'Εκλεισαν και ξανάνοιξαν τα μεγάλα μουσεία της χώρας λόγω μέτρων προστασίας από τον κορωνοϊό, αφού η αποφυγή συναθροίσεων είναι το μεγαλύτερο όπλο σ’ αυτήν την προσπάθεια. Στη γενική αυτή ταραχή δε μάθαμε αν το μέτρο είχε εφαρμοστεί και στα μικρά εκείνα μουσεία που ούτως ή άλλως έχουν μικρή επισκεψιμότητα, διότι είναι απλώς οι κατοικίες είτε οι χώροι εργασίας σημαντικών καλλιτεχνών – ζωγράφων, ποιητών, μουσικών, ηθοποιών –, πολιτικών κ.ά., τα οποία, μετά το θάνατό τους μετατράπηκαν σε μουσειακές μονάδες.
Δεν είναι γνωστό πόσα τέτοια μουσεία υπάρχουν σήμερα στην Ελλάδα, ούτε ποια λειτουργούν με προδιαγραφές του ICOM και του ΥΠΟ ή απλώς ως ιδιωτικοί επισκέψιμοι χώροι. Ωστόσο είναι ένα πολύ σοβαρό και ενδιαφέρον θέμα, καθώς μεγάλο μέρος αξιόλογου εκθεσιακού/αρχειακού υλικού (πίνακες, έγγραφα, έπιπλα, προσωπικά αντικείμενα κ.ά.) βρίσκεται μόνο σε τέτοιους χώρους, οι οποίοι συχνά είναι διαμορφωμένοι έτσι ώστε να δίνουν την πλήρη εικόνα του κατοίκου τους στον επισκέπτη ή τον μελετητή.
Μια πρόχειρη ματιά στη λίστα όσων γνωρίζουμε ίσως δώσει κάποια αίσθηση του εύρους αυτής της μουσειακής περιοχής. Στον εικαστικό χώρο καταρχήν όπου κυρίως θα αναφερθώ, είναι ήδη σε πλήρη λειτουργία το Μουσείο Νίκου Χατζηκυριάκου-Γκίκα, τμήμα άλλωστε του Μουσείου Μπενάκη, διαμορφωμένο από τον ίδιο τον Άγγελο Δεληββοριά, σε μεγάλη οικοδομή της οδού Κριεζώτου, κατοικία του σπουδαίου ζωγράφου. Το Μπενάκη έχει την ιδιοκτησία και το μάνατζμεντ επίσης του Εργαστηρίου Γλυπτικής του Γ. Παππά και μερικών άλλων που αποτελούν προς το παρόν συλλογές καλλιτεχνημάτων (με έργα κορυφαίων φωτογράφων, αρχιτεκτόνων κλπ.) αποθηκευμένες σε διαμερίσματα που προετοιμάζονται για αυτόνομη λειτουργία.
Μια εποχή τέτοιο ρόλο κεντρικού κληρονόμου και διαχειριστή επιχείρησε να παίξει το Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης· θυμάμαι ακόμη την πρωτοβουλία του ζωγράφου Παύλου Σάμιου να αναλάβει το Κυκλαδικό την οικία του δασκάλου του Νίκου Νικολάου στην Αίγινα. Συμμετείχα κι εγώ, το ήθελε πολύ η χήρα του ζωγράφου, αλλά δεν τα καταφέραμε διότι οι άλλοι κληρονόμοι διαφωνούσαν.
Η δωρεά περιουσιακών στοιχείων είναι βασικός παράγοντας της βιωσιμότητας τέτοιων συλλογών και εργαστηρίων που προορίζονται για μουσεία, και αυτό ισχύει επιτακτικά διότι οι κρατικές επιχορηγήσεις περιορίστηκαν – αν δεν σταμάτησαν εντελώς από την έναρξη τής κρίσης το 2008.
Δεν ξέρω αν το Μουσείο Γιώργου Γουναρόπουλου, στην περιοχή Ζωγράφου, έπαιρνε ποτέ επιπλέον επιχορήγηση πλην αυτής του Δήμου Ζωγράφου, αλλά θα άξιζε. Σε Δήμο έχει περιέλθει και το Μουσείο Αλέκου Κοντόπουλου στην Αγία Παρασκευή και δουλεύει κανονικά. Το σπίτι του Γιάννη Τσαρούχη στο Μαρούσι είναι μουσείο από αρκετές δεκαετίες τώρα και με καλές πρωτοβουλίες συνεργασιών με άλλα μουσεία, αλλά αβοήθητο. Υπάρχει και το Σπίτι του Μπουζιάνη στη Δάφνη, αυτούσιο, με έκθεση έργων, το Ατελιέ Σπύρου Βασιλείου στου Μακρυγιάννη που υπολειτουργεί, το Μουσείο Καπράλου στην Αίγινα, κ.ά. Το γνωστό Μουσείο Σπυρόπουλου στην Εκάλη είναι στο δρόμο για μετακόμιση στα Εξάρχεια, όπου όμως το κτήριο που είχε αγοραστεί τελεί υπό κατάληψη και το πράγμα είναι μπερδεμένο τώρα.
Βρήκα στο «Αρχείο Νεοελληνικής Τέχνης» που αναδιφώ καθημερινά και κάποια άλλα στοιχεία που θα ήθελα να καταθέσω ως ματυρίες. Μια φωτογραφία από το Λονδίνο στάθηκε η αφορμή γι' αυτό το κείμενο, καθώς πριν χρόνια με συγκίνηση είδα μια επιγραφή σε μια κατοικία που ενημέρωνε ότι εκεί έζησε ο νομπελίστας ποιητής Γιώργος Σεφέρης. Κάτι είναι κι αυτό, όχι απλώς κάτι, αλλά μάλλον πολύ, αφού εδώ, για χρόνια, το σπίτι του δίπλα στο Καλλιμάρμαρο αγωνιζόταν να γλιτώσει την πώληση, ώσπου σήμερα, ευτυχώς, διάβασα πως λειτουργεί ως μικρό μουσείο με όλα τριγύρω όπως τα είχε αφήσει ο ποιητής.