Σε ποιόν να εκμυστηρευτώ την απίστευτη περιπέτεια που ζω εδώ και μια ώρα και προπαντός για ποιο λόγο; Πυροδοτήθηκε, έσκασε, απόψε γύρω στις δέκα, την ώρα που διάβαζα ένα σύντομο αφήγημα τού μεγάλου Σκανδιναβού συγγραφέα. Εξαιρετική μετάφραση σίγουρα, πλην όμως μετάφραση, καθότι δυστυχώς αγνοώ τη γλώσσα του συγγραφέα. Δεν θα αναφέρω εδώ τον τίτλο αυτής της νουβέλας, λόγω δικής μου συστολής και θα με δικαιολογήσουν όσοι διαβάσουν τη συνέχεια της εκμυστήρευσής μου. Όσο προχωρούσα προς την ουσία τής αφήγησης, σύντομα, απανωτά κύματα δυσφορίας με κυρίευαν, με πλημμύριζαν, χωρίς σταματημό. Όλο αυτό ξεκίνησε με τις εξαιρετικές περιγραφές του καλοκαιριού στη Βερόνα.
Ο Ιούλιος πλησίαζε στο τέλος του και είχα αφήσει ανοιχτό το παράθυρό μου εκείνη τη νύχτα. Η δροσιά του υψομέτρου –βρίσκομαι στο Γκστάαντ της Ελβετίας– μπαίνει με ύπουλα ρεύματα, έχοντας διασχίσει το δασάκι δίπλα στο ξενοδοχείο «Παρκ». Μου είναι πολύ γνώριμο αυτό το δάσος, ενίοτε περπατώ στα μονοπάτια του, τα πνιγμένα στις φτέρες, πάντοτε βρεγμένες και σκεπασμένες από έναν απίστευτο αριθμό σαλιγκαριών. Η θερινή υγρασία σ’ αυτή την πλευρά του Oberland[1] παρασύρει μυρωδιές που μου είναι οικείες, όπως αυτή της κατάφυτης ρεματιάς και του ορμητικού μικρού ποταμιού πάντα σπιλωμένου απ’ τα νερά των καταιγίδων, και ακόμη αυτές των σάπιων φύλλων, του μουσκεμένου χώματος. Οι οσμές αυτές, κατά περίεργο τρόπο, αναμιγνύονταν και ερχόντουσαν σε αντίθεση με εκείνες που ο συγγραφέας περιέγραφε με τόση δύναμη και ξεχύνονταν από τις σελίδες του βιβλίου μου.
Τώρα, καθώς γράφω, η δροσιά στο παράθυρο δείχνει να λιγοστεύει και, εδώ και λίγα λεπτά, ακούω τα μακρόσυρτα θροΐσματα που κάνουν οι βελόνες των ελάτων και των πεύκων του δάσους. Όμως ο άνεμος αυτός δεν φτάνει ως εδώ και υποθέτω ότι σηκώθηκε πάλι το καταραμένο foehn,[2] για δεύτερη φορά σε είκοσι τέσσερις ώρες. Η μητέρα μου στο διπλανό δωμάτιο πρέπει να έχει αποκοιμηθεί γιατί δεν ακούω πια το τρίξιμο της εφημερίδας της. Στην ηλικία της είναι φυσικό να την ενοχλεί, να την κουράζει αυτός ο τόσο ανθυγιεινός σιρόκος.
Αλλά δεν δίνω προσοχή. Συνεχίζω την ανησυχητική, την υπέροχη ανάγνωση. Στα δρομάκια της πόλης που περιγράφει φυσάει ο πραγματικός σιρόκος του Βένετο, που ξεραίνει, εκνευρίζει, προκαλεί ανησυχία, και κάνει ακόμα πιο πνιγηρή την ήδη αποπνικτική ατμόσφαιρα του βιβλίου. Ο συγγραφέας, που σύντομα θα πέσει κι αυτός θύμα του παραλογισμού, αναφέρεται στον «άνεμο του Montelbaldo»[3] που στη Βερόνα σημαίνει άνεμος της ανισορροπίας. Ένα αίσθημα φόβου είχε γεννηθεί μέσα μου τελειώνοντας τις σελίδες αυτές και κοιτάχτηκα στον καθρέφτη, θέλοντας κατ’ αυτό τον τρόπο να πιάσω την έκφραση της ανησυχίας μου, της αισθαντικής αναγνώστριας, έτσι για γούστο. Τίποτα όμως δεν φανερώνει κάτι τέτοιο, η εικόνα μου είναι μάλλον καθησυχαστική, φωτισμένη από ξανθά μαλλιά που παραμένουν λαμπερά κάτω απ’ το φως της λάμπας. Αν και στα τριάντα επτά μου χρόνια έχουν γίνει πιο σκούρα από ό,τι ήταν άλλοτε, μου φέρνουν πάντα στο νου αυτή την «καναρινιά χαίτη», για την οποία ακόμα κάποιοι μου μιλάνε και πλαισίωνε, καθώς φαίνεται, το κοριτσίστικο πρόσωπό μου.
Μια σύντομη παύση, όπου ακούγεται το βουητό του ποταμιού και ξεκινάω το διάβασμα του τελευταίου μέρους αυτού του σύντομου αριστουργήματος. Όλη η διήγηση, που είχε ξεκινήσει στη Σκανδιναβία, τώρα πια διαδραματίζεται στη Βερόνα. Αυτή η μεγάλη νουβέλα, το τελευταίο έργο του διάσημου συγγραφέα, είναι χρονολογημένη. Την έγραψε τον Αύγουστο του 1925, και η υπόθεση εκτυλίσσεται επίσης Αύγουστο. Ο μεταφραστής στην εισαγωγή του μας διαβεβαιώνει ότι όντως πρόκειται για ιστορία που βίωσε ο συγγραφέας, ελάχιστα παραλλαγμένη, και μας θυμίζει ότι ο δημιουργός της βρήκε τραγικό θάνατο λίγο μετά την ολοκλήρωσή της. Για την ακρίβεια, αυτοκτόνησε. Είναι λοιπόν ένα μεταθανάτιο έργο τη δημοσίευση του οποίου, όμως, καθυστέρησε η οικογένεια του συγγραφέα. Αν και όλες αυτές οι λεπτομέρειες είναι τώρα γνωστές, αγνοούμε παρ’ όλα αυτά την ταυτότητα εκείνης που την ενέπνευσε και, παρά τις έρευνες δύο βιογράφων του, η μικρή μούσα της Βερόνας παρέμεινε άγνωστη. Μπορεί να μην έχει μεγάλη σημασία αυτό, εξηγείται όμως σίγουρα, από την ηλικία του παιδιού, αλλά και από το γεγονός ότι ο συγγραφέας ταξίδευε με ψευδώνυμο, αποφεύγοντας έτσι τις ενοχλήσεις που φέρνει πάντα ένα ηχηρό όνομα. Αντίθετα, γνωρίζουμε πολύ καλά ότι αυτό το όψιμο πάθος του μυθιστοριογράφου και ο σπαραγμός που έζησε, τον οδήγησαν πολύ γρήγορα στην έσχατη λύση. Ούτε εγώ, φυσικά, αγνοούσα όλα αυτά και, παρόλο που μου είναι γνωστό το έργο του εδώ και σχεδόν ένα χρόνο, δεν είχα καταφέρει να βρω αυτό το θαυμάσιο διήγημα, που ήταν πάντα εξαντλημένο και μια πρόσφατη επανέκδοση το έφερε, επιτέλους, στα χέρια μου.
Είναι τόσο γνωστό αυτό το βιβλίο ώστε περιττεύει να συνεχίσω. Φημισμένο για την υψηλή και φίνα τελειότητά του σίγουρα, αλλά, αναμφισβήτητα, και σαν εντυπωσιακό βιογραφικό ντοκουμέντο, το οποίο, αναμφίβολα, χόρτασε την αδιάκριτη περιέργεια του κοινού. Θα ήταν ανοσιούργημα εάν προσπαθούσα να συνοψίσω ένα κείμενο τόσο πυκνό, τόσο συνεπτυγμένο, όμως πρέπει να πω λίγα λόγια.
Για τον εαυτό του, φυσικά, μιλάει ο συγγραφέας περιγράφοντας το πάθος του ήρωά του, συγγραφέα επίσης, που κι αυτός κάνει σύντομες διακοπές στη Βερόνα. Όπως μας λέει, περνάει ένα τελευταίο χέρι σε μια κριτική μελέτη πάνω στον Ρωμαίο και Ιουλιέτα και επέλεξε ακριβώς τον ίδιο χώρο όπου διαδραματίζεται η αθάνατη τραγωδία. Η συνάντησή του με την παιδούλα λαμβάνει χώρα στη πανσιόν όπου μένει και γίνεται όλο και περισσότερο εμπόδιο στο αρχικό σχέδιό του. Εκεί γεννιέται σιγά-σιγά αυτό το βίαιο, σπαρακτικό συναίσθημα που αναλύεται στις απαράμιλλες σελίδες. Γύρω απ’ το κοριτσάκι «με σώμα πολύτιμου εντόμου, παρόμοιου με μια ρανίδα μέλι», βασιλεύει η βαριά, νοσηρή ζέστη ενός βροχερού καλοκαιριού και της πεδιάδας του Βένετο. Ο πυρετός του όψιμου πάθους, που η αδυσώπητη εξέλιξή του ακολουθεί την ανοδική καμπύλη θανάσιμης ασθένειας, καταγράφεται με λεπτομερή και αμείλικτη σαφήνεια. Γιατί η διορατικότητα του ήρωα είναι ίδια με του συγγραφέα, ο οποίος εν μέσω πραγματικού παραληρήματος ανακτά κάποιες στιγμές την πνευματική του διαύγεια και τότε, κάνοντας απότομες καταδύσεις εντός του, αναλύει ό,τι το ξεχωριστό και παθολογικό εμπεριέχει ετούτη η γεροντική μέθη. Σύντομες εκλάμψεις οδυνηρής οξυδέρκειας διαπερνούν κατά διαστήματα αυτόν τον κάπως ομιχλώδη διάλογο.
Με αδεξιότητα, με λόγια κάπως πομπώδη και σίγουρα ξένα προς το δικό μου λεξιλόγιο λέω το θέμα του βιβλίου, αυτό ενός παράλογου έρωτα, θέμα κατά τα άλλα απλούστατο που, όμως, ο συγγραφέας καταφέρνει να λαμπρύνει. Κοιτάζοντας το πορτραίτο που φιλοτεχνεί για τον εαυτό του ο γηραιός συγγραφέας, φέρνουμε αναπόφευκτα στο μυαλό μας έναν Φάουστ σκυμμένο πάνω από το πάθος του, να γυρεύει απελπισμένα κάποια πιθανή λύση, όπως αυτή που θα μπορούσε, σίγουρα, να του προσφέρει ένας Μεφιστοφελής, άφαντος εδώ, τραγικά απών.
Προχωρώντας στην ανάγνωση, νοιώθω να βυθίζομαι σε μια ατμόσφαιρα μαγείας που ίσως ευνοείται από την γύρω ησυχία και τις εκνευριστικές εξάρσεις του foehn στο φαράγγι του Γκστάαντ. Από το ανοιχτό παράθυρο μπαίνει όλη η δυσάρεστη χλιαρότητα του αέρα. Φυσάει πιο δυνατά από πριν και φτάνει μέχρι τις λεπτές, κολλαριστές κουρτίνες του ξενοδοχείου μας. Διακρίνω, μέσα από τα κλαδιά των ψηλών ελάτων, αναλαμπές από κάτι που μοιάζει με αστερισμό και υποθέτω ότι πρόκειται για τα φώτα του Winter Palace. Είναι λιγοστά, άρα πρέπει να είναι αργά. Το ρολόι δείχνει δώδεκα και πέντε και, με τα δυό μου δάχτυλα, υπολογίζω βιαστικά πόσες σελίδες μου μένουν ακόμα να διαβάσω: μέχρι τριάντα, το πολύ.
Ίσως σταμάτησα για λίγο την ανάγνωση προκειμένου να παρατείνω την αγωνιώδη απόλαυση κι επίσης να ξαναφέρω στο νου μου το περιεχόμενο των σελίδων που μόλις διάβασα. Παρόλο που είμαι ένας μέτριος κριτής, προχωράω αργά ώστε να ανακαλύψω με ποιό τρόπο, αληθινά αδιόρατο, κάθε περιγραφή του βιβλίου παραμένει μυστηριωδώς στοιχειωμένη. Επειδή γνωρίζω κάπως τη Βερόνα, την περίφημη Πιάτσα ντελ Έρμπε κι αυτή την εκκλησία της Σάντα Αναστάζια που ο συγγραφέας περιγράφει εξαντλητικά, μένω άναυδη από τις διαστάσεις που παίρνουν όλα αυτά από την πένα του. Ενώ μιλάει πολύ απλά και πολύ αντικειμενικά για τον Αδίγη,[4] για τα συνήθως χαρωπά δρομάκια της πόλης, στην πραγματικότητα μιλάει αποκλειστικά για το πάθος του. Οι πέτρες που περιγράφονται εδώ είναι βαθιά ποτισμένες απ’ αυτό. Πώς γίνεται; Κανείς δεν θα μπορούσε, πραγματικά, να το πει, κι όταν ακόμα διαβάζω ξανά, με έξαψη, την υπέροχη αναφορά του στον «οξύθυμο ποταμό», δεν καταφέρνω να ανακαλύψω το ανεπαίσθητο τέχνασμα.
Αυτή η, ασυνείδητη σίγουρα, μεταφορά παραμένει ίσως και η καλύτερη απόδειξη ότι αυτή η τραγική ιστορία είναι αναμφισβήτητα μια βιωμένη ιστορία. Αντιθέτως, η εικόνα του τρομακτικού κοριτσιού, η τόσο έντονα ζωγραφισμένη και σχεδιασμένη, μου φαίνεται λίγο υπερβολική. Είναι δυνατόν, αλήθεια, στην ηλικία των δώδεκα ετών να κοιτάζει στα μάτια έναν ενήλικο, έναν άντρα κάποιας ηλικίας με τέτοια κοκεταρία, ενστικτώδη σίγουρα, όμως σχεδόν δαιμονική; Μια σκηνή μου φαίνεται τουλάχιστον περίεργη, αυτή στην τραπεζαρία, όπου η μικρή αλλάζει θέση για να μπορεί να βλέπει καλύτερα τον θαυμαστή της, κυρίως για να μπορεί εκείνος να την κοιτάζει περισσότερο. Όμως με πόση οδυνηρή λεπτότητα μπόρεσε να την περιγράψει ο συγγραφέας! Και επιπλέον, ποιος γνωρίζει ή θα γνωρίσει ποτέ τον ερεβώδη κόσμο στον οποίο κινείται η παιδική ηλικία; Ο γηραιός ερωτευμένος δείχνει να αναρωτιέται σιωπηλά γι αυτό, όταν προσπαθεί να δικαιολογήσει, ευγενικά, το κοριτσάκι.
Τελειώνω το προτελευταίο κεφάλαιο και νοιώθω σαφή δυσφορία. Ο αφηγητής αναφέρεται στους δυο περιπάτους, στις δύο αυτές συναντήσεις για τις οποίες μιλάει επί μακρόν στην εισαγωγή του ο μεταφραστής, που και κατ’ εμέ πρέπει να είναι τα πιο χαρακτηριστικά επεισόδια του βιβλίου. Κι όμως, τίποτα το εξαιρετικό δε συμβαίνει σ’ αυτές τις δεκαπέντε σελίδες όπου ο ήρωας, χωρίς να συνειδητοποιεί τι κάνει, σε απόλυτη παραφορά, ζητά από την μητέρα του παιδιού να δεχτεί την πρόσκλησή του. Η κίνησή του, όσο παιδαριώδης κι αν είναι, δεν στερείται κάποιας αφελούς υποκρισίας, ενός είδους αγνότητα
που λέει πολλά για την κατάσταση του ήρωα και του συγγραφέα, ο οποίος, όπως γίνεται ξεκάθαρο, δεν είναι πλέον κύριος των πράξεών του και καταφεύγει σε ένα ιδιαίτερα εύκολο τέχνασμα. Επινοεί, λοιπόν, την ομοιότητα της μικρής που θαυμάζει με κάποια νεαρή ανιψιά του, όλως διόλου φανταστική, προς την οποία δεν είχε, τάχα, την ευκαιρία να εκδηλώσει τη στοργή του. Ένα τέτοιο φτωχό εύρημα δείχνει καθαρά το μέγεθος της σύγχυσής του. Παρά ταύτα όμως, ακόμα και αν το ψέμα του είναι τέτοιας χαμηλής ποιότητας, τον ρόλο που αναγκάζεται να υποδυθεί, τον παίζει με σπάνια τελειότητα. Κι αυτή η συνεχής ταλάντευση ανάμεσα στην επιθυμία του να πετύχει την συγκατάθεση της μητέρας και την αποστροφή του για τούτο το περίεργο εγχείρημα που η συνείδησή του καταδικάζει, παραμένει, αναμφισβήτητα, το πιο διεισδυτικό
μέρος αυτής της ανελέητης ενδοσκόπησης.
Όλα τούτα είναι σίγουρα αξιοθαύμαστα, αλλά εγώ στέκομαι περισσότερο στον δεύτερο περίπατο, το μακρύ απόγευμα στη Βενετία με την μητέρα και το παιδί. Αυτές οι σελίδες ίσως θα παραμείνουν για πολύ στη μνήμη μου.
Η βιτρίνα του παλαιοπώλη της Βενετίας όπου αντανακλάται η σκυφτή σιλουέτα του ήρωα και επίσης η εικόνα του παιδιού με αιχμαλωτίζουν. Η αμείλικτη περιγραφή του εαυτού του, αυτού του γέροντα, δίπλα στο εύθραυστο κοριτσάκι είναι τρομακτικά επιτυχής. Είναι η στιγμή που, αν μπορούμε να το πούμε έτσι, εμφανίζεται στο προσκήνιο η αταξία.
Σα να γινόμαστε μάρτυρες αυτής της επώδυνης και θλιβερής σκηνής: του ερωτευμένου ο οποίος μπαίνει στο κατάστημα και ζητάει από τη μητέρα να δεχτεί, στο όνομα της μικρής, την προσφορά ενός υπέροχου πολύτιμου περιδέραιου. Φυσικά η μητέρα, αρκετά ξαφνιασμένη, αρνείται αυτό το τόσο ακριβό δώρο και, βλέποντας την απογοήτευση στο πρόσωπο του γέροντα, βρίσκει μια πρόχειρη δικαιολογία. Του δείχνει το μενταγιόν στο λαιμό της κόρης της «που το κοριτσάκι δεν αποχωρίζεται ποτέ, είναι δώρο του πατέρα της».
Στο σημείο αυτό της διήγησης, γυρίζω τη σελίδα και διαβάζω και ξαναδιαβάζω με ιδιαίτερη προσοχή την περιγραφή αυτού του σικελικού νομίσματος. Για την ακρίβεια, ο συγγραφέας ξεκινάει πολλές φορές την περιγραφή του, αλλά, σαν αφηρημένος και υπνωτισμένος από τον λαιμό της μικρής, μέσα σε δεκαπέντε σειρές, δεν μιλάει παρά μόνο για «σταρένια» χροιά της επιδερμίδας της, για την τρομακτική τελειότητα «αυτού του μίσχου» που ανυψώνει και στηρίζει το «λαμπερό και σκοτεινό πρόσωπό της». Και το αρχαίο νόμισμα περιγράφεται με κάθε λεπτομέρεια.
Σταματώ την ανάγνωση και στέκω στην εικόνα του στατήρα. Πρόκειται ακριβώς για το ασημένιο τετράδραχμο της Κατάνης-Αίτνας, στο οποίο η Αίτνα απεικονίζεται συμβολικά με τη μορφή Σιληνού. Τον συνοδεύει ένας σκαραβαίος, από αυτούς που κατέκλυζαν τις πλαγιές του ηφαιστείου. Και στην άλλη όψη –κι αυτό είναι γραμμένο ολοκάθαρα– βλέπουμε τον Δία, καθιστό μπροστά σε ένα πεύκο, κραδαίνοντας τον κεραυνό.
Αυτός ο κεραυνός αστράφτει τώρα μπροστά στα μάτια μου και με χτυπά. Σηκώνομαι, ανοίγω και κλείνω, χωρίς λόγο, δυο φορές το παράθυρο του δωματίου. Τριγύρω μου βασιλεύει η ησυχία του Ξενοδοχείου Παρκ που κοιμάται, αλλά και οι υπόκωφοι ήχοι των ξαφνικών και υγρών παλμών των σωληνώσεων. Ακούω επίσης και τους γρήγορους παλμούς της καρδιάς μου.
Ξαναείδα, σίγουρα, τη Βερόνα που ανέστησε ο συγγραφέας· τη Βερόνα και τα μνημεία της, την χολώδη ροή του Αδίγη – και απόψε, με το foehn του Γκστάαντ, εισέπνευσα τον σιρόκο της εξοχής του Βένετο ο οποίος, πολλά χρόνια πριν, ταλαιπωρούσε τον φτωχό μου πατέρα. Σ’ αυτόν κυρίως πάει η σκέψη μου τη στιγμή ετούτη και ξαναβλέπω τα υπέροχα και φίνα χέρια του να περιεργάζονται ευλαβικά τα σπάνια κομμάτια του, την φημισμένη συλλογή του μεγάλου νομισματολόγου.
Πώς να μην τρέξω λοιπόν στο δωμάτιο της μητέρας μου και να της μιλήσω για την απίστευτη σύμπτωση; Είναι ακόμα μισοκοιμισμένη, με την ανάποδη του χεριού της στο μέτωπο, την ταρακουνάω όμως αλύπητα, την ξυπνάω, τη ρωτώ. Είναι ακόμα ζαλισμένη από τον ύπνο, σύντομα όμως είναι σε θέση να μου απαντήσει με την ακρίβεια που απαιτούν τα βίαια ψιθυρίσματά μου. Στην αρχή η καημένη γυναίκα δεν καταλαβαίνει τίποτα, δέχεται όμως έναν καταιγισμό ερωτήσεων σα να τις κάνει μια τρελή. Τα ερωτήματά μου είναι ξεκάθαρα, ανυπόμονα. Αλλοίμονο, σε όλα θα μου αποκριθεί με μια σειρά από οδυνηρά ναι.
Ναι, το 1925 –ήμουν δώδεκα ετών– βρισκόμασταν στη Βερόνα. Αύγουστο, ναι. Ναι, σίγουρα, μόνο δύο φημισμένα νομίσματα της Κατάνης-Αίτνας σώζονται μέχρι σήμερα. Το ένα, το μοναδικό που είναι γνωστό, ανήκε αρχικά στον Λυσιέν Ιρς και σήμερα ανήκει στη νομισματική συλλογή του μουσείου των Βρυξελλών. Το άλλο είναι δικό μας· μου το έδωσε ο πατέρας μου, προτού πουλήσει την συλλογή του όταν κάποτε βρέθηκε σε οικονομικές δυσκολίες.
Τα υγρά δάχτυλά μου αρπάζουν αυτό που μετέτρεψα σε μενταγιόν και, σκύβοντας το κεφάλι, μπορώ να δω, στο πίσω μέρος του, κάτω από την λάμπα, τη ρωμαλέα σιλουέτα του Σιληνού, να κυριαρχεί στον πολύτιμο στατήρα. Ποιος ο λόγος να κάνω ερωτήσεις στις οποίες μπορώ να δώσω μόνη μου τις απαντήσεις;
Να ανοίξουμε λίγο το παράθυρο; Κάνει ανυπόφορη ζέστη και τα μηνίγγια μου πονάνε. Η μητέρα μου δέχεται. Σηκώνομαι, μετά κάθομαι στα πόδια του κρεβατιού της. Με φωνή προσεκτική και με επιφύλαξη σα να απευθύνομαι σε άρρωστο προσπαθώ μαλακά να ξυπνήσω τη μνήμη της. Το χέρι μου χαϊδεύει αργά το χέρι της, σχεδόν κρύο κάτω από το δικό μου. Παρ’ όλα αυτά, δε θα μου δώσει την ανακούφιση που γυρεύω και η παραληρηματική ιστορία που εδώ και μια ώρα με έχει κατακυριεύσει, ενδυναμώνεται και παίρνει σάρκα, παρά τις προσπάθειες, τις ελπίδες μου. Όσο μου μιλάει, όσο μου απαντάει, οι αναμνήσεις μου ενθαρρύνονται, ανασύρονται, όμως πάλι τρεκλίζουν. Μια μόνο σκέψη με καθησυχάζει: άραγε η προσπάθειά μου να θυμηθώ, συγχέεται με αυτή που με ωθεί να φανταστώ;
Δυστυχώς, όχι. Καταγράφω εδώ, με ακρίβεια, τις σκληρές φράσεις, τα απίστευτα και όμως αληθινά γεγονότα, όπως τα επιβεβαίωσε η μητέρα μου μεγαλόφωνα, μπροστά στα ορθάνοιχτα μάτια μου.
– Πολύ περίεργη συμπεριφορά, παιδί μου, λέει σαν να ονειρεύεται. Ο πατέρας σου κι εγώ είχαμε επιτέλους αποφασίσει από κοινού, μετά την εκδρομή στη Βενετία, να σου μιλήσουμε, να σε κάνουμε να ντραπείς για την ακατανόητη για εμάς συμπεριφορά, που δε σου ταίριαζε. Γιατί, στον πατρικό θαυμασμό του γέροντα για τον οποίο μιλάς, απαντούσες με μια φιλαρέσκεια που προκαλούσε κατάπληξη, μια αλλόκοτα προκλητική στάση, οπωσδήποτε ασυνείδητη, την οποία ποτέ δεν ξαναείχες έκτοτε. Τελικά, όμως, δεν σου είπαμε τίποτα. Την επόμενη μέρα έφυγε αυτός ο καημένος άνθρωπος.
Δεν είπα τίποτα. Ένα μακρύ φιλί ευγνωμοσύνης στο μέτωπο της μητέρας μου ήταν ο επίλογος αυτού του διαλόγου. Αποσύρομαι στις μύτες των ποδιών και πηγαίνω στο δωμάτιό μου. Βλέπω την αντανάκλασή μου στον μακρύ καθρέφτη. Κάνω λίγο προς τα πίσω, μετά ξαναγυρίζω, αυτή τη φορά κρατώντας στο χέρι το βιβλίο του μεγάλου συγγραφέα. Είμαι όρθια και κοιτάζομαι, γιατί έχω ανάγκη και τον καθρέφτη και την μαρτυρία του. Κοιτάζω αυτή την ακόμα νέα, ψηλή σιλουέτα, αυτό το νέο ακόμα πρόσωπο, το δικό μου, μιας γυναίκας μόλις τριάντα επτά ετών. Κοιτάζω και τα χείλη μου που αγνοούν το φιλί, τα μοναχικά χείλη μου που ακουμπούν τώρα με ευλάβεια, με πάθος, πάνω στο κάπως κρύο κι όμως καυτό εξώφυλλο αυτού του εξαίσιου κειμένου, της θαυμαστής περιπέτειάς μου. Και τώρα, πνίγω αυτόν τον μακρύ λυγμό χαράς στο προσκέφαλό μου.
Γράφτηκε στο Γκστάαντ, για μένα μόνο, την αυγή της 10ης Αυγούστου 1950.
Vassily Photiadès: «Son cou est une tige d’argile ή Le statère d’ Aetna» Πρώτη δημοσίευση περ. La revue de Paris, τχ. 5, Μάιος 1966