Η διαλεκτική σκηνοθεσία και ο σπινοζικός καθρέφτης

Η διαλεκτική σκηνοθεσία και ο σπινοζικός καθρέφτης

Pierre Macherey, «Hegel ή Spinoza», μτφ.Τάσος Μπέτζελος, εκδ. Αngelus Νovus 2019

Το δίλημμα που θέτει ο Γάλλος φιλόσοφος, Pierre Macherey (γ. 1938), είναι ήδη φορτισμένο με μια ασυμμετρία: ο Spinoza γεννήθηκε το 1632 και πέθανε το 1677, ο Hegel γεννήθηκε το 1770 και πέθανε το 1831. Ο χρόνος που τους χωρίζει λειτουργεί υπέρ του Hegel, αλλά ο χρόνος που μας χωρίζει από τον Hegel λειτουργεί υπέρ του Spinoza. Αυτό είναι το βασικό διάγραμμα κίνησης στο οποίο ο Macherey θα διαγράψει έναν εντυπωσιακό αριθμό μεταβάσεων ανάμεσα στον έναν ή στον άλλο πόλο (Hegel, Spinoza) ανακαλώντας ταυτόχρονα και ενδιάμεσους (Kant, 1724-1804), πλησιέστερους στον Spinoza (Descartes, 1596-1660, Pascal 1623-1662), πιο σύγχρονους (Gueroult, 1891-1976. Althusser, 1918-1990. Deleuze, 1925-1995) ή και αρκετά απομακρυσμένους (Παρμενίδης, Αριστοτέλης).

O Spinoza θέλει με κάθε τρόπο να διαφυλάξει την ηρεμία στη ζωή του και αυτός είναι ο βασικός λόγος που θα απορρίψει τη δυνατότητα μιας ακαδημαϊκής σταδιοδρομίας. Θα αρνηθεί να διδάξει στο πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης μετά από πρόταση που του έγινε το 1673. Αντίθετα, ο Hegel, θα ανταποκριθεί θετικά στην πρόταση του αντιπρύτανη του ίδιου Πανεπιστημίου, το 1816. Ο Macherey δεν παρέχει πολλά βιογραφικά στοιχεία για τον Spinoza και τον Hegel αν και καταθέτει αυτή την άποψη, ότι οι διαφορετικές εξελικτικές πορείες των δύο φιλοσόφων αντανακλώνται σε μεγάλο βαθμό, ή τουλάχιστον μπορούν να λειτουργήσουν επεξηγηματικά για τις διαφορές που υπάρχουν, στα δύο συστήματα σκέψης. Από τη μία, το εγελιανό σύστημα δομείται πάνω σε μια ιεραρχία ενδιάμεσων βαθμίδων. Η κυρίαρχη οπτική του είναι αυτή της κίνησης μέσα στο σύστημα. Από την άλλη, το σύστημα του Spinoza δομείται μέσα από την οπτική γωνία ενός μοναχικού. Ο Hegel ακολουθεί μια πανεπιστημιακή σταδιοδρομία ξεκινώντας από την ιδιωτική διδασκαλία και περνώντας μέσα από όλες τις ενδιάμεσες βαθμίδες για να καταλήξει στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου το 1817. Αντίθετα, η διδασκαλία του Spinoza μεταδίδεται από στόμα σε στόμα, χωρίς να υπάρχει η ανάγκη ή η απαίτηση για μια διαμόρφωσή της που θα ανταποκρίνεται στις προδιαγραφές μιας δημόσιας διδασκαλίας. Με τα λόγια του Macherey: Αν αποτελέσει αντικείμενο διδασκαλίας (η οπτική γωνία του μοναχικού Spinoza), διατρέχει τον κίνδυνο να έρθει σε αντίφαση με τον εαυτό της, αποδεχόμενη να καταλάβει μια θέση σε αυτόν τον μηχανισμό υλικής και διανοητικής καταπίεσης, ο οποίος υποτάσσει τα πάντα στην οπτική γωνία της φαντασίας. Το πρόβλημα που αναδύεται εδώ, είναι στην ουσία αυτό της διαλεκτικής. Ο Macherey επισημαίνει πολύ σωστά ότι θα ήταν παράλογο να ανακαλύψουμε στον Spinoza το προσχέδιο ή την επαγγελία μιας διαλεκτικής που είναι εμφανώς απούσα από το έργο του. Ωστόσο, αυτό δεν μας εμποδίζει με αφετηρία τον Spinoza να στοχαστούμε εκ νέου τη διαλεκτική, δηλαδή να της θέσουμε εκείνα τα ερωτήματα που ο Hegel απομάκρυνε από το δικό του σύστημα επειδή ήταν ανυπόφορα για τον ίδιο.

Η ανάγνωση του Macherey εμφανίζει τους περιορισμούς και τις εσωτερικές αντιφάσεις του εγελιανού λόγου όπως αντικατοπτρίζονται στον καθρέπτη του σπινοζισμού. Ο Hegel θεωρεί ότι η σκέψη του Spinoza δεν είναι ακόμα αρκετά διαλεκτική. Ο Macherey από την πλευρά του ρωτάει: Και αν ήταν πάρα πολύ διαλεκτική; Ή έστω, αν ήταν διαλεκτική με έναν τρόπο που δεν μπορούσε να αποδεχτεί ο Hegel;

Στα τέσσερα κεφάλαια που συγκροτούν τη μελέτη του Macherey, παρουσιάζονται και αναλύονται διεξοδικά όλα τα πορίσματα της ανάγνωσης του Spinoza από τον Hegel. Η διάβαση μέσα από τη σκέψη του Spinoza παρουσιάζεται ως αναπόδραστη και κομβική από τον Hegel και αυτό γιατί μέσα στη φιλοσοφία του συνάπτεται η ουσιώδης σχέση της σκέψης με το απόλυτο, δηλαδή, τη μόνη οπτική γωνία από την οποία παρουσιάζεται ολόκληρη η πραγματικότητα. Ωστόσο, το έργο του Spinoza δεν παύει να είναι μια αποτυχημένη απόπειρα για τον Hegel. Η οπτική γωνία (της υπόστασης) που υιοθετεί ο Spinoza δεν αρκεί για την προσέγγιση του απόλυτου πνεύματος. Απαιτείται μία αλλαγή οπτικής γωνίας, η οποία σύμφωνα με τον Macherey, επιτελείται ούτως ή άλλως, λόγω της ιστορίας. Ωστόσο, για τον Hegel, αυτό που έχει σημασία είναι αποσύνθεση της οπτικής γωνίας του Spinoza και η ανασύνθεσή της σε μια ανώτερη οπτική γωνία (αυτή του απόλυτου).

Η οπτική γωνία του Spinoza είναι μια στατική οπτική γωνία. Το πιο σημαντικό ίσως σφάλμα που εντοπίζει ο Hegel στη συγκρότηση αυτής της οπτικής γωνίας είναι η θεμελίωσή της σε μία αρχή (στην έννοια της αιτίας εαυτού {causa sui}). Με αυτό τον τρόπο μπορεί να επιλύεται (αυθαίρετα κατά τον Hegel) η απορία του ξεκινήματος ή της αρχής, ωστόσο, η όλη κατασκευή του Spinoza τείνει να είναι μια μορφή χωρίς περιεχόμενο, μια αφηρημένη σκέψη, μορφική, μέσα στην οποία εξαφανίζεται κάθε κίνηση και τελειώνει κάθε ζωή, ένα κενό όπου καταργούνται όλοι οι καθορισμοί, όπου χάνεται κάθε πραγματικότητα. Ο Macherey θα παραθέσει ένα ιδιαίτερα αποκαλυπτικό απόσπασμα από το τέλος της σύντομης βιογραφίας του Spinoza που παρουσιάζει ο Hegel στις Παραδόσεις του: “O Spinoza απεβίωσε στις 21 Φεβρουαρίου 1677, σε ηλικία 44 ετών, από μια φυματίωση που τον ταλαιπωρούσε επί μακρόν -σε συμφωνία εξάλλου με το σύστημά του, στο οποίο επίσης κάθε ιδιαιτερότητα, κάθε μοναδικότητα αφανίζεται μέσα στην ενότητα της υπόστασης’’.

Το κεφάλαιο με το μεγαλύτερο ίσως ενδιαφέρον είναι το δεύτερο (More geometrico). Οι παρατηρήσεις του Macherey για τα ζητήματα της μεθόδου, της διαφοράς ανάμεσα στη μαθηματική και τη φιλοσοφική αλήθεια και τον φορμαλισμό που διέπει (σύμφωνα με τον Hegel) το σπινοζικό σύστημα δίδονται με εξαιρετική σαφήνεια και ακρίβεια. Το αίτημα του Hegel για μια νέα λογική που δεν θα είναι επικεντρωμένη στο μορφικό επίπεδο αλλά στο ίδιο το περιεχόμενο, αναλύεται διεξοδικά. Σε αυτό το πλαίσιο, ασκείται κριτική και στις καρτεσιανές προϋποθέσεις για την προσέγγιση της αλήθειας. Είτε πρόκειται για την καθοδήγηση του πνεύματος είτε την καθοδήγηση της ίδιας της σκέψης, αυτό το οποίο τίθεται τελικά σε εξέταση είναι η ίδια η δυνατότητα της ελευθερίας στην κίνηση, τόσο μεθοδολογικά όσο και στοχαστικά. Αλλά ταυτόχρονα, αυτό το οποίο αποτελεί το βασικό πεδίο διαπραγματεύσεων είναι η γνώση και οι τρόποι επαφής με αυτή: είναι η γνώση διαδικασία ή κατάληξη; Μπορεί η επιλογή μιας συγκεκριμένης αρχής (ξεκινήματος) να προκαθορίσει και την κατάληξη; Σε αυτό το πλαίσιο, ο Macherey καταφεύγει τόσο στον Παρμενίδη όσο και στον Αριστοτέλη, σε μια προσπάθεια να θέσει επίσης το ζήτημα της οριοθέτησης, του μέτρου, αλλά και της γνώσης μέσω των αιτιών.


Pierre Macherey

Ο Macherey, διαβάζοντας τον Hegel, μέσα από τη σύνδεση και την εστίαση στον Spinoza, επιτυγχάνει να σκηνοθετήσει μια ιδιοφυή διάταξη όπου οι Hegel και Spinoza, σε συνεχή κίνηση, άλλες φορές μοιάζουν να είναι σε απόσταση και άλλες σε μία ασυνήθιστη ενότητα. Ανάμεσα σε αυτές τις δύο θέσεις, ο Macherey χρησιμοποιεί την έννοια του σπινοζικού καθρέφτη όπου άλλες φορές ο Hegel αναγνωρίζει τον εαυτό του και άλλες φορές αρνείται πεισματικά να τον δει. Το αποτέλεσμα τελικά είναι αυτό μιας δυναμικής, παραμορφωμένης εικόνας. Ο Hegel επιβάλει μια παραμορφωτική εικόνα του Spinoza (και σε βάρος του Spinoza) προκειμένου να συγκαλυφθούν οι αντιφάσεις του εγελιανού συστήματος, η οποία όμως καταλήγει να είναι η παραμορφωμένη αυτοεικόνα του ίδιου του Hegel. Ωστόσο, η σκηνοθεσία του Macherey μπορεί να νοηθεί σε τελική ανάλυση και ως μια διακριτή διαλεκτική μέθοδος. Μέσα από το δίκτυο των οπτικών γωνιών του Hegel, του Spinoza, αλλά και της φαντασίας, της νόησης και του απολύτου, ο Macherey επιχειρεί να παγιδεύσει, με σύμμαχο τον χρόνο, την ίδια την κίνηση της σκέψης, θέτοντας τις βασικές απροσδιοριστίες που τη διέπουν ως προς τη σχέση της με τη γνώση και την αλήθεια.

ΒΡΕΙΤΕ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΣΤΟΝ ΙΑΝΟ:
«Hegel ή Spinoza»
ΤΟΥ Pierre Macherey

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: