Ο Οδυσσέας Ελύτης δεν υπήρξε μόνο ποιητής, αλλά και ζωγράφος, όχι ένα διπλό ταλέντο, όπως ο Εγγονόπουλος ή ο Κόντογλου, αλλά όπως ο Καβάφης ένιωθε μέσα του 125 φωνές να του λένε πως μπορεί να γράψει ιστορία,[1]
έτσι και ο Ελύτης ένιωθε από μικρός μια ακατανίκητη έλξη προς τη ζωγραφική,[2] που τον οδήγησε τελικά στην καλλιτεχνική δημιουργία, με υπερρεαλιστικά κολλάζ, υδατογραφίες και τέμπερες, αλλά και στη συστηματική ενασχόληση με την κριτική της ζωγραφικής. Έτσι, παράλληλα με την ποιητική δημιουργία, δημοσιεύει κείμενα τεχνοκριτικής κατά το διάστημα 1936-1948 και το 1946 αναλαμβάνει τη στήλη της τεχνοκριτικής στην Καθημερινή
και γράφει κριτικά δοκίμια που αφορούν την τέχνη έως και το 1990.[3] Αξιοσημείωτο, όμως, είναι ότι η συνάφεια της ποίησης με τη ζωγραφική ως αλληλουχία του λόγου με την εικόνα τον απασχολεί και στη σύνθεση των ποιημάτων του και δεν είναι τυχαίο ότι βρίσκουμε ποιήματα που εγκιβωτίζουν γνωστά έργα ζωγραφικής ή επιχειρούν να λειτουργήσουν ως εικόνα.[4]
Η σχέση της λογοτεχνίας με τη ζωγραφική και ευρύτερα με τις καλές τέχνες τέθηκε από πολλούς θεωρητικούς, από την αρχαιότητα έως σήμερα, και αποτέλεσε αντικείμενο της ιστορίας της τέχνης και της αισθητικής.[5] Πρόκειται για μια σύνθετη σχέση που μερικές φορές γίνεται πολύπλοκη λόγω της διαφορετικής πρόσληψης που εμφανίζει κάθε εποχή, κάθε αισθητικό ρεύμα ή κάθε ομάδα ποιητών. Βέβαια το γεγονός ότι η ποίηση μπορεί ν’ αντλήσει την έμπνευσή της από έργα ζωγραφικής ή από άλλα εικαστικά έργα είναι αυτονόητο, όπως και το αντίστροφο, συχνά ένα έργο τέχνης, μουσικό ή εικαστικό, μπορεί να έχει την αφετηρία της έμπνευσής του σ’ ένα ποίημα.[6] Εκτός όμως από αυτές τις επιρροές και τους αυτονόητους συσχετισμούς, εγείρεται σε θεωρητικό επίπεδο το ερώτημα, κατά πόσο η λογοτεχνία μπορεί να πετύχει τα αισθητικά αποτελέσματα της ζωγραφικής και αν μπορούν οι εικόνες στα ποιήματα να λειτουργήσουν με τον ίδιο τρόπο που λειτουργεί η εικόνα σε ένα έργο ζωγραφικής. Μπορεί επομένως η ποίηση να αποκτήσει τις ιδιότητες της ζωγραφικής ή η ζωγραφική της ποίησης; Μπορεί η ποίηση να αξιοποιήσει τις τεχνικές της ζωγραφικής; Μπορεί να διαμορφωθεί ενδεχομένως μια κυβιστική ποίηση;[7] Μια πρώτη προσέγγιση αυτού του συσχετισμού επιχειρήθηκε στο πλαίσιο της αρχαίας ελληνικής και ρωμαϊκής ποιητικής. Μια πρώτη αναφορά βρίσκουμε στον Αριστοτέλη (Περί ποιητικής), ο οποίος χρησιμοποίησε αναφορές από τη ζωγραφική για να διευκρινίσει στοιχεία της ποίησης.[8] Το έργο, όμως, που επηρέασε σε μεγάλο βαθμό τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τον συσχετισμό της ποίησης με τη ζωγραφική ήταν η Ποιητική τέχνη του Οράτιου με την περιβόητη φράση «Ut Pictura Poesis» που σημαίνει, όπως η ζωγραφική έτσι και η ποίηση, ή αλλιώς η ποίηση είναι σαν τη ζωγραφική.[9] Αυτή η φράση, κυρίως μέσα από την παρερμηνεία της, διαμόρφωσε ένα ρεύμα ανάγνωσης που υποστήριζε τη συνάφεια της ποίησης με τη ζωγραφική, δηλαδή την ισοτιμία λόγου και εικόνας, που κυριάρχησε στην ευρωπαϊκή ποιητική από την Αναγέννηση έως τουλάχιστον τον 18ο αιώνα.[10] Σημαντικό ρόλο στην καθιέρωση αυτού του δόγματος που ταυτίζει τον λόγο με την εικόνα στάθηκε η ρήση του Σιμωνίδη του Κείου (556-468 π.Χ.), που μας παραδίδεται μέσω του Πλούταρχου, και σύμφωνα με την οποία «ἡ μὲν ζωγραφίαν ποίησιν σιιωπῶσαν ἡ δὲ ποίησιν ζωγραφίαν λαλοῦσαν», δηλαδή η ζωγραφική είναι βουβό ποίημα και η ποίηση είναι ομιλούσα εικόνα.[11]
Ένα πρώτο, αλλά καθοριστικό ρήγμα σε αυτή την παράδοση, που δημιούργησε το Ut pictura poesis, επέφερε ο Lessing με το έργο του Laokoon (1766).[12] Ήταν η πρώτη ξεκάθαρα διατυπωμένη ένσταση στην ταύτιση της ποίησης με τη ζωγραφική. O Lessing αναθεώρησε τη συνάφεια της ποίησης και ευρύτερα της λογοτεχνίας με τη ζωγραφική και τις εικαστικές τέχνες, εστιάζοντας όχι στην όψη της πραγματικότητας που αναπαρασταίνεται (δηλαδή κατά πόσο αποδίδεται ρεαλιστικά η πραγματικότητα) αλλά στον τρόπο, στη μέθοδο της αναπαράστασης της πραγματικότητας.[13] Διαφέρουν, λέει ο Lessing, η ποίηση και οι πλαστικές τέχνες, κατά την ύλη και τους τρόπους της μίμησης.[14] Είναι εμφανής εδώ η έμφαση στη μορφή, που διαφοροποιεί κατά τον Lessing τις δυο τέχνες και συνεπώς το αποτέλεσμα που δημιουργείται στην ψυχή του αναγνώστη/θεατή. Και για να τεκμηριώσει την άποψή του έκανε μια ευφυή διάκριση, προσδιόρισε την ποίηση ως «τέχνη του χρόνου» και τη ζωγραφική ως «τέχνη του χώρου». Με άλλα λόγια, η λογοτεχνία χρησιμοποιεί αρθρωμένους ήχους στον χρόνο, αποτελείται από λέξεις με μια αφηγηματική ακολουθία μέσα στον χρόνο. Η ζωγραφική χρησιμοποιεί τη φόρμα και το χρώμα στον χώρο.[15] Για παράδειγμα, υποστηρίζει ο Lessing, το σωματικό κάλλος πηγάζει από την αρμονική ενέργεια ποικίλων μερών, απαιτείται η παράλληλη θέση των μερών αυτών για ν’ αποδοθεί το σωματικό κάλλος και αυτό μπορεί να το κάνει μόνο η ζωγραφική.[16] Αντίθετα ο ποιητής μπορεί να δείξει τα στοιχεία του κάλλους μόνο διαδοχικά, να τα απαριθμήσει στον λόγο του, έτσι όμως δεν μπορεί να μας δώσει μια ενιαία εικόνα, όπως μας δίνει το συγκεντρωτικό βλέμμα της ζωγραφικής ή της γλυπτικής.[17] Αυτή λοιπόν είναι η διαδοχή στον χρόνο και η ύπαρξη στον χώρο. Η λογοτεχνία συνεπώς και οι πλαστικές τέχνες διαφέρουν ως προς τους θεμελιώδεις νόμους που καθορίζουν τη λειτουργία τους.
Αυτός ο διαχωρισμός τώρα αρχίζει ν’ ανατρέπεται κατά τη ρομαντική περίοδο και την αντίληψη κυρίως των Γερμανών ρομαντικών για την ενότητα των αισθήσεων. Ο F. Schlegel οραματίστηκε τη δημιουργία μιας οικουμενικής ποίησης, που μπορεί να συνενώσει διαφορετικά είδη και να διαπεράσει όλες τις μορφές της τέχνης.[18] Πάνω σε αυτή τη σύλληψη βασίστηκε και το ολικό καλλιτέχνημα του Wagner, στο οποίο μπορούν να συνενώνονται όλες οι υπάρχουσες έως τότε τέχνες (ποίηση, μουσική, ζωγραφική αρχιτεκτονική κτλ.) μέσω του θεάτρου.[19]
Η πραγματική ανατροπή, όμως, του δόγματος του Lessing, που ήθελε την ποίηση τέχνη του χρόνου και μόνο, δημιουργείται κατά τη μοντερνιστική περίοδο, όταν η μοντέρνα ποίηση ανατρέπει την έννοια της διαδοχικής αφηγηματικής ακολουθίας και διασπά το ποίημα σε ανόμοιες εικόνες ή ενότητες. Αυτή η νοηματική ασυνέχεια στο εσωτερικό του ποιήματος καταργεί την έννοια του χρόνου και έτσι ο χρόνος και ο χώρος παύουν να είναι τα δυο άκρα που καθορίζουν τα όρια της λογοτεχνίας και των πλαστικών τεχνών.
Ο θεωρητικός που συστηματοποίησε αυτή την αλλαγή είναι ο Joseph Frank, ο οποίος με τη δημιουργία του όρου «χωρική φόρμα» επαναπροσδιόρισε το δόγμα του Lessing.[20] Οι μοντέρνοι καλλιτέχνες θέλουν ο αναγνώστης τους, υποστηρίζει ο Frank, ν’ αντιληφθεί το έργο τους «χωρικά μέσα σε μια χρονική στιγμή, παρά ως μια αφηγηματική χρονική σειρά».[21] «Μια εικόνα, σύμφωνα με τον Pound, είναι αυτό που παρουσιάζει ένα σύμπλεγμα πνεύματος και συναισθήματος μέσα σε μια στιγμή».[22] Αυτό το σύμπλεγμα, που δεν είναι παρά η ενοποίηση ανόμοιων ιδεών και συναισθημάτων, δίνει ένα ακαριαίο χτύπημα στην ευαισθησία του αναγνώστη. Εδώ υποστηρίζει ο Frank η μοντέρνα λογοτεχνία προσλαμβάνεται ως πλαστική τέχνη.[23]
Μπορούμε να δούμε ένα παράδειγμα κυβιστικής ποίησης του Pierre Reverdy,[24] ποιητή που γνώριζε καλά ο Ελύτης: