ξουν. Στην επό­με­νη συ­νά­ντη­ση τους μί­λη­σα ακό­μα πιο απρο­κά­λυ­πτα. Στην κα­τη­γο­ρία ότι όσα κά­νω εί­ναι ενά­ντια στους κα­νό­νες, τους ρώ­τη­σα ποιος έφτια­ξε τους κα­νό­νες και τους ενη­μέ­ρω­σα ότι τους άλ­λα­ξα, όπως μπο­ρούν να τους αλ­λά­ξουν κι εκεί­νοι· τους εί­πα ακό­μα πως αδυ­να­τούν να κα­τα­λά­βουν ότι ένας άντρας έπρα­ξε όχι με βά­ση το κέρ­δος αλ­λά επει­δή κα­τά­λα­βε. Ίσως κά­τι ανά­λο­γο εί­πε η Ιρέ­νε στην σύ­ζυ­γό μου που την επι­σκέ­φτη­κε και της ζή­τη­σε να μεί­νει δί­πλα μου να με βοη­θή­σει. Η συ­νά­ντη­ση των γυ­ναι­κών, μια σπά­νια συ­νο­μι­λία όπου δεν εί­μα­στε πο­τέ πα­ρό­ντες.
Θυ­μά­μαι δυο φρά­σεις της. Εί­χα­με μό­λις πλα­γιά­σει πλάι σε σα­κιά από τσι­μέ­ντο, σ’ ένα υπό­στε­γο του ερ­γο­στα­σί­ου και όταν φεύ­γα­με εί­δα­με το αυ­το­κί­νη­τό μου στις φλό­γες: «Δεν στα­μα­τούν πο­τέ, μας μι­σούν επει­δή σου έμα­θα να χα­μο­γε­λάς». Κι ύστε­ρα, σ’ ένα άδειο εστια­τό­ριο κά­τω από μια στοά, μα­κριά απ’ όλο τον κό­σμο και τον αχό του: «Οι άντρες μπο­ρούν να κά­νουν έρω­τα και μέ­σα σ’ έναν ανε­μο­στρό­βι­λο, για μας τις γυ­ναί­κες έρω­τας ση­μαί­νει ει­ρή­νη». Οι τε­λευ­ταί­ες εκεί­νες ώρες ήταν, πράγ­μα­τι, ει­ρη­νι­κές. Από­λαυ­σα το πέ­στο, την ησυ­χία γύ­ρω μας· σπί­τι της κά­να­με έρω­τα κι έφυ­γα το ξη­μέ­ρω­μα, μέ­σα από το γα­λή­νιο χω­ρά­φι. Εκεί άκου­σα δυο σφαί­ρες – η δεύ­τε­ρη μ’ έρι­ξε κά­τω, σ’ έναν βου­βό πό­νο. Με σή­κω­σαν, μ’ έβα­λαν στο αυ­το­κί­νη­το και με πέ­τα­ξαν έξω από την μά­ντρα του ερ­γο­στα­σί­ου. Η τε­λευ­ταία μου σκέ­ψη ήταν η ολο­νυ­κτία των ερ­γα­τών έξω από το ερ­γο­στά­σιο για τον νε­κρό τους ερ­γά­τη - με πε­ρι­μέ­νει άρα­γε κι εμέ­να μια τέ­τοια;
Ήταν μια ται­νία που θα θυ­μά­μαι πά­ντα. Δεν ήταν μό­νο η συμ­με­το­χή μου, η επι­θυ­μία μου να γί­νω μια φο­ρά Ού­γκο Το­νιά­τσι, ένας κλα­σι­κός άντρας στον αντί­πο­δα των ψη­λών κομ­ψών σταρ, μ’ ένα τυ­πι­κό αγέ­ρω­χο, ενί­ο­τε αλα­ζο­νι­κό βλέμ­μα που όμως εύ­κο­λα μπο­ρού­σε να γε­μί­σει δά­κρυα· ού­τε η τύ­χη να μου χαϊ­δεύ­ει το πρό­σω­πο με το πέλ­μα της η Ιρέ­νε / Ρό­μυ ή όποιο άλ­λο όνο­μα μπο­ρού­σε να πά­ρει μια γυ­ναί­κα που, όπως κά­θε γυ­ναί­κα, ήταν ικα­νή να αλ­λά­ξει ολό­κλη­ρη την κο­σμο­θε­ω­ρία μου. Ήταν και η μου­σι­κή του Έν­νιο Μορ­ρι­κό­νε ο οποί­ος, εί­μαι βέ­βαιος, φορ­τί­στη­κε προ­σω­πι­κά από σκη­νές και δια­λό­γους σε ση­μείο να συν­θέ­σει ανά­λο­γο θε­σπέ­σιο σά­ου­ντρακ. Τον γνω­ρί­ζω κα­λά: πα­ρά τις εκα­το­ντά­δες κι­νη­μα­το­γρα­φι­κές του συ­νερ­γα­σί­ες, τα συ­γκι­νη­σια­κά του θαύ­μα­τα εί­ναι επί τού­του επι­λεγ­μέ­να. Γνω­ρί­ζω ακό­μα πως η φτω­χή πα­ρα­γω­γή ανά­γκα­σε τον σκη­νο­θέ­τη να γυ­ρί­σει μό­νο το δεύ­τε­ρο μέ­ρος του μυ­θι­στο­ρή­μα­τός του, αφαι­ρώ­ντας τους δεύ­τε­ρους χα­ρα­κτή­ρες αλ­λά και πολ­λούς δια­λό­γους ανά­με­σα στην Ιρέ­νε και σ’ εμέ­να, ιδιαί­τε­ρα ση­μα­ντι­κούς για την κα­τα­νό­η­ση της σχέ­σης μας. Θα το ανα­ζη­τή­σω, να την γνω­ρί­σω κα­λύ­τε­ρα.
Εμείς που ξε­κι­νή­σα­με με αμοι­βαία αντι­πά­θεια, κα­τα­λή­ξα­με να πλη­σιά­ζου­με ο ένας τον άλ­λον όσο εκεί­νη δυ­νά­μω­νε με την λύ­πη της και ξε­κι­νού­σε ένα κί­νη­μα δια­μαρ­τυ­ρί­ας. Την ερω­τεύ­τη­κα μ’ έναν έρω­τα εξα­γνι­στι­κό, που άλ­λα­ξε τον τρό­πο με τον οποίο έβλε­πα την ζωή, που μ’ έκα­νε να κα­τα­νο­ή­σω τους άλ­λους. Ίσως ο έρω­τας να εί­ναι αξε­διά­λυ­τος από την πο­λι­τι­κή, ίσως, να την εμ­βο­λί­ζει με άλ­λου εί­δους βέ­λη. Ίσως, πά­λι, η φρά­ση που κά­πο­τε εί­πα­με (δεν θυ­μά­μαι ποιος από τους δυο) «Σή­με­ρα η εξου­σία δεν χρειά­ζε­ται ού­τε ήρω­ες ού­τε λιο­ντά­ρια. Χρειά­ζε­ται μό­νο ποι­η­τές». να έχει κά­ποια ση­μα­σία.

Πανδοχείο Γυμνών Ποδιών {Αρχιτεκτονική εγκυκλοπαιδικού μυθιστορήματος}

Σε πε­ρί­πτω­ση που με ρω­τή­σε­τε αν άξι­ζε τον κό­πο, δεν μπο­ρώ πα­ρά να σας απα­ντή­σω με την συ­νή­θη τρι­πλή μου υπό­στα­ση. Ως Αν­νι­μπά­λε Ντο­μπερ­ντό δεν θα υπεκ­φύ­γω επι­κα­λού­με­νος πως πέ­θα­να, άρα δεν τί­θε­ται θέ­μα απά­ντη­σης αλ­λά απε­ρί­φρα­στα θα απα­ντή­σω ναι, ήταν πε­ρί­λα­μπρες εκεί­νες οι φω­τει­νές μέ­ρες της εσω­τε­ρι­κής μου αλ­λα­γής που ορα­μα­τί­στη­κε να γί­νει εξω­τε­ρι­κή. Ως Ού­γκο Το­νιά­τσι μου αρέ­σει να πε­θαί­νω που και που, στην συ­ναρ­πα­στι­κή αλ­λα­γή ζω­ών που εί­χα ως επάγ­γελ­μα – άλ­λω­στε εί­χα την ευα­γή τύ­χη να φι­λη­θώ από το πέλ­μα αυ­τής της γυ­ναί­κας. Ως Παν­δο­χέ­ας των Γυ­μνών Πο­διών, εί­δα να αλ­λά­ζει για άλ­λη μια φο­ρά η οπτι­κή μου με την ιστο­ρία της Ιρέ­νε, τα πό­δια της οποί­ας προ­σκά­λε­σαν σε μια ερω­τι­κή πρά­ξη και εκ­κί­νη­σαν έναν έρω­τα που με την σει­ρά του με­τα­μόρ­φω­σε έναν ολό­κλη­ρο άν­θρω­πο που ανα­κά­λυ­ψε μια νέα πραγ­μα­τι­κό­τη­τα και ξε­κί­νη­σε μια μι­κρή κοι­νω­νι­κή με­ταλ­λα­γή. Τα πράγ­μα­τα πλέ­ον έπαιρ­ναν πο­λύ σο­βα­ρό­τε­ρη τρο­πή.


{Συ­νε­χί­ζε­ται, πά­ντα συ­νε­χί­ζε­ται}

Η ται­νία: La Califfa (Alberto Bevilacqua, 1971)

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: