Λέβιν VS Καρένινα

Ο Λέων Τολστόι με το ποδήλατό του (1895)
Ο Λέων Τολστόι με το ποδήλατό του (1895)

{ 4 επο­χές, νέο βλέμ­μα }

—————————————————————
Με αφορ­μή το βι­βλίο του Λέ­ο­ντος Τολ­στόι Άν­να Κα­ρέ­νι­να, με­τά­φρα­ση: Άρης Αλε­ξάν­δρου, Άγρα 2010, σσ. 1.264
—————————————————————

Ο λό­γος για ένα από τα πιο στέ­ρεα οι­κο­δο­μή­μα­τα της πα­γκό­σμιας λο­γο­τε­χνί­ας. Κα­τα­σκευα­σμέ­νη με τη μορ­φή δί­πο­λου, και μα­κριά από κά­θε μα­νι­χαϊ­στι­κή αντί­λη­ψη, κα­θώς το κά­θε άκρο ανοί­γει σαν βε­ντά­λια με κε­ντη­μέ­νες τις λε­πτο­μέ­ρειες μιας ολό­κλη­ρης κοι­νω­νί­ας, η «Άν­να Κα­ρέ­νι­να» ανα­σαί­νει, εμπνέ­ει και στέ­κει αλώ­βη­τη επί δύο αιώ­νες.
Δύο έρω­τες, ο ένας αμοι­βαί­ος και σπα­ρα­κτι­κός, ο δεύ­τε­ρος εξί­σου έντο­νος αλ­λά εκ­φρα­σμέ­νος τη λά­θος στιγ­μή και στη συ­νέ­χεια του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος δι­καιω­μέ­νος, συ­γκρού­ο­νται πα­ράλ­λη­λα με τις αξί­ες των δύο κό­σμων που εκ­φρά­ζουν. Από τη μία η πό­λη και η αρι­στο­κρα­τία, από την άλ­λη ο λα­ός και η ύπαι­θρος.
Πα­ρά τη γεν­ναιό­τη­τα, την τά­ση για ανε­ξαρ­τη­σία και τη διά­θε­ση για ει­λι­κρί­νεια της Κα­ρέ­νι­να, το στίγ­μα της υπο­κρι­τι­κής κοι­νω­νί­ας στην οποία ζει την έχει μειά­νει. Δεν μπο­ρεί να ξε­φύ­γει ού­τε από τη μέγ­γε­νη των ενο­χών ού­τε από τον βα­θύ εγω­κε­ντρι­σμό. Δεν θε­ω­ρεί άξιο τον εαυ­τό της να συγ­χω­ρε­θεί και, λό­γω αυ­τού, με μια χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά αυ­το­κα­τα­στρο­φι­κή τε­χνι­κή, προ­κα­λεί τον άντρα της ακό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρο ώστε να μην τη συγ­χω­ρέ­σει. Όταν εκεί­νος, με­τά την επι­λό­χειο κα­τά­θλι­ψή της, τη συγ­χω­ρεί αλ­λά και όταν της προ­τεί­νει δια­ζύ­γιο, εκεί­νη αρ­νεί­ται. Φεύ­γει με τον Βρόν­σκι, παίρ­νο­ντας μα­ζί την κο­ρού­λα τους, την οποία δεν θα αγα­πή­σει πο­τέ, κα­θώς δεν τη θε­ω­ρεί καρ­πό του έρω­τά τους αλ­λά προ­ϊ­όν μοι­χεί­ας. Εγκα­τα­λεί­πει τον γιο της Σε­ριό­ζα αλ­λά ταυ­τό­χρο­να τον θέ­λει πί­σω. Απο­ζη­τά να πε­θά­νει, αρ­γό­τε­ρα όμως επι­θυ­μεί να πά­ρει δια­ζύ­γιο αλ­λά και να μην πά­ρει, να ζή­σει σε πε­λά­γη ευ­τυ­χί­ας, να απο­στρέ­φε­ται αλ­λά και να θαυ­μά­ζει την κα­λο­σύ­νη του συ­ζύ­γου της. Τα συ­ναι­σθή­μα­τα αυ­τά λει­τουρ­γούν διαρ­κώς με πα­λιν­δρο­μή­σεις. Απ’ άκρη σ’ άκρη του μυ­θι­στο­ρή­μα­τος ζει ευ­τυ­χι­σμέ­νες και δυ­στυ­χι­σμέ­νες στιγ­μές με την ακα­ριαία εναλ­λα­γή δια­τα­ραγ­μέ­νης προ­σω­πι­κό­τη­τας. Η εμ­μο­νή –και όχι ο έρω­τας– με τον Βρόν­σκι την ωθεί στη δη­μιουρ­γία κα­θη­με­ρι­νού κλί­μα­τος αμ­φι­σβή­τη­σης, κά­τι που προ­κα­λεί ρωγ­μές στη σχέ­ση τους. Έχει την αί­σθη­ση κα­νείς ότι τό­σο με τον σύ­ζυ­γο όσο και με τον Βρόν­σκι πρυ­τα­νεύ­ει η ενο­χή, η οποία και της υπα­γο­ρεύ­ει πώς να κα­τα­στρα­φεί.
Ο Λέ­βιν από την άλ­λη, εί­ναι τρε­λά ερω­τευ­μέ­νος με την Κίτ­τυ. Αρι­στο­κρά­της κι αυ­τός, όπως και το αντι­κεί­με­νο του πό­θου του, δεν αι­σθά­νε­ται κα­λά στα σα­λό­νια και στην υπο­κρι­τι­κή αυ­τή κοι­νω­νία. Ανα­χω­ρεί κα­τά με­γά­λα δια­στή­μα­τα στα κτή­μα­τά του και δου­λεύ­ει μα­ζί με τους μου­ζί­κους. Η Φύ­ση τον γα­λη­νεύ­ει και όνει­ρό του εί­ναι να κά­νει γυ­ναί­κα του την Κίτ­τυ. Από λά­θος τάι­μινγκ αυ­τό αρ­χι­κά δεν θα συμ­βεί, η αθώα, αγ­γε­λι­κή Κίτ­τυ πα­ρα­σύ­ρε­ται από ένα εφη­βι­κό αί­σθη­μα για τον Βρόν­σκι, στη συ­νέ­χεια όμως το ζευ­γά­ρι θα ζή­σει ευ­τυ­χι­σμέ­νο στην εξο­χή, με την Κίτ­τυ να έχει μεί­νει αμό­λυ­ντη από την κοι­νω­νία της αρι­στο­κρα­τί­ας και να απο­δει­κνύ­ει ότι εί­ναι ακό­μη πιο κο­ντά στη Φύ­ση από ό,τι ο Λέ­βιν όταν θα φρο­ντί­σει γή­ι­να και θαρ­ρε­τά τον ετοι­μο­θά­να­το αδερ­φό του.

Η Kiera Knightley ως «Anna Karenina» σε πρό­σφα­τη κι­νη­μα­το­γρα­φι­κή εκ­δο­χή του Joe Wright (2012)

Και οι δύο βα­σι­κοί ήρω­ες βρί­σκο­νται σε σύ­γκρου­ση με τον κοι­νω­νι­κό πε­ρί­γυ­ρο. Στην πε­ρί­πτω­ση της Κα­ρέ­νι­να η ασφυ­κτι­κά υπο­κρι­τι­κή κοι­νω­νία των αρι­στο­κρα­τών πνί­γει τό­σο εκεί­νη όσο και τον Βρόν­σκι (όπως τη Μερ­τέιγ των Επι­κίν­δυ­νων Σχέ­σε­ων του Λα­κλό όταν απο­κα­λύ­πτε­ται το σα­τα­νι­κό της πρό­σω­πο στην όπε­ρα). Και οι δύο όμως εί­ναι δέ­σμιοι της κα­τα­γω­γής τους και έπει­τα από ένα διά­λειμ­μα στο εξω­τε­ρι­κό και αρ­γό­τε­ρα σε ένα αγρό­κτη­μα, θα απο­ζη­τή­σουν την κο­σμι­κή ζωή. Στην πε­ρί­πτω­ση του Λέ­βιν η επι­λο­γή έχει γί­νει εξαρ­χής. Και, περ­νώ­ντας ο και­ρός, ενώ­νε­ται με τη Φύ­ση και ζει τον εναρ­μο­νι­σμέ­νο μ’ αυ­τήν έρω­τά του.
Όπως και η Κα­ρέ­νι­να, αλ­λά με πιο δο­μη­μέ­νο τρό­πο, ο Λέ­βιν εκ­φρά­ζει ελεύ­θε­ρα τις από­ψεις του, με απο­τέ­λε­σμα να έρ­χε­ται σε σύ­γκρου­ση με φί­λους και γνω­στούς και να τον θε­ω­ρούν αλ­λό­κο­το. Οι σκέ­ψεις του, που ταυ­τί­ζο­νται με τις αγω­νί­ες του Τολ­στόι, βρί­σκο­νται πο­λύ κο­ντά στο λαό και τον απλό άν­θρω­πο γε­νι­κό­τε­ρα και έχουν μια φι­λο­σο­φι­κή διά­στα­ση. Αντί­θε­τα οι σκέ­ψεις της Κα­ρέ­νι­να εί­ναι προ­σω­πο­κε­ντρι­κές και αφο­ρούν άλ­λο­τε τον σύ­ζυ­γο, άλ­λο­τε τον ερα­στή, κυ­ρί­ως όμως τον εαυ­τό της.
Οι δύο αυ­τοί χα­ρα­κτή­ρες –Κα­ρέ­νι­να και Λέ­βιν– δρουν σε δια­φο­ρε­τι­κά κε­φά­λαια και συ­να­ντιού­νται μία και μο­να­δι­κή φο­ρά. Τη φο­ρά εκεί­νη, ο Λέ­βιν εντυ­πω­σιά­ζε­ται από την ομορ­φιά της, όπου σ’ αυ­τήν συ­γκα­τα­λέ­γο­νται η ει­λι­κρί­νεια αλ­λά και το θάρ­ρος της γνώ­μης της. Από την άλ­λη, η μέ­χρι θα­νά­του ερω­τευ­μέ­νη με τον Βρόν­σκι Κα­ρέ­νι­να, φα­νε­ρώ­νει για άλ­λη μια φο­ρά μέ­σα στο μυ­θι­στό­ρη­μα τη μα­ταιο­δο­ξία της: ασκεί όλη τη γοη­τεία της για να του αρέ­σει. Η συ­νά­ντη­ση αυ­τή έχει ιδιαί­τε­ρο εν­δια­φέ­ρον για­τί συ­νο­μι­λούν ξαφ­νι­κά οι δύο ‘επα­να­στά­τε­ς’ εκ­πρό­σω­ποι του δί­πο­λου. Η μεν Κα­ρέ­νι­να λει­τουρ­γεί χρη­σι­μο­ποιώ­ντας άνευ λό­γου τα όπλα της σα­γή­νης, ο δε Λέ­βιν από πλευ­ράς του δια­κρί­νει τα θε­τι­κά στοι­χεία του χα­ρα­κτή­ρα της και γοη­τεύ­ε­ται απ’ αυ­τά, αμ­βλύ­νο­ντας σι­γά σι­γά τα από­λυ­τα στοι­χεία του δι­κού του χα­ρα­κτή­ρα.
Στο τέ­λος του βι­βλί­ου, σαν να βα­δί­ζουν σε δρό­μους πα­ράλ­λη­λους τα πε­πρω­μέ­να τους, Κα­ρέ­νι­να και Λέ­βιν ακο­λου­θούν αντί­στοι­χη πο­ρεία. Εκεί­νη, μέ­σα από έναν κα­ται­γι­σμό ει­κό­νων, μέ­σα από ένα πα­ρα­λή­ρη­μα, όπου ό,τι βλέ­πει εμπρός της το θε­ω­ρεί μά­ταιο, πα­ρα­λή­ρη­μα εκ­φρα­σμέ­νο με συ­γκλο­νι­στι­κό ρυθ­μό εσω­τε­ρι­κού μο­νο­λό­γου, πέ­φτει στις γραμ­μές του τρέ­νου ενώ, λί­γο πριν πε­θά­νει, σε μια ύστα­τη αντί­φα­ση, ανα­ρω­τιέ­ται το για­τί. Ο Λέ­βιν, πα­ρό­λο που εί­ναι ευ­τυ­χι­σμέ­νος με την Κίτ­τυ και με τη ζωή του στην επαρ­χία, δια­κα­τέ­χε­ται από μια αντί­στοι­χη αί­σθη­ση μα­ταιό­τη­τας και θέ­λει να τι­νά­ξει να μυα­λά του στον αέ­ρα. Η έλ­λει­ψη πί­στης τον κα­ταρ­ρα­κώ­νει μέ­χρις ότου τα απλά λό­για ενός χω­ρι­κού, ένα χορ­τα­ρά­κι απ’ το γρα­σί­δι που θα το δέ­σει κό­μπο χω­ρίς να το τσα­κί­σει, ένα ζω­ύ­φιο που δεν θα πη­δή­ξει στο δι­πλα­νό κλα­ρά­κι, του χα­ρί­ζουν, μέ­σα από λο­γι­κές ανα­ρω­τή­σεις, την εσω­τε­ρι­κή του ισορ­ρο­πία.
Η βα­θιά ευ­γε­νι­κή ψυ­χή του Τολ­στόι, που σκύ­βει με την ίδια αγά­πη πά­νω από κά­θε ήρωα, ακό­μη κι αν ο ρό­λος του στα τε­κται­νό­με­να εί­ναι τό­σος όσο το κε­φα­λά­κι μιας καρ­φί­τσας, τι­τλο­φό­ρη­σε το βι­βλίο αυ­τό Άν­να Κα­ρέ­νι­να. Επει­δή άρα­γε πρό­κει­ται για τρα­γι­κό πρό­σω­πο; Θα μπο­ρού­σε να αντι­τά­ξει κα­νείς ότι μπο­ρεί και να πρό­κει­ται για υπό­δειγ­μα νευ­ρω­σι­κής πε­ρί­πτω­σης. Ή μή­πως επει­δή με έναν οποιον­δή­πο­τε άλ­λον τί­τλο, που δεν θα πε­ριεί­χε το όνο­μά της, η πλά­στιγ­γα θα έγερ­νε προς τη με­ριά του Λέ­βιν-Τολ­στόι, κά­τι που με τί­πο­τα εκεί­νος δεν θα ήθε­λε να αφή­σει να φα­νεί;

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: