Όταν η Flannery O’ Connor (1925-1964) είχε ερωτηθεί τι την είχε επηρεάσει στη ζωή της περισσότερο, είχε απαντήσει «το να είμαι Καθολική, Νότια και συγγραφέας».[1] Διαβάζοντας τα κείμενα της ο καθολικισμός και ο χιλιμπιλισμός[2] βρίσκονται ανάμεσα και παντού, είτε με εμφανή τρόπο, είτε συμβολοποιημένα. Εκκεντρική καθολική, θα σκεφτεί κανείς,[3] διαβάζοντας τα κείμενά της, που κάθε βράδυ πριν πέσει για ύπνο διάβαζε Θωμά Ακινάτη για είκοσι λεπτά, που οι φυλακόβιοι ήταν οι καλύτεροι αναγνώστες της, που στο ξεκίνημά της οι περισσότεροι δεν πίστευαν καν ότι ήταν γυναίκα και που αυτή η γυναίκα έβαζε τους χαρακτήρες της να αγωνιούν και να σφάζονται, να νομίζουν ότι πιστεύουν, εκμεταλλευόμενη επίσης την παράδοση της λογοτεχνίας του Νότου –το γκροτέσκο είδος– διάχυτο από αίμα, χώμα, ειρωνεία, σάπια δόντια και κατεστραμμένες ζωές. Αν ξέρουμε κάτι για την λογοτεχνία της Flannery O’ Connor είναι ότι δεν ξέρουμε τίποτα.
Διαβάζοντας σήμερα τα βιβλία της Flannery O’ Connor, εύκολα κάποιος θα σοκαριστεί. Είναι φαινομενικά σκοτεινά, ακατανόητα βίαια, γεμάτα από απελπισία, από εξάντληση και στερημένα από χαρά και αισιοδοξία. Οι χαρακτήρες της υποτροπιάζουν συνεχώς, μόνο και μόνο για να ξεφύγουν από τις απαιτητικές πτυχές της πίστης. Αν γυρίσουμε πίσω στην εποχή της, η O’ Connor δέχθηκε κριτική για την έλλειψη αυτής της αισιοδοξίας. Οι κριτικοί είχαν μπροστά τους το χειρότερο είδος συγγραφέα: γυναίκα, Καθολική, ειρωνική, που δεν τσιγκουνευόταν τη βία, την αμαρτία, τον ζόφο και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, ήταν και άρρωστη. Κάποιοι διακριτικά, άλλοι όχι και τόσο, την κατηγόρησαν ότι χρησιμοποιούσε τη θρησκεία της ακριβώς αντίστροφα από τους υπόλοιπους: όχι ως φως ελπίδας, αλλά ως ένα σύμπαν που η συμπεριφορά, οι πράξεις, τα κίνητρα και οι σκέψεις όχι μόνο γινόντουσαν αντιληπτά, αλλά είχαν και τρομερό αντίκτυπο στις ζωές των άλλων.[4] [Μία κυρία από την Καλιφόρνια σε γράμμα της προς την Flannery O’ Connor, διαμαρτυρόταν ότι οι ιστορίες της συγγραφέως έκαναν το οτιδήποτε άλλο πέραν του να φωτίσουν την ψυχή της, με την O’ Connor να σχολιάζει δηκτικά, ότι αν η ψυχή της ήταν στη σωστή θέση, δεν θα χρειαζόταν φώτιση.[5]]
Στο τέλος, το έργο της Flannery O’ Connor μπήκε στο ντουλάπι με τα υπόλοιπα γκροτέσκα έργα της εποχής και του Νότου, σε μια απόπειρα να το κατατάξουν ως ακατανόητο, λόγω γοτθικότητας.
Το γκροτέσκο έχει βαθιές ρίζες στον πολιτισμό και γι’ αυτό δεν είναι δύσκαμπτο· μέσα στον χρόνο εξελίχθηκε, επανασχεδιάστηκε σύμφωνα με τις διαφορετικές κοινωνικές αποχρώσεις και την αισθητική του κάθε παρόντος. Σε κάθε ρωγμή οι πολιτισμικές και ιστορικές περιόδους αναπτύσσουν τα δικά τους γκροτέσκα που ανταποκρίνονται στις ιδιαίτερες ανάγκες της εποχής. Κι όταν μιλάμε για γκροτέσκο, μιλάμε για την τέχνη που σε μορφή και περιεχόμενο, μολονότι φαίνεται να είναι μέρος του φυσικού, του κοινωνικού ή του προσωπικού κόσμου, εντούτοις παραμορφώνει, υπερβάλλει ή συνδυάζει το ασυμβίβαστο και το παράξενο με το φαινομενικά τυπικό για να εκπλήξει ή / και να σοκάρει. Χρησιμοποιεί το σωματικό, το αποκρουστικό και όλα αυτά τα φυσικά-αφύσικα, συχνά δε και το υπερφυσικό για να ιντριγκάρει και να απωθήσει.[6] Συγγραφείς όπως ο Edgar Allan Poe, ο Horace Walpole, ο William Faulkner, η Eudora Weldy κ.ά., μπήκαν στη συζήτηση γύρω από τη νότια γοτθική λογοτεχνική παράδοση, όχι όμως και η Flannery O’ Connor.[7] Κατά έναν ειρωνικό τρόπο, η Flannery O’ Connor μπήκε στην εποχή της αγνοημένη συστηματικά από τους μελετητές της νότιας γοτθικής λογοτεχνίας, και βγήκε σε μια εποχή που τα κείμενά της ήταν γκροτέσκα και τίποτε άλλο. Η ίδια πικάρει έξυπνα την εποχή της, λέγοντας ότι «ένα έργο που έρχεται από τον Νότο χαρακτηρίζεται από τους Βόρειους αναγνώστες ως “γκροτέσκο”, εκτός κι αν είναι πράγματι γκροτέσκο οπότε αποκαλείται “ρεαλιστικό”».[8] Γκροτέσκο ή μη, η Flannery O’ Connor εμπίπτει και στην γενιά του γλωσσικού ρεαλισμού και το ρεύμα του αγροτικισμού – κοντύτερα ίσως στους John Crowe Ranson, Robert Penn Warren και Donald Davidson, παρά στον Faulkner. Απομακρυσμένη από τον μυστικιστικό λυρισμό, αλλά με σεβασμό στη νότια αγροτική τάξη, η O’ Connor κάνει έντονη χρήση της προφορικής τοπικής διαλέκτου στα γραπτά της, όχι για να τονίσει τις ταξικές διαφορές, αλλά για να περιγράψει μία γη που είναι ανεξίτηλο κομμάτι της ύπαρξής της και την εμπεριέχει. Η τοπική διάλεκτος, η προφορική γλώσσα (η χρήση γραμματικών λαθών, όπως λανθασμένα θα μιλούσαν και οι άνθρωποι της), η περιγραφή φυσικών τόπων και τοπίων, υπάρχουν από κατανόηση σε έναν πραγματικό βαθμό της κοινωνίας του Νότου και ως απόπειρα να εγκατασταθεί «μορφολογικά» στην φαντασία του αναγνώστη. Το να γνωρίζεις τον εαυτό σου, σημαίνει να γνωρίζεις την περιοχή σου, έλεγε, και ταυτόχρονα να είσαι μονήρης άνθρωπος στον κόσμο, για να κρατάς απόσταση από αυτόν.[9] Με τη συνείδηση της δικής της θέσης στον κόσμο και στον τόπο που κατοικεί, με όλα τα δράματα και τις αντιφάσεις της Τζώρτζια εν προκειμένω, η συγγραφέας εργαλειοποίησε την καθολική πνευματική καθοδήγηση που είχε από μικρή.
Τι θα ήταν η Νότια γοτθική λογοτεχνία χωρίς τα γραπτά της Flannery O’ Connor και τι θα ήταν η Flannery O’ Connor χωρίς το γκροτέσκο στα κείμενά της, είναι μία ερώτηση που έχει νόημα να απαντηθεί, μόνο αν υπολογίσουμε τη συνθήκη της ιδιαίτερης σχέσης που είχε με την πίστη. Δεν θα έλεγα θρησκεία ακριβώς, γιατί πολλά κείμενα της (επιστολές, εκθέσεις) ήταν πολέμια στην εκκλησία και τους θρησκευόμενους της εποχής της. Ως παράδειγμα θα αναφέρω τον John Hawke που θεωρούσε την O’ Connor κακόβουλη κι ότι είχε πουλήσει την ψυχή της στον διάβολο,[10] με την Flannery O’ Connor να του απαντάει ότι η άποψή του για τον διάβολο μόνο θεολογική δεν ήταν… Για τη συγγραφέα η πίστη δεν χρησίμευε ως το «να μην κάνεις», αλλά ως το στερέωμα των ανθρώπινων πράξεων, επιθυμώντας να αποτρέψει τη θρησκεία να γίνεται απλώς ένα σύμβολο ή ένα φαινόμενο που αρκούσε να εξηγηθεί. Δεν προσηλυτίζει. Στο διήγημα «Ποταμός» στο βιβλίο της Σπάνιο να σου τύχει καλός άνθρωπος, το παιδί αλλάζει το όνομά του από Harry στο κακόηχο Bever, βρίσκει με τις παιδικές του προσλαμβάνουσες τον Χριστό και πνίγεται.[11]
Η Flannery O’ Connor μπορεί να διαβαστεί σήμερα ως μία απόπειρα να καλυφθεί ένα σημαντικό κενό της λογοτεχνίας εκείνης της περιοχής (1925-1964)· μπορεί να διαβαστεί για να μάθει ο αναγνώστης τα σκηνικά, τις συνήθειες και τις φοβίες του Νότου· ίσως ένας ακόμη λόγος να είναι η ίδια η λογοτεχνία του γκροτέσκου. Ωστόσο, δίνω έμφαση στην εποχή μας, διότι ένας αναγνώστης εξήντα χρόνια μετά θα δυσκολευτεί [να θελήσει] να εντοπίσει τα σύμβολα χάριτος, παρουσίας και σωτηρίας στις ιστορίες της συγγραφέως, πιθανότατα να μην τα κατανοήσει ως τέτοια και τότε θα δει ιστορίες τόσο διαστρεβλωμένες που δεν νοούνται ως ιστορίες, θα συναντηθεί με μία ακατανόητη βία και με μία σαδιστική διάθεση να του παρουσιάζονται χαρακτήρες-καρικατούρες, ανδρείκελα άψυχα και δίχως νοημοσύνη απέναντι στην αμαρτία, απέναντι στο καλό και στο κακό. Η συγγραφέας χρησιμοποιεί γοτθικές αναπαραστάσεις βίας και ανηθικότητας, για να αλλάξει ριζικά τη λειτουργία τους στα έργα της. Εκθέτει το κακό, την παρακμή και τη βία ώστε να φανερώσει την χάριν του θεού. Στο βιβλίο της Σπάνιο να σου τύχει καλός άνθρωπος η συγγραφέας βάζει τόσο τους χαρακτήρες της όσο και τον ίδιο της τον εαυτό να κοιτάζουν ψηλά. Διότι τι υπάρχει στο ύψος των ματιών της; Κοροϊδία, μπαγαποντιά, πεταμένες Βίβλοι, μία ολόκληρη εποχή, μία ολόκληρη γενιά που δεν κατάλαβε για μία ακόμη φορά το μήνυμα· πρέπει να τους το συλλαβίσει; Πρέπει να τους απειλήσει με ένα περίστροφο στον κρόταφο για να το καταλάβουν; Πρέπει να τους πετάξει μέσα στο χαντάκι ή τον ποταμό, να γράψει το χέρι που θα τους αρπάξει από το λαιμό, να περι-γράψει τον ουρανό και την εκτυφλωτική λιακάδα, για να το καταλάβουν ότι πίστη είναι να βαδίζεις στο σκοτάδι και όχι μία θρησκευτική λύση στο μυστήριο της ζωής; Τι υπάρχει ψηλά στον ουρανό; Κάτι που καίει· κάτι που κλείνει τα μάτια (τυφλώνει), κάτι που αλλάζει σχήματα, που είναι σ υ ν ε χ ό μ ε ν α πάνω από το κεφάλι του ανθρώπου και πανταχού παρών: ο ήλιος.
Ο ήλιος στις ιστορίες της Flannery O’ Connor χρησιμοποιείται κατεξοχήν για να υποδηλώσει την πνευματική κατάσταση του χαρακτήρα, αλλά και το αιώνιο μάτι στις μικρές ζωές των ανθρώπων της. Παίρνει ένα φυσικό χαρακτηριστικό του Νότου –την έντονη παρουσία του ήλιου, τις ψημένες εκτάσεις, την απλωμένη ηλιοφάνεια πίσω από τους σωρείτες της Τζώρτζια– και του δίνει μία μεταφυσική διάσταση: Sun – Son, το ομόφωνό του στην αγγλική γλώσσα, Υιός [του θεού].
Ο Θωμάς Ακινάτης υποστήριζε ότι η παρουσία του θεού στον κόσμο διακρίνεται μέσω της ορθολογικής ερμηνείας του περιβάλλοντος. Όχι πολύ μακριά από αυτά που έγραψε ο Θωμάς Ακινάτης, η Flannery O’ Connor παρέχει μέσα από τις ιστορίες της ποιητικές περιγραφές του φυσικού κόσμου, έτσι ώστε η παρουσία και η χάρις του θεού να μπορούν να αποκαλυφθούν στον κόσμο.
Στο διήγημα Ο Πρόσφυγας[12] «Ένας σκούρος κίτρινος ήλιος είχε αρχίσει να ανατέλλει σ’ έναν ουρανό που είχε το ίδιο λείο, σκούρο, γκρίζο χρώμα με τον αυτοκινητόδρομο».
Όπως επίσης: «Ο ουρανός ήταν γεμάτος άσπρα ψάρια που κάποιο αόρατο ρεύμα τα έσπρωχνε τεμπέλικα με το πλάι, και κομμάτια του ήλιου, βυθισμένα λίγο παρά πίσω, εμφανίζονταν κάπου κάπου σα να τα παρέσυρε το ρεύμα στην αντίθετη κατεύθυνση».[13]
Στο βιβλίο της Σπάνιο να σου τύχει καλός άνθρωπος έχουμε […] κομμάτια ήλιου· μάτια καρφωμένα σε ξεβρασμένα σύννεφα κι αν πάμε από τo τέλος προς τα πίσω του βιβλίου, τότε θα δούμε έναν ήλιο άσπρο σαν τρύπα για να φεύγει ο αέρας σ’ έναν ουρανό ελάχιστα πιο σκοτεινό από τον ίδιο τον αέρα· μαύρες δεντροκορφές· [ήλιο] πρησμένο στο χρώμα της φωτιάς· κρεμασμένο σε δίχτυ από τρεμουλιασμένα σύννεφα. Η ποιητική της Flannery O’ Connor για τον ήλιο δεν έχει τελειωμό. Αν και φαίνεται σε πολλά σημεία του βιβλίου αμφίθυμη για το πώς να τον περιγράψει, εντέλει καταλήγει με έναν ουρανό όπως και να ‘χει τόσο πλούσιο και τον κόσμο από κάτω τόσο φτωχό. Κυρίως, ο Νότος είναι μία γη στοιχειωμένη από τον Χριστό – χαμογελαστό μεν και ξανθό στα αυτοσχέδια κιόσκια αγιοσύνης και τα ζεστά εικονοστάσια, αλλά και έγχρωμο, που αλλάζει συνεχώς χρώμα καθώς αλλάζουνε και οι άνθρωποι και κινείται από δέντρο σε δέντρο κοιτάζοντας με μισό μάτι. Κάποιες φορές περιγράφεται με διάφορα χρώματα και διάχυτος: όπως στο διήγημα Ναός του Αγίου Πνεύματος «[…] μουντό βιολετί χρώμα, που έμοιαζε να ταιριάζει με τον γλυκό θλιμμένο ήχο της μουσικής»,[14] ή «χλωμός, γκρίζος λεκές μέσ’ από το τζάμι»,[15] «λευκός κυριακάτικος ήλιος που σε ακολουθεί»[16] στο διήγημα Ποταμός.
Αλλά κυρίως είναι κόκκινος και εκτυφλωτικός. Στο διήγημα Ένας Κύκλος στη Φωτιά «Ο ήλιος έκαιγε τόσο, που έμοιαζε να θέλει να βάλει φωτιά σε ό,τι υπήρχε μπροστά του».[17] Και στο διήγημα Ναός του Αγίου Πνεύματος: «Ο ήλιος ήταν ένα πελώριο κόκκινο τόπι σαν υψωμένη όστια βουτηγμένη στο αίμα, κι όταν βασίλεψε άφησε μία μακριά γραμμή στον ουρανό, που ξετυλιγόταν σαν κόκκινος χωματόδρομος πάνω από τα δέντρα».[18]
Στο σημείο αυτό θα ήθελα να ανοίξω μία μικρή παρένθεση, για να αναφέρω το τόσο εύθετο καλλιτεχνικά εξώφυλλο του βιβλίου της Flannery O’ Connor The Violent Bear it Away[19] από τις εκδόσεις Signet που βγήκε πέντε χρόνια μετά από το A Good Man is Hard to Find: δείχνει την εικόνα ενός παιδιού στα μαύρα να βγαίνει τρέχοντας μέσα από τις καλαμποκιές, με έναν κατακόκκινο ήλιο να το ακολουθεί και η παρουσία του ήλιου αυτομάτως μεταμορφώνει το χωράφι με τα καλαμπόκια σε ένα χωράφι που μοιάζει να ‘χει πάρει φωτιά. Για τον Stuart L. Burns[20] η έκδοση αυτή [το εξώφυλλο επί της ουσίας] ήρθε κάπως αργά – βοήθησε όμως έστω και αργά αναγνώστες και κριτικούς να προσανατολιστούν στον κεντρικό άξονα και την πιο εμφανή εικόνα των ιστοριών της: τον ήλιο. Στο εν λόγω βιβλίο, οι αναφορές στον ήλιο φτάνουν τις σαράντα, ενώ στο Σπάνιο να σου Τύχει Καλός Άνθρωπος στα δέκα διηγήματα γίνονται γύρω στις δεκαέξι αναφορές στον ήλιο και τον ουρανό.[21]
Ο ήλιος λειτουργεί ως μία υπενθύμιση, μία παρουσία που απομακρύνεται μόνο από τα σύννεφα. Το ευφυές στις ιστορίες της O’ Connor είναι ότι ενώ οι χαρακτήρες της είναι λίγο – πολύ θεοσεβούμενοι άνθρωποι, την ίδια στιγμή είναι και γεμάτοι υποκρισία, αλαζονεία, επίκριση, μέχρι και βίαιοι. Γι’ αυτό τον λόγο έχει τον ήλιο σε συνεχή επαφή με το βλέμμα του ανθρώπου.[22] Στο ομώνυμο διήγημα της συλλογής, η O’ Connor χρησιμοποιεί ως κεντρικό χαρακτήρα μία ηλικιωμένη γυναίκα, που [μαζί με τη γυναίκα του γιου της] είναι τα μόνα πρόσωπα που παραμένουν μέχρι το τέλος της ιστορίας ανώνυμα. Είναι η Γιαγιά και δεν χρειάζεται συστάσεις – πρόσωπο συνήθως οικείο και αγαπημένο, θρησκευόμενο και εχέφρων, μέχρι να έρθει η συγγραφέας να καταδείξει ότι οι ηλικιωμένες κυρίες του Νότου αντικατοπτρίζουν το μπανάλ και το κοινότοπο της κοινωνίας.[23] Στην ιστορία αυτή η Γιαγιά κατηγορεί τους ξένους ως τους μοναδικούς υπεύθυνους για όλα τα άσχημα πράγματα που συνέβαιναν στη χώρα της, ενώ στη συνέχεια της ιστορίας η ευθύνη πέφτει όλη πάνω της· και δεν σταματάει εκεί: αφού η οικογένεια έχει βγει στην εκτυφλωτική λιακάδα η Γιαγιά δείχνει στα εγγόνια της ένα παιδί, λέγοντας «Α, κοιτάξτε το μικρό αραπάκι!»[24]
Οι κύριοι χαρακτήρες της O’ Connor αποκαλύπτουν μία αμαρτωλή φύση από αδιαφορία για το ορθό και το ουσιώδες, σκοντάφτουν συνεχώς στην κακόβουλη ενέργεια και το κακοπροαίρετο, αλλά την ίδια στιγμή είναι τόσο πρόθυμοι να ακούσουν, να μάθουν και να υπακούσουν τον λόγο του θεού. Μόνο που εδώ έρχεται η O’ Connor για να υπενθυμίσει ότι ακόμη και οι άνθρωποι που μιλάνε για το θεό είναι γεμάτοι λάθη, πέφτουν πολύ συχνά σε αίρεση παρουσιάζοντας τον δικό τους τρόπο ζωής ως Τον τρόπο ζωής· κι ίσως αυτό ακριβώς να ήθελε να πει: την πολύ μικρή, σχεδόν μηδενική ανοχή που πρέπει να διαθέτει ο άνθρωπος για τα πιο αποτρόπαια τα πιο σαθρά πράγματα που κάνουν οι θρησκευόμενοι. Να υπογραμμίσει την αλαζονεία του θρησκευόμενου. Οι αφηγήσεις της έμμεσα προκαλούν μία αφύπνιση στις θρησκευτικές δυνατότητες, παρά επικοινωνούν το θρησκευτικό περιεχόμενο της πίστης. Το γκροτέσκο στις ιστορίες της O’ Connor έρχεται ακριβώς στο σημείο που αφυπνίζει σχετικά με την κατάσταση της πτώσης στον κόσμο. Η χάρις [του θεού] εμφανίζεται πιο συχνά με έναν αρνητικό τρόπο (όστια βουτηγμένη στο αίμα / ήλιος που κρεμόταν / πρησμένος στο χρώμα της φωτιάς / άσπρη τρύπα / μακρύ φωτεινό δάχτυλο/ γκρίζος λεκές μέσ’ από το τζάμι / δίχως ήλιο και σύννεφα / χαμένος ήλιος…), ούτως ώστε να δημιουργηθεί η κατάσταση συνειδητοποίησης της ξεπεσμένης κατάστασης του ανθρώπου. Όσο πιο μπρουτάλ – όσο πιο βίαιο είναι το τοπίο, τόσο πιο ακαριαία σπάει ο άνθρωπος την πνευματική του τύφλωση.
Κάτω από την καυτή επιφάνεια φρίκης που έχει δημιουργηθεί στο έργο της Flannery O’ Connor, βρίσκεται η περίπλοκη σχέση ανθρώπινου και θείου. Όλο αυτό το «αίμα και ειρωνεία» που ζητούσε η Ellen Glasgow πενήντα χρόνια πριν την Flannery O’ Connor, ούτως ώστε να αντισταθμιστεί η ύπουλη και υποκριτική συναισθηματικότητα, αυτό το όλοι για όλους, με ένα όλους τόσο θολό, απόμακρο και εν τέλει άγνωστο, ήρθε η τελευταία να το εξαργυρώσει με τις ιστορίες της, χτυπώντας το προσδοκώμενο, δημιουργώντας μία αίσθηση ανησυχίας.[25] Ο άνθρωπος έχει διαστρεβλώσει και αλλάξει το πραγματικό νόημα της ζωής, σε σημείο που δεν αναγνωρίζει πια ότι πρόκειται για διαστρέβλωση. Έχει διαστρεβλώσει την ομορφιά, την πραγματικότητα και την ύπαρξη, βλέπει τον κόσμο με καθαρά χρηστικό τρόπο: η Γιαγιά στην ιστορία Σπάνιο να σου τύχει καλός άνθρωπος, χρησιμοποιεί τον γιο της, κάνει υποτιμητικά σχόλια, λέει ψέματα και έχει την ψευδαίσθηση από πάνω ότι μπορεί να [δια]φωτίσει έναν περιθωριακό ακόμη κι όταν αυτός εκτελεί ένα προς ένα τα μέλη της οικογένειας και την ίδια μαζί, η οποία καταλήγει «με τα πόδια σταυρωμένα από κάτω της σα μικρό παιδί, και το πρόσωπο χαμογελαστό και γυρισμένο προς τον ασυννέφιαστο ουρανό».[26]
Αίμα και ειρωνεία λοιπόν πενήντα χρόνια μετά και ακόμη περισσότερα μέχρι σήμερα, που όλα έχουν γίνει ανιαρώς πιο οικεία και οι ιστορίες της Flannery O’ Connor ακόμη πιο ακατανόητα σοκαριστικές. Κυριαρχεί η τάση για διαστρέβλωση της ανθρώπινης μορφής [ψυχής] (στο διήγημα «Γνήσιοι άνθρωποι της υπαίθρου», η Joy αλλάζει το όνομά της σε ένα ακόμη κακόηχο όνομα, το Χούλγκα – στο διήγημα «Ένας κύκλος στη φωτιά» τρεις κοπρίτες ταραξίες χρησιμοποιούνται ως μία ανάστροφη αλληγορία των Σεδράχ, Μισάχ και Αβδεναγώ στο βιβλίο του Προφήτη Δανιήλ, βάζοντας φωτιά στο δάσος), η επικράτηση της καρικατούρας. Η παράξενη τέχνη της O’ Connor εκφράζει τον καταπιεσμένο, διασχίζει τα σύνορα, αγνοεί τα όρια και υπερβάλει τα περιθώρια. Εντοπίζεται στις ιστορίες της συχνά μία εστίαση στο αφελές, το άσεμνο και το μπανάλ. Η Flannery O’ Connor επιμένει στο παράδοξο, στην διπλή όραση [και] στην αλληλοδιείσδυση των αντιθέτων – προειδοποιεί και παρωδεί. Εκεί που γελάει σωπαίνει. Εναλλάσσει το κωμικό με το τραγικό, το δαιμονικό με το ιερό, το πραγματικό με το εκκεντρικό και το διακριτικό χιούμορ με την έντονη σοβαρότητα. Σαρκάζει τον ορθολογισμό του ανθρώπου. Με αυτό το πρίσμα η συγγραφέας κοιτάζει τον κόσμο. Με το ξάφνιασμα και τις απρόβλεπτες πράξεις. Με τις φυσικές παραμορφώσεις και τις ατέλειες εν αντιθέσει με το όλον, το τέλειο, το σφαιρικό: τον ήλιο. Ο ήλιος θα μπορούσε να είναι λοιπόν αυτή η διαφώτιση που χρειάζεται η κοινωνία. Διότι η κοινωνία χρειάζεται κοινωνική διαφώτιση και όχι ένα σύνολο ηθικών απαγορεύσεων και εντολών. Χρειάζεται ανθρώπους με την εσωτερική δύναμη να κάνουν διάκριση ανάμεσα σε πολλές ηθικές επιλογές – όχι ανθρώπους που δουλικά εκτελούν διαταγές ή συμμορφώνονται άκριτα σε παραδεδεγμένα ηθικά δόγματα. Όταν αποτυγχάνει αυτό, τότε κάνουν την εμφάνιση τους κοινωνίες σαν της O’ Connor : μειονεκτικές, κρυμμένες πίσω από το δάχτυλό τους, με έναν ήλιο παντού και ανάμεσα ενοχλητικό και ενοχλημένο, απόλυτο, σαν τις σκοτεινές εμπειρίες των αγίων.
Μπορεί η αρχική μας αντίδραση στο θέαμα ενός κόσμου τρομερά παράδοξου και εξυπνακίστικου, γεμάτου ποντίκια που πιάνονται στη φάκα και ανθρώπινες ψυχές που εκπυρσοκροτούν να είναι ένα μειδίαμα ανωτερότητας και γνωστικότητας, αλλά ακόμη και μέσα από το χαμόγελό μας εμπλεκόμαστε στον κόσμο και οδηγούμαστε να προβληματιστούμε πάνω στα πιο σοβαρά ζητήματα της ανθρώπινης εμπειρίας. Με αναταραχή ή ρήξη των δεδομένων των ζωών των ανθρώπων. Γιατί οι ζωές υπάρχουν, χάνονται ή καταπέφτουν. Από την άλλη, μπορεί η τελική μας αντίδραση σε αυτό τον κόσμο να είναι η αποστροφή και η εξάντληση από τις φοβίες μίας Καθολικής που καταράστηκε τον ήλιο. Γιατί το φως είναι αιώνιο, ατελείωτο και δεν γίνεται να σβήσει. Αυτό που γίνεται είναι να κλείσουμε τα μάτια μας.