Οι έγκλειστοι

Μετάφραση: Ανδρέας Τσάκας
Οι έγκλειστοι

Τα τρία κυ­πα­ρίσ­σια που στέ­κουν επι­βλη­τι­κά στην πλα­γιά του λό­φου πε­ρι­γρά­φο­νται με λί­γα εξαί­σια λό­για. Το χέ­ρι της νε­α­ρής κο­πέ­λας ακου­μπά­ει πό­τε πό­τε τους λεί­ους κορ­μούς και τα μά­τια της, όπως ση­κώ­νει το κε­φά­λι, κοι­τά­ζουν τα κορ­μιά τους, φτιαγ­μέ­να από συ­μπα­γή φυλ­λώ­μα­τα απ’ όπου κα­τε­βαί­νει η κρυμ­μέ­νη μέ­σα τους σιω­πή. Την αυ­γή και γύ­ρω στο τέ­λος της μέ­ρας ο ίσκιος αυ­τών των γι­γά­ντιων δέ­ντρων απλώ­νε­ται στο χώ­μα, στα γύ­ρω λιό­δε­ντρα και δεί­χνει, με επι­ση­μό­τη­τα, την ώρα. Το κο­ρι­τσά­κι συ­χνά εκ­πλήσ­σε­ται από την συ­νε­πή πα­ρου­σία του ήλιου και αυ­τού του κά­τα­σπρου ου­ρα­νού, του ξε­χα­σμέ­νου από τα σύν­νε­φα, όπου καί­ει, εδώ και αμέ­τρη­τα χρό­νια, το ίδιο, απα­ράλ­λα­κτο φως.
Αλ­λά η ιδιαι­τε­ρό­τη­τα του τό­που, αυ­τού του απε­ρι­ποί­η­του κή­που, ίσως δια­φεύ­γει από το αγό­ρι και τη σύ­ντρο­φό του. Εί­ναι αλή­θεια ότι η κα­θη­με­ρι­νή τα­λαι­πω­ρία δεν τους αφή­νει χρό­νο για τέ­τοια. Κι όμως, θα ήταν πο­λύ φυ­σι­κό να τους πα­ρα­ξε­νεύ­ουν αυ­τά τα δέ­ντρα κα­θώς, ορι­σμέ­να, δεί­χνουν σαν μι­σο­τε­λειω­μέ­να, όμοια με δι­στα­κτι­κά φα­ντά­σμα­τα, ενώ από άλ­λα δεν λεί­πει ού­τε ένα κλα­δί, ού­τε ένα φύλ­λο. Κά­ποια σύ­νο­ρα –πώς αλ­λιώς να τα απο­κα­λέ­σου­με– πε­ρι­κλεί­νουν αυ­τό τον λό­φο. Τα σύ­νο­ρα αυ­τά εί­ναι φτιαγ­μέ­να από αδια­πέ­ρα­στη νύ­χτα, μια από­το­μη νύ­χτα κι αμέ­σως πέ­φτου­με πά­νω σε κά­ποιους θά­μνους, κά­ποια ξε­χα­σμέ­να μο­νο­πά­τια. Μπο­ρού­με, για πα­ρά­δειγ­μα, να προ­χω­ρή­σου­με μέ­χρι το τέ­λος της δεν­δρο­στοι­χί­ας, μέ­χρι τις αμυ­γδα­λιές που προ­σπα­θούν μά­ταια να συ­γκρα­τή­σουν, να αρ­πά­ξουν λί­γο φως. Μά­ταια όμως, για­τί ένα τεί­χος σκιάς ξε­προ­βάλ­λει και κα­τα­βρο­χθί­ζει τα κλα­διά και τα άν­θη τους, που ο ήλιος και οι δυ­να­τές ακτί­νες του εί­ναι αδύ­να­το να αγ­γί­ξουν. Την ίδια τύ­χη έχουν και πολ­λά μο­νο­πά­τια, εάν τα περ­πα­τή­σου­με για πο­λύ. Ξαφ­νι­κά σα να σα­στί­ζου­με. Η από­λυ­τη κα­θα­ρό­τη­τα του ου­ρα­νού στα­μα­τά­ει από­το­μα και όλα βυ­θί­ζο­νται στο σκο­τά­δι.
Τα μά­τια μας, εξ άλ­λου, δεν εί­ναι τα μό­να που εκ­πλήσ­σο­νται. Λί­γο μα­κρύ­τε­ρα από τον κή­πο που κα­τη­φο­ρί­ζει ως τη θά­λασ­σα, πε­ρι­μέ­νει ένα ακό­μα μυ­στή­ριο. Απ’ το ση­μείο εκεί­νο μπο­ρού­με να δού­με τα ψη­λά κύ­μα­τα να κυ­νη­γιού­νται, να κα­βα­λι­κεύ­ο­νται, οπλι­σμέ­να με τις κρύ­ες δα­ντέ­λες τους, απο­θέ­το­ντάς τις ακού­ρα­στα πά­νω στην άμ­μο. Αυ­τό, βέ­βαια, εί­ναι από­λυ­τα φυ­σι­κό, αν όμως στα­θού­με ν’ ακού­σου­με προ­σε­κτι­κά, κα­μιά βουή δε φτά­νει ως εμάς, πα­ρά την με­γά­λη ανα­τα­ρα­χή της θά­λασ­σας. Αντί­θε­τα, ακού­με κα­θα­ρό­τα­τα την ασθε­νι­κή φω­νή κά­ποιας αό­ρα­της πη­γής που απο­στά­ζει όλη μέ­ρα, χω­ρίς πο­τέ να στε­ρεύ­ει. Εί­ναι τε­λεί­ως αδύ­να­το να αντι­λη­φθού­με οποιον­δή­πο­τε άλ­λο ήχο και τε­λεί­ως ανώ­φε­λο να χτυ­πή­σου­με αγα­να­κτι­σμέ­νοι το πό­δι μας στο χώ­μα ή να χτυ­πή­σου­με τα χέ­ρια μας όπως κά­νει συ­χνά το κο­ρί­τσι. Εί­ναι προ­φα­νές ότι η σιω­πή αγνο­εί πα­ρό­μοιες προ­κλή­σεις· σί­γου­ρα απο­στρέ­φει το κε­φά­λι της και δεν ακού­ει τί­πο­τα. Και δεν εί­ναι μό­νο αυ­τά. Τα λου­λού­δια που αχνο­φέγ­γουν εδώ κι εκεί προ­σαρ­μό­ζο­νται και τού­τα, με τον τρό­πο τους, στους ιδιαί­τε­ρους νό­μους που διέ­πουν τον κή­πο. Δεν μα­ραί­νο­νται, δεν δεί­χνουν κα­νέ­να ση­μείο εξα­σθέ­νι­σης. Τα μά­τια τους δια­σχί­ζουν τις επο­χές, χω­ρίς να ανοι­γο­κλεί­νουν, χω­ρίς να πλη­θύ­νο­νται και χω­ρίς να πε­θαί­νουν˙ συ­νο­δεύ­ουν τους δυο νέ­ους όλο το χρό­νο, σαν απο­λι­θω­μέ­να, φορ­τω­μέ­να όμως με μια στορ­γι­κή με­λαγ­χο­λία. Κοι­τά­ζουν το κο­ρί­τσι κα­θώς περ­πα­τά­ει σα χα­μέ­νο, κά­πο­τε στα­μα­τά­ει στην άκρη της λι­μνού­λας και γυ­ρεύ­ει την αντι­κα­θρέ­φτι­σμα του. Κι εκεί­νη στέλ­νει πά­ντα την ίδια ει­κό­να, αυ­τή ενός κο­ρι­τσιού δε­κά­ξι χρο­νών, με πρό­σω­πο σκού­ρο με­λί, με στε­νούς ώμους. Το νε­ρό τής μι­λά­ει επί­σης για τα χέ­ρια της και, όπο­τε σκύ­βει πε­ρισ­σό­τε­ρο, για το στή­θος της, που φου­σκώ­νει από δύο με­ριές, τα­πει­νά έστω, κά­τω από τη χλα­μύ­δα.

Η σύ­ντο­μη αυ­τή στά­ση διαρ­κεί λί­γα μό­νο λε­πτά. Το ίδιο ισχύ­ει και για το αγό­ρι που, αρ­κε­τά μα­κρύ­τε­ρα από κει, στέ­κε­ται κι αυ­τό για λί­γο προ­κει­μέ­νου να δέ­σει το σαν­δά­λι του.
Τι να σκέ­φτο­νται άρα­γε αυ­τά τα δυο παι­διά, όσο διαρ­κεί αυ­τή η κα­θη­με­ρι­νή πε­ζο­πο­ρία που κα­τα­λή­γει στον τό­πο συ­νά­ντη­σης; Σί­γου­ρα το ίδιο το εξαί­σιο αντά­μω­μά τους και τί­πο­τε άλ­λο. Όντως, η μνή­μη τους εί­ναι αβέ­βαιη, συ­γκε­χυ­μέ­νη και τα­ραγ­μέ­νη από την ιδέα αυ­τής της συ­νά­ντη­σης που κα­νό­νι­σαν.
Εί­ναι μή­πως υπερ­βο­λι­κό να το επι­βε­βαιώ­σου­με; Ίσως· για­τί συμ­βαί­νει κά­ποιες φο­ρές στον έναν τους ή ακό­μα και στους δύο, να ανα­πο­λούν αο­ρί­στως τους γο­νείς τους, το δω­μά­τιό τους, το σπί­τι τους. Το αγό­ρι φέρ­νει στο νου του εκεί­νη τη νί­κη πά­νω σ’ ένα φί­λο του στην πα­λαί­στρα ή ακό­μη το που­λί, σχε­δόν μπλέ σχε­δόν πρά­σι­νο, που το σκό­τω­σε μο­νά­χα με το τό­ξο κι ένα ευ­θύ­βο­λο βέ­λος. Και το κο­ρί­τσι θα σκέ­φτε­ται, συ­γκε­χυ­μέ­να, το χλια­ρό μα­ξι­λά­ρι που μοι­ρα­ζό­ταν με την αδελ­φή της· και την αδελ­φή της, τη μη­τέ­ρα της. Οι ανα­μνή­σεις αυ­τές, εντού­τοις, δεί­χνουν πο­λύ μα­κρι­νές μέ­σα στο άπλε­το φως της μέ­ρας που φω­τί­ζει τον δρό­μο τους. Κυ­ρί­ως, γνω­ρί­ζουν ότι τα εγκα­τέ­λει­ψαν όλα αυ­τά προ­κει­μέ­νου να συ­να­ντη­θούν σε τού­το τον κή­πο.
Κά­θε μέ­ρα που ξη­με­ρώ­νουν οι θε­οί, ξυ­πνά­νε με την ίδια σκέ­ψη: της από­στα­σης που τους χω­ρί­ζει. Κι έτσι, μέ­σα στο βα­θύ σκο­τά­δι που σι­γά-σι­γά δια­λύ­ε­ται, ξε­κι­νά αυ­τό το μα­κρύ, εξου­θε­νω­τι­κό και απο­λαυ­στι­κό περ­πά­τη­μα. Για το αγό­ρι, ο δρό­μος εί­ναι πιο δύ­σκο­λος. Πρέ­πει να δια­σχί­σει το βου­νό, να σκαρ­φα­λώ­σει βρά­χους, να πλη­γω­θεί από τα βά­τα, να τσα­κί­σει με τα σαν­δά­λια του τις συ­στά­δες θυ­μα­ριού και τα ψη­λά με­νε­ξε­διά αγριά­γκα­θα που, όμοια με σκή­πτρα, φω­τί­ζο­νται και λά­μπουν κα­θώς δέ­χο­νται τις πρώ­τες ακτί­νες του ήλιου.
Για το άλ­λο παι­δί η δια­δρο­μή εί­ναι ιδιαί­τε­ρα τερ­πνή. Θα ήταν σω­στό να πού­με ότι πρό­κει­ται για μια αγω­νιώ­δη από­λαυ­ση. Αρ­κούν δύο γε­μά­τες ώρες περ­πά­τη­μα κα­τά μή­κος της θά­λασ­σας, πά­νω σε άμ­μο αρ­χι­κά σκο­τει­νή, που όμως στην πο­ρεία χρυ­σί­ζει. Για­τί σχε­δόν τρέ­χει, στα­μα­τά­ει για να πά­ρει μια ανά­σα και ξα­να­φεύ­γει με ορ­μή, με τα πό­δια της να βρέ­χο­νται από κά­ποιο μα­κρύ­τε­ρο κύ­μα που ανα­ση­κώ­νει πό­τε-πό­τε την εσθή­τα της μέ­χρι τα γό­να­τα. Και τα δυό της χέ­ρια σμί­γουν πά­νω στην καρ­διά της που χτυ­πά­ει δυ­να­τά.

Επι­τέ­λους ο κή­πος προ­βάλ­λει στην πλα­γιά του λό­φου που κα­τη­φο­ρί­ζει, με τα κυ­πα­ρίσ­σια να δια­κρί­νο­νται σαν στίγ­μα­τα. Πλη­σιά­ζο­ντας, ο κή­πος σι­γά-σι­γά ξε­δι­πλώ­νει τον λα­βύ­ριν­θό του από στε­νά μο­νο­πά­τια. Μια σιω­πή, πιο εμ­φα­νής τώ­ρα, σαν ένα που­λί που ζυ­γιά­ζε­ται, προ­στα­τεύ­ει αυ­τή τη στιγ­μή. Τα δυο παι­διά πα­ρα­με­ρί­ζουν τα κλα­διά, ανοι­γο­κλεί­νουν τα μά­τια μέ­σα στο φως που τσου­ρου­φλί­ζει, με το στό­μα τους στε­γνό και τη θέρ­μη στην χού­φτα των χε­ριών τους.
Εδώ η φρι­κτή στιγ­μή ξε­κι­νά­ει ορ­μη­τι­κά για να τους τσα­κί­σει. Τι συμ­βαί­νει στη διάρ­κεια αυ­τής της στιγ­μής; Τη στιγ­μή ακρι­βώς που ο ένας αντι­κρί­ζει τον άλ­λο κά­τω από τα σκιε­ρά κυ­πα­ρίσ­σια, και τα τε­ντω­μέ­να χέ­ρια τους κο­ντεύ­ουν να αγ­γι­χτούν και να ενω­θούν, νοιώ­θουν τα μπρά­τσα τους να βα­ραί­νουν, τα δά­χτυ­λά τους πα­γώ­νουν. Τα πό­δια τους, τέ­λος, σαν να έχουν εξα­ντλη­θεί πια, φτά­νουν στα­δια­κά σε ακι­νη­σία, την οποία εί­ναι αδύ­να­το να κα­τα­νι­κή­σουν. Θα ’λε­γε κα­νείς ότι τα σώ­μα­τά τους κολ­λά­νε στον αέ­ρα που προ­βάλ­λει μια υπερ­βο­λι­κή αντί­στα­ση. Μέ­νουν καρ­φω­μέ­νοι εκεί για ώρα, ίδιοι με αγάλ­μα­τα. Λί­γα βή­μα­τα τους χω­ρί­ζουν και τα χέ­ρια τους που μοιά­ζουν σαν από μάρ­μα­ρο ή μέ­ταλ­λο, τα μπρά­τσα τους που έχουν μεί­νει απλω­μέ­να, στέ­κουν τώ­ρα σαν μια απο­μί­μη­ση της χα­ράς για την συ­νά­ντη­σή τους. Σύ­ντο­μα, όμως, παύ­ουν πια να βλέ­πουν ο ένας τον άλ­λο. Την κοι­μι­σμέ­νη μνή­μη, τα ονό­μα­τά τους, ξέ­νοι κα­θώς εί­ναι πλέ­ον με­τα­ξύ τους, τα έχει πά­ρει το μουρ­μου­ρη­τό της πη­γής που κυ­λά­ει λί­γο ακό­μα μέ­σα στη σιω­πή για να κα­τα­λή­ξει να σβή­σει όσο διαρ­κεί αυ­τή η μαύ­ρη στιγ­μή. Με­τά χω­ρί­ζουν, και στα πρό­σω­πά τους εί­ναι απο­τυ­πω­μέ­νος ένας πό­νος που, σε λί­γο, θα πά­ψουν να ανα­γνω­ρί­ζουν. Να’ τοι, απο­μα­κρύ­νο­νται ο ένας απ’ τον άλ­λον, πε­ρι­φέ­ρο­νται στον κή­πο, κοι­τά­ζουν έκ­πλη­κτοι αυ­τή τη φυ­λα­κή τη φτιαγ­μέ­νη από φυλ­λώ­μα­τα. Κι όμως, στο μυα­λό τους αρ­χί­ζει κιό­λας να παίρ­νει σχή­μα το ηδο­νι­κό σχέ­διο, η ξέ­φρε­νη πο­ρεία που θα ξε­κι­νή­σουν και πά­λι αύ­ριο –έχο­ντας ξε­χά­σει τα πά­ντα για τη ση­με­ρι­νή μέ­ρα– η οποία τους υπο­χρε­ώ­νει, εδώ και πολ­λά, αμέ­τρη­τα χρό­νια, να ξυ­πνά­νε πριν το χά­ρα­μα και να κα­τευ­θύ­νο­νται για μια ακό­μα φο­ρά, ο ένας προς το μέ­ρος του άλ­λου.

———— ≈ ————

Δε γνω­ρί­ζου­με την ακρι­βή χρο­νο­λο­γία θα­νά­του του Λύ­σιπ­που του Κυ­ρη­νέ­ως, αλ­λά θε­ω­ρού­με ότι εί­ναι, κα­τά προ­σέγ­γι­ση, κά­που προς το τέ­λος του 3ου αιώ­να π.Χ. Από το έρ­γο του έχουν δια­σω­θεί μό­νο κά­ποια απο­σπά­σμα­τα, αξιο­θαύ­μα­στα όμως πα­ρά τη συ­ντο­μία τους, των οποί­ων το ση­μα­ντι­κό­τε­ρο εί­ναι οι Έρω­τες του Κρι­τία και της Ισμή­νης που φυ­λάσ­σε­ται στη Λαυ­ρε­ντια­νή Βι­βλιο­θή­κη. Σα­ρά­ντα τρείς στί­χοι επι­ζούν, για­τί το χει­ρό­γρα­φο έμει­νε ημι­τε­λές. Ο Φι­λά­ρε­τος, ένας από τους μα­θη­τές του, εκ­φρά­ζει τη λύ­πη του γι αυ­τό και πα­ρα­θέ­τει τους δύο τε­λευ­ταί­ους:

μφό­τε­ροι δ’ π τας σκο­τιαίς κυ­πα­ρίσ­σοις
ες τέ­λος μει­ρον σν χερ χεί­ρα λα­βεν …


Που μπο­ρού­με να με­τα­φρά­σου­με με απλά λό­για: «…Και οι δύο, κά­τω από τα σκιε­ρά κυ­πα­ρίσ­σια, επρό­κει­το επι­τέ­λους να δώ­σουν τα χέ­ρια ….». Ο Φι­λά­ρε­τος μας βε­βαιώ­νει ακό­μη ότι το ποί­η­μα πα­ρέ­μει­νε ημι­τε­λές όχι επει­δή το θέ­λη­σε ο συγ­γρα­φέ­ας, αλ­λά εξαι­τί­ας του ξαφ­νι­κού θα­νά­του του, ενώ κρα­τού­σε ακό­μη τον κά­λα­μο στο χέ­ρι.


Vassily Photiadès, «Les captifs». Πρώτη δημοσίευση στο Οι διαφανείς (Les transparents), εκδ. Stock, Παρίσι 1958

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: