Το δέντρο με τους βώλους

Μετάφραση: Ανδρέας Τσάκας
Το δέντρο με τους βώλους

Στον Αντρέ Μαλ­ρώ

Τα γλυ­κύ­τε­ρα φα­ντά­σμα­τα εί­ναι τα φα­ντά­σμα­τα των δέ­ντρων
[Μο­νό­στι­χο του Emmanuel LochaΣ.τ.Μ.]

Εί­χα τη με­γά­λη τι­μή να γνω­ρί­σω τον Πί­τερ χά­ρη σε ένα κρύ­ω­μα. Εί­χε βου­λιά­ξει στο κρε­βά­τι του, σκε­πα­σμέ­νος μέ­χρι τη μύ­τη και μ’ ένα ξαν­θό τσου­λού­φι στο μά­τι. Θυ­μά­μαι πως αμέ­σως ανα­γνώ­ρι­σα το χα­ρι­τω­μέ­νο πι­τσι­ρί­κο που συ­να­ντού­σα κά­ποιες φο­ρές στη Νό­ρε­πλαντς. Οι γο­νείς του κά­λε­σαν τον πιο κο­ντι­νό για­τρό, αυ­τόν που έμε­νε στο ίδιο κτή­ριο, χω­ρίς καν να ασχο­λη­θούν με την ει­δι­κό­τη­τά μου. Ίσως και να σκέ­φτη­καν ότι τα λαι­μά εί­ναι μέ­ρος της ει­δι­κό­τη­τας του «γα­στρε­ντε­ρο­λό­γου», της λέ­ξης που, χρό­νια τώ­ρα, εί­ναι χα­ραγ­μέ­νη πά­νω σε μια πλά­κα στην πόρ­τα μου που γρά­φει το όνο­μα και την ιδιό­τη­τά μου.
Έτσι του­λά­χι­στον φα­ντά­στη­κα αρ­χι­κά, για­τί η ασθέ­νεια του Πί­τερ δεν ήταν απ’ αυ­τές που απαι­τούν επεί­γου­σα θε­ρα­πεία. Έκτο­τε κα­τά­λα­βα πό­σο θε­μι­τή ήταν η ανη­συ­χία τους. Πώς να ξέ­ρουν από τι πά­σχει αυ­τός ο απί­στευ­τος δια­βο­λά­κος, τι μπο­ρεί να σκέ­φτε­ται ο Πί­τερ στις ατέ­λειω­τες ονει­ρο­πο­λή­σεις του και τι εί­ναι ικα­νός να κά­νει; Οι γο­νείς του, όπως συ­χνά συμ­βαί­νει, δεν εί­ναι λι­γό­τε­ρο διο­ρα­τι­κοί από άλ­λους. Και η από­δει­ξη εί­ναι ότι, εκεί­νο το βρά­δυ, η διά­γνω­σή μου εξε­λί­χτη­κε σε μία από τις πιο κο­πιώ­δεις που μου έτυ­χαν πο­τέ.
Ο Πί­τερ έμοια­ζε να απα­ντά στις ερω­τή­σεις μου μό­νο με ψέ­μα­τα. Αι­σθά­νο­μαι κά­ποιες τύ­ψεις που χρη­σι­μο­ποιώ αυ­τή την λέ­ξη. Πράγ­μα­τι, τα ψέ­μα­τα του Πί­τερ εί­ναι τό­σο ιδιαί­τε­ρα ώστε θα έπρε­πε να βρε­θεί κά­ποιο άλ­λο ου­σια­στι­κό για να απο­δί­δει τους, πά­ντα απρό­σμε­νους, πα­ρά­ξε­νους ισχυ­ρι­σμούς που ξε­φουρ­νί­ζει με πυ­ρε­τώ­δη ευ­γλωτ­τία, υπο­γραμ­μί­ζο­ντάς τους με ένα ελα­φρό τικ, το ίδιο πά­ντα, που κά­νει να ανα­ση­κώ­νε­ται το ένα του φρύ­δι. Γε­γο­νός εί­ναι ότι ο Πί­τερ πα­ρα­πο­νιέ­ται για το δά­χτυ­λο όταν πο­νά­ει το στο­μά­χι του, ότι ο Πί­τερ – μ’ ένα χα­μό­γε­λο που κά­νει μό­νο για μέ­να– πα­ρα­πο­νιέ­ται για τ’ αυ­τιά του όταν έχει γδά­ρει το γό­να­τό του.

– Πού πο­νάς Πί­τερ;

Ο Πί­τερ κα­τε­βά­ζει τα σε­ντό­νια που του σκέ­πα­ζαν τη μύ­τη και μού δεί­χνει τον αφα­λό του.

– Εί­ναι σα να έχω κα­τα­πιεί το στο­μά­χι μου, λέ­ει.

Κα­νείς μας δεν χα­μο­γε­λά­ει. Οι γο­νείς του με κοι­τά­ζουν: τρο­μο­κρα­τη­μέ­νοι.
Τον ακρο­ά­ζο­μαι, εξε­τά­ζω την κοι­λια­κή χώ­ρα.

– Εδώ, του λέω, εδώ πο­νάς;

Ο Πί­τερ κου­νά­ει το κε­φά­λι.

– Σί­γου­ρα εδώ.
– Όχι, μουρ­μου­ρί­ζει. Δεν πο­νάω πια. Έχω πυ­ρε­τό.

Εί­ναι αλή­θεια ότι ο Πί­τερ έχει 38o πυ­ρε­τό και εί­ναι κα­τα­κόκ­κι­νος. Μέ­νω δί­πλα του πά­νω από ένα τέ­ταρ­το, τον εξε­τά­ζω από όλες τις πλευ­ρές, του λέω να ανα­πνεύ­σει, να βή­ξει – και αι­σθά­νο­μαι ότι η εμπι­στο­σύ­νη του πα­τέ­ρα του, όσο με κοι­τά­ζει, συ­νε­χώς μειώ­νε­ται. Ζη­τάω, τέ­λος, μια λά­μπα για να εξε­τά­σω το λαι­μό του. Εί­ναι αρ­κε­τά ερε­θι­σμέ­νος.
Κά­νω, λοι­πόν, με αθώα φω­νή:

– Και ο λαι­μός σου, του λέω αδιά­φο­ρα, πο­νά­ει όταν κα­τα­πί­νεις;
– Δεν ξέ­ρω, λέ­ει ο Πί­τερ. Και, με­τά από μια παύ­ση: Σπά­νια κα­τα­πί­νω…

Στη συ­νέ­χεια, την ώρα που εξε­τά­ζω το λευ­κό των μα­τιών του, συ­μπλη­ρώ­νει βια­στι­κά: ο πυ­ρε­τός τα χα­λά­ει όλα!
Πιά­νω το χέ­ρι του που καί­ει και του λέω γε­λώ­ντας ότι αυ­τός ο πα­λιο-πυ­ρε­τός δεν θα κα­τα­φέ­ρει να μας κά­νει εμάς να τα χα­λά­σου­με. Κα­τά­λα­βε, μου κλεί­νει το μά­τι – κι έτσι ξε­κί­νη­σε η φι­λία μας. Συ­να­ντιό­μα­στε κα­θη­με­ρι­νά στο πλα­τύ­σκα­λο του ορό­φου μου. Δέ­νο­μαι μα­ζί του όλο και πιο πο­λύ και συ­χνά στε­κό­μα­στε στη Νό­ρε­πλαντς και μι­λά­με για ώρα. Με χα­μη­λή φω­νή, όμως, για­τί οι συ­ζη­τή­σεις μας εί­ναι τό­σο πα­ρά­ξε­νες που και ο πλέ­ον ευ­φά­ντα­στος πε­ρα­στι­κός θα μας έπαιρ­νε για τρε­λούς. Επτά χρό­νια τού ήταν αρ­κε­τά –αν και νο­μί­ζω ότι εί­ναι μι­κρό­τε­ρος– ώστε να ανα­πτύ­ξει την ανη­συ­χη­τι­κή ικα­νό­τη­τα να πι­στεύ­ει, μάλ­λον κα­τά το ήμι­συ όπως νο­μί­ζω, στα γε­γο­νό­τα που φα­ντά­ζε­ται.
Εί­χα κα­τά και­ρούς κα­τα­γρά­ψει στο ση­μειω­μα­τά­ριό μου ορι­σμέ­νες απ’ αυ­τές τις φρά­σεις και τις ανέ­φε­ρα στους γύ­ρω μου. Μου κά­νει πε­ρί­ερ­γες εκ­μυ­στη­ρεύ­σεις που τις πε­ρισ­σό­τε­ρες φο­ρές με φέρ­νουν σε αμη­χα­νία και τό­τε κοι­τά­ζω τα ελα­φρώς σχι­στά μά­τια του, που τα προ­στα­τεύ­ει ένα πλή­θος βλε­φα­ρί­δων. Εί­ναι όμως αδύ­να­το να δια­κρί­νω το πο­σο­στό ει­λι­κρί­νειας, αν μπο­ρώ να το πω έτσι, που απαρ­τί­ζει αυ­τά τα «ψέ­μα­τα». Προ ολί­γων ημε­ρών μου έδει­ξε με το δά­χτυ­λο την κρή­νη της Νό­ρε­πλαντς.

– Από πού νο­μί­ζεις, μου εί­πε, ότι πί­νει όλο αυ­τό το νε­ρό που δί­νει; Σί­γου­ρα από μια άλ­λη κρή­νη. Και η άλ­λη κρή­νη, από πού πί­νει; Από μια τρί­τη! Κι εκεί­νη; Από κά­ποια άλ­λη πά­λι! Έτσι, κά­θε κρή­νη έχει κά­ποιους προ­γό­νους και άπει­ρα εγ­γό­νια. Εδώ όμως, όπως βλέ­πεις κι εσύ, δεν υπάρ­χει κα­μία άλ­λη σε όλη την πε­ριο­χή! Άρα, αυ­τή εδώ εί­ναι σχε­δόν πε­θα­μέ­νη, αφού εί­ναι η τε­λευ­ταία. Εί­ναι μια πε­θα­μέ­νη που πρέ­πει να τη θά­ψου­με! Εί­ναι το τέ­λος, λέ­ει ο Πί­τερ· πά­ει η κρή­νη! Για να κα­τα­λή­ξει, κου­νώ­ντας τα μι­κρά του χέ­ρια: Εί­ναι αλή­θεια ότι θά­βε­ται μό­νη της· μού το εί­πε. Κι εμείς εί­μα­στε κρή­νες. Έτσι γεν­νιού­νται τα παι­διά.

Και, αμέ­σως με­τά, βά­ζει τα χέ­ρια του στις τσέ­πες και μου δεί­χνει τους και­νού­ριους βώ­λους του:

– Κι αυ­τοί πά­ντα στρογ­γυ­λοί, ανα­στε­νά­ζει βα­θιά απο­γοη­τευ­μέ­νος, βα­ρέ­θη­κα!

Του πιά­νω το χέ­ρι και προ­σπα­θώ, σε τό­νο εκ­μυ­στη­ρευ­τι­κό, να δια­κό­ψω την ακού­ρα­στη φω­νή του, τον αστεί­ρευ­το λό­γο που τον κα­τα­κυ­ριεύ­ει.

– Μα Πί­τερ, του λέω, εάν οι βώ­λοι σου δεν ήταν στρογ­γυ­λοί, πώς θα κυ­λού­σαν; Το έχεις σκε­φτεί αυ­τό;
– Α, τους ξέ­ρω κα­λά, μου απα­ντά αμέ­σως: Θα εύ­ρι­σκαν κά­ποιο τρό­πο. Και με­τά, χα­μη­λώ­νο­ντας τη φω­νή προ­σθέ­τει: ξέ­ρω βώ­λους που δεν εί­ναι στρογ­γυ­λοί· εί­ναι οι βώ­λοι των άλ­λων. Εί­ναι θαυ­μά­σιο! Όταν, όμως, τους κερ­δί­σεις, όταν εί­ναι δι­κοί σου, ξα­να­γί­νο­νται στρογ­γυ­λοί, όπως όλοι οι βώ­λοι. Δεν εί­ναι θλι­βε­ρό;

Όπο­τε μι­λά­ει έτσι, τον πα­ρα­τη­ρώ κρυ­φά και τον λο­ξο­κοι­τά­ζω. Κα­μιά πο­νη­ριά στο πρό­σω­πό του. Εί­ναι σο­βα­ρός, σχε­δόν βα­ρύς. Έχω την αί­σθη­ση ότι κά­τι θέ­λει να εκ­φρά­σει. Αυ­τή η στρογ­γυ­λό­τη­τα για την οποία μι­λά με τέ­τοια πε­ρι­φρό­νη­ση και με­λαγ­χο­λία, πρέ­πει να έχει γι αυ­τόν κά­ποιο κρυμ­μέ­νο νό­η­μα. Πο­λύ συ­χνά νο­μί­ζω ότι κα­τα­φέρ­νω να μα­ντέ­ψω τη σκέ­ψη του και να δώ­σω κά­ποιο νό­η­μα στις φαι­νο­με­νι­κές ασυ­ναρ­τη­σί­ες του. Αυ­τές, όμως, οι εξη­γή­σεις, οι διευ­κρι­νή­σεις, πο­τέ δεν προ­έρ­χο­νται από τον ίδιο.

– Τι δια­φο­ρά βλέ­πεις, του λέω πά­λι, ανά­με­σα σε ένα βώ­λο στρογ­γυ­λό και έναν που δεν εί­ναι;

Ο Πί­τερ δεν απα­ντά. Με κα­νέ­να τρό­πο δε θα μου πει τι εί­ναι ένας βώ­λος που «ξα­νά­γι­νε στρογ­γυ­λός». Θα το πα­ρα­κάμ­ψει, θα μι­λή­σει για κά­τι άλ­λο ή ακό­μα θα κά­νει σαν να μην το άκου­σε. Τό­τε κι εγώ πα­ραι­τού­μαι. Νοιώ­θω μια πε­ρί­ερ­γη αδυ­να­μία, μια ακό­μα πιο πε­ρί­ερ­γη από­λαυ­ση να κα­ταρ­γή­σω την από­στα­ση που δη­μιούρ­γη­σε με­τα­ξύ μας η ερώ­τη­σή μου αυ­τή. Κά­νω πί­σω, για­τί εί­ναι ση­μα­ντι­κό να μη χά­σω την εμπι­στο­σύ­νη του Πί­τερ. Υπο­χω­ρώ λοι­πόν και συν­δέ­ο­μαι ξα­νά με το κα­τα­πλη­κτι­κό πι­τσι­ρί­κι.

– Αλή­θεια εί­ναι, λέω κου­ρα­σμέ­να. Μό­λις γί­νουν δι­κοί σου οι βώ­λοι, αμέ­σως ξα­να­γί­νο­νται στρογ­γυ­λοί! Εί­ναι σαν τις του­λί­πες. Κα­τά­λα­βα. Ο Πί­τερ χαί­ρε­ται, εφό­σον δέ­χο­μαι τον δι­κό του τρό­πο. Τα μά­τια του λά­μπουν. Το χέ­ρι του γαν­τζώ­νε­ται στο μα­νί­κι μου και το τρα­βά­ει με οι­κειό­τη­τα. Ανα­γνω­ρί­ζω αυ­τό το ση­μά­δι, την αδιά­ψευ­στη από­δει­ξη της φι­λί­ας μας.

Τό­τε με κοι­τά­ζει στα μά­τια και, σαν για να μου αντα­πο­δώ­σει τη χά­ρη ψι­θυ­ρί­ζει, σα να έχει πει­στεί:

– Ναι, εί­ναι ακρι­βώς όπως με τις του­λί­πες.

Όμως αυ­τό εί­ναι από τα λί­γα πα­ρα­δείγ­μα­τα όπου μπο­ρώ, ορια­κά, κά­πως να προ­σα­να­το­λι­στώ. Συ­νή­θως παί­ζω την κω­μω­δία μέ­χρι τέ­λους, κο­λυ­μπάω πί­σω από κεί­νον και πιά­νω κά­ποια στιγ­μή τον εαυ­τό μου σε πλή­ρη πα­ρα­λο­γι­σμό, αλ­λά και με μια πε­ρί­ερ­γη ανα­τρι­χί­λα από­λαυ­σης. Σκέ­φτο­μαι και τους συ­να­δέλ­φους και τους πε­λά­τες μου, αν άκου­γαν ξαφ­νι­κά δια­λό­γους σαν αυ­τόν:

– Σή­με­ρα, λέ­ει ο Πί­τερ, εί­δα όλα τα κα­πέ­λα του νε­ρού.

Και επει­δή με βλέ­πει κά­πως σα­στι­σμέ­νο:

– Το νε­ρό κά­θε­ται στην άκρη της δε­ξα­με­νής. Και πλέ­κει, πλέ­κει. Το εί­δες; Τρία κα­πέ­λα μέ­σα σε μια μέ­ρα! Ένα λευ­κό, ένα πρά­σι­νο, ένα γα­λά­ζιο. Το νε­ρό εί­ναι τρε­λό.
– Ναι, του λέω. Πα­ρ’ό­λα τα κα­πέ­λα, το νε­ρό δεν έχει μά­θει να χαι­ρε­τά. Το νε­ρό σή­με­ρα εί­ναι αγε­νές. Πώς το εξη­γείς αυ­τό;

Τό­τε ο Πί­τερ με πλη­σιά­ζει στις μύ­τες των πο­διών, πλη­σιά­ζει στο αυ­τί μου σα να πρό­κει­ται να μου εμπι­στευ­τεί κά­ποιο με­γά­λο και ση­μα­ντι­κό μυ­στι­κό. Όμως δεν λέ­ει τί­πο­τα. Μό­νο σφίγ­γει τα λε­πτά του χεί­λη και σιω­πά. Με­τά, γυ­ρί­ζει προς το μέ­ρος μου και με στα­θε­ρή και ήρε­μη φω­νή:

– Έτσι δεν εί­ναι; κά­νει. Με­τά γε­λά­ει με ένα θριαμ­βευ­τι­κό γέ­λιο, το γέ­λιο αυ­τού που έκα­νε μια προ­φα­νή ανα­κά­λυ­ψη.
– Ασφα­λώς, του λέω, και πά­λι εσύ εί­σαι σω­στός. Πώς να χαι­ρε­τή­σει κά­ποιος που εί­ναι τρε­λός, πώς να χαι­ρε­τή­σει όταν έχει χά­σει τα λο­γι­κά του; Εί­ναι όλως διό­λου αδύ­να­το.

Και του δί­νω το χέ­ρι, για­τί έτσι χαι­ρε­τιό­μα­στε πά­ντα, από­λυ­τα σύμ­φω­νοι, με κά­ποια φρά­ση που να απο­δει­κνύ­ει τη συ­νεν­νό­η­σή μας και τις κοι­νές μας από­ψεις.
Δεν πρέ­πει να νο­μί­σει κα­νείς, όμως, ότι μό­νο πα­ρό­μοιες συ­ζη­τή­σεις τρο­φο­δο­τούν τις συ­να­ντή­σεις μας. Μι­λά­ει και γι’ άλ­λα πράγ­μα­τα ο Πί­τερ. Μου μι­λά­ει συ­χνά για τους ασθε­νείς μου με ιδιαί­τε­ρη φρο­ντί­δα και δεί­χνει εν­δια­φέ­ρον γι αυ­τούς, πολ­λές φο­ρές με πά­θος. Μα­θαί­νει κα­θη­με­ρι­νά τα νέα του φί­λου μου του Τεό, για τον οποίο του μι­λάω συ­χνά και, μο­λο­νό­τι δεν τον γνω­ρί­ζει, πε­ρι­βάλ­λει το όνο­μά του με ένα συ­γκι­νη­τι­κό εν­δια­φέ­ρον. Προ­πά­ντων μα­ντεύ­ει, κα­τά πε­ρί­ερ­γο τρό­πο, ότι ο φί­λος μου εί­ναι από τους ασθε­νείς που δεν θα αρ­γή­σω να του πω ότι πέ­τα­ξε μα­κριά.
Σί­γου­ρα δεν πράτ­τω σω­στά να εν­θαρ­ρύ­νω τη μυ­θο­μα­νία του, όμως, από την άλ­λη, δεν πα­ρα­λεί­πω να του συ­νι­στώ άσκη­ση, υδρο­θε­ρα­πεία και κρέ­ας ψη­τό με το αί­μα του. Ο Πί­τερ εί­ναι μάλ­λον αδύ­να­τος, χλω­μού­τσι­κος και νευ­ρι­κός. Το ντε­λι­κά­το πα­ρου­σια­στι­κό του απέ­χει πο­λύ απ’ το να εί­ναι εύ­θραυ­στο. Πρό­κει­ται για ένα ξω­τι­κό, αρ­κε­τά μυώ­δες, με τρό­πο φί­νο όμως, όπως αρ­μό­ζει στους μυς ενός που­λιού. Κά­ποιες φο­ρές τα αει­κί­νη­τα μά­τια του, η φω­νή του που βγά­ζει οξεί­ες και σύ­ντο­μες κραυ­γές, μου φέρ­νουν στο μυα­λό χε­λι­δό­νι. Έχει τη δι­κή του ευ­κι­νη­σία και η σκέ­ψη του, που πά­ντα δι­χά­ζε­ται, με κά­νουν επί­σης να σκέ­πτο­μαι το αγα­πη­μέ­νο μου που­λί.
Κι αν εί­χα γο­να­τί­σει στο μπαλ­κό­νι μου εκεί­νη τη μέ­ρα, κι αν έκα­να τους γεί­το­νές μου να χα­μο­γε­λουν, σί­γου­ρα θα θε­ω­ρεί­τε ότι εί­χα σο­βα­ρούς λό­γους γι’ αυ­τό. Εί­χα δει τον φί­λο μου τον Πί­τερ στη μέ­ση της Νό­ρε­πλαντς και η σκη­νή που δια­δρα­μα­τι­ζό­ταν εκεί, κά­τω από τα πό­δια μου, μου κι­νού­σε την πε­ριέρ­γεια. Ίσως να μην έγι­νε αντι­λη­πτή από τους λι­γο­στούς δια­βά­τες που κυ­κλο­φο­ρού­σαν στην πλα­τεία. Εί­ναι αλή­θεια ότι η Νό­ρε­πλαντς έχει, κα­τά κα­νό­να, ελά­χι­στη κί­νη­ση, οι πε­ρα­στι­κοί δεν πα­ρα­μέ­νουν εκεί για πο­λύ, εξαι­τί­ας του βο­ριά ο οποί­ος την κά­νει συ­χνά δι­κή του αρέ­να και στρο­βι­λί­ζε­ται πά­νω σ’ αυ­τή την πέ­τρι­νη σκη­νή του τσίρ­κου με πεί­σμα και κα­κή διά­θε­ση, από­λυ­τα προ­φα­νή. Εί­ναι ο μό­νος θό­ρυ­βος που ενο­χλεί, κά­ποιες φο­ρές, τους ασθε­νείς μου, αφού η κλι­νι­κή όπου ερ­γά­ζο­μαι βρί­σκε­ται επί­σης στη Νό­ρε­πλαντς, απέ­να­ντι από το σπί­τι μου.
Αυ­τή η Νό­ρε­πλαντς δεν έχει τί­πο­τε το ιδιαί­τε­ρο και δυ­σκο­λεύ­ο­μαι κά­πως να την πε­ρι­γρά­ψω. Οι τε­ρά­στιες δια­στά­σεις της την κά­νουν να μοιά­ζει με όλες τις πλα­τεί­ες που συ­να­ντά­με στις πό­λεις του Βορ­ρά, έτσι όπως πε­ρι­βάλ­λε­ται από ψη­λά, φραγ­μέ­να με κρύα πα­ρα­θυ­ρό­φυλ­λα κτή­ρια, από­λυ­τα όμοια με­τα­ξύ τους. Ίσως πρέ­πει να πού­με ακό­μα ότι στο μέ­σον αυ­τής της γκρί­ζας και λευ­κής έκτα­σης δε­σπό­ζει μια κρή­νη. Πρό­κει­ται για μια ασή­μα­ντη κρή­νη. Θέ­λω να πω ότι δεν δί­νει πα­ρά ένα και μο­να­δι­κό πί­δα­κα νε­ρού, φρό­νι­μο και με­θο­δι­κό. Ενί­ο­τε ξε­φεύ­γει, πι­τσι­λά­ει τη στε­νή λε­κά­νη και τό­τε μας γεν­νιέ­ται η ελ­πί­δα ότι μια κά­ποια με­τα­βο­λή, ένα απρό­βλε­πτο κα­πρί­τσιο θα κυ­ριεύ­σει την μο­νό­το­νη ροή. Πρό­κει­ται φυ­σι­κά για αυ­τα­πά­τη. Έχω δια­πι­στώ­σει ότι αυ­τά τα τα­πει­νά σκιρ­τή­μα­τα που κά­ποιες φο­ρές δεί­χνουν ότι τη ζω­ντα­νεύ­ουν, πο­τέ δεν οφεί­λο­νται στην ίδια την κρή­νη. Όχι. Πρό­κει­ται και πά­λι, όπως και πά­ντα, για τον βο­ριά, που με ένα ξαφ­νι­κό του φύ­ση­μα αλ­λά­ζει τη ροή του νε­ρού.
Ένα σι­δε­ρέ­νιο κι­γκλί­δω­μα πε­ρι­βάλ­λει την κρή­νη αυ­τή και πά­νω του βλέ­που­με να σκαρ­φα­λώ­νουν, για λί­γα λε­πτά μό­νο, τα παι­διά του δη­μο­τι­κού.
Αυ­τή εί­ναι η Νό­ρε­πλαντς που προ­σπα­θώ να δεί­ξω, κα­θό­σον η ιστο­ρία που δι­η­γού­μαι δια­δρα­μα­τί­ζε­ται κυ­ρί­ως πά­νω στην κρύα επι­φά­νειά της. Φα­ντα­στεί­τε την ακό­μα πιο κρύα και πιο άδεια, απ’ όσο δεν κα­τά­φε­ρα να σας δεί­ξω. Θα έρ­θε­τε επί­σης πιο κο­ντά στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα αν πεί­τε ότι δεν υπάρ­χει ού­τε σκιά ζω­ντα­νή, σκιά που να κι­νεί­ται θέ­λω να πω, δε­δο­μέ­νου ότι πά­νω στην σκλη­ρή άσφαλ­το δεν φύ­ο­νται πα­ρά μό­νο φα­νο­στά­τες. Οι οποί­οι, αντί­θε­τα, εί­ναι πά­μπολ­λοι. Όμως, η από­στα­ση που χω­ρί­ζει τον ένα από τον άλ­λο εί­ναι με­γά­λη. Ίσως αυ­τός να εί­ναι και ο λό­γος που ο κα­θέ­νας δεί­χνει να αγνο­εί τον γεί­το­νά του, απο­τε­λώ­ντας έτσι την ακρι­βή απει­κό­νι­ση μιάς ομά­δας μο­να­χι­κών όντων, αναί­τια συ­γκε­ντρω­μέ­νων. Λη­σμό­νη­σα να πω ότι το με­ση­μέ­ρι, οι δώ­δε­κα χτύ­ποι του ρο­λο­γιού του Δη­μαρ­χεί­ου, φτά­νουν μέ­χρι τη Νό­ρε­πλαντς και φέρ­νουν έναν, κά­ποιον, αέ­ρα ζω­ντα­νής επι­και­ρό­τη­τας. Τις υπό­λοι­πες ώρες της ημέ­ρας πλέ­ει μέ­σα σε μια αέ­ρι­νη, με­τέ­ω­ρη ησυ­χία και μοιά­ζει πο­λύ με τη θύ­μη­ση που κρα­τάω απ’ αυ­τήν όπο­τε απου­σιά­ζω από την ωραία πό­λη μας. Έτσι ακρι­βώς: αν και εί­ναι μπρο­στά στα μά­τια σας, εί­ναι ίδια με μια ει­κό­να που έχε­τε στη μνή­μη, πι­στή ει­κό­να, σί­γου­ρα, όμως μα­κρι­νή και κά­πως ξε­θω­ρια­σμέ­νη.

Γί­νε­ται κα­τα­νοη­τή, λοι­πόν, η πε­ριέρ­γειά μου όταν σας δια­βε­βαιώ­νω ότι, εκεί­νο το από­γευ­μα, η Νό­ρε­πλαντς ήταν πλημ­μυ­ρι­σμέ­νη από κό­σμο.
Οι δια­πε­ρα­στι­κές κραυ­γές αυ­τού του πα­ρά­ξε­νου πλή­θους έφτα­ναν μέ­χρι το πα­ρά­θυ­ρό μου σαν ένα σμή­νος που­λιών. Δεν πί­στευα στα αυ­τιά μου. Εί­ναι αλή­θεια ότι οι τρεις ή τέσ­σε­ρις φω­να­κλά­δι­κες ομά­δες απο­τε­λού­νταν απο­κλει­στι­κά από παι­διά. Το δη­μο­τι­κό σχο­λείο ήταν στα πό­δια μου, σε πλή­ρη απαρ­τία, και πα­ρ’ό­τι έπε­φτε το βρά­δυ, μπο­ρού­σα να πα­ρα­κο­λου­θώ, χά­ρη στο χιό­νι, πά­νω στο οποίο δια­γρά­φο­νταν οι φι­γού­ρες τους, κά­θε κί­νη­ση των μα­θη­τών. Δεν διέ­σχι­ζαν την πλα­τεία όπως συ­νή­θως, με τά­ξη και ησυ­χία. Κά­τι ολωσ­διό­λου πα­ρά­δο­ξο πρέ­πει να εί­χε τρα­βή­ξει την προ­σο­χή τους και τα έκα­νε να βγά­ζουν κραυ­γές μά­χης, θριάμ­βου, κά­ποιες φο­ρές και πό­νου, που δεν άρ­γη­σαν να ξε­ση­κώ­σουν πολ­λούς κα­τοί­κους, σκυμ­μέ­νους στα μπαλ­κό­νια τους. Πρό­σε­ξα, με αρ­κε­τή ευ­χα­ρί­στη­ση, ότι ο Πί­τερ ήταν επι­κε­φα­λής της όλης επι­χεί­ρη­σης. Έτρε­χε, έσκυ­βε, μά­ζευε κά­τι αό­ρα­το και ξα­νάρ­χι­ζε την κα­τα­δί­ω­ξη με το κε­φά­λι του σκυμ­μέ­νο. Κά­θε φο­ρά που έδει­χνε ότι εί­χε βρει κά­τι και­νού­ριο, ότι μά­ζευε από τη χιο­νι­σμέ­νη άσφαλ­το το άγνω­στο αντι­κεί­με­νο, άλ­λα παι­διά ορ­μού­σαν πά­νω του, τον έσπρω­χναν, τον έκα­ναν να χά­νει την ισορ­ρο­πία του, τον χτυ­πού­σαν δυ­να­τά με κα­τρα­πα­κιές. Δύ­σκο­λο όμως να νι­κή­σουν αυ­τόν τον ιπτά­με­νο δαί­μο­να. Ο Πί­τερ απέ­φευ­γε τον εχθρό, πε­ρι­στρε­φό­ταν στον αέ­ρα, ξε­γε­λού­σε, με απί­στευ­τη σβελ­τά­δα την, κά­πως βα­ριά, μα­νία των άλ­λων. Ξαφ­νι­κά, έπε­φτε μπρού­μυ­τα, άρ­πα­ζε την πο­λυ­πό­θη­τη λεία και τον βλέ­πα­με να τρέ­χει, με τον μπε­ρέ μέ­χρι τα μά­τια, και το χέ­ρι του σφι­χτά πά­νω στο στή­θος, ώστε να προ­στα­τεύ­ει την πε­ριου­σία του και να την με­τα­φέ­ρει όπως κά­νουν τα που­λιά και οι έντρο­μες γά­τες που φρο­ντί­ζουν να προ­στα­τέ­ψουν την τρο­φή που κέρ­δι­σαν. Σύ­ντο­μα οι φω­νές στα­μά­τη­σαν. Όλοι ήταν γύ­ρω από τον Πί­τερ. Μπο­ρού­σα να δια­κρί­νω τις γού­βες των δύο χε­ριών του, κα­θώς έδει­χνε με πε­ρη­φά­νεια σε εί­κο­σι σκυμ­μέ­να κε­φα­λά­κια τον πο­λύ­τι­μο θη­σαυ­ρό του. Ακο­λού­θη­σε ένα συμ­βού­λιο και κά­ποιες φω­νές. Εύ­κο­λα κα­τά­λα­βα, όμως, από τις κι­νή­σεις του ότι ο Πί­τερ δεν πα­ρα­χω­ρού­σε τί­πο­τα στους επαί­τες. Πα­ρα­τή­ρη­σα ότι ήταν ο μο­να­δι­κός κά­το­χος του θη­σαυ­ρού και κα­νέ­να άλ­λο παι­δί εκτός από τον ίδιο δεν εί­χε την τύ­χη ή την ικα­νό­τη­τα να κά­νει το ίδιο. Ακο­λού­θη­σα με τον βλέμ­μα τον φί­λο μου κα­θώς διέ­σχι­σε την πλα­τεία και κα­τευ­θύν­θη­κε αρ­γά και θριαμ­βευ­τι­κά προς την πόρ­τα του σπι­τιού μας, αφού πρώ­τα εί­χε αδειά­σει στον μπε­ρέ του, με πο­λύ με­γά­λη προ­σο­χή, τα πο­λύ­τι­μα λά­φυ­ρα. Κι εγώ ξε­κί­νη­σα να τον συ­να­ντή­σω και να μά­θω τα νέα. Τον στα­μά­τη­σα στις σκά­λες.
Ήταν λα­χα­νια­σμέ­νος και υπερ­βο­λι­κά χλω­μός. Δεν κα­τά­φερ­νε καν να απα­ντή­σει. Το τικ στο φρύ­δι του επα­να­λαμ­βα­νό­ταν υπερ­βο­λι­κά συ­χνά.

– Σε εί­δα, εί­πε ασθμαί­νο­ντας με­τά από λί­γο. Τα πα­ρα­κο­λού­θη­σες όλα και ήμου­να νι­κη­τής. Αυ­τοί οι χα­ζοί δεν έβλε­παν τί­πο­τα!

Και κα­θώς επέ­με­να:

– Τί­πο­τα το κα­τα­πλη­κτι­κό, μου εξή­γη­σε φεύ­γο­ντας, –κα­θώς εί­χε αρ­γή­σει– βώ­λοι, βώ­λοι, μό­νο βώ­λοι˙ όχι όμως στρογ­γυ­λοί αυ­τή τη φο­ρά – και ολο­καί­νου­ριοι!

Λί­γα λε­πτά αρ­γό­τε­ρα με κά­λε­σαν επει­γό­ντως στην κλι­νι­κή για τον φί­λο μου τον Τεό. Ο βοη­θός με βε­βαί­ω­σε ότι η κα­τά­στα­σή του εί­χε εμ­φα­νώς χει­ρο­τε­ρέ­ψει. Εδώ και εί­κο­σι τέσ­σε­ρις ώρες, η ασθέ­νειά του γε­νι­κευό­ταν με τα­χύ­τη­τα που κα­νείς μας δεν εί­χε προ­βλέ­ψει. Δεν βιά­στη­κα. Δεν εί­χα πα­ρά να δια­σχί­σω τη Νό­ρε­πλαντς. Εξάλ­λου γνώ­ρι­ζα ότι, δυ­στυ­χώς, δεν μπο­ρού­σα­με να κά­νου­με πολ­λά. Ο Τεό, ο Θε­ό­δω­ρος Πα­νό­που­λος, ήταν κα­τα­δι­κα­σμέ­νος από και­ρό. Μού τον εί­χε συ­στή­σει ο βιο­μή­χα­νος Μπερ­γκιέν, ένας παι­δι­κός του φί­λος – και ο Τεό δεν άρ­γη­σε να γί­νει και δι­κός μου φί­λος. Σύ­ντο­μα άρ­χι­σα να εν­δια­φέ­ρο­μαι πε­ρισ­σό­τε­ρο για τον άν­θρω­πο πα­ρά για τον ασθε­νή. Εί­χε ει­σα­χθεί στο «Rede Körs» εδώ και ένα πε­ρί­που χρό­νο και κά­να­με ό,τι μπο­ρού­σα­με, αν όχι για να τον θε­ρα­πεύ­σου­με, του­λά­χι­στον για να του δί­νου­με την εντύ­πω­ση ότι θα ζή­σει. Αλ­λά νο­μί­ζω πως πα­ρά τις προ­σπά­θειες και τις προ­φυ­λά­ξεις μας, συ­νει­δη­το­ποιού­σε από­λυ­τα την κα­τά­στα­σή του. Δεν εί­χα ανά­γκη από άλ­λη από­δει­ξη πέ­ρα από την αυ­ξα­νό­με­νη βιαιό­τη­τα της νο­σταλ­γί­ας του, αυ­τό το πα­ρά­πο­νο, το κα­θη­με­ρι­νά επα­νερ­χό­με­νο, ότι δεν μπο­ρού­σε να γυ­ρί­σει στον τό­πο του και να δει «μια ακό­μα φο­ρά» το φως της πα­τρί­δας του. Αυ­τός ο Έλ­λη­νας που εί­χε ξε­μεί­νει στα μέ­ρη μας, πά­ντα μας εξέ­πλητ­τε λί­γο. Ήταν επι­κε­φα­λής του δια­φη­μι­στι­κού τμή­μα­τος του Μπερ­γκιέν εδώ και πολ­λά χρό­νια, και πο­τέ άλ­λο­τε δεν εί­χε γί­νει κα­λύ­τε­ρη δια­φή­μι­ση δα­νέ­ζι­κου βου­τύ­ρου.
Απ’ τη στιγ­μή που ο Τεό αρ­χί­ζει να εκ­θειά­ζει ένα ψά­ρι, έναν ου­ρα­νό, μια γυ­ναί­κα ή ο,τι­δή­πο­τε άλ­λο, εί­στε πλέ­ον αιχ­μά­λω­τοι του λό­γου του. Τα πράγ­μα­τα αυ­τά αρ­χί­ζουν να ανα­πνέ­ουν μπρο­στά σας: ο ένας με το φως του, το άλ­λο με τα λέ­πια του· η γυ­ναί­κα, άξαφ­να χει­ρο­πια­στή, μοιά­ζει σαν κλεμ­μέ­νη από την πιο ζω­ντα­νή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Εί­ναι αίφ­νης μια από αυ­τές που έχει συ­γκρα­τή­σει η μνή­μη μας. Πά­ντα θα θυ­μά­μαι μια ρα­πτο­μη­χα­νή στην οποία ανα­φέρ­θη­κε μια μέ­ρα μπρο­στά μου. Όλη νύ­χτα την εί­χα στο μυα­λό μου, με τα στίγ­μα­τα από τις κρύ­ες ανα­λα­μπές του με­τάλ­λου, με τις γα­λά­ζιες κα­μπύ­λες των αντα­να­κλά­σε­ων της να πε­ρι­στρέ­φο­νται γύ­ρω της. Έβλε­πα να γυ­ρί­ζει η απα­στρά­πτου­σα ρό­δα της και το όνο­μα του κα­τα­σκευα­στή τρι­γύ­ρι­ζε στη γλώσ­σα μου! Εί­χα μα­γευ­τεί. Κά­ποια πε­ρι­γρα­φι­κή μα­γεία σάς επέ­βαλ­λε αυ­τές τις χει­μαρ­ρώ­δεις ει­κό­νες, για τη γέν­νη­ση των οποί­ων κι­νη­το­ποιού­νταν μυ­στη­ριω­δώς όλες οι αι­σθή­σεις σας. Αυ­τό οφεί­λε­το στα, πά­ντα απρό­σμε­να, επί­θε­τα του Τεό, ίσως και στη μι­μι­κή του, ιδιαί­τε­ρης εκ­φρα­στι­κής απλό­τη­τας και στην πε­ρί­ερ­γα πει­στι­κή φω­νή του φί­λου μας.

– Η δια­φή­μι­ση, έλε­γε ο Πα­νό­που­λος, εί­ναι ακρι­βώς ίδια με τη δου­λειά του προ­α­γω­γού. Με μιά λέ­ξη, ο Κα­τα­φερ­τζής αυ­το­προ­σώ­πως. Ένας μό­νο τρό­πος υπάρ­χει για να βά­λεις σε πει­ρα­σμό τους αν­θρώ­πους, πρό­σθε­τε· εί­ναι να θέ­σεις σε κί­νη­ση τα γρα­νά­ζια της φα­ντα­σί­ας τους. Και γι’ αυ­τό, φυ­σι­κά, ένας μό­νο τρό­πος υπάρ­χει. Να πεις ψέ­μα­τα, αλ­λά προς τη με­ριά της αλή­θειας. Το πραγ­μα­τι­κό αφε­ντι­κό μου εί­ναι ο Διά­βο­λος!

Αυ­τό ήταν το πι­στεύω του. Έπρε­πε όμως να τον δει κα­νείς να γουρ­λώ­νει τα κα­τά­μαυ­ρα μά­τια του, να τα βλέ­πει να απο­κτούν απί­στευ­τη στα­θε­ρό­τη­τα· το με­λα­χρι­νό, σαν κουρ­σά­ρου, πρό­σω­πό του προ­ση­λω­νό­ταν με έντα­ση προς το αντι­κεί­με­νο που επρό­κει­το να ανα­δεί­ξει και να πε­ρι­γρά­ψει. Μό­λις ο Πα­νό­που­λος ήταν έτοι­μος να αρ­πά­ξει την πο­θη­τή ει­κό­να, τρα­βού­σε τα ρ και πλα­τά­γι­ζε τη γλώσ­σα. Πο­λύ γρή­γο­ρα ήμα­σταν όλοι δέ­σμιοι των πε­ρί­τε­χνων φρά­σε­ων. Ήταν αδύ­να­το να αντι­στα­θού­με.
Τον κοι­τά­ζω από­ψε στο φως του ηλε­κτρι­κού και μου κά­νει εντύ­πω­ση η πα­ρα­μόρ­φω­ση του προ­σώ­που του. Κά­ποια ση­μά­δια δεν ξε­γε­λούν. Ανοί­γει τα μά­τια του, με κοι­τά­ζει, σχε­δόν δεν με ανα­γνω­ρί­ζει. Εδώ και λί­γες ώρες ο πυ­ρε­τός έχει πέ­σει ανη­συ­χη­τι­κά. Το υπο­πρά­σι­νο χρώ­μα του προ­σώ­που του πα­ρα­μέ­νει ίδιο και οι κύ­κλοι κά­τω από τα μά­τια του δεί­χνουν από­ψε σαν υγροί από την αντα­νά­κλα­ση της λά­μπας.
Η νο­σο­κό­μα μου κά­νει νό­η­μα και μου μι­λά­ει με χα­μη­λή φω­νή.

– Ο πυ­ρε­τός έπε­σε, ψι­θυ­ρί­ζει. Πα­ρα­λη­ρού­σε για μια ολό­κλη­ρη ώρα.
– Το γνω­ρί­ζω. Εί­δα το διά­γραμ­μα του πυ­ρε­τού. Αυ­τό ακρι­βώς εί­ναι το ανη­συ­χη­τι­κό. Εκα­τόν τριά­ντα σφυγ­μούς: η καρ­διά μοιά­ζει να μην αντέ­χει... Εσείς έχε­τε υπη­ρε­σία;

Η νο­σο­κό­μα νεύ­ει με το κε­φά­λι κα­τα­φα­τι­κά. Τη γνω­ρί­ζω κα­λά, όμως δεν αντέ­χω να φύ­γω. Του κά­νου­με μια ένε­ση και κά­θο­μαι στο προ­σκέ­φα­λό του.

Αυ­τό ξε­κί­νη­σε σχε­δόν αμέ­σως.

Μπο­ρώ να βε­βαιώ­σω ότι σε όλη μου την κα­ριέ­ρα, πο­τέ δεν ήμου­να πα­ρών σε πα­ρα­λή­ρη­μα τέ­τοιας βιαιό­τη­τας. Ακρι­βο­λο­γώ. Η νο­σο­κό­μα με βε­βαί­ω­νε ότι έτσι ήταν όλο το από­γευ­μα.
Ο ασθε­νής άλ­λα­ζε, πό­τε-πό­τε, θέ­ση. Έφερ­νε το χέ­ρι του στο μέ­τω­πο σαν για να προ­φυ­λά­ξει τα μά­τια του από το δυ­να­τό φως. Στη συ­νέ­χεια το χέ­ρι έδει­χνε σα να μην του ανή­κει και έπε­φτε πά­νω στο κρε­βά­τι με έναν πνι­χτό ήχο.
Αρ­χι­κά, μου ήταν δύ­σκο­λο να πα­ρα­κο­λου­θή­σω τα λό­για του. Έμοια­ζαν σαν συ­νέ­χεια μιας μα­κράς ομι­λί­ας, που εί­χα ξε­χά­σει την αρ­χή της. Βαθ­μιαία, όμως, το πράγ­μα έγι­νε προ­φα­νές. Έσκυ­ψα προς την νο­ση­λεύ­τρια:

– Το κα­τα­λα­βαί­νε­τε; της εί­πα σι­γα­νά· δεν εί­ναι πια η αρώ­στεια και η αδυ­να­μία της καρ­διάς. Εί­ναι αυ­τό που απο­κα­λού­με νο­σταλ­γία.

Με­τά, ζή­τη­σα λί­γο πά­γο. Τί­πο­τα όμως δεν μπο­ρού­σε να στα­θεί πά­νω στο μέ­τω­πο του Πα­νό­που­λου. Βρι­σκό­ταν σε πο­λύ με­γά­λη τα­ρα­χή. Οι λέ­ξεις που χρη­σι­μο­ποιού­σε, οι λέ­ξεις που κραύ­γα­ζε, οι φρά­σεις που δια­δέ­χο­νταν η μία την άλ­λη, όλα υπά­κουαν σε ένα ρυθ­μό που δεν ήταν πια αυ­τός της αν­θρώ­πι­νης φω­νής, αλ­λά ήταν σί­γου­ρα της καρ­διάς του. Του έπαιρ­να την πί­ε­ση κα­τά δια­στή­μα­τα. Ήταν, κα­θώς λέ­με, σα­φώς νη­μα­τοει­δής και χτυ­πού­σε όλο και πιο γρή­γο­ρα.
Πό­σο πο­λύ με­τα­νιώ­νω σή­με­ρα που δεν πή­ρα ένα μο­λύ­βι για να κα­τα­γρά­ψω αυ­τό το θαυ­μα­στό μο­νό­λο­γο! Έχω συ­γκρα­τή­σει κά­ποιες ει­κό­νες, κά­ποιες ασύν­δε­τες φρά­σεις και δε θα προ­σπα­θή­σω καν να μι­μη­θώ από μνή­μης, να ανα­συ­στή­σω μέ­σω μιας ήδη εξα­σθε­νη­μέ­νης θύ­μη­σης, αυ­τό το πα­θια­σμέ­νο κά­λε­σμα, τη σφο­δρή έκ­κλη­ση που εξε­λισ­σό­ταν με τρό­πο ιλιγ­γιώ­δη μέ­σα στο μι­σο­φω­τι­σμέ­νο δω­μά­τιο, κα­θώς τη διέ­κο­πταν στε­ναγ­μοί, λυγ­μοί και ατέ­λειω­τες σιω­πές.
Μπο­ρώ να σας δια­βε­βαιώ­σω ότι ο δυ­στυ­χής φί­λος μου κα­τά­φε­ρε ένα θαύ­μα, να σβή­σει ο ίδιος ολο­κλη­ρω­τι­κά, με μιά λέ­ξη να εξα­φα­νι­στεί, παίρ­νο­ντας μα­ζί το κρε­βά­τι του, τους τοί­χους του δω­μα­τί­ου και την ίδια τη νο­σο­κό­μα.
Στή θέ­ση τους έβλε­πα ήδη να συ­στρέ­φο­νται δυ­να­τές ρί­ζες.
Η θαυ­μα­στή δύ­να­μη του λό­γου! Έβλε­πα ήδη το δι­κό του το­πίο: τη γυ­μνή ακτή, νε­κρω­μέ­νη από τον ήλιο, τσα­κι­σμέ­νη κά­τω από τις αμεί­λι­κτες ακτί­νες του. Στη συ­νέ­χεια ακο­λού­θη­σε σιω­πή και διέ­κρι­να, σαν σε όνει­ρο, το χέ­ρι του Πα­νό­που­λου να προ­στα­τεύ­ει και πά­λι τα μά­τια του από τη λάμ­ψη ενός ανύ­παρ­κτου ήλιου. Σύ­ντο­μα, το χέ­ρι του έπε­σε, ξυ­στά σχε­δόν από το αμπα­ζούρ της λά­μπας, κά­νο­ντάς το να τα­λα­ντευ­τεί λί­γο.
Η ανα­πνοή του γι­νό­ταν δύ­σκο­λη. Σιω­πού­σε, και με­τά η φω­νή του, σαν κά­τι να την εί­χε κε­ντρί­σει, ξα­νάρ­χι­ζε πιο δυ­να­τή.
Εί­χα την εντύ­πω­ση ότι οι λα­χα­νια­στές φρά­σεις του γύ­ρι­ζαν γύ­ρω από το δέ­ντρο. Βού­ι­ζαν, στα­μα­τού­σαν, έσκα­γαν ξα­νά. Στέ­κο­νταν εδώ κι εκεί, πε­ρι­γρά­φο­ντας τον μυώ­δη κορ­μό, την αθέ­α­τη ανά­πτυ­ξη των κλα­διών. Έβλε­πα τη ρω­μα­λέα συ­στρο­φή του, προ­σα­να­το­λι­σμέ­νη προς το φως, να τεί­νει προς τον αλ­μυ­ρό αέ­ρα, κό­ντρα στον οποίο τυ­λι­γό­ταν και ξε­τυ­λι­γό­ταν αστα­μά­τη­τα η ογκώ­δης σπεί­ρα κα­θώς με­γά­λω­νε.
Έμοια­ζαν με θαύ­μα όλα τού­τα. Το χά­ρι­σμα του Πα­νό­που­λου άγ­γι­ζε μια αυ­θόρ­μη­τη τε­λειό­τη­τα, κα­θώς το πα­ρα­λή­ρη­μα, από μό­νο του, ελευ­θέ­ρω­νε αυ­τά τα ορά­μα­τα και η σύγ­χι­ση με­σα στην οποία γεν­νιό­ντου­σαν τα έκα­νε πιο υπο­βλη­τι­κά.
Δεν θυ­μά­μαι πια τις λέ­ξεις που χρη­σι­μο­ποιού­σε ο καη­μέ­νος ο φί­λος μας πε­ρι­γρά­φο­ντας το φυ­τι­κό τέ­ρας. Τί­πο­τα σχε­δόν δεν έχει μεί­νει στη μνή­μη μου από ό,τι έλε­γε. Όμως η φω­νή του δεν ήταν αδιά­φο­ρη. Αντί­θε­τα, ήταν γε­μά­τη λυ­γί­σμα­τα όλο πα­ρά­πο­νο και εκ­κλή­σεις πα­ρά­ξε­νης τρυ­φε­ρό­τη­τας, μέ­σα από τα οποία η ει­κό­να του δέ­ντρου ξε­κα­θά­ρι­ζε όλο και πε­ρισ­σό­τε­ρο. Νο­μί­ζω ότι ήταν η πρώ­τη φο­ρά που ο Πα­νό­που­λος έβα­ζε στις πε­ρι­γρα­φές του μια πραγ­μα­τι­κή συ­γκί­νη­ση, μια θλί­ψη.
Η τρυ­φε­ρό­τη­τα αυ­τή, έλε­γα και ξα­νά­λε­γα, τον βοη­θού­σε να κα­τα­κτή­σει κα­λύ­τε­ρα τη λεία του, ανά­γκα­ζε επί­σης το γι­γά­ντιο δέ­ντρο να αν­θί­ζει, να κου­νά­ει μπρο­στά στα μά­τια μου τις φω­τει­νές κα­μπύ­λες του φυλ­λώ­μα­τός του.
Για­τί τώ­ρα ήταν ορα­τό και το φύλ­λω­μά του.
Με­τά από λί­γο ανα­γνώ­ρι­σα την ελιά.
Ο φί­λος μου έδει­χνε σα να τη βλέ­πει άλ­λο­τε από μα­κριά, άλ­λο­τε από κο­ντά και, κά­ποιες φο­ρές, η φω­νή του θα­’λε­γε κα­νείς ότι περ­νού­σε κά­τω από το λευ­κό δέ­ντρο που την κά­λυ­πτε με τη σκιά του.
Να ’λε­γε άρα­γε ότι αυ­τή η σκιά ήταν κρύα, δρο­σε­ρή, πα­γω­μέ­νη; Δεν ξέ­ρω πια. Αλ­λά θυ­μά­μαι την αντί­θε­ση. Σί­γου­ρα μί­λη­σε για την αντί­θε­ση της σκιάς με το φως. Επει­δή αυ­τή η σκιά ήταν κυ­κλω­μέ­νη από φω­τιά, μια λευ­κή φω­τιά που πρέ­πει να ήταν ο ήλιος της Με­σο­γεί­ου. Η μα­γεία δεν χα­νό­ταν ού­τε στις μα­κρές παύ­σεις του Τεό: το αντί­θε­το. Μου φαι­νό­ταν ότι άκου­γα τον ανε­παί­σθη­το τριγ­μό του φω­τός κα­θώς το πε­ριέ­γρα­φε. Η ησυ­χία ακτι­νο­βο­λού­σε από πα­ντού. Βα­σί­λευε όμως για λί­γο διά­στη­μα, αφού η φω­νή δεν έπαυε να ξα­να­ζω­ντα­νεύ­ει.
Η συ­νε­δρία, το θέ­α­μα διαρ­κού­σε ήδη πά­νω από μια ώρα. Η φω­νή, αντί να ηρε­μή­σει γι­νό­ταν πιο πιε­στι­κή, πιο απαι­τη­τι­κή, αλ­λά και εξα­σθε­νού­σε βαθ­μιαία. Υπήρ­ξε μια κο­ρυ­φαία στιγ­μή οπό­τε νό­μι­σα ότι εί­δα ολό­κλη­ρο το το­πίο, το βρά­χο, τον θά­μνο, την ήρε­μη θά­λασ­σα. Το δέ­ντρο ορ­θω­νό­ταν, σε μια τε­λευ­ταία επί­κλη­ση.
Όσο κι αν αυ­τό φαί­νε­ται πε­ρί­ερ­γο, το φα­ντα­ζό­μου­να με­σα στο κα­τα­με­σή­με­ρο, αλ­λά και τη νύ­χτα ταυ­τό­χρο­να, φω­τι­σμέ­νο απ’ το λευ­κό του φα­ντά­σμα­τος, κα­θώς βού­ι­ζαν τα αστέ­ρια και οι μέ­λισ­σες, την ίδια στιγ­μή.
Εί­χα κλεί­σει τα μά­τια. Εδώ και ώρα έστε­κα ακί­νη­τος. Με εί­χε πιά­σει ένας πό­νος στη μέ­ση. Ο Πα­νό­που­λος ανά­σαι­νε τώ­ρα βα­ριά πά­νω στο μα­ξι­λά­ρι. Με­τά ζή­τη­σε νε­ρό, τρεις φο­ρές, από­διω­ξε με μια αό­ρι­στη κί­νη­ση το πο­τή­ρι που του πρό­σφε­ρα και βυ­θί­στη­κε ήσυ­χα σε κώ­μα. Εί­χε απαλ­λα­γεί από όλο το φύλ­λω­μα, όλες τις ακτί­νες, όλα τα κλα­διά και όλες τις επί­γειες ρί­ζες. Σχε­δόν εί­χε πά­ψει να σα­λεύ­ει. Μό­νο τα χέ­ρια του έψαυαν μα­λα­κά την άκρη του κρε­βα­τιού. Έλε­γα στον εαυ­τό μου –κά­πως ζα­λι­σμέ­νος– ότι εί­χε πε­τά­ξει πο­λύ έρ­μα και ήταν τώ­ρα πο­λύ ελα­φρύς ώστε να πια­στεί από τα σε­ντό­νια και να μεί­νει λί­γο ακό­μα μα­ζί μας.
Πα­ρά την προ­χω­ρη­μέ­νη ώρα, πή­γα στο τη­λέ­φω­νο και δε δί­στα­σα να ει­δο­ποι­ή­σω τον Μπερ­γκιέν.
Το επό­με­νο πρωί εξέ­τα­ζα συ­νε­χώς ασθε­νείς. Αντα­πο­κρι­νό­μουν όσο μπο­ρού­σα κα­λύ­τε­ρα, τσα­κι­σμέ­νος από την κού­ρα­ση και μό­νο προς το με­ση­μέ­ρι κα­τά­φε­ρα να συ­να­ντή­σω τον Μπερ­γκιέν. Κα­νο­νί­σα­με μα­ζί τις λε­πτο­μέ­ρειες της τε­λε­τής. Δεν γνω­ρί­ζα­με κα­νέ­να συγ­γε­νή του δύ­στυ­χου Τεό και δεν λη­σμο­νή­σα­με την επι­θυ­μία, που εί­χε τό­σες φο­ρές εκ­φρά­σει ο φί­λος μας, να τα­φεί κο­ντά στην θά­λασ­σα. Ο Καρλ Μπερ­γκιέν πή­ρε τις κα­λύ­τε­ρες απο­φά­σεις για όλα.
Στο σπί­τι μου, εί­δα με έκ­πλη­ξη τον μι­κρό Πί­τερ να έχει εγκα­τα­στα­θεί στο γρα­φείο μου. Με πε­ρί­με­νε εκεί για πά­νω από μια ώρα. Γευ­μα­τί­σα­με μα­ζί και εί­χα την ευ­χα­ρί­στη­ση να ξε­κου­ρά­σω λί­γο τα μά­τια μου πά­νω στο παι­δι­κό του πρό­σω­πο. Η επί­σκε­ψή του όμως εί­χε κά­ποιο σκο­πό. Διέ­κρι­να το τε­τρά­διό του, δι­πλω­μέ­νο στα δύο, κρυμ­μέ­νο στην τσέ­πη του. Κα­λά! Δεν ήταν η πρώ­τη φο­ρά που θα διόρ­θω­να τα μα­θή­μα­τά του. Δεν τα κα­τά­φερ­νε μ’ αυ­τή την πα­λιο­α­ριθ­μη­τι­κή και το πρό­βλη­μα με τους μύ­λους και τα σα­κιά αλεύ­ρι τον εί­χε σα­φώς τρο­μο­κρα­τή­σει. Κα­θό­ταν απο­σβο­λω­μέ­νος, σκυμ­μέ­νος πά­νω στους αριθ­μούς που αρά­δια­ζα, στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα όμως κοι­τά­ζο­ντας το πρες πα­πιέ, μια βα­ριά γυά­λι­νη μπά­λα που πά­ντα του κι­νού­σε την πε­ριέρ­γεια.

– Και οι βώ­λοι, του κά­νω ξαφ­νι­κά, τσι­μπώ­ντας του το αυ­τί, αυ­τοί οι πε­ρί­φη­μοι βώ­λοι που κέρ­δι­σες τό­σο άξια, θα μου τους δεί­ξεις;

Δεν πρό­σε­χα την απά­ντη­σή του, απορ­ρο­φη­μέ­νος από το πρό­βλη­μα που ήταν δια­τυ­πω­μέ­νο με απε­ρί­γρα­πτη ανοη­σία. Επα­να­λάμ­βα­να μέ­σα μου την ακα­τα­νό­η­τη φρά­ση: «Εάν οκτα­κό­σιοι μύ­λοι δεν μπο­ρούν να αλέ­σουν για επτά εβδο­μά­δες …. κλπ».
Ξάφ­νου κά­τι άκου­σα που μου τρά­βη­ξε την προ­σο­χή.
Για πρώ­τη φο­ρά ο Πί­τερ ομο­λο­γού­σε κά­τι. Η φω­νή του, αίφ­νης ανε­παί­σθη­τη, με εξέ­πλη­ξε.

– … ναι, επα­να­λάμ­βα­νε μουρ­μου­ρί­ζο­ντας, χθες σου εί­πα ψέ­μα­τα…

Και, κα­θώς σή­κω­σα το κε­φά­λι, κα­τέ­φυ­γε πά­λι στον γνω­στό μας διά­λο­γο και συ­μπλή­ρω­σε στα γρή­γο­ρα:

– Το νε­ρό έχα­σε τα τρία κα­πέ­λα του! Τέ­λος τα κα­πέ­λα! Πά­νε τα κα­πέ­λα! Και κά­τι και­νού­ριο όμως: υπάρ­χει ένα με­γά­λο αση­μέ­νιο δέ­ντρο ακρι­βώς στο κέ­ντρο της Νό­ρε­πλαντς. Διέ­λυ­σε την κρή­νη. Εί­ναι ένα δέ­ντρο κα­τα­πλη­κτι­κό. Ένα δέ­ντρο που πε­τά­ει σέρ­νο­ντας τις ρί­ζες του.

Άφη­σα το μο­λύ­βι μου πά­νω στο τρα­πέ­ζι. Έβα­λα το χέ­ρι μου στον ώμο του Πί­τερ, χω­ρίς να τον κοι­τά­ζω. Ένιω­θα σα χα­ζός, όμως αι­σθα­νό­μουν την πε­ρί­ερ­γη συ­γκί­νη­ση που με κυ­ρί­ευε. Και του εί­πα ψυ­χρά:

– Ναι, το εί­δα κα­θα­ρά. Ένα ωραίο γι­γά­ντιο δέ­ντρο, με τον στρι­φτό κορ­μό του…

Ο Πί­τερ με διέ­κο­ψε χω­ρίς κα­μία έκ­πλη­ξη:

– Ναι, συ­νέ­χι­σε, φο­βε­ρά στρι­φτό και πο­λύ γι­γά­ντιο. Κι όμως, ο Γιένς, ο Όλαφ, με τί­πο­τα δεν πα­ρα­δέ­χο­νται ότι το εί­δαν. Εγώ έτρε­χα πί­σω του, το ακο­λου­θού­σα στο χιό­νι. Τό­τε που στε­κό­σου­να στο μπαλ­κό­νι.

Πή­ρα μα­λα­κά τον Πί­τερ στα γό­να­τά μου και με αβέ­βαιη φω­νή, άρ­χι­σα τις ερω­τή­σεις. Ο διά­λο­γός μας δεν εί­χε τί­πο­τα το εξω­φρε­νι­κό. Το παι­χνί­δι μας, για πρώ­τη φο­ρά, δεν ήταν παι­χνί­δι. Μπο­ρού­σα, επι­τέ­λους, να του αντα­πα­ντώ.

– Τον εί­δες το βρά­χο, ψι­θύ­ρι­ζα, και τον ήλιο και τη θά­λασ­σα;
– Όχι, απά­ντη­σε ο Πί­τερ, μό­νο τον ήλιο. Έναν εκ­θαμ­βω­τι­κό ήλιο, όχι όμως πά­νω στον ου­ρα­νό, μό­νο πά­νω στο δέ­ντρο. Ήταν τό­σο πε­ρί­ερ­γο να το βλέ­πεις να πε­τά­ει, ανά­λα­φρο, ανά­λα­φρο, ανά­λα­φρο! Ο ήλιος ήταν ακό­μα εκεί. Έπλεε. Δεν μπο­ρού­σα όμως να κα­τέ­βω στη Νό­ρε­πλαντς: με πρό­σε­χε η μα­μά μου!
Και με­τά μου εί­πε στ’αυ­τί, όπως κά­νει συ­χνά:

– Και τα κα­πέ­λα του νε­ρού, τα εί­δες;

Κοι­τού­σα τον Πί­τερ στα μά­τια. Τα πα­ρα­τη­ρού­σα τώ­ρα με σκε­πτι­κή ανη­συ­χία. Προ­σπα­θού­σα να συ­νέλ­θω, να βά­λω τα πράγ­μα­τα σε σει­ρά. Αλ­λά ο δαί­μο­νας που με κυ­ρί­ευε ήταν πιο δυ­να­τός:

– Μι­κρέ μου Πί­τερ, έκα­να, για ποια ψέ­μα­τα μου μι­λού­σες προη­γου­μέ­νως; Μου εί­πες πραγ­μα­τι­κά ψέ­μα­τα;

Ο Πί­τερ έσκυ­ψε το κε­φά­λι.

– Ναι, ομο­λό­γη­σε, εί­πα ψέ­μα­τα… λί­γο. Για τον αγώ­να μας στη Νό­ρε­πλαντς. Δεν ήθε­λα να σου πω για το δέ­ντρο με τους βώ­λους. Για­τί, ξέ­ρεις, έτρε­χα πί­σω από αυ­τό το δέ­ντρο. Οι άλ­λοι δεν έβλε­παν τί­πο­τα. Έφτα­ναν πά­ντα πο­λύ αρ­γά. Με βοη­θού­σε το χιό­νι, για­τί, πα­ρ’ όλο που σκο­τεί­νια­ζε, μπο­ρού­σα να δια­κρί­νω τους και­νού­ριους βώ­λους.

Η κου­βέ­ντα του Πί­τερ γι­νό­ταν συ­γκε­χυ­μέ­νη. Ένιω­θα ότι χα­νό­ταν η συ­νέ­χεια. Ήμου­να κά­πως ανα­κου­φι­σμέ­νος. Πα­ρ’ όλα αυ­τά, προ­σπά­θη­σα να κα­θη­συ­χά­σω κι άλ­λο τον εαυ­τό μου, κά­νο­ντας την επι­κίν­δυ­νη ερώ­τη­ση. Την έκα­να με φω­νή αδιά­φο­ρη, πα­ρι­στά­νο­ντας ότι δι­πλώ­νω το τε­τρά­διό του.

– Μα επι­τέ­λους, ψι­θύ­ρι­σα, πώς έμοια­ζαν οι και­νού­ριοι βώ­λοι σου και για­τί δεν μου τους δεί­χνεις;

Ο Πί­τερ έκα­νε μια πε­ρι­φρο­νη­τι­κή γκρι­μά­τσα, με ατέ­νι­σε για λί­γο και απά­ντη­σε με δα­σκα­λί­στι­κο ύφος :

– Οι βώ­λοι ενός δέ­ντρου με βώ­λους δεν μοιά­ζουν με τί­πο­τε άλ­λο εκτός από καρ­πούς! Εξάλ­λου, πρό­σθε­σε, κα­τά­λα­βα ότι δεν ανή­καν σε μέ­να, για­τί έμε­ναν ωοει­δείς, σαν αυ­τούς που εί­ναι ζω­γρα­φι­σμέ­νοι στο με­γά­λο λε­ξι­κό… Γι’ αυ­τό και τους κα­τέ­στρε­ψα… Δεν εί­μαι κλέ­φτης!

Μια πα­ρα­τε­τα­μέ­νη σιω­πή σκέ­πα­σε το ια­τρείο μου. Άκου­γα το ρο­λόι του τοί­χου που με­τρού­σε το λε­πτό που περ­νού­σε, το­νί­ζο­ντάς το.
Η φω­νή του Πί­τερ ακού­στη­κε λί­γο με­τά, αλ­λά δεν διέ­λυ­σε την αλη­θι­νή δυ­σφο­ρία που με εί­χε κα­τα­λά­βει εδώ και λί­γη ώρα. Τα πο­λύ­λο­γα χεί­λη του –που πο­τέ δεν θέ­λη­σαν να μου πουν κά­τι πα­ρα­πά­νω– ξα­νά­πια­σαν τον ειρ­μό του μο­νο­λό­γου του. Έτσι, «το δέ­ντρο με τους βώ­λους» και οι «πε­τού­με­νες ρί­ζες» του απο­τε­λούν πλέ­ον μέ­ρος του κα­θη­με­ρι­νού πα­ρα­λη­ρή­μα­τός του, στην ίδια σει­ρά ει­κό­νων όπου πρω­τα­γω­νι­στούν οι «του­λί­πες», οι «κρή­νες» και τα «τρία κα­πέ­λα του νε­ρού».


Πρώτη δημοσίευση: Vassily Photiadès, L'Arbre à Billes  (Gravures originales de D. Galanis: Με πρωτότυπα χαρακτικά του Δ. Γαλάνη), Λωζάννη 1946. Οριστική (εκδοχή) στο Οι διαφανείς (Les transparents), εκδ. Stock, Παρίσι 1958

Χαρακτικό του Δ. Γαλάνη για το διήγημα
Χαρακτικό του Δ. Γαλάνη για το διήγημα
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: